Tasuta

Αθηναίων Πολιτεία

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΝΟΣ

Ενώ δε τοιαύτη ήτο η πολιτική οργάνωσις και οι πολλοί διετέλουν δούλοι των ολίγων έκαμεν επανάστασιν ο δήμος (ο λαός) εναντίον των επιφανών επειδή δε η επανάστασις ήχο ισχυρά και οι αντίπαλοι επί πολύν καιρόν ευρίσκοντο εις διάστασιν προς αλλήλους, εξέλεξαν από κοινού ως συνδιαλλακτήν και άρχοντα τον Σόλωνα και ανέθεσαν εις αυτόν να συντάξη την πολιτικήν οργάνωσιν, συνεπεία της ελεγείας (του ελεγειακού ποιήματος) την οποίαν αυτός είχε κάμει, και η οποία αρχίζει ως εξής:

 
Γνωρίζω εγώ κ' εις την ψυχή μου μέσα φωλιάζει
η θλίψη που βλέπω έτσι την παλαιότερη χώρα της Ιωνίας
δυστυχισμένην. (39)
 

Εις αυτήν (την ελεγείαν) συνηγορεί και υπέρ των δύο αντιπάλων μερίδων και συζητεί τας αξιώσεις των και μετά ταύτα συμβουλεύει ομού και τους δύο να καταπαύσουν την υπάρχουσαν φιλονικίαν.

Ήτο δε ο Σόλων κατά μεν την καταγωγήν και την υπόληψιν μεταξύ των πρώτων, κατά δε την περιουσίαν και την κατάστασιν μεταξύ των της μεσαίως τάξεως, όπως και εκ των άλλων πραγμάτων είναι ομολογούμενον και όπως αυτός ο ίδιος εις τα ακόλουθα ποιήματά του βεβαιώνει, συμβουλεύων τους πλουσίους να μην είναι πλεονέκται:

 
Σεις δε πρααίνοντας στην ψυχή τον δυνατό πόθο
που απ' τα πολλά αγαθά τον χορτασμό επιτύχατε,
σε μετριοπάθεια βάλετε την υψηλοφροσύνη σας· τι ούτε εμείς
(αλλοιώς) θα στέρξωμε, ούτε αυτά σε καλό θα σας βγουν, (40)
 

και καθ' ολοκληρίαν πάντοτε την αιτίαν της στάσεως (ο Σόλων εις την ελεγείαν του) επιρρίπτει εις τους πλουσίους· διό και εις την αρχήν της ελεγείας λέγει ότι φοβείται αυτός «και την φιλαργυρίαν και την υπερηφάνειαν», διότι εξ αιτίας αυτών προέκυψεν η έχθρα.

Κύριος δε γενόμενος των πολιτικών πραγμάτων ο Σόλων και τον λαόν αποκατέστησεν εις ελευθερίαν, και κατά το παρόν και κατά το μέλλον, απαγορεύσας να συνομολογούνται δάνεια με σωματικήν εγγύησιν (και νόμους συνέταξε) (41) και έκαμε κατάργησιν των χρεών και των ιδιωτικών και των δημοσίων, την οποίαν (κατάργησιν) ονομάζουν σε ισάχθειαν, διότι απέσεισαν τα βάρη. Και ως προς τούτο μερικοί προσπαθούν να επικρίνουν συκοφαντικώς αυτόν διότι συνέβη εις τον Σόλωνα ενώ επρόκειτο να εφαρμόση την σεισάχθειαν να προείπη τούτο εις μερικούς των γνωρίμων του· έπειτα, όπως μεν λέγουν οι δημοκρατικοί, (ένεκα της προανακοινώσεως) έγινε καταστρατήγησις του νόμου υπό των φίλων προς όφελός των, όπως δε λέγουν οι θέλοντες να υβρίσουν, από την καταστρατήγησιν και αυτός επορίσθη ωφέλειαν. Διότι ούτοι (οι καταστρατηγήσαντες τον νόμον) δανεισθέντες ηγόρασαν πολλήν έκτασιν γης και μετ' ολίγον, ότε έγινεν η αποκοπή των χρεών, ευρέθησαν πλούσιοι· ως εκ τούτου λέγουν ότι έγιναν πλούσιοι οι κατόπιν παρουσιαζόμενοι ως ανέκαθεν πλούσιοι. Αλλ' όμως πιθανώτερον παρ' όλα ταύτα είναι το λεγόμενον υπό των δημοκρατικών. Διότι δεν είναι εύλογον ως προς μεν τα άλλα (να δειχθή ο Σόλων) τόσον μετριοπαθής και φιλόπατρις, ώστε, ενώ ήτο δυνατόν εις αυτόν εκτοπίζων τους άλλους να γίνη τύραννος της πόλεως, ν' αποκρούση και τα δύο ταύτα και να προτιμήση το καλόν και την σωτηρίαν της πόλεως μάλλον παρά την ιδικήν του επικράτησιν, ως προς τόσον μικρά δε και ανάξια να κατακηλιδώση τον εαυτόν του. Ότι δε ευρέθη εις τοιαύτην (δικτατωρικήν) εξουσίαν, τούτο μαρτυρούσι και η άθλια πολιτική κατάστασις και τα ποιήματα αυτού του ιδίου του Σόλωνος, ο οποίος εις πολλά μέρη των ποιημάτων αναφέρει τούτο (ότι δηλαδή θα ηδύνατο να γίνη απόλυτος άρχων) και όλοι οι άλλοι το ανομολογούσιν. Αυτή μεν λοιπόν η κατηγορία πρέπει να νομίζωμεν ότι είναι συκοφαντική.

Πολιτικόν δε οργανισμόν εσύστησε και νόμους έκαμεν άλλους· τους δε πολιτικούς θεσμούς του Δράκοντος έπαυσαν να τους μεταχειρίζωνται εκτός των νόμων περί φόνου· χαράξαντες δε τους νόμους επάνω εις τους κύρβεις (42) , έστησαν τούτους εις την βασίλειον στοάν και ωρκίσθησαν να τους τηρούν όλοι. Οι δε εννέα άρχοντες ορκιζόμενοι προ του ιερού λίθου ωμολόγουν ότι, εάν ήθελον παραβή κανένα εκ των νόμων, θα προσέφερον (ως πρόστιμον της παραβάσεως) ένα ανδριάντα χρυσούν (43). Ώρισε δε (ο Σόλων) να ισχύωσιν οι νόμοι αμετάτρεπτοι δι' εκατόν έτη και ετακτοποίησε τον πολιτικόν οργανισμόν κατά τον εξής τρόπον. Κατά το τίμημα εχώρισε τον λαόν εις τέσσαρας τάξεις (τέλη) (44) όπως ακριβώς ήτο διηρημένος και πρότερον, ήτοι εις πολίτην πεντακοσιομέδιμνον, εις πολίτην ιππέα, εις πολίτην ζευγίτην και εις πολίτην θήτα.

Και τα μεν αξιώματα έδωκε προνόμιον να τα έχωσιν οι πεντακοσιομέδιμνοι και οι ιππείς και οι ζευγίται, ήτοι τα των εννέα αρχόντων και των ταμιών και των πωλητών (45) (οικονομικών υπαλλήλων) και των ένδεκα (46) και των κωλακρετών (47) δώσας εις κάθε μίαν απ' αυτάς τας τάξεις τα αξιώματα ταύτα αναλόγως της φορολογίας· εις δε την τάξιν των θητών έδωκε το δικαίωμα να μετέχουν μόνον της γενικής συνελεύσεως του λαού και των δικαστηρίων. Ωρίσθη δε να πληρώνη φόρους πεντακοσιομεδίμνου μεν εκείνος του οποίου η ιδική του περιουσία δίδει εισόδημα πεντακοσίους μεδίμνους (48) (μέτρα χωρητικότητος) καρπών ξηρών και υγρών (49) ομού, ιππέως δε φόρους ο έχων εισόδημα τριακοσίους μεδίμνους, ως δε μερικοί λέγουν, ο έχων τα μέσα να συντηρή ίππον· ούτοι δε ως απόδειξιν προβάλλουν και την ονομασίαν της πολιτικής αυτής τάξεως, ως προκύψασαν εκ του πραγματικού αυτού γεγονότος, και τα αφιερώματα των παλαιών· διότι υπάρχει εις την ακρόπολιν αναθηματική εικών ενός Διφίλου, επί της οποίας είναι γραμμένα τα εξής:

 

Ο υιός του Διφίλου Ανθεμίων αυτήν εδώ (την εικόνα), εις τους θεούς αφιέρωσεν ανελθών από της τάξεως των θητών εις την τάξιν των ιππέων (50)

και ευρίσκεται πλησίον της επιγραφής ίππος εις ένδειξιν ότι τούτο (το σημείον) δηλοί την τάξιν των ιππέων. Αλλ' εντούτοις ευλογώτερον είναι το ότι (η τάξις των ιππέων) εκανονίσθη εκ του εισοδήματος όπως ακριβώς η τάξις των πεντακοσιομεδίμνων· εις την τάξιν δε των ζευγιτών κατετάχθησαν οι εκ της περιουσίας των έχοντες εισόδημα διακοσίων μεδίμνων καρπών εξ αμφοτέρων των ειδών (ξηρών και υγρών). Οι δε άλλοι, η θητική δηλαδή τάξις, δεν είχον συμμετοχήν εις κανέν αξίωμα. Διά τούτο και τώρα ακόμη όταν ερωτώνται οι προσερχόμενοι ως κληρώσιμοι δι' οποιονδήποτε αξίωμα, εις ποίαν τάξιν (φορολογικήν) ανήκουν, ουδείς εξ αυτών λέγει ποτέ ότι ανήκει εις την τάξιν των θητών.

Τας δε αρχάς (51) ώρισε να εκλέγωνται διά κλήρου από προηγουμένως κριθέντας (52) (ως εκλεξίμους), τους οποίους ήθελεν επί τούτω υποδείξει έκαστη φυλή. Εκάστη δε φυλή διά το αξίωμα των εννέα αρχόντων υπεδείκνυε δέκα και εκ τούτων εγίνετο η κλήρωσις· εκ τούτου ισχύει ακόμη το να κληρώνη εκάστη φυλή δέκα, εκ τούτων δε να γίνηται η εκλογή διά ψηφοφορίας (διά κυάμων). Του ότι δε τα αξιώματα διά του κλήρου ώρισεν (ο Σόλων) να παρέχωνται αναλόγως των τάξεων απόδειξις είναι ο νόμος περί ταμιών, ο ισχύων ακόμη και τώρα· διότι αυτός ο νόμος ορίζει να κληρώνονται οι ταμίαι εκ της τάξεως των πεντακοσιομεδίμνων (53) .

Ο Σόλων μεν λοιπόν τοιούτους νόμους έθεσε περί των εννέα αρχόντων. Διότι εις παλαιοτέραν εποχήν η εν Αρείω Πάγω βουλή ώριζε τους εκλεξίμους διά τα αξιώματα μεταξύ των μελών αυτής και απ' αυτούς εξέλεγε τους μάλλον ικανούς δι' έκαστον αξίωμα δι έν έτος ορίζουσα (54) τούτους.

Αι φυλαί δε διετηρήθησαν όπως πρότερον τέσσαρες και φυλοβασιλείς ήσαν τέσσαρες. Εκάστη δε φυλή υποδιηρείτο εις τριττύας μεν τρεις, εις ναυκραρίας (55) δε τέσσαρας. Αρχηγός δε εκάστης ναυκραρίας ήτο είς ναύκραρος ωρισμένος να εποπτεύη τας εισφοράς και τας δαπάνας τας γινομένας, διά τούτο και εις τους νόμους του Σόλωνος, τους μη εν χρήσει πλέον, υπάρχει πολλαχού η διάταξις ότι οι ναύκραροι εισπράττουν και δαπανούν εκ του ναυκραρικού χρήματος.

Ίδρυσε δε και βουλήν εκ τετρακοσίων, εκατόν από κάθε φυλήν.

Εις δε την βουλήν του Αρείου Πάγου αφήκε την εποπτείαν της τηρήσεως των νόμων, καθώς ήτο αυτή και πρότερον επόπτης του πολιτεύματος, έχουσα το μεγαλύτερον και πλέον σημαντικόν μέρος της πολιτικής διαχειρίσεως, και δικαιουμένη να τιμωρή τους σφάλλοντας και επιβάλλουσα πρόστιμον και χρηματικάς ποινάς και καταθέτουσα εις το ταμείον της πόλεως τα εισπραττόμενα πρόστιμα, χωρίς να είναι υπόχρεος να παρέχη αιτιολογίαν των αποφάσεων αυτής. Εις την δικαιοδοσίαν αυτήν ο Σόλων επρόσθεσε την κρίσιν επί των πολιτικών στάσεων. Βλέπων δε την μεν πόλιν να στασιάζη συχνά, μερικούς δε των πολιτών εκ ραθυμίας απέχοντας και πολιτικώς αχρωματίστους, έθεσεν ειδικόν περί αυτών νόμον, κατά τον οποίον όστις, ενώ η πόλις ευρίσκεται εις στάσιν, δεν επεμβαίνει ενόπλως υπέρ μιας των αντιπάλων μερίδων καταδικάζεται εις ατιμίαν και στερείται των πολιτικών του δικαιωμάτων.

Κατ' αυτόν μεν λοιπόν τον τρόπον εκανονίσθησαν αι περί αξιωμάτων διατάξεις.

Φαίνεται δε ότι το πολίτευμα του Σόλωνος περιείχε τρεις υπερβολικά ευνοϊκάς διατάξεις διά τον λαόν, τας εξής: Πρώτην μεν και μεγίστην το ότι απηγορεύθη η συνομολόγησις δανείων διά σωματικής εγγυήσεως. Δεύτερον το ότι απέκτησε το δικαίωμα έκαστος πολίτης (ο βουλόμενος) να υποβάλη μήνυσιν υπέρ των υφισταμένων αδίκημά τι (εναντίον του αδικούντος). Τρίτην δε (διάταξιν), διά της οποίας, ως λέγεται, ισχυροποιήθη πολύ ο λαός, (την ορίζουσαν) ότι έφεσις εναντίον των αποφάσεων των αρχών εθεσπίσθη να γίνεται ενώπιον του δήμου· διότι γινόμενος κύριος της διά ψηφοφορίας αποφάσεως ο δήμος αποβαίνει (ούτω) κύριος της πολιτείας. Τόσω μάλλον, όσω, επειδή οι νόμοι δεν έχουσι διατυπωθή με απλότητα και με σαφήνειαν (παραδείγματος χάριν όπως ο περί κλήρων και επικλήρων νόμος), προκύπτουσι κατ' ανάγκην πολλαί αμφισβητήσεις και περί όλων (τούτων) και επί των δημοσίων και των ιδιωτικών υποθέσεων, οριστικώς αποφαίνεται το δικαστήριον (56) του δήμου. – Πιστεύουν μεν λοιπόν μερικοί ότι αυτός (ο Σόλων) επίτηδες έκαμεν ασαφείς τους νόμους, ίνα απομένη κύριος ο δήμος να τους ερμηνεύη. Τούτο όμως δεν είναι εύλογον, αλλ' (εύλογον φαίνεται) το ότι ούτω συνέταξεν αυτούς, διότι δεν ηδύνατο ως προς όλα να περιλάβη την τελειοτέραν διάταξιν διότι δεν είναι δίκαιον να κρίνωμεν την θέλησιν εκείνου (του Σόλωνος) εκ των γινομένων τώρα, αλλ' εκ της άλλης πολιτικής οργανώσεως (την οποίαν αυτός συνέταξεν).

Εις μεν τους νόμους λοιπόν αυτούς φαίνεται ότι ώρισεν υπέρ του λαού τας νέας διατάξεις, προ της εφαρμογής δε της νομοθεσίας επιβαλών την αποκοπήν των χρεών και μετά ταύτα ενεργήσας την διακανόνισιν των μέτρων και των βαρών και την αύξησιν του νομίσματος. Διότι επί της εποχής εκείνου (του Σόλωνος) έγιναν και τα μέτρα μεγαλύτερα των Φειδωνείων (57) και η μνα έχουσα βάρος (αξίζουσα) πρότερον εβδομήκοντα δραχμάς (58) συνεπληρώθη εις εκατόν (δραχμάς).

Ο παλαιός δε νομισματικός τύπος ήτο το δίδραχμον. Έκαμε δε και μέτρα βάρους (σταθμά) σχετικά με το νόμισμα με τάλαντον υποδιαιρεθέν εις εξήκοντα μνας και με στατήρα ως υποδιαίρεσιν της μνας και με άλλας ακόμη υποδιαιρέσεις. Κανονίσας δε το πολίτευμα κατά τον τρόπον, ο οποίος ανωτέρω διετυπώθη, ότε προσερχόμενοι εις αυτόν πολλοί τον ηνώχλουν, άλλοι μεν επικρίνοντες, άλλοι δε ζητούντες ερμηνείας και επειδή ήθελε να μη μεταβάλη τίποτε από τα νομοθετηθέντα και να μη γίνη μισητός μένων εις την πόλιν, έκαμε ταξίδι δι' εμπορικόν άμα και περιηγητικόν σκοπόν εις την Αίγυπτον ειπών ότι δεν θα επανέλθη πριν (παρέλθουν) δέκα έτη. Διότι έκρινεν ότι δεν ήτο δίκαιον παραμένων (εις τας Αθήνας) να εξηγή τους νόμους, αλλ' ότι έκαστος εχρεώστει να εκτελή όσα είχον αναγραφή εις τους νόμους. Συγχρόνως δε συνέβη εις αυτόν να διατεθούν εχθρικώς εναντίον του πολλοί των επιφανών πολιτών ένεκα της αποκοπής των χρεών και διότι είχε δυσαρεστήσει και τας δύο πολιτικάς μερίδας νομοθετήσας το πολίτευμα παρά τας προσδοκίας αυτών. Ο δήμος πράγματι είχε νομίσει ότι αυτός (ο Σόλων) θα προέβαινεν εις εκ νέου διανομήν όλων των περιουσιών· οι δε προύχοντες απ' εναντίας ότι θα έφερε πάλιν εις ισχύν την παλαιάν πολιτικήν κατάστασιν ή ολίγον τι διαφορετικήν. Εκείνος όμως εδείχθη αντίθετος και προς τους δύο και ενώ ήτο δυνατόν εις αυτόν προσεταιριζόμενος οποιανδήποτε εκ των δύο μερίδων ήθελε να γίνη τύραννος, επροτίμησε να γίνη εχθρός προς αμφοτέρας, σώσας (τοιουτοτρόπως την πατρίδα και καταρτίσας νομοθεσίαν επί τη βάσει των αρίστων γνωμών).

Ταύτα δε ότι κατ' αυτόν τον τρόπον συνέβησαν και οι άλλοι όλοι συμφωνούσι και αυτός ο ίδιος εις το ποίημά του αναφέρει κάμνων περί αυτών λόγον εις τους εξής στίχους:

 
Εις τον δήμον μεν έδωκα τόσον μερίδιον όσον του ήτο αρκετόν,
oύτε αφαιρέσας τίποτε από την τιμήν όσην είχεν ούτε επαυξήσας αυτήν πολύ·
και δι' εκείνους δε, οι οποίοι είχον δύναμιν και υπερείχον εις πλούτον,
και δι' αυτούς εσκέφθην να μη έχουν τίποτε περισσότερον του δικαίου,
εστάθηκα δε εις το μέσον προτάξας ισχυράν ασπίδα απέναντι και των δύο,
δεν επέτρεψα δε εις κανένα από τους δύο να επικρατήση αδίκως (59) .
 

Πάλιν δε ομιλών περί του λαού, πώς δηλαδή πρέπει να φέρεται τις προς αυτόν, (λέγει):

 
Ο λαός δε κατά τον εξής τρόπον θα είναι δυνατόν να υπακούη τους ηγεμόνας.
μήτε χαλαρόν έχων τον χαλινόν μήτε πολυτεντωμένον,
διότι γεννά η υπερβολή την ύβριν, όταν μεγάλη εξουσία υπάρχη
εις τους ανθρώπους εκείνους, όσοι δεν έχουν άρτιον τον νουν (60)
 

Και πάλιν δε κάπου αλλού λέγει διά τους θέλοντας να γίνη διανομή περιουσίας:

 
Ούτοι δε ήλθαν με σκοπόν αρπαγών, είχαν δε πλουσίαν ελπίδα
κ' ενόμιζαν ότι καθένας απ' αυτούς θα εύρη πλούτον πολύν
κ' εγώ που ωμιλούσα εις αυτούς με πραότητα τους εφάνην σκληρός,
ώστε δυσάρεστα μεν τότε περί εμού εσκέφθησαν, τώρα δε κατ' εμού οργιζόμενοι
εχθρικόν με ατενίζουν όλοι, ωσάν αίτιον καταστροφής.
Τούτο δεν έπρεπε· διότι όσα μεν είπα με την βοήθειαν των θεών εξετέλεσα,
άλλα δε όχι ματαίως έπραξα· ουδ' εις εμέ διά τυραννικής εξουσίας
γεννάται ο πόθος να επιβάλω τι διά της βίας· ουδέ την αγαθήν γην
της πατρίδος (αφήκα) να διανεμηθούν εξ ίσου οι ασήμαντοι και οι επιφανείς (61) ,
 

Πάλιν δε και διά την αποκοπήν των χρεών και διά τους όντας δούλους μεν πρότερον, ελευθερωθέντας δε με την εφαρμογήν της σεισαχθείας (γράφει):

 
 
Εγώ δε απ' εκείνα μεν, διά τα οποία συνήθροισα περί εμέ
τον λαόν, ποίον πριν να κατορθώσω απ' αυτά, έπαυσα ενεργών;
Μάρτυς δε λαμπρά ως προς ταύτα εις την δίκην (κρίσιν) που ο χρόνος θα κάμη
θα μου είναι η μεγίστη μήτηρ των Ολυμπίων θεών,
η μαύρη δηλαδή γη, που αυτής εγώ κάποτε
αφήρεσα τα σύνορα (62) εκείνα, που εις πολλά μέρη ήσαν εμπηγμένα
και η οποία, υπάρχουσα δούλη πριν, τώρα είναι ελευθέρα.
Πολλούς δε εις τας Αθήνας την θεοκτισμένην (63) πατρίδα μας
ελευθέρωσα, αγορασθέντας πριν ως δούλους άλλους άδικα
κι' άλλους νόμιμα, εκείνους δε που από αδυσώπητην
ανάγκην είχαν φύγει, και που την γλώσσαν την Αττικήν
δεν ωμιλούσαν, περιπλανημένοι εις πολλά μέρη.
κ' εκείνους που εδώ εις τον τόπον ανάρμοστην δουλείαν
είχαν, φοβισμένοι από την αγριότητα των δεσποτών
τους έκαμα εγώ ελευθέρους. Αυτά μεν με ισχύν
εγώ, συναρμόσας μαζί την βίαν και τον νόμον,
τα εξετέλεσα και τα έφερα εις πέρας, όπως είχα υποσχεθή.
Ομοίως δε νόμους, και διά το κακόν και διά το αγαθόν
αρμονικώς προνοήσας διά καθένα απ' αυτά,
συνέθεσα. Την μάστιγα δε άλλος κανένας ως εγώ λαβών,
κακομίλητος εάν ήτο και φιλοκερδής άνθρωπος,
δεν θα ημπορούσε να εξουσιάση επί του λαού· διότι, αν εγώ ήθελα
όσα εις τους αντιθέτους (64) ήσαν αρεστά τότε,
ή και απεναντίας αν εδεχόμην όσα οι άλλοι υπαγόρευαν,
αυτή εδώ η πόλις θα είχε στερηθή πολλών ανδρών τώρα.
Και εξ αιτίας όλων τούτων επιδεικνύων σθένος απέναντι όλων
εστράφηκα απέναντι των, όπως ο λύκος απέναντι πολλών σκύλλων (65) .
 

Και πάλιν εξελέγχων ονειδιστικά τας ύστερον (μετά την θέσπισιν των νόμων) μεμψιμοιρίας των δύο μερίδων (λέγει):

 
Ίσως δε πρέπει τον λαόν τρανώς να επιτιμήσω,
(λέγων) ότι όσα έχει τώρα ποτέ εις τους οφθαλμούς του
δεν θα 'μπορούσε να τα ίδη και εις τον ύπνον του ακόμη.
Εκείνοι δε που μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι είναι
(το ίδιο) πρέπει να μ' επαινούν και φίλον να με κάμουν (66) .
 

διότι, λέγει (περαιτέρω ο Σόλων), εάν κανείς άλλος ετύχαινε να λάβη αυτήν την εξουσίαν,

 
δεν θ' άφηνεν από την εξουσίαν του τον λαόν και δεν θα έπαυε
πριν αναταράξας αυτόν ήθελεν αφαιρέσει το πάχος από το γάλα.
Εγώ δε τούτων (των αντιπάλων) καθώς εις το μεταίχμιον μένων
έγινα σύνορον μεταξύ των (67) .
 

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΦΡΑΤΡΙΑΙ

Την μεν λοιπόν αποδημίαν επεχείρησε δι' αυτά τα αίτια. Ότε δε απεδήμησεν ο Σόλων, ενώ η πόλις ευρίσκετο ακόμη εις ταραχάς, επί τέσσαρα μεν έτη επέρασεν ο λαός ήσυχα· κατά δε το πέμπτον έτος μετά την αρχοντίαν του Σόλωνος δεν ανηγόρευσαν άρχοντα εξ αιτίας της στάσεως, και πάλιν κατά την διάρκειαν του πέμπτου έτους ένεκα του λόγου τούτου έμειναν εις αναρχίαν. Κατόπιν δε τούτων εις την εποχήν περίπου εκείνην ο Δαμασίας εκλεχθείς άρχων διετέλεσε τοιούτος επί δύο έτη και δύο μήνας, έως ου εξεδιώχθη της αρχής διά της βίας. Έπειτα δε απεφάσισαν, επειδή ευρίσκοντο εις διάστασιν, να εκλέξουν δέκα άρχοντας, πέντε μεν από την τάξιν των ευπατριδών, τρεις δε από την τάξιν των αγροτών, δύο δε από την τάξιν των επαγγελματιών (δημιουργών) και ούτοι (οι δέκα άρχοντες) έμειναν εις την εξουσίαν το έτος το μετά την αρχοντίαν του Δαμασία. Είναι δε φανερόν ότι μεγίστην είχε δύναμιν ο άρχων εκ του γεγονότος ότι διαρκώς ηγείρετο στάσις προς απόκτησιν αυτού του αξιώματος. Εξηκολούθουν δε ευρισκόμενοι εις όλως διόλου κακήν πολιτικήν κατάστασιν, άλλοι μεν ως αιτίαν και πρόφασιν έχοντες την αποκοπήν των χρεών (διότι είχε συμβή εις αυτούς να καταντήσουν πένητες), άλλοι δε δυσανασχετούντες εναντίον του πολιτεύματος ένεκα της μεγάλης μεταβολής, η οποία είχε γίνει, μερικοί δε ένεκα της μεταξύ των φιλονικίας· ήσαν δε τρεις αι πολιτικαί μερίδες· μία μεν η μερίς των παραλίων, της οποίας αρχηγός ήτο ο Μεγακλής ο υιός του Αλκμέωνος, οι οπαδοί δε της μερίδος αυτής εφαίνοντο να στέργουν κυρίως τον μετριοπαθή τύπον πολιτεύματος· άλλη δε μερίς ήτο των πεδινών, οι οποίοι εζήτουν την ολιγαρχίαν, αρχηγός δε αυτών ήτο ο Λυκούργος· τρίτη δε μερίς ήτο των διακρίων, της οποίας την ηγεσίαν είχεν ο Πεισίστρατος, φαινόμενος να είναι παραπολύ φίλος του λαού. Μαζί δε με τούτους (τους διακρίους) είχον συνταχθή και οι απελευθερωθέντες από τα χρέη ένεκα της πτωχείας των (68) και οι μη γνήσιοι την καταγωγήν ένεκα του φόβου των (69) · απόδειξις δε τούτου είναι ότι μετά την καθαίρεσιν των τυράννων έκαμαν (οι Αθηναίοι) εκκαθάρισιν (70) των εχόντων πολιτικά δικαιώματα, επί τω λόγω ότι ουχί νομίμως υπήρχον πολλοί μετέχοντες των πολιτικών δικαιωμάτων. Είχε δε καθεμία πολιτική μερίς την ονομασίαν της από τους τόπους, τους οποίους εκαλλιέργουν οι οπαδοί της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΥ

Ο Πεισίστρατος δε φαινόμενος να είναι εξόχως φίλος του λαού και έχων μεγάλως ευδοκιμήσει εις τον πόλεμον κατά των Μεγαρέων, κατώρθωσε τραυματίσας σοβαρώς τον εαυτόν του να πείση τον λαόν ότι αυτά (τον τραυματισμόν δηλαδή) είχε πάθει από τους αντιθέτους, ώστε να δοθή εις αυτόν σωματοφυλακή, αφού επρότεινε το σχετικόν ψήφισμα ο Αριστίων. Λαβών δε τους ονομαζομένους ροπαλοφόρους (71) και μετ' αυτών στραφείς εναντίον του λαού κατέλαβε την ακρόπολιν, το τριακοστόν δεύτερον έτος μετά την θέσπισιν των νόμων, επί Κωμέου άρχοντος. Λέγεται δε ότι ο Σόλων, ότε ο Πεισίστρατος εζήτησε σωματοφυλακήν προς ασφάλειάν του, αντέκρουσε την αίτησιν και είπεν ότι (ο Πεισίστρατος δεν είχεν ανάγκην σωματοφυλακής, διότι) τούτων μεν ήτο σοφώτερος, εκείνων δε ανδρειότερος· ήτοι όσοι μεν (72) δεν εννοούσιν ότι ο Πεισίστρατος επιδιώκει να γίνη τύραννος, απ' αυτούς είναι σοφώτερος, όσοι δε γνωρίζοντες καλώς τούτο τηρούν σιωπήν, απ' αυτούς είναι ανδρειότερος. (73) Αφού δε λέγων αυτά δεν κατόρθωσε να πείση τον λαόν, αφαιρέσας απ' επάνω του τα όπλα (και κρεμάσας) προ των θυρών (της οικίας του) είπεν ότι αυτός μεν είχε παράσχει βοήθειαν εις την πατρίδα όσον του ήτο δυνατόν, (διότι τότε πλέον ήτο πολύ γέρων), έχει δε την αξίωσιν και οι άλλοι ομοίως να πράξωσιν. Ο Σόλων μεν λοιπόν τίποτε δεν κατώρθωσεν επιμόνως συμβουλεύων· ο δε Πεισίστρατος αναλαβών την εξουσίαν εκυβέρνα τα κοινά κατά φιλελεύθερον μάλλον τρόπον παρά τυραννικόν. Ενώ δε ακόμη δεν είχεν αρκετά στερεωθή η εξουσία του, συνενωθέντες οι περί τον Μεγακλέα και τον Λυκούργον εξεδίωξαν αυτόν κατά το έκτον έτος μετά την πρώτην αυτού άνοδον εις την εξουσίαν, επί άρχοντος Ηγησίου. Κατά το δωδέκατον δε έτος μετά ταύτα, πανταχόθεν στενοχωρούμενος ο Μεγακλής υπό της αντιθέτου μερίδος, πάλιν αποστείλας προς συμβιβασμόν κήρυκα προς τον Πεισίστρατον, υπό τον όρον να λάβη εις γάμον την θυγατέρα του ο Πεισίστρατος, επανέφερεν αυτόν κατά τρόπον παλαιικόν και πολύ απλοϊκόν. Διότι διαδώσας προηγουμένως σπερμολογίαν ότι τάχα η Αθηνά επανέφερε τον Πεισίστρατον, εξευρών μίαν γυναίκα ωραίαν και μεγαλόσωμον, καθώς μεν λέγει ο Ηρόδοτος από τον δήμον Παιανιέων, καθώς δε μερικοί άλλοι λέγουν από τον δήμον Κωλλυτού, δούλην από την Θράκην (74) πωλούσαν στεφάνους, η οποία ωνομάζετο Φύη, στολίσας δε αυτήν με στολισμόν απομιμούμενον την θεάν την έφερεν εντός της πόλεως μαζί με αυτόν, και ο Πεισίστρατος εισήρχετο επάνω εις άρμα, επί του οποίου με πλήρη πανοπλίαν, πλησίον αυτού εστέκετο ορθή η γυναίκα, οι δε πολίται προσκυνούντες υπεδέχοντο αυτόν με θαυμασμόν.

Η μεν λοιπόν πρώτη επάνοδος εις την πόλιν έγινε κατά τοιούτον τρόπον. Μετά ταύτα δε, αφού δευτέραν φοράν έπεσεν από την αρχήν, κατά το έβδομον μάλιστα έτος από την επάνοδόν του· – διότι όχι πολύν καιρόν έκτοτε διετήρησε την εξουσίαν, αλλά διότι δεν ηθέλησε να λάβη σύζυγόν του την θυγατέρα του Μεγακλέους, φοβηθείς και τας δύο πολιτικάς μερίδας έφυγεν από την πόλιν κρυφά· – πρώτον μεν εκατοίκισεν αυτός με τους ιδικούς του πλησίον του Θερμαίου κόλπου έν μέρος, τα οποίον ονομάζεται Ραίκηλος, εκείθεν δε μετέβη εις τα πλησίον εις το Πάγγαιον (όρος) μέρη, αφ' όπου αποκτήσας χρήματα και προσλαβών μισθωτούς στρατιώτας, ελθών εις Ερέτριαν πάλιν κατά το ενδέκατον έτος επεχείρησε κατ' αρχάς να αναλάβη την εξουσίαν διά της βίας, με την πρόθυμον βοήθειαν πολλών μεν άλλων, μάλιστα δε των Θηβαίων και του Λυγδάμιος του Ναξίου, προς δε τούτοις και της τάξεως των ιππέων των κυριαρχούντων εις την Ερέτριαν νικήσας δε εις την μάχην της Παλληνίδος (75) και καταλαβών την αρχήν και αφαιρέσας τα όπλα του λαού κατέλαβε στερεά πλέον την εξουσίαν ως τύραννος· και κυριεύσας την Νάξον κατέστησεν εκεί άρχοντα τον Λύγδαμιν.

Αφήρεσε δε τα όπλα του λαού κατά τον εξής τρόπον. Προσκαλέσας εις το Θησείον ένοπλον συνάθροισιν του λαού ήρχισε να αγορεύη προς αυτούς, εχαμήλωσε δε ολίγον την φωνήν του· ότε δε εφώναξαν ότι δεν ακούουν καλά, επρότεινεν εις αυτούς να αναβούν μαζί του εις το πρόπυλον της Ακροπόλεως, διά ν' αγορεύση πλέον δυνατά. Ενώ δε εκείνος εξηκολούθει αγορεύων προς τον λαόν, αφαιρέσαντες οι επίτηδες υπ' αυτού βαλμένοι τα (αποτεθειμένα) όπλα και περιορίσαντες (πολλούς) εις τα πλησίον του Θησείου οικήματα ανήγγειλαν τούτο ελθόντες προς τον Πεισίστρατον. Εκείνος δε, αφού συνεπλήρωσε την άλλην του αγόρευσιν, είπε και διά τα όπλα ότι δεν πρέπει να απορούν διά το πράγμα που είχε γίνει ούτε να δυσανασχετούν, αλλ' απελθόντες να φροντίζουν διά τας ιδιωτικάς των υποθέσεις, διά δε τας δημοσίας υποθέσεις, όλας, αυτός θα λάβη φροντίδα.

Η μεν λοιπόν τυραννίς του Πεισιστράτου εξ αρχής της εμφανίσεώς της ιδρύθη κατ' αυτόν τον τρόπον και τόσας υπέστη μεταβολάς. Ενήργει δε την διοίκησιν των πολιτικών πραγμάτων ο Πεισίστρατος, όπως ελέχθη, κατά μετριοπαθή τρόπον και πολιτικώς μάλλον παρά απολυταρχικώς· διότι και ως προς τα άλλα. ήτο φιλάνθρωπος και ήμερος και εις τους υποπίπτοντας εις παραβάσεις παρέχων συγχώρησιν· μάλιστα δε και εις τους πτωχούς έδιδε προκαταβολικά δάνεια διά τας εργασίας των, ώστε να πορίζωνται τας προς διατροφήν αυτών εκ της γεωργίας. Τούτο δε έκαμνε διά δύο λόγους· και ίνα μη διαμένουν εντός της πόλεως, αλλά ευρίσκωνται διεσπαρμένοι εις τους αγρούς και ίνα έχοντες κάποιαν μετρίαν ευπορίαν και προσηλωμένοι εις τα ιδιωτικά των συμφέροντα μήτε να επιθυμούν μήτε να χασομερούν φροντίζοντες διά τα πολιτικά πράγματα. Συγχρόνως δε προς το συμφέρον αυτού επήρχετο ούτως η αύξησις των εισοδημάτων διά της καλλιεργείας της χώρας· διότι εισέπραττεν ως φόρον την δεκάτην των προϊόντων. Διό και διώρισε τους δικαστάς (76) εις κάθε δήμον και αυτός έβγαινε συχνά έξω εις την αγροτικήν χώραν επιθεωρών και διαλύων τας διαφοράς των διαδίκων, ίνα μη καταβαίνοντες εις την πόλιν παραμελούν ούτω την καλλιέργειαν. Και εις μίαν τοιαύτην έξοδον του Πεισιστράτου λέγουν ότι του συνέβη το επεισόδιον με τον γεωργόν τον καλλιεργούντα εις τον Υμηττόν ένα τόπον, όπου ωνομάσθη κατόπιν αφορολόγητος.

Διότι ιδών ένα που έσκαπτε και εκαλλιέργει έδαφος όλως διόλου πετρώδες ηπόρησε και διέταξε τον δούλον (ο οποίος τον συνώδευε) να ερωτήση τι προϊόν παράγεται από τον τόπον εκείνον· ο δε γεωργός είπεν: όλα τα κακά και ψυχρά, (77) και απ' αυτά όμως τα κακά και ψυχρά χρειάζεται να δίδω εις τον Πεισίστρατον την δεκάτην. Και ο μεν άνθρωπος λοιπόν απεκρίθη (ούτως) αγνοών (με ποίον ωμίλει), ο δε Πεισίστρατος ευχαριστηθείς διά την ελευθεροστομίαν του και φιλεργίαν του έκαμεν αυτόν εντελώς αφορολόγητον. Και ως προς τα άλλα δε καθόλου δεν ενωχλούσε την λαϊκήν τάξιν με την εξουσίαν του, αλλ' εφρόντιζε πάντοτε να επικρατή ειρήνη και διετήρει την ησυχίαν διό και πολλάκις ελέγετο (78) ότι η βασιλεία του Πεισιστράτου ήτο ο επί Κρόνου βίος (79) , διότι συνέβη κατόπιν, ότε διεδέχθησαν αυτόν οι υιοί του, ν' αποβή πολύ πλέον τυραννική η διοίκησις. Ο μεγαλύτερος δε από τους (δι' αυτόν) επαίνους ήτο ότι εις την συμπεριφοράν του ήτο δημοτικός και φιλάνθρωπος. Διότι ως προς τα άλλα ήθελε να διοική όλα σύμφωνα με τους νόμους, μη παρέχων εις τον εαυτόν του κανέν ιδιαίτερον πλεονέκτημα. Και κάποτε εναχθείς ενώπιον του Αρείου Πάγου διά καταγγελίαν εναντίον του επί φόνω αυτός μεν προσήλθε διά ν' απολογηθή, ο δε καταμηνύσας αυτόν φοβηθείς δεν προσήλθε. Διά τούτο και πολύν καιρόν έμεινεν εις την εξουσίαν (80) και οσάκις έπιπτεν απ' αυτήν πάλιν εύκολα την ανελάμβανε. Διότι τον ήθελαν οι περισσότεροι και από τους επιφανείς και από τον λαόν διότι εκείνους μεν διά της φιλίας, αυτούς δε διά της συνδρομής του εις τα ιδιωτικά των πράγματα προσείλκυε. Και προς τας δύο δε μερίδας (ούτω) προσηρμόζετο καλώς. (Άλλως) δε και οι αναφερόμενοι εις την βασιλικήν εξουσίαν νόμοι των Αθηναίων κατά την εποχήν εκείνην ήσαν μετριοπαθείς, και όλοι μεν οι άλλοι και μάλιστα ο νόμος εκείνος ο σχετιζόμενος με την εν ισχύι επαναφοράν του θεσμού της βασιλείας. Διότι ως προς τούτο υπήρχε παρ' αυτοίς (τοις Αθηναίοις) ο εξής νόμος:

«Νόμιμα και πατροπαράδοτα των Αθηναίων είναι τα εξής: Εάν τινες επιχειρήσουν στασιαστικόν κίνημα αποβλέπον εις σύστασιν βασιλικής εξουσίας, διά να γίνουν βασιλείς, ή εάν συνεργήσουν εις σύστασιν βασιλικής εξουσίας, στερούνται των πολιτικών δικαιωμάτων (γίνονται άτιμοι) αυτοί και το γένος των». (81)

39Γινώσκω, και μοι φρενός ένδοθεν άλγεα κείται, πρεσβυτάτην εσορών γαίαν Ιαονίας καινομένην.
40Υμείς δ' ησυχάσαντες ενί φρεσί καρτερόν ήτορδι' πολλών αγαθών εις κόρον ηλάσατεεν μετρίοισι τίθεσθε μέγαν νόον· ούτε γαρ ημείςπεισόμεθ’ ούθ' υμίν άρτια ταύτ' έσεται.
41Η εντός των αγκυλών φράσις εις το κείμενον «και νόμους έθηκε»· φαίνεται ότι έχει μετατοπισθή.
42Οι κύρβεις ήσαν από ξύλον τετράγωνοι ή πυραμιδοειδείς πίνακες στρεφόμενοι περί άξονα και έχοντες επί των τριών ή των τεσσάρων πλευρών επιγραφάς. Ο Αρποκρατίων εις την λέξιν κύρβεις γράφει: «τους κύρβεις λίθους ορθούς εστώτας ους από μεν της στάσεως στήλας, από δε της εις ύψος ανατάσεως διά το κεκορυφώσθαι κύρβεις εκάλουν, ώσπερ και κυρβασίαν την από της κεφαλής τιθεμένην».
43Την διάταξιν εξηγεί ο Πλούταρχος εις τον βίον Σόλωνος 25, ορίζων ότι ο ανδριάς έπρεπε να είναι ισομέτρητος, δηλαδή του αυτού βάρους με εκείνον, διά τον οποίον ανετίθετο.
44Η αρχαία λέξις τέλη, την οποίαν και έχει το κείμενον, περιλαμβάνει διπλήν την έννοιαν – φορολογικής υποχρεώσεως του πολίτου και τάξεως εις την οποίαν ούτος ανήκει.
45Οι πωληταί ήσαν 10 άρχοντες, ένας από κάθε φυλήν, είχαν δε εξουσίαν να δίνουν εις μίσθωσιν τα δημόσια κτήματα και να αναθέτουν εις αρμοδίους τα δημόσια επί πληρωμή έργα.
46Οι ένδεκα είχον την επιτήρησιν των φυλακών και την φροντίδα των θανατικών εκτελέσεων.
47Οι κωλακρέται ήσαν 12 γραμματείς της οικονομικής διαχειρίσεως και ταμίαι πληρωμής μισθών.
48Ο μέδιμνος ήτο μέτρον δημητριακών (όπως το κοιλόν)· υποδιηρείτο δε εις 48 χοίνικας.
49Η πρόσοδος ξηρών προϊόντων ήτο πολυτιμοτέρα από την πρόσοδον υγρών τοιούτων.
50Διφίλου Ανθεμίων τήνδ' ανέθηχε θεοίςθητικού αντί τέλους ιππάδ' αμεοξάμενος.
51Η παράγραφος αυτή κρίνεται παρέμβλητος.
52Προκρίτους λέγει το κείμενον.
53Η τελευταία αυτή φράσις φαίνεται παρέμβλητος μεν, προκύψασα όμως εξ άλλης φράσεως του Αριστοτέλους.
54Λείπει από το κείμενον μία λέξις.
55Εκ του ναυς + κραίνω. Ο ναύκραρος συνέλεγε τας εισφοράς και επέβλεπε τας δαπάνας διά την κατασκευήν του πλοίου, το οποίον κάθε ναυκραρία υπεχρεούτο να συνεισφέρη. Οι φυλοβασιλείς είχον θρησκευτικήν δικαιοδοσίαν.
56Το χωρίον τούτο περίπλοκον εις το κείμενον εξηγείται διαφοροτρόπως υπό των ερμηνευτών, έγινε δε διά τας αμφισβητήσεις περιβόητον.
57Εις τον βασιλέα του Άργους Φείδωνα, ο οποίος εβασίλευσε το 895 π Χ. ή κατ' άλλους ενάμισυ αιώνα αργότερον, απεδίδετο η εκκοπή του νομίσματος και ο καθορισμός των μέτρων και βαρών. (Ηροδ. VI 127).
58Η έκφρασις δεν είναι ακριβής. Η μνα έλαβε πράγματι μεγαλυτέραν αξίαν, όχι διότι ηύξησε το ποσόν των δραχμών, αλλά διότι μετά καλυτέρευσιν του μετάλλου ηύξανεν η πραγματική αξία των δραχμών.
59δήμω μεν γαρ έδωκα τόσον γέρος όσον απαρκείτιμής ούτ' αφελών, ούτ' επορεξάμενοςοι δ' είχον δύναμιν και χρήμασιν ήσαν αγητοί,και τοις εφρασάμην μηδέν αεικές έχειν.Έστην δ' αμφιβαλών κρατερόν σάκος αμφοτέροιοινικάν δ' ουχ είασ' ουδετέρους αδίκως.
60δήμος δ' αν ώδ' αν άριστα συν ηγεμόνεσσιν έποιτομήτε λίαν ανεθείς, μήτε βιαζόμενος·τίκτει γαρ κόρος ύβριν, όταν πολύς όλβος έπηταιανθρώποισιν όσοις μη νόος άρτιος η.
61Οι δ' εφ' αρπαγαίσιν ήλθον, ελπίδ' είχον αφνεάνκαδόκουν έκαστος αυτών όλβον ευρήσειν πολύν,και με κωτίλλοντα λείως τραχύν εκφανείν νόονχαύνα μεν τότ' εφράσαντο, νυν δε μοι χολούμεναιλοξόν οφθαλμοίσ' ορώσι πάντες ώστε δήιον·ου χρεών· α μεν γαρ είπα συν θεοίσιν ήνυσα,άλλα δ' ου μάτην έερδον, ουδέ μοι τυραννίδοςανδάνει βία τι ρέζειν, ουδέ πιείρας χθονόςπατρίδος κακοίσιν εσθλοίς ισομοιρίαν έχειν.
62Διά να φανερώνουν ότι ένα κτήμα ήτο ενυπόθηκον ενέπηγον στήλας με επιγραφήν του χρέους.
63ως κτισθείσαν από την Αθηνάν και τον Ποσειδώνα.
64Δηλαδή τους δημοκρατικούς.
65Εγώ δε των μεν ούνεκα ξυνήγαγονδήμον, τι τούτων πριν τυχείν επαυσάμην,συμμαρτυροίη ταύτ' αν εν δίκη χρόνουμήτηρ μεγίστη δαιμόνων Ολυμπίωνάριστα, Γη μέλαινα, της εγώ ποτεόρους ανείλον πολλαχή πεπηγότας,πρόσθεν δε δουλεύουσα, νυν ελευθέραπολλούς δ' Αθήνας, πατρίδ' εις θεόκτιστον,ανήγαγον πραθέντας, άλλον εκδίκως,άλλον δικαίως, τους δ' αναγκαίης υπόχρειούς φυγόντας, γλώσσαν ουκέτ' Αττικήνιέντας, ως αν πολλαχή πλανωμένους,τους δ' ενθάδ' αυτού δουλίην αεικέαέχοντας, ήθη δεσποτών τρομευμένους,ελευθέρους έθηκα· ταύτα μεν κράτει,ομού βίαν τε και δίκην συναρμόσας,έρεξα και διήλθον ως υπεσχόμην,θεσμούς δ' ομοίως τω κακώ τε καγαθώευθείαν εις έκαστον αρμόσας δίκην,έγραψα· κέντρον δ' άλλας ως εγώ λαβών,κακοφραδής τε και φιλοκτήμων ανήρ,ουκ αν κατέσχε δήμον· ει γαρ ήθελονά τοις εναντίοισιν ήνδανε τότε,αύθις δ' ά τοίσιν ούτεροι φρασαίατο,πολλών αν ανδρών ήδ' εχηρώθη πόλις·των ούνεκ' αλκήν πάντοθεν ποιούμενοςως εν κυσίν πολλήσιν εστράφην λύκος.
66Δήμω μένει χρη διαφάδην ονειδίσαιά νύν έχουσιν ούποτ' οφθαλμοίσιν ανεύδοντες είδον.Όσοι δε μείζους και βίαν αμείνονεςαινοίεν αν με και φίλον ποιοίατο.
67Ουκ αν κατέσχε δήμον ουδ' επαύσατοπριν αναταράξας πίαρ εξείλε γάλα.Εγώ δε τούτων, ώσπερ εν μεταιχμίωόρος κατέστην.
68Το κείμενον λέγει «οι τε αφηρημένοι τα χρέη διά την απορίαν», ώστε δύναται να εξηγηθή διφορουμένως, δηλ. να εννοηθώσι διά της φράσεως οι απελευθερωθέντες των χρεών (οι χρεώσται) διότι ήσαν άποροι, είτε οι στερηθέντες των απαιτήσεών των (οι δανεισταί) διότι επτώχυναν.
69Μη δηλαδή εις άλλην νόμιμον πολιτικήν κατάστασιν στερηθούν των πολιτικών δικαιωμάτων.
70Διαψηφισμόν λέγει το κείμενον.
71Κορυνοφόρους.
72Διετήρησα το συντακτικόν σχήμα του κειμένου, διότι παρόμοιον υπάρχει τούτο και εις την σημερινήν γλώσσαν.
73Ο Διογένης Λαέρτιος (I, 49) αναφέρει διαφορετικά το πράγμα. Κατ' αυτόν ο Σόλων παρουσιασθείς εις την εκκλησίαν του δήμου προείπεν ως εξής την επιβουλήν του Πεισιστράτου: «Άνδρες Αθηναίοι, των μεν σοφώτερος, των δε ανδρειότερος ειμι, σοφώτερος μεν των την απάτην Πεισιστράτου μη συνιέντων, ανδρειότερος δε των επισταμένων μεν, διά δέος δε σιωπώντων». Πρβλ. και Πλουτάρχου βίον Σόλωνος 30.
74Θράτταν ωνόμαζαν συνήθως οι Αθηναίοι κάθε δούλην.
75Οι Παλληνείς ήτο δήμος της Αττικής πλησίον του Πεντελικού, 15 σχεδόν χιλιόμετρα μακράν της πόλεως.
76Οι δικασταί εκείνοι περιερχόμενοι τους δήμους εδίκαζαν μέχρι ποσού 10 δραχμών και έκαμναν προανακρίσεις επί των άλλων υποθέσεων. Ήσαν ανάλογοι των τώρα ειρηνοδικών.
77«Όσα κακά και οδύνατα». Η φράσις παροιμιώδης και ανάλογος με την σημερινήν «τα κακά και ψυχρά».
78Από το κείμενον λείπει η λέξις αναπληρουμένη εκ της εννοίας.
79Ο Χρυσούς δηλαδή αιών.
80Από το κείμενον λείπει μία λέξις αναπληρουμένη εκ της εννοίας.
81«Θέσμια τάδε Αθηναίων και πάτρια· εάν τινες τυραννείν επανιστών ται επί τυραννίδι ή συγκαθιστή την τυραννίδα, άτιμον είναι και αυτόν και το γένος». Παραθέτομεν το κείμενον ως έν δείγμα της διατυπώσεως και του λεκτικού των Αττικών Νόμων.