Tasuta

Άννα Καρένιν

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

– Ξεύρετε, Βασίλη Λόνκιτς, είπε προς τον παιδαγωγόν του τι εζήτησα από τον Θεόν με την προσευχήν που έκαμα;

– Να μαθαίνης καλλίτερα τα μαθήματά σου.

– Όχι!

– Να σου φέρουν καινούργια παιγνίδια.

– Όχι! Δεν θα το βρήτε. Κάτι τι καλό, αλλά είνε μυστικό. Αν η προσευχή μου εισακουσθή, θα σας το πω. Δεν μαντεύετε;

– Όχι, δεν μαντεύω, πε το μου αν θέλης.. Αλλά πρέπει να κοιμηθής, θα σβύσω τη λαμπάδα.

– Εγώ, και χωρίς φως βλέπω ακόμη καλλίτερα εκείνο που επιθυμώ να βλέπω, για τούτο επροσευχήθην.. Α! παρ' ολίγον να σας φανερώσω το μυστικό μου!

Και εγέλασε φαιδρώς.

Όταν η λαμπάς εσβέσθη, ο Σεριόγια ήκουσε και ησθάνθη την παρουσίαν της μητρός του. Εστάθη ενώπιόν του και τον περιέβαλε με βλέμμα τρυφερότητος. Αλλά μετ' ολίγον οι ανεμόμυλοι, τα μαχαιράκια, εσυγχίσθησαν με την λατρευτήν εκείνην εικόνα, και απεκοιμήθη.

* * *

Ο Βρόνσκυ και η Άννα κατέλυσαν εις έν από τα πρώτα ξενοδοχεία της Πετρουπόλεως.

Ο Βρόνσκυ κατέλαβε δωμάτιον ιδιαίτερον εις το ισόγεον, η δε Άννα εις το πρώτον πάτωμα, μετά του βρέφους, της τροφού και της καμαριέρας της, εγκατεστάθη εντός πολυτελούς διαμερίσματος εκ τεσσάρων δωματίων.

Την ημέραν της αφίξεώς του ο Βρόνσκυ μετέβη εις του αδελφού του. Εκεί ευρήκε την νύμφην του και την μητέρα του, ήτις μόλις είχεν αφιχθή εκ Μόσχας. Αι δύο γυναίκες τον ηρώτησαν περί του ταξειδίου του, αλλά δεν ωμίλησαν περί των μετά της Άννας σχέσεών του.

Την επιούσαν ο αδελφός του μετέβη εις συνάντησίν του, και όταν τον ηρώτησε περί της Άννας, ο Αλέξιος του είπεν, ότι την ένωσίν του μετά της κυρίας Καρένιν εθεώρει ως πραγματικόν γάμον. Προσέθηκε δε ότι ήλπιζε να επιτύχη το διαζύγιον, οπότε θα την ενυμφεύετο, αλλά και προτού η ένωσίς των προσδεχθή τον καθαγιασμόν αυτόν, εθεώρει την Άνναν ως σύζυγόν του νόμιμον και παρεκάλει τον αδελφόν του να κάμη και την μητέρα των να το εννοήση.

– Αν ο κόσμος δεν μ' επικροτή, αυτό μου είνε απολύτως αδιάφορον, και αν οι συγγενείς μου επιθυμούν να διατηρήσουν αγαθάς σχέσεις μαζί μου οφείλουν να δεχθώσι την σύζυγόν μου.

Ο πρεσβύτερος αδελφός του, όστις είχεν αείποτε σεβασθή τας αντιλήψεις ταύτας, δεν εγνώριζεν επακριβώς αν είχεν άδικον ή δίκαιον, εφ' όσον ο κόσμος δεν είχεν αποφανθή οριστικώς επί του ζητήματος. Προσωπικώς αυτός, δεν ησθάνετο έχθραν κατά της Άννας, και ανήλθε μετά του αδελφού του όπως την επισκεφθή.

Παρά την κοσμικήν του πείραν, ο Βρόνσκυ υπέκειτο εις βαρείαν αυταπάτην αποστέργων να ίδη τι η θέσις του ενείχε το ασύνηθες. Έπρεπε να κατανοήση ότι ο κόσμος ήτο δι' αυτόν κλειστός, αλλ' εσκέπτετο ότι ούτως εγίνετο άλλοτε, ότι μετά της προόδου, – ήτο, την στιγμήν αυτήν, οπαδός πάσης προόδου, – αι ιδέαι της κοινωνίας είχον μεταρρυθμισθή.

– Αναμφιβόλως εσκέπτετο, ο κόσμος της Αυλής δεν θα την δεχθή· αλλ' εν τω κύκλω των ιδιαιτέρων μου σχέσεων, πρέπει να γείνη δεκτή.

Η πριγκήπισσα Μπέτσυ υπήρξεν η πρώτη κυρία του εκλεκτού κόσμου παρά τη οποία παρουσιάσθη ο Βρόνσκυ.

– Επί τέλους! του είπεν εν χαρά μόλις εισήλθεν εις το σαλόνι, και η Άννα; Πόσον ευχαριστούμαι που σας βλέπω επανελθόντας! Εις ποίο ξενοδοχείον κατελύσατε; Φαντάζομαι πόσον η Πετρούπολίς μας θα σας φαίνεται τιποτένια μετά το μαγευτικόν σας ταξείδι! Σας φαντάζομαι με την σελήνην του μέλιτος εν Ρώμη!.. Και εις ποίον σημείον ευρίσκεται το διαζύγιον;

Ενεργείς;

Ο Βρόνσκυ αντελήφθη ότι ο ενθουσιασμός της πριγκηπίσσης κατέπεσε μόλις έμαθεν ότι το διαζύγιον δεν είχε δοθή.

– Ξεύρω πως θα με κακολογήσουν, είπεν, αλλ' εγώ θα επισκεφθώ την Άνναν, ναι, θα την επισκεφθώ. Δεν θα μείνετε επί πολύ εις την Πετρούπολιν;

Πράγματι δε, την ιδίαν ημέραν, επεσκέφθη την Άνναν, αλλ' η συμπεριφορά της ήτο όλως διαφορετική από άλλοτε.. Εφαίνετο ως ν' απέδιδε μεγάλην σημασίαν εις το θάρρος που έλαβε δια να κάμη αυτήν την επίσκεψιν και ότι επεθύμει όπως η Άννα αναγνωρίση την πίστιν και την φιλίαν της. Κατόπιν δε της τοιαύτης συμπεριφοράς της Μπέτσυ, ο Βρόνσκυ κατενόησε ποία τον ανέμενε υποδοχή παρά τη λοιπή κοινωνία. Και έκαμε μίαν ακόμη απόπειραν παρά τη ιδία του οικογένεια. Κατενόησε δε τότε πληρέστατα ότι πάσα άλλη δοκιμή ήτο ανωφελής και ότι ώφειλε να περάση μερικάς ημέρας εν Πετρουπόλει, ως εις πόλιν ξένην και ν' αποφύγη πάσαν επαφήν προς τας παλαιάς του γνωριμίας, όπως μη θιγή η φιλοτιμία του.

Αλλ' η εν Πετρουπόλει διαμονή του αυτή, υπήρξε πολύ μάλλον οδυνηρά εις τον Βρόνσκυ και διότι του απεκάλυψε παρά τη Άννα μίαν νέαν ψυχικήν κατάστασιν, άγνωστον μέχρι τότε εις αυτόν: οτέ μεν αύτη τω παρείχεν απείρους ενδείξεις τρυφερότητος, οτέ δε εδείκνυτο ψυχρά, ευερέθιστος και ακατανόητος. Έπασχε και κάτι του έκρυπτε, και δεν εφαίνετο μάλιστα αντιλαμβανομένη τας ταπεινώσεις, αι οποίαι εδηλητηρίαζον την ζωήν του Βρόνσκυ και αίτινες θα έπρεπε να θίγωσιν αυτήν πολύ περισσότερον λόγω της λεπτοτέρας της γυναικείας ευαισθησίας.

Μία των κυρίων αιτιών, αίτινες ηνάγκασαν την Άνναν ν' αποφασίση να επανέλθη εις Ρωσσίαν ήτο η επιθυμία της να επανίδη τον υιόν της. Από της ημέρας καθ' ήν εγκατέλιπε την Ιταλίαν, ο πόθος αυτός την εβασάνιζε, και, καθ' όσον επλησίζεν εις την Πετρούπολιν κατά τοσούτον ησθάνετο μείζονα την χαράν της μελετωμένης εκείνης συναντήσεως, ης η σημαντικότης και το ενδιαφέρον επολλαπλασιάζετο συν τω χρόνω εις την αντίληψίν της.

Ουδ' εσκέπτετο δε καν πώς θα κατώρθωνε να επανίδη τον υιόν της, διότι τούτο της εφαίνετο πράγμα όλως φυσικόν και απλούν, αφ' ής στιγμής θα ευρίσκετο εις την αυτήν πόλιν.. Αλλ' όταν έφθασεν εις Πετρούπολιν, τότε μόνον κατενόησε ποία ήτο η νέα της θέσις εν τη κοινωνία και η συνάντησις εκείνη θα ήτο πολύ δύσκολον να επιτευχθή.

Μαθούσα τας σχέσεις αίτινες είχον αναπτυχθή μεταξύ Καρένιν και κομήσσης Λυδίας, η Άννα απεφάσισε να της γράψη υποδεικνύουσα ότι η άδεια να ιδή τον υιόν της εξηρτάτο εκ της μεγαλοψυχίας του πατρός τον. Εσκέπτετο δε ότι εκείνος, ίνα υποστηρίξη τον ρόλον του ως μεγαλοψύχου συζύγου, θα παρείχε την άδειαν ταύτην.

Η απάντησις της κομήσσης την εξώργισε και την ετάραξε τρομερά· έκρινε δε τόσον ποταπήν την παγεράν εκείνην εχθροπάθειαν εν σχέσει προς την τρυφεράν της αγάπην προς τον υιόν της, ώστε εξανέστη κατά των άλλων και έπαυσε να θεωρή εαυτήν ένοχον.

«.. Η ψυχρότης αύτη είνε υποκρισία.. επιζητούν απλώς να προσβάλουν εμέ και να θέσουν εις μαρτύριον το παιδί μου! Δεν θα το ανεχθώ αυτό.. επ' ουδενί λόγω. Εκείνη είνε χειροτέρα από εμέ.. Εγώ τουλάχιστον δεν ψεύδομαι.»

Απεφάσισε δ' αμέσως, όπως την επιούσαν, επέτειον της γεννήσεως του υιού της, μεταβή να τον ίδη κατ' οίκον· θα εδωροδόκει, εν ανάγκη τους υπηρέτας, θα εχρησιμοποίει παντός είδους υπεκφυγάς και προσχήματα, θα εξουδετέρωνε το ψεύδος διά του οποίου είχον εξαπατήσει το ατυχές παιδίον και, πάση θυσία, θα έβλεπε τον υιόν της.

Έτρεξε εις κάποιο αθυρματοπωλείον, ηγόρασε πλείστα όσα παιγνίδια και κατέστρωσε πλήρες σχέδιον ενεργείας· θα μετέβαινεν εις του Καρένιν ενωρίς, κατά τας οκτώ το πρωί, προτού εκείνος εξυπνήσει. Θα εμοίραζεν αμέσως πλείστα πουρπουάρ εις τον θυρωρόν και εις τον θαλαμηπόλον, και χωρίς ν' αφαιρέση τον πυκνόν της πέπλον, θα τοις έλεγεν ότι ήρχετο εκ μέρους του αναδόχου του Σεριόγια, όστις την επιφόρτισε να καταθέση ιδιοχείρως τα παιγνίδια εις το κρεββάτι του παιδιού.

Δεν εγνώριζε τίνι τρόπω θα εξέφραζε προς τον υιόν της τα αισθήματά της. Όσον και αν εσκέφθη επί τούτο, δεν κατώρθωσε να εύρη τα κατάλληλα λόγια.

Το πρωί της επιούσης κατά τας οκτώ, έφθασε προ του μεγάρου επιβαίνουσα αγοραίας αμάξης, κατήλθεν ηρέμα και έκρουσε την θύραν του πυλώνος.

– Πήγαινε να ιδής ποιος κτυπά τόσον πρωί! είπεν ο θυρωρός εις κάποιον υπηρέτην νεωστί προσληφθέντα. Νομίζω πως είνε κυρία.

Ο ελβετός δεν είχεν ακόμη ενδυθή. Επέρασεν εν σπουδή το επανωφόρι του και της γαλότσες του. Ο νέος υπηρέτης, ένας νεαρός τον οποίον η Άννα δεν εγνώριζεν, ήνοιξε την θύραν. Εκείνη εισήλθε ζωηρώς, εξήγαγε του μανσόν της χαρτονόμισμα τριών ρουβλίων και του το έθεσεν εις το χέρι.

– Σεριόγια;.. Σέργεϊ Αλεξέεβιτς, εψιθύρισε προχωρούσα επιμόνως.

– Ο κύριος δεν εξύπνησεν ακόμη, είπεν ο θυρωρός παρατηρών προσεκτικώς την κυρίαν.

Η Άννα δεν εφαντάζετο ότι το περιβάλλον.. εκείνο, το όποιον δεν είχε κατ' ουδέν μεταβληθή, εντός της οικίας εις την οποίαν είχε ζήσει επί δεκαετίαν, θα της έκαμνε τόσον βαθείαν εντύπωσιν.

Αναμνήσεις ευάρεστοι και θλιβεραί επλήρωσαν διαδοχικώς την ψυχήν της, και, προς στιγμήν, ελησμόνησε τον σκοπόν της επισκέψεώς της.

Η Άννα ανήλθε την οικείαν της κλίμακα και εισήλθεν εις τον κοιτώνα του παιδιού. Δεξιόθεν της θύρας, ο Σεριόγια ανεκάθητο επί της κλίνης του:

– Σεριόγια, είπεν η Άννα ηρέμα, πλησιάσασα αυτόν ακροποδητί.

Καθ' όλον το διάστημα του χωρισμού των, με το κύμα της αγάπης ήτις την επλημμύρει από τινος, τον αναπαρίστα ενδιαθέτως ως το μικρό πάντοτε τετραετές μαγκάκι, που τόσον είχεν αγαπήσει.

Το εύρισκε δε όλως διαφορετικόν αφ' ό,τι ήτο όταν το εγκατέλειψε, ήτο μακράν πλέον της ηλικίας εκείνης, της οποίας ηγάπα την ανάμνησιν. Είχε μεγαλώσει και λεπτυνθή.

«Τι αδύνατο που είνε το προσωπάκι του, τι μακρυά που έγειναν τα χέρια του, τι κοντά που είνε τα μαλλάκια του! Α! πόσον μετεβλήθη αφ' ότου το εγκατέλειψα!»

– Σεριόγια, αγαπημένο μου αγοράκι, είπεν η Άννα ασθμαίνουσα και λαβούσα εις τας αγκάλας της το λυγηρόν σώμα του παιδίου.

– Μαμά, είπεν εκείνο, συσπειρούμενον εις την αγκαλιά της ίνα ολόκληρον το σώμα του διαθλίψη την μητέρα του.

Μειδιών, με τα μάτια κλειστά ακόμη, απέσπασε τας χείρας του από του ερεισινώτου της κλίνης και τας έρριψε γύρω εις τον τράχηλον της Άννας, συνεσφίγχθη δ' έτι μάλλον επ' αυτής πληρούν αυτήν με την χλιαρότητα και την ευάρεστον εκείνην υπνηλήν οσμήν, την οποίαν μόνα τα παιδιά κατέχουν, και εθώπευσε διά της μορφής του τους ώμους και τον λαιμόν της Άννας.

– Το είξευρα, είπεν, άνοιξαν τα μάτια, ότι θα ήρχεσο σήμερα, είνε τα γενέθλιά μου. Θα σηκωθώ.

Αλλ' ενώ ωμίλει, απεκοιμάτο πάλιν.. Η Άννα το παρετήρει απλήστως· έβλεπεν ότι είχε μεγαλώσει και μεταβληθή κατά την απουσίαν της. Έφερε την χείρα της επί της κεφαλής και επί του τραχήλου του, εφ' όλου του σώματός του και δεν ηδύνατο ν' αρθρώση λέξιν, διότι την απέπνιγον τα δάκρυα.

 

– Γιατί κλαις, μαμά; ηρώτησεν ο μικρός, τελείως πλέον αφυπνισθείς. Μαμά, γιατί κλαις; εφώναξεν αύθις με φωνήν κλαυθμηρίζουσαν.

– Εγώ; Δεν κλαίω πλέον!.. Κλαίω από χαράν που σε επαναβλέπω, ετελείωσε νά, προσέθηκε καταπίνουσα τα δάκρυά της και αποστρέφουσα το πρόσωπον.

– Μαμά, αγαπημένη μαμά, γλυκειά μου μαμά! εφώνησεν εκείνος ριφθείς και πάλιν εις τον λαιμόν της και σκεπάζων αυτήν με τα φιλήματά του.

Αφήρεσε το καπέλλο της μητρός του.

– Α! όχι, δεν θα το φορής αυτό, είπε.

Και ώρμησε πάλιν προς αυτήν με νέας διαχύσεις.

– Τι έλεγες για μένα καθ' όλον αυτό το διάστημα, είπεν εκείνη. Δεν επίστευσες πώς είχα πεθάνει;

– Όχι, ποτέ μου δεν το πίστεψα.

– Δεν το πίστεψες, αγάπη μου;

– Είξευρα εγώ, είξευρα! απήντησεν ο μικρός επαναλαμβάνων την ευνοουμένην του φράσιν.

Επήρε δε το χέρι της μητρός του που του εθώπευε τα μαλλιά και συνέθλιψε την παλάμην της επί των χειλέων του διά να την φιλήση.

Η Άννα τον έθλιψεν αύθις εις τας αγκάλας της.

– Αγάπη μου, του είπε.

Δεν ηδύνατο ν' αποφασίση να του είπη: Χαίρε· αλλ' η έκφρασις των οφθαλμών της του το έλεγε, και το παιδίον το εννόησεν.

– Αγαπημένε μου, αγαπημένε μικρέ μου Σεριόγια, δεν θα με λησμονήσης; Θα.

Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα.

Πόσα θα εύρισκε να του είπη βραδύτερον, αλλά την στιγμήν εκείνην τα λόγια δεν ήρχοντο εις τα χείλη της.. Ο Σεριόγια εννόησε παν ότι ήθελε να του είπη, ενόησεν ότι ήτο δυστυχής και ότι τον ηγάπα. Συνεσφίγχθη επ' αυτής και της είπεν σιγαλά:

– Μη φύγης ακόμη. Δεν έρχεται τόσον 'νωρίς!

Η Άννα τον απεμάκρυνεν ολίγον ίνα ίδη αν κατενόει την σημασίαν των λόγων του, και, εις την περίφοβον έκφρασιν της μορφής του, ανέγνω ότι όχι μόνον ωμίλει περί του πατρός του αλλά και ότι εφαίνετο ως να την ηρώτα τι έπρεπε να σκέπτεται περί αυτού.

– Σεριόγια, φίλε μου, του είπεν η Άννα, πρέπει να αγαπάς, είνε καλλίτερος από εμέ.. Εγώ είμαι ένοχος απέναντί του. Όταν μεγαλώσης, έτσι θα κρίνης τα πράγματα.

– Όχι, κανένας στον κόσμο δεν είνε καλλίτερος από σένα είπε το παιδίον με τα μάτια πλήρη δακρύων.

Την έπιασε δε από τους ώμους, και, δι' όλων του των δυνάμεων, την έθλιψεν εφ' εαυτού με τα χέρια του τρέμοντα εκ του αγώνος ον κατέβαλε.

– Γλυκειά μου αγάπη, είπεν η Άννα.

Και έκλαυσεν ως εκείνο με δάκρυα παιδικά.

Η θύρα ηνοίχθη και εισήλθεν ο παιδαγωγός. Βήματα δ' ηκούσθησαν προς την ετέραν θύραν.

Η Άννα απέσυρε τα χέρια του παιδίου, εκάλυψεν άπαξ ακόμη με φιλήματα την δακρύβρεκτον μορφήν του και εξήλθεν εν σπουδή.

Ο Καρένιν ήρχετο εις συνάντησίν της· μόλις δε την αντίκρυσεν, εσταμάτησε και εταπείνωσε την κεφαλήν.. Η Άννα είχεν είπει προ μικρού εις τον υιόν της ότι ήτο καλλίτερος απ' αυτήν· εντούτοις, όταν έρριψε επί του Καρένιν βλέμμα γοργόν, όπερ τον περιέβαλεν ολόκληρον, ησθάνθη συναίσθημα αηδίας και οργής, και τον εζήλευσε διότι ηδύνατο να μένη μετά του υιού της.

Εχαμήλωσεν εν σπουδή τον πέπλον της, και, ταχύνασα το βήμα, έδραμεν έξω του δωματίου.

* * *

Καίτοι ο πόθος της Άννας όπως ίδη τον υιόν της υπήρξε τόσον σφοδρός και είχε παρασκευασθή προς τούτο από τόσου χρόνου, δεν είχε προΐδει ότι η συνάντησις, εκείνη θα την ετάραττεν εις τοιούτον βαθμόν. Όταν ευρέθη και πάλιν εις το ξενοδοχείον, επί μακρόν διηρωτάτο διατί ευρίσκετο εκεί.

– Και, τετέλεσται το παν και είμαι πάλιν μόνη, διελογίσθη. Χωρίς ν' αφαιρέση τον πίλον της εκάθισεν επί τινος φωτέιγ ενώπιον της εστίας. Παρετήρησεν ατενώς το επί της κονσόλας μεταξύ των παραθύρων ορειχάλκινον εκρεμές και εβυθίσθη εις τους διαλογισμούς της.

Η Άννα είχε συγκεντρώσει επί του πρώτου της τέκνου, αν και υπήρξεν υιός ανδρός τον οποίον δεν ηγάπα, όλην την σφοδρότητα έρωτος ανικανοποιήτου. Το κοριτσάκι της είχε γεννηθή όταν η Άννα ευρίσκετο υπό τας μάλλον οδυνηράς των συνθηκών, και δεν του επεδαψήλευσε ουδέ το εκατοστόν των περιποιήσεων, ων απήλαυσεν ο πρωτότοκός της.

Εν τη παιδίσκη άλλως τε, τα πάντα ακόμη ευρίσκοντο εις την περίοδον των ελπίδων, ενώ ο Σεριόγια ήτο σχεδόν άνδρας ήδη, πλάσμα εν τω οποίω επάλαιον αι σκέψεις και τα αισθήματα. Ο υιός της την εννοούσε, την ηγάπα και την έκρινε, και όμως ήτο χωρισμένη απ' αυτόν διά παντός, και ου μόνον σωματικώς αλλά και πνευματικώς. Ουδέν διέβλεπε μέσον όπως ανακτήση τον υιόν της.

Ήνοιξε το μενταγιόν, το οποίον περιείχε την προσωπογραφίαν του Σεριόγια όταν είχε την ηλικίαν της μικράς. Ηγέρθη είτα, έβαλε το καπέλλο της και επήρεν από την τράπεζαν το λεύκωμα το περιέχων φωτογραφίας του υιού της κατά διαφόρους εποχάς. Τας αφήρεσε δε από το λεύκωμα διά να τας παραβάλη. Έμεινε μία μόνη, η νεωτέρα και καλλιτέρα: ο Σεριόγια με λευκήν μπλούζαν, εκάθητο ιππαστί επί τινος έδρας, μειδιών και με τα μάτια ημίκλειστα. Η Άννα προσεπάθει, διά των ευκινήτων μικρών της χειρών, των οποίων τα λεπτά και λευκά δάκτυλα εκινούντο νευρικώς κατά την ημέραν εκείνην, να εξαγάγη την φωτογραφίαν, αλλά δεν το κατώρθωσε. Μη ευρούσα δε και χαρτοκοπτήρα επί της τραπέζης, απέσπασε την επί της εικόνος εφηρμοσμένην κάρταν, και ούτω κατώρθωσε να εξαγάγη την φωτογραφίαν του Σεριόγια. Η κάρτα ην απέσπασεν ήτο του Βρόνσκυ, γενομένη εν Ρώμη και αναπαρίστα αυτόν με μικρό μαλλακό καπέλλο και μακράν την κόμην.

Καθ' όλας τας πρωινάς ώρας δεν τον είχε σκεφθή ουδ' εφ' άπαξ, παρατηρούσα δε τόρα την ανδρικήν του μορφήν, την ευγενή και τόσον αγαπητήν αυτή, κύμα απότομον τρυφεράς αγάπης εξεχείλισεν εκ της καρδίας της.

«.. Αλλά πού είνε; Πώς ημπορεί να με αφίνη μόνην καθ' όλην την ημέραν εν ώ πάσχω τόσον;» διελογίσθη, λησμονούσα ότι αυτή η ιδία του απέκρυπτε παν ό,τι εσχετίζετο προς τον υιόν της.

Του παρήγγειλεν αμέσως παρακαλούσα αυτόν ν' ανέλθη πλησίον της· με την καρδίαν λειπόθυμον, ανελογίζετο τα τρυφερά λόγια που θα του έλεγε και τας παρηγόρους ερωτικάς εκφράσεις, ας θα εύρισκεν όπως της απαντήση.

Ο υπάλληλος του ξενοδοχείου επέστρεψε και της ανήγγειλεν ότι ο κύριος είχε κάποιαν επίσκεψιν, αλλ' ότι θα ήρχετο μετ' ολίγον, αν η κυρία ηδύνατο να τον δεχθή μετά του πρίγκιπος Γιαχβίν.

– Δεν θα έλθη μόνος, και όμως δεν με είδεν από χθες.. Αυτό γίνεται ακριβώς διά να μη δυνηθώ να του είπω όσα έχω 'στήν καρδιά μου.

Εξαίφνης μία ιδέα αλλόκοτος την συνετάραξε: «Δεν με αγαπά πλέον!»

Ανεπόλησεν όλα τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και ενόμισεν ότι όλα επεκύρουν την φοβεράν αυτήν σκέψιν: δεν είχε δειπνήσει μαζί της την προτεραίαν, είχεν επιμείνει να εγκατασταθώσιν εις χωριστούς ορόφους, και τόρα απέφευγε να ευρεθή κατ' ιδίαν μαζί της.

– Θα έκαμνε πολύ καλλίτερα να μου είπη την αλήθειαν! Πρέπει να την γνωρίζω.. Όταν αποκτήσω την βεβαιότητα περί όλων αυτών, γνωρίζω τι μου υπολείπεται να κάμω..

* * *

Όταν ο Βρόνσκυ επέστρεψεν, η Άννα δεν ευρίσκετο εις το ξενοδοχείον, και έμαθεν ότι κάποια κυρία είχεν έλθει και την επήρε μαζί της.. Το γεγονός αυτό, ότι είχεν αναχωρήσει χωρίς να είπη πού επήγαινεν, ότι δεν είχεν ακόμη επανέλθει, ότι το πρωί είχεν επίσης εξέλθει άγνωστον διά που, έπειτα η εξημμένη της μορφής της έκφρασις, όλαι αυταί αι ενδείξεις εξέπληξαν τον Βρόνσκυ και απεφάσισε να την αναμείνη εις την αίθουσαν και να τύχη εξηγήσεων εκ μέρους της.

Η Άννα δεν επανήλθε μόνη· συνωδεύετο υπό τινος γηραιάς αγάμου θείας, της πριγκηπίσσης Ομπλόνσκυ. Είχεν εξέλθει μαζί της. Εφάνη δε ότι δεν αντελήφθη το ανήσυχον και ερωτηματικόν ύφος του Βρόνσκυ και του διηγήθη φαιδρώς τας εκδρομάς της ανά τα εμπορικά καταστήματα.. Εκείνος αντελήφθη ότι κάτι το ανώμαλον συνέβαινεν εις αυτήν: τα ακτινοβόλα της μάτια είχον ποιάν τινα επίμονον έκφρασιν όταν, κατά διαλείμματα, εστηρίζοντο επ' αυτού. Όλοι οι λόγοι και όλαι της αι κινήσεις είχον την χάριν και την νευρικήν εκείνην ζωηρότητα αίτινες τον εγοήτευον άλλοτε, αλλά τόρα τον ετάραττον και τον ετρόμαζον.

Είχον τεθή τέσσαρα πινάκια επί της τραπέζης και οι συμπόται ητοιμάζοντο ήδη να μεταβώσιν εις την αίθουσαν του φαγητού, οπότε ο Τούσκεβιτς προσήλθεν εκ μέρους της πριγκηπίσσης να ζητήση συγγνώμην εκ μέρους της Άννας διότι δεν είχε κατορθώσει να την επισκεφθή προ της αναχωρήσεώς της. Η πριγκήπισσα ήτο αδιάθετος και παρεκάλει την Άνναν να περάση από το σπίτι της μεταξύ της έκτης και ημισείας και της εννάτης ώρας.. Ο Βρόνσκυ ητένισε την Άνναν διότι η ώρα αύτη ενεδείκνυεν ότι η Μπέτσυ είχε λάβει τα μέτρα της όπως η επισκέπτρια μη συναντήση κανένα.

Η Άννα Καρένιν δεν έδωκε την παραμικράν προσοχήν εις τούτο.

– Λυπούμαι πολύ να σκλαβωθώ σήμερον κατά τοιαύτην ώραν, είπε μειδιώσα.

– Θα πάτε βεβαίως ν' ακούσετε την Πάττη! είπεν ο Τούσκεβιτς.

– Την Πάττη; Καλή ιδέα!.. Θα υπάγω αν ευρεθή θεωρείον.

– Αναλαμβάνω να σας εύρω εγώ ένα, εφώνησεν ο Τούσκεβιτς.

– Θα με υποχρεώνατε πολύ, είπεν η Άννα. Θα μας κάμετε την ευχαρίστησιν να συμφάγωμεν;

Ο Βρόνσκυ ύψωσεν αδιοράτως τους ώμους.

Δεν κατενόει τίποτε από την συμπεριφοράν της Άννας. Διατί είχε πάρει μαζί της την γηραιάν πριγκήπισσαν, διατί εκράτει εις το δείπνον τον Τούσκεβιτς, και, προ πάντων, διατί τον επεφόρτιζε να της εύρη θεωρείον; Ηδύνατο, υφ' άς συνθήκας ευρίσκετο, να μεταβή εις την Όπεραν, ενώ λόγω του εκτάκτου της παραστάσεως, ήτο βεβαία ότι θα συνήντα εκεί όλας τας γνωρίμους της!

Την ητένισε σοβαρώς, αλλ' εκείνη του απεκρίθη διά βλέμματος προκλητικού, φαιδρού και απηλπισμένου συγχρόνως, του οποίου δεν ηδύνατο να εννοήση την σημασίαν.

– Έχετε αληθώς την πρόθεσιν να πάτε εις το Μελόδραμα; την ηρώτησε μετά το δείπνον και όταν ευρέθησαν μόνοι.

– Διατί μ' ερωτάτε με τόσην σοβαρότητα; Διατί δεν θα επήγαινα;

Ησθάνθη εαυτήν προσβληθείσαν διότι δεν την παρετήρει και εφαίνετο μη εννοούσα την σημασίαν των λόγων του.

– Πράγματι, τίποτε δεν μας εμποδίζει να πηγαίνωμεν εις το θέατρον, είπεν εκείνος συσπάσας τας οφρύς.

– Αυτό σκέπτομαι κι' εγώ, απήντησεν η Άννα.

Δεν ηθέλησε να φανή ότι είχεν αντιληφθή την ειρωνείαν της παρατηρήσεώς του και εξηκολούθησε να συστρέφη ησύχως το μυροβόλον της γάντι.

– Άννα, σε παρακαλώ, τι έχεις; την ηρώτησεν εκείνος όπως την επαναφέρη εις εαυτήν, με τον αυτόν τόνον μετεχειρίζετο άλλοτε ο σύζυγός της.

– Δεν εννοώ την ερώτησίν σας, απήντησεν εκείνη.

– Γνωρίζετε ότι δεν ειμπορήτε να μεταβήτε εις την Όπερα.

– Διατί όχι; Δεν θα πάω μόνη. Με συνοδεύει η πριγκήπισσα Βαρβάρα, επήγε να ενδυθή.

Εκείνος ύψωσε τους ώμους με έκφρασιν εκπλήξεως και απελπισίας.

– Μα, επί τέλους, αληθινά δεν εννοείτε;

– Δεν θέλω να εννοήσω, απήντησεν η Άννα υψώσασα την φωνήν. Δεν θέλω. Νομίζετε ότι εγώ μετανοώ δι' όσα πράττω; Όχι, όχι! Αν ήτο ανάγκη να ξαναρχίσω, θα εξανάρχιζα. Ημάς τους δύο ένα μόνον ενδιαφέρει· αγαπώμεθα; Άλλο τίποτε δεν υπάρχει! Διατί δεν θα επήγαινα εις την Όπερα; Σε αγαπώ, όλα τα άλλα μου είνε εντελώς αδιάφορα, αν συ δεν μετεβλήθης. Διατί δεν με κυτάζεις κατά πρόσωπον;

Τα μάτια της Άννας εξέπεμψαν φλόγα η οποία κατέπληξε τον Βρόνσκυ. Ύψωσε δε τους οφθαλμούς προς αυτήν και αντελήφθη την καλλονήν της και την λεπτήν ευγένειαν του καλλωπισμού της.

– Το προς σας αίσθημά μου δεν δύναται να μεταβληθή, το γνωρίζετε κάλλιστα, αλλά σας παρακαλώ να μη μεταβήτε εις το Μελόδραμα, σας ικετεύω να μη το κάμετε.

Επρόφερε τους λόγους τούτους με φωνήν ικετευτικήν και γλυκείαν, αλλά το βλέμμα του παρέμεινε παγερόν.. Η Άννα δεν ήκουσε τα λόγια του, διέκρινε όμως την εχθρότητα του βλέμματος και απεκρίθη μετ' οργής:

– Και εγώ, σας ικετεύω να μου πήτε τον λόγον διά τον οποίον δεν πρέπει να υπάγω.

– Τον λόγον; Αλλά, διότι είνε πιθανόν να.. εταράχθη.

– Δεν εννοώ τίποτε απ' αυτά, είπεν η Άννα.

Διά πρώτην φοράν ο Βρόνσκυ ησθάνθη κατά της Άννας κάποιον αίσθημα πεισμονής και σχεδόν οργής, ήτις καθίστατο τόσω μάλλον σφοδρόν καθ' όσον δεν ηδύνατο να της εξηγήση τους λόγους της δυσαρεσκείας του.

Αν ηδύνατο να της ομιλήση με ανοικτή καρδιά, θα της έλεγε τα εξής: «.. Μεταβαίνουσα εις την Όπεραν με αυτήν την περιβολήν και μετά της πριγκηπίσσης Βαρβάρας, ήτις γνωστή εις όλην την Πετρούπολιν, δεν διασαλπίζετε μόνον την θέσιν σας ως γυναικός εκπεσούσης, αλλ' είνε και ως να προκαλήτε τον κόσμον και να εξαφανίζετε πάσαν ελπίδα ηθικής αποκαταστάσεως».

Αλλ' επειδή δεν ηδύνατο να της ομιλήση ούτω, δυσηρεστείτο εκ μέρους της διότι δεν τον εννοούσε με μισά λόγια.. Ησθάνετο ότι ο προς αυτήν σεβασμός του ηλαττούτο και ταυτοχρόνως ηύξανεν η επ' αυτού έλξις της καλλονής της.

Επέστρεψεν εις το διαμέρισμά του και ήνοιξε μετά του Γιαχβίν συζήτησιν περί ίππων, αλλά δεν ελησμόνει την Άνναν, διαρκώς ηκροάτο λάθρα και συνεβουλεύετο το επί της εστίας εκκρεμές.

– Η κυρία με επεφόρτισε να είπω εις τον κύριον, ότι πηγαίνει εις το θέατρον, ήλθε ν' αναγγείλη η θαλαμηπόλος.

– Έστω! ας πάμε κ' ημείς, είπεν ο Γιαχβίν υπομειδιάσας υπό τον μύστακά του, τούθ' όπερ εσήμαινεν ότι κατενόει την δυσαρέσκειαν του Βρόνσκυ, αλλ' έπαιρνε το ζήτημα ελαφρώς.

 

– Εγώ μένω, απήντησε σκυθρωπός ο Βρόνσκυ.

– Αλλ' εγώ υπεσχέθην να υπάγω εις την Όπερα, ω ρεβουάρ!.. Έλα εις τα φωτέγι της ορχήστρας, ειμπορείς να πάρης το κάθισμα του Κρασίνσκυ.

– Όχι, έχω κάτι να κάμω.

«Δεν συνεννοείται κανείς πάντοτε με την γυναίκα του, και πολύ δυσκολώτερα με την γυναίκα ενός άλλου!» διελογίσθη ο Γιαχβίν εξερχόμενος του ξενοδοχείου.

Μείνας μόνος ο Βρόνσκυ ήρχισε να διασκελίζη το δωμάτιον.

– Είνε η τετάρτη παράστασις σήμερον δι' εισιτηρίων αμποννέ… ο αδελφός μου μετά της συζύγου του και η μητέρα μου θα παρίστανται αφεύκτως. Όλη η Πετρούπολις θα είνε παρούσα! Εκείνη εισήλθεν ήδη, έβγαλε την γούνα της και επεδείχθη εις όλον τον κόσμον. Τούσκεβιτς, Γιαχβίν, πριγκήπισσα Βαρβάρα.. Αλλ' επί τέλους τι κάμνω εδώ εγώ, από τι φοβούμαι; Μήπως θα την αφήσω υπό την προστασίαν του Τούσκεβιτς;.. Αλλά διατί με θέτει εις την γελοίαν αυτήν θέσιν; διελογίσθη μετ' ενεργητικής χειρονομίας.

Διέσεισε την τράπεζαν εφ' ής ευρίσκετο το ύδωρ του Σελτς και το κονιάκ και την ανέτρεψεν· έπειτα ηθέλησε να την συγκρατήση, αλλ' εξ οργής την ελάκτισε διά του ποδός και έκρουσε τον κώδωνα.

– Ετοίμασε το φράκο μου, είπε προς τον εισελθόντα θαλαμηπόλον του.

Ο Βρόνσκυ εισήλθεν εις την Όπεραν την ογδόην και ημίσειαν.. την στιγμήν εκείνην αντήχει η υπόκωφος συνωδία της ορχήστρας και μία φωνή γυναικός ήτις έψαλλεν ευδιακρίτως το τέλος μιας μουσικής διατονίσεως. Όταν ο Βρόνσκυ εισήλθεν εις την αίθουσαν, ήρχιζον αι επευφημίαι. Επί της σκηνής η αοιδός, με τους ώμους γυμνούς και κατακόσμους από αδάμαντας, εμειδία και, κύπτουσα δεξιά και αριστερά τη βοηθεία του τενόρου, όστις την εκράτει από της χειρός, τας ανθοθέσμας που κατέπιπτον εις τους πόδας της.. Το κοινόν συνεταράσσετο, εκραύγαζε και επευφήμει.

Ο Βρόνσκυ προυχώρησεν εις το μέσον του παρτέρ και ηρεύνησε γύρω του διά του βλέμματος. Ήσαν, όπως πάντοτε, αι αυταί κυρίαι εις τα θεωρεία, μετ' αξιωματικών όπισθέν των, αι αυταί γυναίκες με τας πολυχρώμους αμφιέσεις παραπλεύρως εις στρατιωτικάς στολάς και ρεδιγκότας.

Η πράξις είχε τελειώσει. Ο Βρόνσκυ προυχώρησε μέχρι της πρώτης σειράς των καθισμάτων και εσταμάτησε προ των προσκηνίων, παραπλεύρως του Σερπουχόβσκη. Ο στρατηγός, με κεκαμμένον το γόνυ εκτύπα το σανιδωτόν διά της πτέρνας του, και, διακρίνας τον Βρόνσκυ μακρόθεν, του εμειδίασε προσκαλών αυτόν να πλησιάση.

Ο Βρόνσκυ δεν είχεν ίδει ακόμη την Άνναν και δεν ετόλμα να κυτάξη προς το μέρος της· αλλ' εκ της κατευθύνσεως των βλεμμάτων του κοινού, εμάντευσε πού εκείνη ευρίσκετο.. Περιέφερε τα μάτια του εν ημικυκλίω γύρω του αδιοράτως· ανεζήτει τον Καρένιν. Ευτυχώς όμως δι' αυτόν, ο σύζυγός της Άννας δεν ευρίσκετο εις την αίθουσαν.

– Δεν έχεις τίποτε πλέον το στρατιωτικόν, του είπεν ο στρατηγός θα σ' έπαιρνε κανείς διά διπλωμάτην ή καλλιτέχνην.

– Ναι απήντησεν ο Βρόνσκυ μειδιάσας και περιφέρων αδιαφόρως δήθεν τας διόπτρας του. Αφ' ότου επέστρεψα εις Ρωσσίαν, φορώ πολιτικά.

– Ομολογώ ότι σε ζηλεύω, προσέθηκεν ο φίλος του. Εγώ, οσάκις φορώ την στολήν μου, νοσταλγώ την ελευθερίαν μου.

Ο Βρόνσκυ, ακούων συνάμα αυτόν, περιέφερε τας διόπτρας του ανά τα θεωρεία, και, εξαίφνης, διέκρινε την κεφαλήν της Άννας παραπλεύρως μιας γηραιάς κυρίας με τουρμπάνι και ενός φαλακρού γέροντος. Ήτο εις το πέμπτον θεωρείον, είκοσι βήματα μακράν του, υπέροχος εξόχως ωραία και μειδιώσα εντός του εκ δαντελλών πλαισίου της. Εκάθητο εις το πρόσθιον μέρος του θεωρείου, και, με την κεφαλήν κεκλιμένην ελαφρώς προς τα οπίσω συνωμίλει με τον Γιαχβίν.

Η κλίσις της κεφαλής της επί των ευρέων και ωραίων της ώμων και η διαρκής λάμψις των οφθαλφών της και ολοκλήρου της μορφής της, του την επέδειξεν οποίαν ακριβώς του είχε παρουσιασθή κατά τον χορόν, εν Μόσχα. Τόρα όμως απεθαύμαζεν όλως διαφορετικά την καλλονήν της. Δεν υπήρχε πλέον μυστήριον εις το προς αυτήν αίσθημά του, και αν η καλλονή της τον προσείλκυε σφοδρότερον ή άλλοτε, τον προσέβαλλεν όμως συνάμα.

Η Άννα δεν εκύταζε προς το μέρος αυτού, αλλά κατενόει ότι τον είχε ήδη διακρίνει.

Όταν ο Βρόνσκυ έστρεψε διά δευτέραν φοράν, τα λορνιόν του προς το μέρος της Άννας, παρετήρησεν ότι η πριγκήπισσα Βαρβάρα είχε γείνει κατακόκκινη, εγέλα δε με τρόπον ελάχιστα φυσικόν και παρετήρει επιμόνως το γειτονικόν θεωρείον.

Η Άννα είχεν επανακλείσει την βετάλια της και εκτύπα ελαφρώς το κόκκινο βελούδο του θεωρείου, αποφασισμένη, ως εφαίνετο, να μη βλέπη τα συμβαίνοντα παραπλεύρως της. Ο Γιαχβίν είχε την έκφρασιν που ελάμβανεν οσάκις έχανε πολλά εις τα χαρτιά. Ήτο σκυθρωπός, ηρεθισμένος και τα βλέμματά του διηυθύνοντο προς το γειτονικόν θεωρείον. Το θεωρείον τούτο κατείχετο από τους Καρτάσωφ, ους εγνώριζον ο Βρόνσκυ και η Άννα. Η κυρία Καρτασόβα, μία μικρόσωμος ισχνή, με την ράχιν εστραμμένην προς το μέρος της Άννας ήτο ορθία και εφορούσε το επώμιόν της, το οποίον της παρέδιδεν ο σύζυγός της. Ήτο ωχρά, θυμωμένη και ωμίλει μετά σφοδρότητος.

Ο σύζυγός της, ένας χονδρός φαλακρός κύριος, έστρεφεν επιμόνως τα βλέμματα προς το μέρος της Άννας και προσεπάθει να καταπραΰνη την γυναίκα του. Όταν δε αύτη εξήλθε του θεωρείου, ο Καρτάσωφ έμεινε προς στιγμήν όπισθεν, αναζητών διά των οφθαλμών του την Άνναν, με την πρόθεσιν προφανώς να την χαιρετήση. Αλλ' η Άννα Καρένιν απέφευγεν επιμόνως να τον προσέξη και εξηκολούθει ομιλούσα μετά του Γιαχβίν.. Ο Καρτάσωφ απήλθε χωρίς να την χαιρετήση και το θεωρείον έμεινε κενόν.

Ο Βρόνσκυ δεν εννόησε τι είχε συμβή, αλλ' εμάντευσεν ότι θα ήτο κάτι το προσβλητικόν διά την Άνναν. Το ανέγνωσεν επί της μορφής της νεαράς γυναικός και είδεν ότι αύτη συνεκέντρωνε τας τελευταίας της δυνάμεις όπως συγκρατήση την απάθειάν της, ην, άλλως τε, υπεδύετο θαυμάσια. Πάντες απεθαύμαζον την γαλήνην και την καλλονήν της γυναικός ταύτης και δεν υπώπτευον ότι ησθάνετο τας βασάνους αληθινής μάρτυρος. Ο Βρόνσκυ, βασανιζόμενος από την αβεβαιότητα εις ην ευρίσκετο, διηυθύνθη προς το θεωρείον του αδελφού του επί τη ελπίδι να μάθη απ' αυτόν την αιτίαν της συγκινήσεως εκείνης.. Εις την πάροδον συνήντησε την νύμφην του, η οποία εφαίνετο φοβερά τεταραγμένη. Εδράξατο δε του βραχίονός του και του είπε:

– Κρίνω ότι ήτο προστυχιά και ότι η κυρία Καρτασόβα δεν είχε το δικαίωμα να φερθή τοιουτοτρόπως. Η κυρία Καρένιν..

– Μα, τι συνέβη;

– Πώς! Δεν γνωρίζεις;

– Θα το μάθω, φυσικά, τελευταίος.

– Και υπάρχει πλάσμα πλέον ανυπόφορον απ' αυτήν την Καρτεσόβα;

– Αλλά, τι έκαμε;

– Όπως μου τα είπεν ο σύζυγός μου.. Ύβρισε την κυρίαν Καρένιν. Ο Καρτάσωφ είχεν απευθύνει τον λόγον προς την πριγκήπισσαν Καρένιν και η γυναίκα του τού έκαμε σκηνάς.. Επρόφερε λόγια που πληγώνουν, κατόπιν δε έφυγε βιαστικά.

Εις το θεωρείον της αδελφής του, ο Βρόνσκυ ευρήκε την μητέρα του με τους ψαρούς της πλοκάμους.

– Κ' εγώ σε περιμένω, του είπεν αύτη ειρωνικώς, δεν φαίνεσαι πουθενά πλέον.

Διέκρινε ότι δεν ηδύνατο να συγκαλύψη την χαράν της.

– Καλημέρα, μαμά, ήλθα να σας υποβάλω τα σέβη μου, είπεν ο Βρόνσκυ ψυχρώς.

– Και διατί δεν πηγαίνεις να ερωτοτροπήσης με την Άννα Καρένιν; Είνε κατακτήτρια! Ελησμονήθη και η Πάττη εμπρός της.. ,

– Μαμά, σας παρεκάλεσα να μη κάμνετε υπαινιγμούς, είπεν εκείνος σκυθρωπάσας.

– Επαναλαμβάνω όσα λέγει όλος ο κόσμος.

Ο Βρόνσκυ δεν απεκρίθη, έμεινε δ' ακόμη επί τινας στιγμάς, μεθ' ό απεσύρθη. Επί του κατωφλίου της θύρας διεσταυρώθη με τον αδελφόν του.

– Πώς, είσαι συ Αλέξιε; Τι ανανδρία, αυτός είνε βλαξ!

Ο Βρόνσκυ δεν τον ήκουε, κατήλθε με βήματα ταχέα, συναισθανόμενος ότι κάτι έπρεπε να κάμη, αλλ' αγνοών τι. Ήτο ωργισμένος κατά της Άννας, διότι του εδημιούργει τοιαύτας δυσχερείας, αλλά και την ελυπείτο διά το πάθημά της.

Κατά την δευτέραν πράξιν αντελήφθη ότι το θεωρείον της Άννας ήτο κενόν.. Ηγέρθη τότε προκαλέσας ηχηρά «σουτ» της αιθούσης και εξήλθε του θεάτρου ίνα επιστρέψη εις το ξενοδοχείον του.

Η Άννα είχεν ήδη επανέλθει. Την ευρήκε με την εσπερινήν της περιβολήν, καθημένην εις το πρώτον κάθισμα που είχε συναντήσει εις τον δρόμον της, και με τα μάτια απλανή.

– Άννα! είπεν.

Εκείνη ηγέρθη.

– 'Δικό σου το σφάλμα, εφώναξεν με δάκρυα οργής και απελπισίας εις την φωνήν της.

– Σε παρεκάλεσα, σε ικέτευα να μη υπάγης, εγνώριζα ότι θα είχες φασαρίες.

– Φασαρίες; επανέλαβεν εκείνη, είνε φοβερόν αυτό.. Ποτέ στη ζωή μου δεν θα ξεχάσω αυτή τη βραδειά.. Είπεν ότι είνε αίσχος να ευρίσκεται παραπλεύρως μου!.