Tasuta

Άννα Καρένιν

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa
* * *

Όπως δύο σύζυγοι δυνηθώσι να λάβουν μίαν σημαντικήν απόφασιν προς το συμφέρον της οικογενείας απαιτήται να υπάρχη μεταξύ των ή πλήρης ομόνοια ή κεκηρυγμένη εχθρότης. Οσάκις αι μεταξύ ανδρός και γυναικός σχέσεις παραμένουν ακαθόριστοι, ουδενός δύνανται να επιληφθώσι και ουδέν ν' αποφασίσουν.

Μέγας αριθμός οικογενειών, επί μακρά έτη, φυτοζωώσιν διάγουσαι βίον καταστάντα αφόρητον εις αμφοτέρους τους συζύγους, μόνον και μόνον διότι δεν υπάρχει μεταξύ των ούτε πλήρης ενότης ούτε δυσαρμονία απόλυτος.

Η ζωή εν Μόσχα, με την θερμότητα, με τον θερινόν κονιορτόν, απήρεσκε απολύτως είς τε τον Βρόνσκυ και εις την Άνναν^ δεν εγκατέλειπον εντούτοις την πόλιν και δεν επέστρεφον εις την εξοχήν, όπως από πολλού είχεν αποφασίσει, διότι αρμονία πλήρης δεν εβασίλευε πλέον μεταξύ των. Η δε δυσαρέσκεια, ήτις τους εχώριζεν ουδεμίαν είχεν εξωτερικήν αιτίαν, αλλά πάσα απόπειρα εξηγήσεως, αντί να διαλύση την καθίστα βαρυτέραν.

Ήτο κάποια οργή ενδόμυχος, βαθεία προκαλουμένη παρά τη Άννα από την πεποίθησιν ότι ο Βρόνσκυ την ηγάπα ολιγώτερον, και παρά τούτω από το γεγονός ότι είχε περιέλθει εξ αιτίας της εις θέσιν δύσκολον, την οποίαν έτι μάλλον περιέπλεκεν αύτη.

Ουδέτερος εκ των δύο ωμολόγει την αφορμήν της δυσαρεσκείας του, αλλ' έκαστος επέρριπτε το σφάλμα εις τον έτερον, και επωφελείτο παντός προσχήματος όπως τον αποδείξη ένοχον.

Δι' αυτήν, ο Βρόνσκυ ολόκληρος με όλας του τας συνηθείας, τας σκέψεις, τας επιθυμίας του, με όλην την φυσικήν και πνευματικήν του ζωήν, υφίστατο αποκλειστικώς διά την γυναίκα του, και κατά την γνώμην της, ολόκληρος η αγάπη του έπρεπε να συγκεντρούται μοναδικώς εις αυτήν. Ο προς αυτήν έρως του είχε μειωθή, είχε συνεπώς χαρίσει μέρος της τρυφερότητός του εις άλλους ή εις ετέραν γυναίκα, και εζηλοτύπει. Εστήριζε δε τας υποψίας της όχι εις το ότι εγνώριζε την γυναίκα η οποία της αφήρπαζε τον έρωτά της, αλλ' εκ του ότι συνησθάνετο ότι ο έρως αυτός είχεν ελαττωθή. Της ζηλοτυπίας της μη εχούσης βάσιν απτήν, την επεζήτει, και επί τη μάλλον ασημάντω ενδείξει την μετετόπιζεν από τούτο εις εκείνο. Οτέ μεν υπώπτευε τον Βρόνσκυ ότι επανήρχετο εις σχέσεις προς τας αγροίκους εκείνας γυναίκας μεθ' ών τον είχον φέρει εις επαφήν αι παλαιαί του νεανικαί γνωριμίαι· οτέ δε εφαντάζετο ότι επεζήτει οριστικήν ρήξιν μαζί της διά να νυμφευθή. Αυτός ο ίδιος δεν της είχε διηγηθή απροσέκτως ότι η μητέρα του τόσον ολίγον τον εννόει, ώστε τον είχε καθικετεύσει να νυμφευθή την πριγκήπισσαν Σορόκιν;

Ταυτοχρόνως δε, επειδή ήτο ζηλότυπος, η Άννα κατηγόρει τον Βρόνσκυ δι' όλα τα άτοπα της ιδίας της θέσεως εν τη κοινωνία. Η οδυνηρά αναμονή εν τη οποία είχε παρέλθει η εν Μόσχα ζωή της, μεταξύ γης και ουρανού, η βραδύτης και η αναποφασιστικότης του Καρένιν, η μόνωσις εις την οποίαν [ευρίσκετο], όλα αυτά ήσαν σφάλματα του Βρόνσκυ. Αν την ηγάπα, θα αντελαμβάνετο παν ό,τι οδυνηρόν ενείχεν η κατάστασίς της και θα την εξήγεν εξ αυτής. Τον κατηγόρει επίσης και διότι την εκράτει εν Μόσχα, διότι δεν ηδύνατο να ζήση σε μια τρύπα, εις την εξοχήν, όπως επόθει εκείνη. Αυτός είχεν ανάγκην κοινωνικής ζωής και την ενέβαλε τοιουτοτρόπως εις αληθή αδιέξοδον, της οποίας ηρνείτο να κατανοήση ολόκληρον την φρικαλεότητα.

Αυτός ακόμη ήτο η αιτία του διά παντός χωρισμού αυτής από του υιού της.

Αι σπάνιαι στιγμαί της τρυφερότητος, αίτινες παρουσιάζοντο κατά μακρά διαστήματα, δεν επήρκουν όπως την καθησυχάσουν. Διέβλεπε τώρα εις τας εκδηλώσεις του έρωτός του ποιάν τινα σταθερότητα και ηρεμίαν που δεν υπήρχον άλλοτε και αι οποίαι την εξώργιζον.

Κατά τας δέκα ο Βρόνσκυ επέστρεψεν εις την οικίαν του. Η Άννα έδραμεν εις υπάντησίν του και τω είπε με έκφρασιν αγάπης και μεταμελείας:

– Διεσκέδασες καλά;

– Όπως συνήθως, απήντησεν εκείνος.. Τι βλέπω; προσέθηκεν επιδείξας τας ετοίμους αποσκευάς. Λοιπόν;.. Τι σημαίνουν αυτά;.. Οριστικώς;.

– Μάλιστα, πρέπει να φύγω, είπεν η Άννα. Εξήλθα και επέστρεψα με τρελλήν επιθυμίαν να επανέλθωμεν εις την εξοχήν. Τίποτε πλέον δεν σε κρατεί εδώ, δεν είν' έτσι;

– Και εγώ να φύγωμεν θέλω όσον το δυνατόν ταχύτερον. Περίμενέ με μίαν στιγμήν, επιστρέφω αμέσως.. Ας παρατεθή το τσάι.

Επέρασεν εις τον κοιτώνα του. Όταν δ' επανήλθε, τω διηγήθη εκείνη πώς είχε περάσει την ημέραν της και του ενεπιστεύθη τα του μέλλοντος σχέδιά της.

– Ξεύρεις, είπεν, έσχον μίαν έμπνευσιν. Διατί να μένωμεν εδώ αναμένοντες το διαζύγιον; Δεν είνε το αυτό αν ευρισκώμεθα εις την εξοχήν; Δεν ειμπορώ πλέον να περιμένω. Δεν δύναμαι πλέον να ελπίζω.. δεν υποφέρω πλέον ν' ακούω την λέξιν διαζύγιον. Απεφάσισα όπως μη έχη του λοιπού ουδεμίαν τούτο επιρροήν επί της ζωής μου. Είσαι και της γνώμης μου;

– Ω! βέβαια απήντησεν εκείνος.

Και ητένισεν ανησύχως την συγκεκινημένην μορφήν της Άννας.

Επηκολούθησε στιγμή σιγής.

– Τι έκαμες εκεί κάτω; Ποίους είδες; ηρώτησεν η Άννα.

Ο Βρόνσκυ κατωνόμασε διάφορα πρόσωπα.

– Το δείπνον ήτο ευχάριστον.. Λοιπόν, πότε υπολογίζεις να φύγωμεν;

Η Άννα έσεισε την κεφαλήν ως διά ν' αποδιώξη κάποιαν δυσάρεστον σκέψιν.

– Όσον το ταχύτερον. Αύριον δεν θα είμεθα έτοιμοι.. Μεθαύριον.

– Καλώς.. Εν τούτοις, όχι. ,. Μεθαύριον είνε Κυριακή και πρέπει να 'πάω 'στής μαμάς.

Εταράχθη, διότι, μόλις επρόφερε το όνομα της μητρός του, αντελήφθη καχίποπτον το βλέμμα της Άννας!. Η δε ταραχή αύτη συνέτεινεν όπως κυρώση τους φόβους αυτής.

– Θα ειμπορούσες να 'πας αύριον 'στής μητέρας σου, είπεν.

– Αύριον, τα χρήματα και τα έγγραφα που περιμένομεν δεν είν' έτοιμα, παρετήρησεν εκείνος.

– Αν έχη ούτω, τότε δεν αναχωρούμεν καθόλου..

– Αλλά διατί καθόλου;

– Ή θα φύγω την Δευτέραν ή δεν θα φύγω ποτέ.

– Αυτό είναι ακατανόητον! υπέλαβεν εκείνος έκπληκτος.

– Ακατανόητον διά σε, διότι όσα με αφορώσι δεν σ' ενδιαφέρουν. Δεν θέλεις να εννοήσης ποίαν ζωήν διάγω. Εδώ, έν μόνον υπήρχε που μ' ενδιέφερεν, η Αννίτσα! Είπες ότι αυτό ήτο υποκρισία… Δεν είπες χθες ότι δεν αγαπώ την κόρην μου;

Προς στιγμήν, συνήλθεν εις εαυτήν και κατενόησε μετά τρόμου ότι ειργάζετο κατά των ιδίων της προθέσεων· αλλά, καίτοι τελείως συναισθανομένη ότι κατειργάζετο την ιδίαν της καταστροφήν, δεν ηδύνατο πλέον να κυριαρχήση εαυτής ούτε ν' αποφύγη να του αποδείξη πόσον ήτο άδικος ως προς αυτήν.. Δεν ηδύνατο να υποταχθή!

– Ουδέποτε επρόφερα τα λόγια που μου αποδίδεις, εγώ είπα μόνον ότι δεν συμμερίζομαι τους αποτόμους σου ενθουσιασμούς.

– Διατί δεν λέγεις την αλήθειαν, συ ο τόσον αρεσκόμενος και υπεριφανεύεσαι διά την ειλικρίνειάν σου;

– Δεν υπερηφανεύθην ποτέ και ποτέ δεν εψεύσθην.. Λυπούμαι διότι δεν σέβεσαι.

Συνεκρατείτο και κατέστελλε την πλημμυρούσαν αυτόν οργήν.

– Ο σεβασμός εφευρέθη διά τα καλύπτωνται δι' αυτού αι θέσεις τας οποίας κενώνει ο έρως.. Και αν δεν μ' αγαπάς πλέον, θα ήτο εντιμότερον να μου το είπης.

– Όχι, μά την αλήθεια, αυτό καταντά ανυπόφορον! εφώναξεν ο Βρόνσκυ.

Ηγέρθη δε από του καθίσματός του, εστάθη όρθιος ενώπιόν της και εξεφράσθη βραδέως, με το ύφος ανθρώπου πολλά έχοντος να είπη, αλλά συγκρατουμένου:

– Διατί θέτεις υπό δοκιμασίαν την υπομονήν μου;.. Έχει και αυτή τα όριά της..

– Τι θέλετε να 'πήτε με αυτά τα λόγια; εφώναξεν η Άννα.

Παρετήρει δε περιδεής την έκφρασιν του μίσους, ήτις ηκτινοβολείτο από της μορφής του Βρόνσκυ και ιδίως από τους σκληρούς και οργίλους οφθαλμούς του.

– Θέλω να είπω.. αλλά δεν συνεπλήρωσε την φράσιν του, και, μετά μίαν στιγμήν επανέλαβεν:

– Οφείλω να σας ερωτήσω τι επιθυμείται παρ' εμού;

– Τι ειμπορώ να επιθυμώ; Δεν δύναμαι να μη εύχομαι όπως μη μ' εγκαταλείψετε, όπως προτίθεσθε. Αλλά δεν είν' αυτό που εύχομαι, αυτό είνε δευτερεύον.. Θέλω τον έρωτά σας, και δεν τον έχω, τετέλεσται λοιπόν το παν.

Διηυθύνθη προς την θύραν.

– Περίμενε! Περίμενε! είπεν εκείνος, χωρίς να παύση συσπών δυσοιώνως τας οφρείς, αλλά κρατήσας αυτήν από του βραχίονος.. Περί τίνος πρόκειται; Εγώ είπα, ότι πρέπει ν' αναβάλωμεν την αναχώρησίν μας επί τριήμερον, και μου απήντησες ότι ψεύδομαι και δεν είμαι έντιμος άνθρωπος.

– Μάλιστα, και επαναλαμβάνω, ότι άνθρωπος που μου ρίπτει κατά πρόσωπον παν ό,τι εθυσίασε προς χάριν μου.. υπενθύμιζε λόγους διαφυγόντες του Βρόνσκυ κατά τινα παλαιοτέραν ίριδα.

Λοιπόν! λέγω ότι ένας τοιούτος άνθρωπος δεν είναι απλώς βάναυσος, αλλά κάτι χειρότερον, είνε άνθρωπος χωρίς καρδιά!

– Ω! πάει πολύ!.. η υπομονή έχει όρια! κραύγασαν εκείνος.

Και αφήκεν αποτόμως τον βραχίονά της.

«.. Με απεχθάνεται, είναι φανερόν!» διελογίσθη η Άννα.

Χωρίς δε να προφέρη λέξιν, χωρίς να υποστραφή εξήλθε του δωματίου με βήμα ασταθές.

«.. Αγαπά άλλην! ακόμη φανερώτερον τούτο», εσκέφθη.. «Απαιτώ έρωτα εκεί που δεν υπάρχει πλέον έρως, όλα λοιπόν ετελείωσαν!.. Ναι, πρέπει να δοθή πέρας! Αλλά πώς;»

Εκάθησεν επί τινος φωτέγι, ενώπιον ενός καθρέπτου. Κύμα διαλογισμών επλημμύρησε τον εγκέφαλόν της: πού θα υπάγη τόρα; Παρά τη θεία της που την ανέθρεψε;.. Παρά τη Δόλλυ;.. Εις το εξωτερικόν; Και τι θα κάμνη εκεί, μόνη, εντός του δωματίου της;.. Πρόκειται περί ρήξεως οριστικής, ή η συμφιλίωσις είνε ακόμη δυνατή; Και τι θα είπη ο κόσμος εις την Πετρούπολιν και τι θα σκεφθή ο Καρένιν διά το σκάνδαλον αυτό;

Ανελογίσθη και πάλιν τον Καρένιν, την μετά τον τοκετόν ασθένειάν της και την τότε καταλαβούσαν αυτήν επιθυμίαν ν' αποθάνη.

«.. Γιατί να μην 'πεθάνω;» Ανεμνήσθη τα λόγια αυτά και όλα τα τότε πλημμυρήσαντα αυτήν συναισθήματα.. «Γιατί να μην 'πεθάνω!» Και, αποτόμως, κατενόησε τι ενέκλειεν εις τα βάθη της ψυχής της.

Ναι, αυτή μόνη η σκέψις ηδύνατο να καταλήξη εις μίαν διέξοδον.

«.. Ναι, ν' αποθάνω! Ο θάνατος εξιλεώνει τα πάντα: Το αίσχος του Καρένιν και του Σεριόγια και το ίδιόν μου αίσχος.. Όταν θα είμαι νεκρά, θα μεταμεληθή, θα με λυπηθή, θα με αγαπήση, θα υποφέρη δι' εμέ».

Βήματα, τα προσεγγίζοντα βήματά του την απέσπασαν των διαλογισμών της.

Ο Βρόνσκυ την επλησίασεν, έλαβε την χείρα της και της είπεν:

– Άννα, θα φύγωμεν μεθαύριον, αν θέλης, συγκατατίθεμαι εις όλα.

 

Εκείνη δεν απεκρίθη.

– Λοιπόν; ηρώτησεν εκείνος.

– Γνωρίζεις την απάντησίν μου.

Δεν ηδυνήθη δε να συγκρατηθή επί πλέον και εξερράγη εις λυγμούς.

– Άφες με, εγκατάλειψόν με, έλεγεν εν μέσω των δακρύων της.. Θα φύγω αύριον, θα κάμω κάτι παραπάνω.. διότι τι είμαι εγώ; Μια χαμένη γυναίκα.. μια πέτρα προσκολληθείσα εις τον λαιμόν σου.. Δεν θέλω να σε βασανίζω, δεν το θέλω, θα σε απαλλάξω απ' εμού, δεν με αγαπάς, αγαπάς άλλην.

Ο Βρόνσκυ την ικέτευε να πραϋνθή, και την εβεβαίωσεν ότι δεν είχε κανένα λόγον να είνε ζηλότυπος· ότι ουδέποτε είχε παύσει, ότι ουδέποτε θα έπαυε να την αγαπά και ότι την ηγάπα πλειότερον ή άλλοτε.. Κατεφίλει τας χείρας της και της επανελάμβανεν:

– Άννα, Άννα, διατί όλα αυτά τα μαρτύρια;

Ήτο πλήρης τρυφερότητος και η Άννα αντελήφθη την παρεμβολήν δακρύων εις την φωνήν του και ησθάνθη την δρόσον αυτών επί της χειρός της. Στιγμιαίως δε η ζηλοτυπία της εξηνεμίσθη και κατελήφθη αύτη η ιδία υπό απείρου τρυφερότητος, τον ενηγκαλίζετο τώρα, και εκάλυπτε με φιλήματα την κεφαλήν του, τον τράχηλόν του, τας χείρας του!

Η Άννα ηνόησεν ότι η συμφιλίωσις ήτο πλήρης και, ευθύς από της πρωίας, ήρχισε τας προετοιμασίας της διά την αναχώρησιν.

Της ήτο ήδη απολύτως αδιάφορον αν θ' ανεχώρει ταχύτερον ή βραδύτερον. Ίστατο εντός του θαλάμου της, ενώπιον ανοικτού κιβωτίου εκλέγουσα τα διάφορα είδη των αποσκευών οπόταν ο Βρόνσκυ εισήλθε προ της συνήθους του ώρας.

– Πηγαίνω 'στής μαμάς και θα είμαι έτοιμος αύριον για το ταξείδι μας είπεν.

Ο υπαινιγμός ούτος περί της επισκέψεώς του παρά τι μητρί του την επήραξε παρά τας αγαθάς της προδιαθέσεις.

– Όχι, εγώ δεν θα είμαι έτοιμη, παρετήρησε.

Ταυτοχρόνως δε δεν ηδυνήθη να μη διαλογισθή κατ' ιδίαν: «.. Κατώρθωσε λοιπόν να τα τακτοποίηση όλα διά να κάμνη όπως ήθελα».

– Κάμε όπως θέλεις, του είπεν. Αύριον λοιπόν, είνε βέβαιον; προσέθηκε φαιδρώς.

Αλλ' αίφνης η μορφή της εσκυθρώπασεν.

Ο υπηρέτης του Βρόνσκυ είχεν εισέλθει διά να ζητήσει από τον κύριόν του μίαν υπογραφήν παραλαβής τηλεγραφήματός τινος εκ Πετρουπόλεως, όπερ του είχεν επιδοθή.. Δεν υπήρχε τίποτε το ιδιάζον εις το τηλεγράφημα εκείνο. Εντούτοις, ως να ήθελε κάτι ν' αποκρύψη, ο Βρόνσκυ απεκρίθη ότι το διπλότυπον των αποδείξεων ήτο εις το δωμάτιόν του, είτα δε, ως διά να στρέψη αλλαχού την προσοχήν, της είπεν εν σπουδή:

– Θα περατώσω χωρίς άλλο όλας μου τας υποθέσεις αύριον.

– Από ποίον είνε το τηλεγράφημα; ηρώτησεν εκείνη χωρίς να τον ακούση.

– Από τον Στίβα απήντησεν ο Βρόνσκυ μετά δυσφορίας.

– Διατί δεν μου το έδειξες; Ειμπορεί να υπάρχουν μυστικά μεταξύ Στίβα και εμού;

Ο Βρόνσκυ ανεκάλεσε τον υπηρέτην και του είπε να φέρη το τηλεγράφημα.

– Γνωρίζεις ότι ο Στίβα έχει την μονομανίαν του τηλεγραφείν.. Προς τι να τηλεγραφήση αφού τίποτε ακόμη δεν απεφασίσθη;

– Εν σχέσει προς το διαζύγιον;

– Ναι, αλλά μου γράφει: «Τίποτε ακόμη δεν επέτυχα». Μου υπόσχεται δε να δώση ταχέως οριστικήν απάντησιν.. Αλλά, διάβασε μόνη σου καλλίτερα.

Η Άννα έλαβε το τηλεγράφημα εις τας τρεμούσας της χείρας και ανέγνω τας λέξεις, τας οποίας είχε προφέρει ο Βρόνσκυ.

Εν τούτοις ο Στίβα προσέθετε και τα εξής: «Πολύ ολίγον ελπίζω, αλλά θα κάμω δυνατά και αδύνατα».

– Σου είπα χθες ότι μου ήτο εντελώς αδιάφορον αν θα επιτευχθή ή όχι το διαζύγιον. Δεν υπήρχε λοιπόν κανείς λόγος να μου αποκρύψης το τηλεγράφημα.

«.. Ομοίως ειμπορεί να μου κρύπτη, και μου κρύπτει την αλληλογραφίαν του με τας γυναίκας», διελογίσθη.

Ο Βρόνσκυ, διά να στρέψη αλλαχού την συνομιλίαν, ήρχισε να ομιλή περί του Γιαχβίν, όστις είχε καταγάγει υπέροχον επιτυχίαν εις το χαρτοπαίγνιον.

– Όχι, είπεν, εκείνη, εξωργισμένη, διότι στρέφων τον λόγον ήθελε να της δείξη ότι ηννόησε την δυσαρέσκειάν της.. Διατί σκέπτεται ότι αυτή η είδησις ειμπορεί να με ταράξη τόσον, ώστε να είνε προτιμότερον να μη την μάθω;.. Σου είπον ότι δεν θέλω πλέον να σκέπτωμαι περί διαζυγίου και ότι επιθυμώ να μη ενδιαφέρεσαι ούτε συ περί τούτου.

Εξ εναντίας, εμέ μ' ενδιαφέρει το διαζύγιον, διότι μου αρέσει να καθαρίζωνται τα ζητήματα, απήντησεν εκείνος.

– Διατί ενδιαφέρεσαι τόσον διά το διαζύγιον; ηρώτησεν η Άννα.

– Το γνωρίζεις κάλλιον εμού.. χάριν σου και των τέκνων που θα αποκτήσωμεν.

– Δεν θα αποκτήσωμεν πλέον τέκνα.

– Πολύ λυπηρόν αυτό.

– Έχεις ανάγκην του διαζυγίου εξ αιτίας των παιδιών, επέμεινεν εκείνη, εντελώς λησμονήσασα ότι της είχεν είπει: «χ ά ρ ι ν – σ ο υ και των τέκνων».

Το ζήτημα αυτό των παιδιών τους εκράτει από πολλού εις διάστασιν και παρώργιζε την Άνναν. Διελογίζετο ότι δεν εξετίμα πλέον την καλλονήν της.

– Α! εγώ είπα χάριν σου, προ παντός χάριν σου, είπεν ο Βρόνσκυ συσπών επωδύνως το μέτωπον. Διότι είμαι βέβαιος ότι μέγα μέρος της νευρικότητός σου προέρχεται εκ της αβεβαιότητος την οποίαν παρουσιάζει η κατάστασις.

«.. Ναι, ναι, έπαυσε μάλιστα και να προσποιήται και διαβλέπω το παγερόν μίσος, το οποίον τρέφει προς εμέ», διελογίσθη η Άννα.. Δεν ήκουε πλέον τους λόγους του, αλλ' ανεκάλυπτε μετά φρίκης εις τα μάτια του Βρόνσκυ ότι είχεν ενώπιόν της ένα δικαστήν ψυχρόν και σκληρόν.

Απατάσαι, του είπε, και δεν καταλαμβάνω μάλιστα πώς το γεγονός ότι ευρίσκομαι απολύτως εις την διάθεσίν σου δύναται να είνε αφορμή της νευρικότητός μου;

– Λυπούμαι διότι δεν δύνασαι να εννοήσης, ότι δεν είμαι τόσον ελεύθερος, όσον φαντάζεσαι.

– Επί του ζητήματος τούτου, δύνασαι να είσαι απολύτως ήσυχος, επανέλαβεν εκείνη. Το τι σκέπτεται η μητέρα σου και ο τρόπος με τον οποίον ενεργεί διά να σε νυμφεύση μου είνε απολύτως αδιάφορα πράγματα.

Η χειρ της Άννας έτρεμεν όταν απέθηκε το φλιτζάνι της.

– Αλλά δεν πρόκειται περί τούτου; είπεν ο Βρόνσκυ.

– Ναι, περί τούτου ακριβώς πρόκειται.. Και, πίστευσόν με, μία γυναίκα που δεν έχει καρδιά, είτε γραία είνε είτε νέα, είτε μητέρα σου, είτε ξένη, δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου, και δεν θέλω να την ξέρω.

– Άννα, σε παρακαλώ να μη ομιλείς ασεβώς περί της μητρός μου.

– Μία γυναίκα της οποίας η καρδία δεν εμάντευσεν εις τι έγκειται η ευτυχία και η τιμή του υιού της, η γυναίκα αύτη δεν έχει καρδιά.

– Επαναλαμβάνω την απάντησίν μου, την οποίαν εγώ σέβομαι, απήντησεν ο Βρόνσκυ.

Ύψωσε δε την φωνήν και ητένισεν αυστηρώς την Άνναν.

Εκείνη δεν απεκρίθη, προσήλωσε τα μάτια επί της μορφής του Βρόνσκυ και επί των χειρών αυτού και ανεπόλησεν καθ' όλας τας λεπτομερείας την συμφιλίωσίν των της προτεραίας και τας πλήρεις έρωτος θωπείας του.

– Είνε αι θωπείαι, ας έχει δώσει εις άλλας γυναίκας και θα εξακολουθήση να δίδη, που επιθυμεί να δίδη εις άλλας, εσκέφθη. Δεν αγαπάς την μητέρα σου, προσέθηκεν… , όλα αυτά είνε λόγια, λόγια, λόγια!

Και τον ητένισεν επωδύνως.

– Αν' είν' έτσι, πρέπει..

– Πρέπει να ληφθή μία απόφασις; Ε, λοιπόν! την έλαβον ήδη, είπεν η Άννα.

Ηθέλησε δε να εξέλθη της αιθούσης, αλλά την αυτήν στιγμήν εισήλθεν ο Γιαχβίν.. του έτεινε την χείρα και παρέμεινε.

– Πρέπει να φύγω την τετάρτην.. Και σεις, πότε φεύγετε;

Παρετήρει δε τον Βρόνσκυ με ημίκλειστα μάτια, μαντεύσας, ότι οι ξένοι του είχον έλθει εις έριδα.

– Υποθέτω ότι θα φύγωμεν αύριον, απήντησεν ο Βρόνσκυ.

– Προ πολλού έχετε την τοιαύτην πρόθεσιν.

– Τόρα, απεφασίσθη πλέον υπέλαβεν η Άννα.

Και έρριψεν επί του Βρόνσκυ βλέμμα, το οποίον έλεγε καθαρά, ότι δεν έπρεπε πλέον να ελπίζη εις συμφιλίωσιν.

Ο Βοϊτώφ, όστις είχε συνεννοηθή μετά του Βρόνσκυ διά την αγοράν ενός ίππου, εισήλθε και η Άννα εγκατέλιπε την αίθουσαν. Ο δε Βρόνσκυ, προ τού αναχωρήση, εισήλθεν εις τον θάλαμον της, όπου εκείνη ηθέλησεν εν αρχή να προσποιηθή ότι ήτο απησχολημένη, αλλ' ησχύνθη διά τοιαύτην υπεκφυγήν και ητένισε τον Βρόνσκυ κατά πρόσωπον με ύφος ψυχρόν.

– Τι επιθυμείτε; τον ηρώτησεν.

– Επώλησα τον επιβήτορα και ήλθα να πάρω το πιστοποιητικόν του, απήντησε με τόνον εις τον οποίον εξυπηκούετο «Δεν έχω καιρόν εξηγήσεων, αι οποίαι, άλλως τε, εις ουδέν θα συνετέλουν.

«.. Δεν είμαι ένοχος προς αυτήν.. αν θέλη να κάμη κακό εις τον εαυτόν της, τόσον το χειρότερον δι' αυτήν».

Ενώ εξήρχετο, εν τούτοις, ενόμισεν ότι κάτι του έλεγε, και η καρδιά του κατελήφθη από συμπάθειαν.

– Μου 'μίλησες, Άννα;

– Όχι απήντησεν εκείνη με τον αυτόν παγερόν και θετικόν τόνον.

– Α! «αν είν' έτσι τόσον το χειρότερον δι' αυτήν»· διελογίσθη και πάλιν.

Διέκρινεν εντός του καθρέπτου την μορφήν της Άννας, ωχράν και με τα χείλη τρέμοντα. Ηθέλησε δε να σταματήση και να της απευθύνη μερικά τρυφερά λόγια, αλλ' οι πόδες του τον παρέσυρον ακουσίως του, προτού εύρη τα καλά λόγια που ανεζήτει.

Επέρασαν ολόκληρον την ημέραν έξω της οικίας, και, όταν επέστρεψεν αργά το βράδυ η θαλαμηπόλος της Άννας του είπεν ότι η κυρία είχε κεφαλαλγίαν, και ότι παρεκάλει τον κύριον κόμητα να [μη] εισέλθη εις τα δωμάτιά της.

* * *

Ήτο η πρώτη φορά καθ' ήν η έρις των διήρκει ολόκληρον ημέραν. Ήτο δε κάτι πλέον της έριδος· ολόκληρος η συμπεριφορά του Βρόνσκυ απεδείκνυε αναμφισβητήτως ότι η Άννα του είχε καταστή αδιάφορος.

Η Άννα έθετεν εις το στόμα του, τα πειό σκληρά λόγια τα οποία θα ηδύνατο να προφέρη ο χυδαιότερος των ανθρώπων, και δεν του τα συνεχώρει, ως να τα είχε πράγματι διατυπώσει.

Την προτεραίαν ακόμη, δεν της είχεν ορκισθή ότι θα την ηγάπα πάντοτε;.. «Δεν απελπίζομαι πολλάκις για το τίποτε;» διελογίζετο μίαν στιγμήν βραδύτερον.

Ούτω και όταν το βράδυ διέταξε την θαλαμηπόλον της να είπη ότι είχε κεφαλαλγίαν, ιδιαιτέρως είχε σκεφθή: «.. Αν, παρά την απαγόρευσιν της θαλαμηπόλου, εισέλθη εδώ, τούτο θα είνε απόδειξις ότι με αγαπά ακόμη· αν δεν έλθη, όλα λοιπόν ετελείωσαν και γνωρίζω τι υπολείπεται να κάμω».

Ήκουσε τον τροχασμόν της αμάξης, ήτις επανέφερε τον Βρόνσκυ, τον κωδωνισμόν του, τα βήματά του και τους λόγους που αντήλλαξε με την θαλαμηπόλον.

«.. Επίστευσεν ως σοβαράν την πληροφορίαν», διελογίσθη η Άννα, «και δεν ανησύχησε να μάθη πώς είμαι· εισήλθεν εις τα δωμάτιά του, τετέλεσται λοιπόν.» Και η Άννα κατενόησε τότε σαφώς ότι μόνον ο θάνατός της ηδύνατο ν' αναζωπυρήση τον έρωτα του Βρόνσκυ, να τον τιμωρήση και να της εξασφαλίση την νίκην εν τη πάλη, την οποίαν το πονηρόν πνεύμα το εισχωρήσαν εις την καρδίαν της, διεξήγεν εναντίον της.

Της ήτο αδιάφορον αν θα έφευγεν ή θα έμενεν, αν θα επετύγχανεν ή όχι το διαζύγιον,. Τίποτε από όλα αυτά δεν ήτο αναγκαίον.. Ενός και μόνου είχεν αύτη ανάγκην: να τον τιμωρήση!

Εν ώ δ' εμέτρει τας σταγόνας του οπίους της, εσκέφθη ότι θα της ήρκει να καταπίη ολόκληρον το φιαλίδιον διά ν' αποθάνη και ο θάνατος της εφάνη πράγμα τόσον απλούν και εύκολον, ώστε ανελογίσθη και πάλιν μετ' ηδυπαθείας την στιγμήν καθ' ήν ο Βρόνσκυ θα μετενόει βασανιζόμενος υπό του συνειδότος, και θα ελάτρευε την μνήμην αυτής όταν πλέον θα ήτο πολύ αργά: Είχεν εξαπλωθή επί τινος κλίνης της, με τα μάτια ανοικτά, παρατηρούσα υπό της φίλης μιας ψυχορραγούσης λαμπάδας το πλαίσιον της οροφής και την σκιάν ην έρριπτεν υπεράνω του παραβάν, και ανελογίζετο ζωντανά το τι θα ησθάνετο ο Βρόνσκυ· όταν αύτη δεν θα υπήρχε πλέον και θα υφίστατο μόνη η ανάμνησίς της.

– Πώς κατώρθωσα να της είπω τα σκληρά αυτά λόγια! θα εσκέπτετο. Πώς κατώρθωσα να εξέλθω του δωματίου χωρίς μίαν λέξιν παρηγορίας;.. Και τόρα, είνε νεκρά, μας αφήκε διά παντός, είν' εκεί.

Εξαίφνης η σκιά του παραβάν εταλαντεύθη και εκάλυψεν ολόκληρον το πλαίσιον και την οροφήν, άλλαι δε σκιαί προήλθον ενώπιόν της, διεστάλησαν ταλαντευόμεναι και τέλος συνανεμίχθησαν και εβασίλευσεν απόλυτον το σκότος.

«.. Ο θάνατος είνε!» εσκέφθη η Άννα· και κατελήφθη υπό τοιούτου τρόμου, ώστε, επί πολύ, δεν ηδύνατο να εννοήση πού ευρίσκετο· μετά μεγάλου δε κόπου κατώρθωσε να εύρη τα πυρεία, τα οποία ανεζήτει διά των τρεμουσών της χειρών, διά ν' ανάψη άλλην λαμπάδα.

– Όχι, προτιμώ να τα υποφέρω όλα, παρά ν' αποθάνω.. Τον αγαπώ και μ' αγαπά επίσης, αι παρεξηγήσεις μας θα διαλυθώσι, διελογίσθη αισθανθείσα ότι επί των παρειών της έρρεον δάκρυα προκληθέντα εκ της χαράς ότι ησθάνετο εαυτήν ζώσαν.

Και, ως εν ομίχλη, ανεπόλησε την προηγηθείσαν ημέραν:

«.. Εμαλλώσαμε.. δεν είνε η πρώτη φορά», εσκέφθη. «Αύριον φεύγουμε, πρέπει να τον ίδω και να ετοιμασθώ διά το ταξείδι».

Η Άννα διηυθύνθη προς τον θάλαμον του Βρόνσκυ. Όταν διήλθε την αίθουσαν, ήκουσε τον κρότον αμάξης ήτις εσταμάτα προ του πυλώνος. Εκύτταξεν από το παράθυρον και διέκρινε κάποιον υπηρέτην να κτυπά τον κώδωνα, καθ' όν χρόνον μία νεαρά κόρη προέβαλλε την κεφαλήν από της αμάξης και έδιδε διαταγάς.. Ολίγαι παρήλθον στιγμαί και η Άννα ήκουσε τα βήματα του Βρόνσκυ εις το δωμάτιόν του. Κατήλθε δε ούτος ταχέως την κλίμακα.

Η Άννα επανήλθεν εις το παράθυρον και είδε τον Βρόνσκυ να πλησιάζη την άμαξαν ασκεπής. Η νεαρά κόρη του παρέδωκε μικρόν δέμα, ο Βρόνσκυ της είπε μερικάς λέξεις μειδιών, και μόλις η άμαξα απήλθεν, ανήλθε τρέχων εις το διαμέρισμά του.

Η αχλύς, ήτις περιέβαλλε την ψυχήν της Άννας, διελύθη αποτόμως. Τα χθεσινά της αισθήματα επλημμύρησαν σφοδρότερον την καρδίαν της. Δεν κατενόει πλέον πώς κατώρθωσε να ταπεινωθή μέχρι του σημείου ώστε να μείνη εις την οικίαν και μίαν έστω επί πλέον ημέραν.. Εισήλθε δε εις το δωμάτιον του κόμητος ίνα του δηλώση την απόφασίν της.

 

Η κυρία Σορόκιν και η κόρη της μου έφεραν τα έγγραφα και τα χρήματα εκ μέρους της μαμάς, είπεν εκείνος. Δεν είχα κατορθώσει να τα παραλάβω χθες. Και συ; πώς πηγαίνει η κεφαλαλγία σου; Λίγο καλλίτερα, δεν είν' έτσι;

Ομίλει ηρέμα και σταθερώς, ώστε να μη φανή ότι είχεν αντιληφθή το σοβαρόν και επίσημον ύφος της Άννας, ήτις παρέμενεν εις το μέσον του δωματίου και τον εκύτταζεν ατενώς χωρίς να λέγη τίποτε.

Έρριψε βλέμμα επ' αυτής και εξηκολούθησε ν' αναγινώσκη την επιστολήν, ην εκράτει ανά χείρας.

Η Άννα του έστρεφε τα νώτα και εξήλθε βραδέως του δωματίου.

Υπήρχεν ακόμη καιρός να την ανακαλέση, αλλ' είχεν ήδη φθάσει εις το κατώφλιον και εκείνος δεν είχεν αρθρώσει λέξιν.. Ηκούετο μόνος ο θρους του χάρτου της επιστολής, του οποίου συνέστρεφε τας σελίδας. Αλλ' όταν εκείνη έφθασεν εις την ουδόν της θύρας, είπεν:

– Αλήθεια, φεύγομεν αύριον, δεν είν' έτσι;

– Φεύγετε χωρίς εμέ, είπεν εκείνη υποστραφείσα.

– Τι λες Άννα, δεν είνε δυνατόν αυτό.

– Φεύγετε μόνος, χωρίς εμέ! επανέλαβεν εκείνη.

– Αλλ' αυτό καταντά ανυπόφορον!

– Θα.. θα μετανοήσητε!.

Και η Άννα εξήλθε του δωματίου.

Καταπλαγείς εκ τον τόνου της απογνώσεως μεθ' ού προεφέρθησαν οι λόγοι ούτοι, εφρικίασε και ηθέλησε να δράμη κατόπιν της, αλλ' είτα μετέγνω, εκάθησεν αύθις, συνέσφιγξε βιαίως τας σιαγόνας και εσκυθρώπασε πάλιν.

Η απειλή εκείνη της εχθροπαθείας τον προσέβαλλε.

«.. Έκαμα παν ό,τι ηδυνάμην δεν μου μένει, παρά να παύσω πλέον δίδων προσοχήν».

Ενεδύθη διά να εξέλθη όπως μεταβή παρά τη μητρί του, εις την οποίαν έπρεπε να φέρη προς υπογραφήν μερικά έγγραφα.

Η Άννα τον ήκουε βηματίζοντα εντός του δωματίου του και εντός της αιθούσης του φαγητού.. Προ του σαλονιού εσταμάτησεν, αλλά δεν εισήλθεν εις το διαμέρισμά της. Έδωκε μόνον διαταγάς εις τους υπηρέτας. Κατόπιν η Άννα ήκουσε την άμαξαν πλησιάζουσαν εις το πρόστοον· η θύρα ηνοίχθη και ο Βρόνσκυ εξήλθε.

«.. Έφυγεν, εχάθησαν όλα!» διελογίσθη η Άννα πλησιάσασα εις το παράθυρον, και, ως απάντησις οιονεί εις την επιφώνησιν ταύτην, αι εντυπώσεις ας είχε διαισθανθή εν τω σκότει, όταν η λαμπάς της εσβέσθη, και ο τρομερός εφιάλτης όστις την είχε βασανίσει εσυγχύσθησαν αύθις και η καρδία της επληρώθη τρόμου.

«.. Όχι! δεν είνε δυνατόν!» ανεφώνησεν.

Εισήλθε δε εις το δωμάτιόν της και εκωδώνισε σφοδρώς.

– Ερωτήσατε πού είνε ο κόμης, είπεν.

Ο υπηρέτης απεκρίθη, ότι ο κύριος κόμης είχε μεταβή εις τους σταύλους και είχε διατάξει ν' αναγγείλουν εις την κυρίαν, ότι η άμαξα θα επέστρεφε μετ' ολίγον, όπως η κυρία δυνηθή να κάμη τον περίπατόν της.

– Καλά. Περιμείνατε μίαν στιγμήν. Έχω να γράψω κάτι, το οποίον θα στείλετε διά του Μιχαήλ το ταχύτερον.

Εκάθησε προ της τραπέζης της και έγραψεν:

«.. Είχα άδικον. Επάνελθε, θα εξηγηθώμεν. Παρακαλώ, έλα γρήγορα.. Φοβούμαι!»

Εσφράγισε την επιστολήν και την παρέδωκεν εις τον υπηρέτην. Μεθ' ό ηγέρθη και εξήλθε του δωματίου.

«..Είνε δυνατόν να τελειώσουν όλα;» διελογίσθη. «Ω! όχι, θα επανέλθη, και, οιαιδήποτε και αν είνε αι εξηγήσεις, που θα μου δώση, θα τας αποδεχθώ. Τι ζωηρός που ήτο συνομιλών με την νεαράν εκείνην κόρην!.. Θα πιστεύσω ό,τι και αν μου 'πή διότι, αν δεν το πιστεύσω, έν μόνον μου μένει να κάμω, και.. δεν θέλω να το κάμω!»

Συνεβουλεύθη το ωρολόγιόν της. Δώδεκα λεπτά είχον παρέλθει αφ' ής είχεν αποστείλει την επιστολήν της.

«.. Αλλά, πώς το έκαμε να φύγη βλέπων με εις αυτήν την κατάστασιν; Πώς ειμπορεί να ζη ήσυχος χωρίς να ειρηνεύση μαζί μου;» εσκέφθη.

Επλησίασεν εις το παράθυρον και έρριψε βλέμμα εις την οδόν. Πιθανόν να επέστρεφεν ήδη ο Βρόνσκυ.. Αλλ' ίσως είχε κακώς υπολογίσει· και προσεπάθησε ν' αναπολήση τας περιστάσεις υπό τας οποίας την είχεν αφήσει, και εμέτρησε κάθε παρερχομένην στιγμήν.

Ενώ δε επλησίαζεν εις το εκκρεμές ίνα βεβαιωθή διά την ακρίβειαν του ωρολογίου της, μία άμαξα εσταμάτησε προ της θύρας.

Ήτο η ανοικτή άμαξα του Βρόνσκυ. Αλλ' η Άννα δεν ήκουσε κανένα ν' αναβαίνη. Κατήλθε τότε εν πάρη σπουδή ίνα ερωτήση τον υπηρέτην του σταύλου διά την επιστολήν.

– Δεν ευρήκε τον κύριον κόμητα εις τους σταύλους απήντησεν ούτος.

Η Άννα έμεινεν επί στιγμήν περιπεπλεγμένη, είτα δ' εσκέφθη: «Ώστε, δεν ανέγνωσε το μπιλλιέτο μου».

– Πήγαινε να δώσης γρήγορα την επιστολήν εις το σπίτι της κομήσσης Βρόνσκυ· εκεί θα εύρης τον κόμητα, και έλα γρήγορα με την απάντησιν.

«.. Και εγώ, τι θα κάμω κατά το διάστημα τούτο;» διελογίσθη.. «Ναι, θα υπάγω εις της Δόλλυ, καλή σκέψις αυτή!. Αν μείνω μόνη θα τρελλαθώ!. Έπειτα ειμπορώ να στείλω και τηλεγράφημα..»

Και απέστειλεν αμέσως το ακόλουθον τηλεγράφημα:

«Έχω να σας ομιλήσω επανέλθετε ταχέως».

Ενδυθείσα δε, διέταξε να την οδηγήσουν παρά τη πριγκηπίσση Ομπλόνσκυ.

Εντός της αμάξης, ήτις την ελίκνιζεν ηρέμα και την παρέσυρε μαλακά εν ησύχω τροχασμώ, η Άννα διείδε την θέσιν της υπό πρήσμα όλως διάφορον εκείνου υπό το οποίον την αντίκρυζεν εις το δωμάτιόν της, και η σκέψις του θανάτου δεν της εφαίνετο πλέον τόσον τρομογόνος αλλ' ούτε και αναπότρεπτος. Μετενόει μάλιστα διά την ταπείνωσιν, εις ην είχε καθυποβάλει εαυτήν.

«… Πώς εκλιπαρώ την συγνώμην του;. υπετάγην, ανεγνώρισα ότι ευρίσκομαι εν τω αδίκω.. Διατί; Δεν δύναμαι άρα γε να ζήσω και χωρίς αυτόν;»

Μελετώσα δ' άμα το τι θα έλεγεν εις την Δόλλυ, ανήλθε την κλίμακα.

– Μήπως έχει επισκέψεις η κυρία; ηρώτησε τον εμφανισθέντα υπηρέτην.

– Η κυρία Λεβίν είν' εδώ, απήντησεν εκείνος.

«… Η Κίττυ!.. η Κίττυ εκείνη, την οποίαν ο Βρόνσκυ ηγάπησεν, η ιδία εκείνη Κίττυ, την οποίαν ενθυμείται ακόμη μετ' αγάπης!.. Και λυπείται διότι δεν την ενυμφεύθη.. Λυπείται διότι συνεδέθη μετ' εμού, και με αναμιμνήσκεται μετά μίσους».

Καθ' ήν στιγμήν εισήλθεν η Άννα, αι δύο αδελφαί συνεσκέπτοντο περί του καλλιτέρου συστήματος το οποίον έπρεπεν ν' ακολουθήσουν διά τον πρό τινων εβδομάδων γεννηθέντα μπαίμπυ της Κίττυ. Η πριγκήπισσα προσήλθε μόνη εις υποδοχήν της επισκεπτρίας της, ήτις κατά την στιγμήν εκείνην, διετάρασε την συνομιλίαν των.

– Μπα! πώς… δεν επήγες ακόμη εις την εξοχήν; Εγώ εσκεπτόμην να έλθω να σε ίδω· έλαβα σήμερον επιστολήν από τον Στίβα.

– Και ημείς ελάβομεν τηλεγράφημά του, είπεν η Άννα προσπαθούσα να ίδη την Κίττυ εις το γειτονικόν δωμάτιον.

– Ο Στίβα γράφει, ότι δεν δύναται να εννοήση τι επιθυμεί ο Καρένιν, αλλ' ότι δεν θα φύγη από την Πετρούπολιν προτού επιτύχη οριστικήν απάντησιν.

– Δύναμαι ν' αναγνώσω την επιστολήν;.. Αλλ' έχεις καμμίαν επίσκεψιν;.

– Ναι, την Κίττυ, απήντησεν η Δόλλυ συγκεχυμένη, είνε με τα παιδιά… υπέφερε πολύ.

– Ναι, το ήκουσα.. ειμπορώ ν' αναγνώσω την επιστολήν του Στίβα;

– Να σου την φέρω.. Δεν αρνείται, εξ εναντίας ο Στίβα έχει ελπίδας είπεν η Δόλλυ υποστραφείσα επί του κατωφλίου της θύρας.

– Εγώ, ούτε περιμένω τίποτε, ούτε επιθυμώ τίποτε, είπεν η Άννα.

– «.. Μήπως η Κίττυ θεωρεί προσβλητικήν την συνάντησίν μου;» διελογίσθη όταν ευρέθη μόνη.. «Έχει ίσως δίκαιον!.. Αλλά δεν είνε πρέπον εις αυτήν, εις αυτήν, την οποίαν ηγάπησε, να μου το υποδείξη.. Γνωρίζω ότι καμμία έντιμη γυναίκα δεν ειμπορεί να με δεχθή υπό τας συνθήκας που ζω. Γνωρίζω ότι τα εθυσίασα όλα εις αυτόν.. Και ιδού η ανταπόδοσις.. Ω! πόσον τον αποστρέφομαι.. Και, τι ήλθα να κάμω εδώ; Πάσχω ακόμη περισσότερον!.. Και, τι θα είπω, τόρα εις την Δόλλυ; Να παράσχω εις την Κίττυ την ευχαρίστησιν να ομολογήσω ότι είμαι δυστυχής;.. Να υποστώ την προστασίαν της;.. Όχι, η Δόλλυ δεν θα μ' εννοήση, δεν θα τους είπω τίποτε. Θα επεθύμουν μόνον να ίδω την Κίττυ και να της αποδείξω ότι περιφρονώ τα πάντα και τους πάντας, ότι όλα τόρα μου είνε εντελώς αδιάφορα.»

– Η Δόλλυ επανήλθε φέρουσα την επιστολήν. Η Άννα έλαβε γνώσιν αυτής και της την επέστρεψε.

– Τα εγνώριζα όλα αυτά, προσέθηκεν, άλλως τε δεν έχουν ενδιαφέρον δι' εμέ.

– Αλλά, διατί; Εξ εναντίας, εγώ είμαι πλήρης ελπίδων, είπεν η Δόλλυ παρατηρούσα την Άνναν μετά περιεργείας.. Δεν την είχεν ίδει ποτέ έως τότε εις κατάστασιν τοιαύτης υπερεξάψεως.

– Πότε αναχωρείς; την ηρώτησεν.

Η Άννα ητένισε το κενόν χωρίς ν' αποκριθή. Αλλ' αίφνης εκοκκίνισε, και, παρατηρήσασα προς την θύραν του δωματίου των παιδιών, είπε:

– Μήπως η Κίττυ με αποφεύγει;

– Τι ιδέα είν' αυτή! Βυζαίνει το μπαίμπυ της αυτή την στιγμή.. Είναι πολύ ευχαριστημένη.. Τόρα θα έλθη.. απήντησεν αδεξίως η Δόλλυ, η οποία δεν εγνώριζε να ψεύδεται.. Νά την!