Tasuta

Άννα Καρένιν

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

Η Άννα Καρένιν και ο σύζυγός της εξηκολούθουν να ζουν υπό την αυτήν στέγην συνηντώντο πολλάκις της ημέρας, αλλά παρέμενον εξ ολοκλήρου ξένοι προς αλλήλους.

Ο Καρένιν είχεν επιβάλει εαυτώ τον κανόνα να βλέπη την σύζυγόν του καθ' εκάστην, ίνα προλαμβάνη τας κακολογίας των υπηρετών, αλλ' απεύφευγε να δειπνή κατ' οίκον.

Ο Βρόνσκυ δεν επεσκέπτετο ποτέ την οικίαν Καρένιν. Η Άννα εν τούτοις τον έβλεπεν έξω της οικίας της, και ο σύζυγός της το εγνώριζε. Και διά τους τρεις η κατάστασις αύτη ήτο οδυνηρά και κανείς εκ των τριών δεν θα εδέχετο να την υποστή ουδ' επί μίαν καν ημέραν, αν ο καθείς των δεν εσκέπτετο ότι επρόκειτο περί καταστάσεως προσωρινής, περί οδυνηρού περισπασμού, όστις θα εξηφανίζετο τάχιστα.

Ο Καρένιν ήλπιζεν ότι ο έρως της Άννας θ' απεσβέννυτο, διότι τα πάντα παρέρχονται, ότι όλος ο κόσμος θα ελησμόνει το παραπάτημα αυτό και ότι το όνομά του θα εξήρχετο άθικτον εκ της δοκιμασίας εκείνης.

Η Άννα, η αιτία της καταστάσεως ταύτης, υπέφερεν εξ αυτής πλειότερον των άλλων, αλλά την υφίστατο, διότι ήτο βεβαία ότι θα διεκανονίζοντο. Δεν εγνώριζεν επακριβώς τι θα ήτο το μέλλον να διευκρινίση την κατάστασιν, αλλ' είχε την στερράν πεποίθησιν ότι η λύσις θα επήρχετο και αρκετά γρήγορα μάλιστα.

Ο Βρόνσκυ, ακουσίως εαυτού υπήκων εις τας αντιλήψεις της Άννας, ανέμενεν επίσης κάτι, το οποίον έμελλε να επέλθη ανεξαρτήτως αυτού και να εξομαλύνη όλας τας δυσχερείας.

Επιστρέφων εις την οικίαν του ο Βρόνσκυ, ευρήκεν έν σημείωμα της Άννας.

Του έγραφεν:

«Είμαι ασθενής και δυστυχής. Δεν ειμπορώ ν' αφήσω το δωμάτιόν μου δεν ειμπορώ να μένω χωρίς να σε βλέπω. Ελάτε απόψε. Κατά τας επτά ο Αλέξιος Αλεξάνδροβιτς πηγαίνει εις το Συμβούλιον και θα μείνη εκεί μέχρι της δεκάτης.»

Ο Βρόνσκυ ευρήκε παράδοξον εν αρχή το ότι η Άννα τον εκάλει εις την οικίαν της, παρά την απαγόρευσιν του συζύγου της να τον δέχεται· αλλά, κατόπιν σκέψεως, απεφάσισε να υπάγη οπωσδήποτε.

Όταν επλησίασεν εις την οικίαν του Καρένιν, παρετήρησεν ότι ήτο ήδη εννάτη η ώρα.

Μία υψηλή και στενή άμαξα, με δύο φαιούς ίππους, εστάθμευεν ενώπιον του πυλώνος.

Ανεγνώρισε την άμαξαν της Άννας.

– Πηγαίνει εις το σπίτι μου! εσκέφθη. Αυτό βεβαίως θα ήτο προτιμότερον. Δεν θέλω εν τούτοις να κρυφθώ αν και μου είνε πολύ δυσάρεστος η είσοδος εις αυτήν την οικίαν.

Και με το απαθές ύφος άνθρωπου συνηθεισμένου παιδιόθεν να μη αισθάνεται αίσχος διά τίποτε, εξήλθε του ελκύθρου του και διηυθύνθη προς την θύραν.

Η θύρα ηνοίχθη, και ο θυρωρός, με δέσμην εγγράφων υπό μάλης, έκαμε νεύμα εις τον αμαξάν να πλησιάση.

Ο Βρόνσκυ αντελήφθη το εκπεπληγμένον βλέμμα, το οποίον του έρριψεν ο υπηρέτης.

Επί του κατωφλίου προσέκρουσε σχεδόν επί του Καρένιν. Το μπεκ του αεριόφωτος εφώτιζε πλήρως την άχρουν και κουρασμένην μορφήν του συζύγου της Άννας, μεταξύ του μαύρου του πίλου και της λευκής του γραβάτας, ήτις επεδείκνυε την λευκότητά της υπό την ανοικτόχρουν γούναν του περιλαιμίου του παλτού του.

Τα εταστικά και αλαμπή μάτια του Καρένιν, προσηλώθησαν επί του Βρόνσκυ. Ούτος εχαιρέτησε, και ο Καρένιν, ανακινήσας τα χείλη, έφερε την χείρα εις τον πίλον του και αντιπαρήλθεν.

Ο Βρόνσκυ τον είδεν επιβαίνοντα της αμάξης του χωρίς να υποστραφή, αναλαμβάνοντα δε τα έγγραφά του και δίδοντα διαταγήν προς εκκίνησιν.

Ο Βρόνσκυ εισήλθεν εις τον αντιθάλαμον. Αι οφρύς του ήσαν συνεσπασμέναι και οι οφθαλμοί του απήστραπτον ακτινοβολίαν κακεντρεχή και υπερήφανον.

– Τι κατάστασις! διελογίσθη. Αν επάλαιεν, αν υπερησπίζετο την τιμήν του, θα ηδυνάμην να ενεργήσω, να εκδηλώσω τα αισθήματά μου, αλλ' η αδυναμία αύτη, αυτή η ποταπότης!.. Με θέτει εις την θέσιν ενός απαταιώνος, τούθ' όπερ δεν θέλω να είμαι.

Από της εξηγήσεως, ην έσχε μετά της Άννας εις τον κήπον Βρέδε, ο Βρόνσκυ έβλεπεν υπό όλως διάφορον πρήσμα την θέσιν του. Η Άννα αφωσιούτο εξ ολοκλήρου εις αυτόν και ανέμενε παρ' αυτού ν' αποφασίση περί της τύχης της, και, ο Βρόνσκυ; υποτασσόμενος ακουσίως εις την αδυναμίαν της Άννας, δεν εσκέπτετο πλέον ότι ο σύνδεσμος εκείνος ηδύνατο να έχη την λύσιν, ην προέβλεπε κατά την στιγμήν εκείνην. Τα φιλόδοξα σχέδιά του είχον και πάλιν τεθή κατά μέρος, και συναισθανόμενος ότι είχεν εξέλθει του κύκλου εκείνου της δράσεως, εν τω οποίω τα πάντα είνε καθωρισμένα, εγκατελείφθη εις το αίσθημά του, το οποίον διαρκώς ηνδρούτο και τον προσήλωνεν επί μάλλον και μάλλον εις την ερωμένην του.

Εντός της ιματιοθήκης ήκουσε τα βήματα της Άννας απομακρυνομένης. Εννόησεν ότι είχεν έλθει να ίδη αν ήρχετο και ηκροάτο κρυφίως προτού εισέλθη εις το σαλόνι.

– Όχι! ανεφώνησεν ιδούσα αυτόν, όχι, αν το πράγμα πρόκειται να εξακολουθήση έτσι, θα καταλήξη ταχέως, πολύ προ..

Και εις τας πρώτας λέξεις που επρόφερε, δάκρυα επλημμύρησαν τους οφθαλμούς της.

– Τι έχεις φίλη μου;

– Τι έχω; Αναμένω, πάσχω, μια ώρα, δύο ώρες… Όχι! δεν θέλω, δεν θέλω να θυμώσω μαζί σου.. Αναμφιβόλως, δεν ηδυνήθης να έλθης γρηγορώτερα.. Όχι, δεν θα σου κάμω παρατηρήσεις.

Έθεσεν αμφοτέρους τους βραχίονάς της επί των ώμων του και τον ητένισεν επί πολύ με βλέμμα βαθύ, εκστατικόν και ερευνητικόν συγχρόνως.

Εμελέτα την μορφήν του ίνα διαγνώση παν ό,τι είχε συμβή αφ' ης τον είχεν ίδει την τελευταίαν φοράν.

Όπως εις κάθε συνέντευξιν, παρέβαλλε προς αυτόν τον ίδιον την εικόνα ην διεμόρφωνεν εξ αυτού, ασυγκρίτως ανωτέραν της πραγματικότητος και.. απραγματοποίητον.

– Τον συνήντησες; ηρώτησεν η Άννα, όταν έλαβεν θέσιν παρά την τράπεζαν, υπό το φως της λυχνίας.. Τόσον το χειρότερον διά σε, είνε η τιμωρία της βραδύτητός σου.

– Ναι, αλλά πώς γίνεται αυτό; Έπρεπε να είνε εις το Συμβούλιον.

– Εκεί ήτο και επέστρεψε, κατόπιν δε ανεχώρησε και πάλιν διά να μεταβή αγνοώ πού.. Αδιάφορον, ας ομιλήσωμεν περί άλλων. Πού ήσο συ;

Ο Βρόνσκυ ήθελε να της ομολογήση ότι, μη κοιμηθείς καθ' όλην την νύκτα, είχεν αφεθή να καταληφθή υπό του ύπνου, αλλά προ της συγκεκινημένης μορφής της Άννας ησθάνθη αίσχος, και εξήγησεν ότι ευρέθη εις την ανάγκην να συντάξη κάποιαν έκθεσιν.

Η Άννα επήρε το κέντημά της από της τραπέζης και εδοκίμασε να βγάλη το βελονάκι.

Εκράτει η Άννα ανά χείρας το κέντημα της αλλά δεν ειργάζετο· παρετήρει τον Βρόνσκυ με βλέμμα παράδοξον, γεμάτο φωτιά και θυμόν.

– Το πρωί ήλθε να με ίδη η Λίζα, είπεν· αι κυρίαι αυταί δεν αισθάνονται ακόμη φόβον να με επισκέπτωνται παρά τας υποδείξεις της κομήσσης Λυδίας. Μου διηγήθη δε την αθηναϊκήν σας νύκτα. Τι προστυχιά!

– Ήθελα να είπω ότι.

Εκείνη τον διέκοψε.

– Και εκείνη η Τερέζα, που εγνώρισες, ήτο εκεί;

– Ήθελα να είπω.

– Πόσον είσθε όλοι χυδαίοι, όλοι οι άνδρες.. Δεν κατορθώνετε να σκεφθήτε ότι μία γυναίκα δεν ειμπορεί να τα λησμονήση αυτά τα πράγματα.. Προπάντων μάλιστα γυναίκα που δεν δύναται να μάθη την ζωήν σου. Τι γνωρίζω εγώ;.. Όσα μου είπες.. και πώς δύναμαι να ξεύρω ότι μου είπες την αλήθεια;

– Άννα, με προσβάλλεις.. Δεν με πιστεύεις; Δεν σου είπον ότι δεν έχω καμμίαν σκέψιν την οποίαν να μη σου εμπιστεύωμαι;

– Ναι, ναι, υπέλαβεν εκείνη, προσπαθούσα να καταπνίξη τα ζηλότυπα αισθήματά της. Αλλ' αν εγνώριζες, αν εγνώριζες πόσον πάσχω! Σε πιστεύω, σε πιστεύω!.. Διηγήσου μου λοιπόν ό,τι ήθελες να μου πης.

Αλλά δεν ηδυνήθη να ενθυμηθή ό,τι ηθέλησε να της είπη.

Οι παροξυσμοί εκείνοι της ζηλοτυπίας, οίτινες κατά τους τελευταίους χρόνους, κατελάμβανον συχνάκις την Άνναν, ετρόμαζον τον Βρόνσκυ αν και γνωρίζοντα ότι αφορμή της ζηλοτυπίας αυτής ήτο ο προς αυτόν διάπυρος έρως της Άννας.

Ποσάκις δεν είχε διαλογισθή ότι ο έρως εκείνος προώριστο να αποτελέση αυτήν ταύτην την ευδαιμονίαν.. Τον αγαπά τόσον ισχυρώς όσον μία γυναίκα, εις την οποίαν ο έρως εδέσποσε παντός άλλου ενδιαφέροντος, δύναται να αγαπήση, και όμως απέχει πολύ περισσότερον της ευτυχίας τώρα, παρά την ημέραν καθ’ ήν την είχε συνοδεύσει από Μόσχας εις Πετρούπολιν.

Τότε, επίστευεν εαυτόν δυστυχή, διότι η ευτυχία απέκειτο εις το μέλλον· τώρα ησθάνετο ότι η πραγματική μορφή της ευτυχίας ευρίσκετο εις το παρελθόν.

Δεν ήτο τοιαύτη, οποίαν την είχεν αντικρύσει κατά τους πρώτους χρόνους της γνωριμίας των και ηθικώς και φυσικώς είχε μεταβληθή μειονεκτικώς δι' αυτήν.

Την παρετήρει όπως παρατηρούμεν έν άνθος κοπέν και μαρανθέν και μετά δυσκολίας κατώρθωνε να εύρη τον λόγον διά τον οποίον το δρέπωμεν και το θανατώνομεν.. Και όμως παρά τούτο συνησθάνετο ότι, όταν σφοδρότερον την ηγάπα, θα ηδύνατο, αν εκείνη το επεθύμει, να εκριζώση τον έρωτα αυτόν από της καρδίας του, και ενώ τώρα, όταν δεν ησθάνετο πλέον τον προς αυτήν έρωτα τόσον ισχυρόν, κατενόει ότι ο δεσμός των δεν ήτο πλέον δυνατόν να θραυσθή.

Ο Βρόνσκυ έλαβε την χείρα της Άννας, την στηριζομένην επί της τραπέζης, και την εφίλησε.

– Ναι, δεν ημπορώ να συνέλθω.. Δεν γνωρίζεις μέχρι ποίου σημείου εμαρτύρησα περιμένουσά σε.. Φρονώ ότι δεν είμαι ζηλότυπος.. δεν είμαι ζηλότυπος. Πιστεύω εις σε οσάκις ευρίσκεσαι πλησίον μου, αλλ' όταν είσαι μακράν μου, μόνος, και διάγεις την ζωήν που εγώ δεν γνωρίζω.

Απέστρεψε την μορφήν, απέσπασε δε τέλος το βελονάκι από το κέντημά της και παρευθύς βροχίδες λευκού μαλλίου λάμπουσαι υπό το φως της λυχνίας διεδέχθησαν γοργώς αλλήλας επί του δείκτου της αριστεράς της χειρός, και ο λεπτός της καρπός συνεστράφη νευρικώς και γοργά εντός της ολοκεντήτου ακροχειρίδος της.

– Πολύ καλά!.. Λοιπόν, πού συνήντησες τον σύζυγόν μου;.. και η φωνή της ήτο ψευδόηχος.

– Διεσταυρώθημεν εις το κατώφλι της θύρας. Δεν τον εννοώ, είπεν ο Βρόνσκυ· αν, μετά την εξήγησιν, ην έσχες μαζί του, ήρχετο εις ρήξιν μαζί μου!.. αν με προεκάλει!.. αλλ' η σημερινή του διαγωγή είνε ακατανόητος. Πώς κατορθώνει να υποφέρη αυτήν την κατάστασιν;.. Πάσχει, είνε καταφανές αυτό.

– Αυτός να πάσχη; είπεν η Άννα με περιφρονητικόν μειδίαμα· αυτός είνε τελείως ικανοποιημένος.

– Αλλά διατί πάσχομεν όλοι, αφού τα πάντα θα ηδύναντο τόσον καλά να διακανονισθώσιν;

– Όλοι γνωρίζουν να πάσχουν, εκτός αυτού· μήπως δεν τον γνωρίζω κατά βάθος; Μη δεν γνωρίζω, άλλως τε, το ψεύδος που τον κατέχει εξ ολοκλήρου, εις το οποίον είνε εμποτισμένος;. Αν κάτι ησθάνετο, θα ηδύνατο να ζη όπως ζη μαζί μου; Δεν εννοεί τίποτε, δεν αισθάνεται τίποτε αυτός.. Υπάρχει ανήρ, με ελαχίστην έστω φιλοτιμίαν, που να ημπορή να ζη υπό την αυτήν στέγην μετά της ενόχου συζύγου του; Θα ημπορούσε κανείς άλλος να μιλή μαζί της, να την προσφωνή εις ενικόν;. , Δεν είνε άνθρωπος αυτός, δεν είνε πλάσμα ανθρώπινον.

 

– Δεν είσαι δικαία, φίλη μου, είπεν ο Βρόνσκυ, προσπαθών να την πραΰνη. Αλλ' ας αφήσωμεν αυτόν, ας μη κάμνωμεν πλέον λόγον περί αυτού. Ειπέ μου, πώς επέρασες της ώρες σου. Τι σου συνέβη; Τι είνε αυτή η αρρώστια και τι είπεν ο ιατρός;

– Αλλά, Βρόνσκυ.

– Μαντεύω ότι δεν πρόκειται περί νόσου, αλλ' ότι πάσχεις λόγω της καταστάσεώς σου; Πότε το τέλος;

– Γρήγορα, γρήγορα, απήντησεν εκείνη μετά γαληνίου θλίψεως. Είπες ότι η θέσις μας είνε θλιβερά, ότι πρέπει να εξέλθωμεν αυτή;.. Αν εγνώριζες πόσον υποφέρω, και τι δεν θα έδιδα διά να μείνω ελευθέρα, διά να δύναμαι να σε αγαπώ ελευθέρως! Τότε δεν θα εβασανιζόμην και δεν θα σ' εβασάνιζα με την ζηλοτυπίαν μου.. Θα φθάσωμεν γρήγορα εις το τέρμα, αλλ' όχι καθ' όν τρόπον εφαντάσθημεν.

Επί τη σκέψει ταύτη, τοιούτον ησθάνθη άλγος δι' εαυτήν, ώστε δάκρυα επλημμύρησαν τους οφθαλμούς της και δεν ηδυνήθη να εξακολουθήση. Έθηκεν επί της χειρίδος του Βρόνσκυ την χείρα της, της οποίας οι δακτύλιοι και η λευκότης ηκτινοβόλουν υπό το φως της λυχνίας.

– Όχι καθ' όν τρόπον εφαντάσθημεν. Δεν ήθελα να σου το είπω, αλλά με εξαναγκάζεις εις τούτο. Γρήγορα, γρήγορα όλα θα λυθώσι και ημείς όλοι θα ησυχάσωμεν, δεν θα υποφέρωμεν πλέον.

« – Δεν σε εννοώ, είπεν ο Βρόνσκυ, αν και εννόησεν άριστα.

– Με ηρώτησες, πότε; Εντός ολίγου.. Αλλά δεν θα επιζήσω. Μη με διακόπτεις.

Και προσέθηκε μετά σπουδής:

– Ω! το γνωρίζω.. το γνωρίζω μετά βεβαιότητος.. Θα αποθάνω.. και είμαι ευτυχής διότι θ' αποθάνω, θα σας απαλλάξω απ' εμού και θα ελευθερωθώ και εγώ. ,

Δάκρυα κατέρρευσαν εκ των οφθαλμών της.

Ο Βρόνσκυ έκυψεν επί της χειρός της και την εκάλυψε με φιλήματα, προσπαθών να δαμάση την συγκίνησίν του, την οποίαν δεν ηδύνατο να αποκρύψη, καίτοι εγνώριζεν ότι οι φόβοι της δεν ήσαν βάσιμοι.

– Αυτό θα είνε το καλλίτερον, είπεν εκείνη θλίβουσα ισχυρώς την χείρα του. Είνε η μόνη διέξοδος που μας υπολείπεται.

Ο Βρόνσκυ συνήλθε και ανύψωσε την κεφαλήν.

– Τι παιδιαρισμός! Τι παραλογισμούς που κατορθώνεις να λέγης!

– Όχι, είνε η καθαρά αλήθεια.

– Πώς;.. Και πού λοιπόν έγκειται η αλήθεια;

– Οφείλω ν' αποθάνω. Είδα όνειρον.

– Όνειρον! επανέλαβεν ο Βρόνσκυ.

– Ναι, είδα όνειρον, είπεν η Άννα. Προ πολλού. Ωνειρεύθην ότι εισήλθα τρέχουσα εις τον θάλαμόν μου διά να πάρω κάτι τι και ότι παρετήρησα εις μίαν γωνίαν αντικείμενον αορίστου μορφής.

Ωμίλει τρομαγμένη και με ολάνοικτα τα μάτια.

– Πώς κατορθώνουν να πιστεύουν τα όνειρα;.

Αλλ' εκείνη δεν του επέτρεψε να την διακόψη.. Ό,τι επρόκειτο να του διηγηθή ήτο άκρως ενδιαφέρον.

– Το άμορφον εκείνο αντικείμενον ανεστράφη και είδα ότι ήτο ένας μουζίκος με δασείαν την γενειάδα, μικρού αναστήματος και τρομακτικός την όψιν.. Εδοκίμασα να φύγω, αλλ' εκείνος έκυψεν επί τινος σάκκου, τον οποίον έψαχνε με τα χέρια του.

Και αναπαρέστησε τον μουζίκον και την χειρονομίαν του.

Η μορφή της Άννας εξεδήλου τρόμον.

– Ο μουζίκος, εξηκολούθησεν, έψαξε μέσα εις τον σάκκον του και ωμίλησεν ούτω: «Πρέπει να κτυπηθή, να συντριβή, να ζημιωθή.» Πλήρης τρόμου προσεπάθησα να εξυπνήσω και νόμισα πράγματι ότι εξυπνούσα, αλλά το όνειρον εξηκολούθησε. Και ο μουζίκος μου είπε: «Θα πεθάνης κατά τον τοκετόν.» Τότε τέλος εξύπνησα.

– Τι ηλίθιον όνειρον! είπεν ο Βρόνσκυ· αλλά συνησθάνθη ότι ο τόνος της φωνής του δεν ήτο τόνος πεποιθήσεως.

– Ας μη ομιλώμεν πλέον περί τούτου, είπεν η Άννα.. Κωδώνισε, θα παραγγείλω να μας φέρουν τσάι.. Άλλως τε το πράγμα δεν πρόκειται πλέον να παραταθή επί πολύ.

Αλλ' αίφνης εσταμάτησε και η έκφρασις της μορφής της μετεβλήθη αυθωρεί. Ο τρόμος και η συγκίνησις υπεχώρησαν εις μίαν προσοχήν ήρεμον, σοβαράν και πλήρη ευφροσύνου εκστάσεως. Ο Βρόνσκυ δεν ηδυνήθη να εννοήση την σημασίαν της μεταμορφώσεως εκείνης.

Είχεν αισθανθή εντός της κοιλίας της τας αναπάλσεις νεογενούς ζωής.

* * *

Αφού συνηντήθη επί του προστόου με τον Βρόνσκυ, ο Καρένιν μετέβη εις το Ιταλικόν Μελόδραμα, όπου και προυτίθετο να μεταβή.

Παρέστη δε εις δύο πράξεις και συνήντησε τα πρόσωπα, τα οποία επεθύμει να ίδη.

Επιστρέψας εις την οικίαν του, δεν κατεκλίθη όπως συνήθως αλλά περιεπάτει εντός του γραφείου του μέχρι της τρίτης πρωινής ώρας.

Η μνησικακία του εναντίον της συζύγου, ήτις απέφευγε να τηρή τους τύπους ευπρεπείας και να σέβεται τον μόνον όρον, τον οποίον της είχεν επιβάλει, τον έδακνεν αδιακόπως. Δεν είχεν εκτελέσει τους τεθέντας όρους· απεφάσισε λοιπόν να την τιμωρήση· θα εκτελέση την απειλήν του, θα ζητήση διαζύγιον και θα της αφαιρέση τον υιόν της.

Εγνώριζεν όλας τας δυσκολίας, τας οποίας συναντά τις εν Ρωσσία προς επιτυχίαν διαζυγίου, αλλ' είχε δηλώσει ότι θα επετύγχανε και ώφειλε ν' αποδείξη ότι η απειλή του δεν ήτο ματαία.

Η κόμησσα Λυδία μάλιστα του είχεν υποβάλει ότι αυτή θα ήτο η καλλιτέρα διέξοδος διά την θέσιν εις ην ευρίσκετο.

Ένα δυστύχημα, άλλως τε, δεν έρχεται ποτέ μόνον του· αι μεταρρυθμίσεις δε τας οποίας είχεν εκθειάσει τω είχον παράσχει τόσας δυσαρεσκείας ώστε ευρίσκετο διαρκώς εις υπερέντασιν οργής.

Δεν εκοιμήθη καθ' όλην την νύκτα και η οργή του, εμμόνως επιτεινομένη, έφθασε, το πρωί, εις αληθή παροξυσμόν. Ενεδύθη τότε εν τάχει και, μόλις έμαθεν ότι η Άννα είχεν εγερθή, εισήλθεν εις τα δωμάτια της, ως να έφερε μαζί του δοχείον πλήρες οργής, ον εφοβείτο μη εκχύση καθ' οδόν και χάση ούτω την δραστικότητα, ης είχεν ανάγκην κατά την στιγμήν εκείνην.

Η Άννα, ήτις ενόμιζεν ότι εγνώριζε τόσον καλά τον σύζυγόν της, κατεπλάγη μόλις τον αντίκρυσεν. Είχε το μέτωπον συνεσπασμένον, τα σκυθρωπά του μάτια επλανώντο εις το κενόν, αποφεύγοντα το βλέμμα της συζύγου τον, το στόμα του ήτο κλειστόν σταθερώς και εξέφραζε περιφρόνησιν. Εις την στάσιν του, εις τας κινήσεις του, εις την φωνήν του ενυπήρχε σταθερότης και αποφασιστικότης ομοίαν της οποίας δεν είχε ποτέ άλλοτε εκδηλώσει ενώπιόν της.

Εισήλθεν εις τον θάλαμον της συζύγου του, και χωρίς να χαιρετήση την Άνναν, διηυθύνθη προς το γραφείον της, επήρε τα κλειδιά και ήνοιξε τους σύρτας.

– Τι ζητείτε; του εφώναξεν εκείνη.

– Ζητώ τας επιστολάς του εραστού σας.

– Δεν τας έχω εδώ, απήντησεν εκείνη κλείουσα τον σύρτην. Ιδών το κίνημά της κατενόησεν ότι είχε καλώς μαντεύσει, εδράξατο αγροίκως της χειρός της Άννας και ήρπασεν αποτόμως, το χαρτοφυλάκιον εντός του οποίου η σύζυγός του, εν γνώσει του έκρυπτε τα πολυτιμότερα έγγραφα.

Η Άννα ηθέλησε να του αποσπάση το χαρτοφυλάκιον, αλλά την απώθησε.

– Καθήσατε, έχω να σας ομιλήσω είπε, και έθλιψεν ισχυρώς το χαρτοφυλάκιον υπό τον βραχίονά του.

Η Άννα τον ητένισε μετά καταπλήξεως και φόβου.

– Σας είπον ότι δεν σας επιτρέπω να δέχεσθε εδώ τον εραστήν σας.

– Είχον ανάγκην να τον ίδω διά.

Διεκόπη μη δυναμένη να εύρη πρόσχημα προς δικαιολογίαν της επισκέψεως εκείνης.

– Δεν εισέρχομαι εις τας λεπτομερείας των λόγων διά τους οποίους μία γυναίκα έχει ανάγκην να ίδη τον εραστήν της.

– Ήθελον.. εσκεπτόμην.

Η χυδαιότης της συμπεριφοράς του συζύγου της την εξώργισε και της απέδωκε την ευτολμίαν της:

– Δεν αισθάνεσθε λοιπόν πόσον σας είνε εύκολον να με υβρίζετε;

– Επιδεκτικοί ύβρεων είνε μόνον οι τίμιοι άνθρωποι· το λέγειν όμως προς ένα κλέπτην ότι είνε κλέπτης, αποτελεί απλήν επιβεβαίωσιν ενός γεγονότος.

– Δεν σας εγνώριζα εις τοιούτον βαθμόν σκληρόν.

– Ονομάζετε σκληρότατα το ότι ένας σύζυγος δίδει εις την γυναίκα του την ελευθερίαν και της αφίνει την χρήσιν μιας στέγης εντίμου υπό τον μόνον όρον να σεβασθή αύτη τα προσχήματα της ευπρεπείας. Το ευρίσκετε σεις σκληρόν αυτό;

– Είνε χειρότερον από σκληρόν, είνε ποταπότης, αν θέλετε να τα μάθετε όλα!

Επρόφερε τας λέξεις ταύτας εν εκρήξει οργής, ηγέρθη δε και ηθέλησε να εξέλθη του δωματίου.

– Μείνατε! κραύγασαν εκείνος διά της διαπεραστικής του φωνής.

Εδράξατο διά των μακρών του δακτύλων από του καρπού την σύζυγόν του τόσον βιαίως ώστε το βραχιόλι που επίεσεν αφήκεν ίχνη ερυθρά επί της σαρκός της, είτα δε την ηνάγκασε να καθήση εις την αυτήν θέσιν.

– Ποταπότης;.. Α! αν επιθυμείτε να προφερθή η λέξις αύτη, ποταπότης είνε το να εγκαταλείπη μία γυναίκα τον σύζυγον και τον υιόν της χάριν ενός εραστού και να τρώγη συνάμα τον άρτον του συζύγου!

Η Άννα εταπείνωσε την κεφαλήν.

Δεν είπε δε εκείνο που είχεν είπει την προτεραίαν προς τον εραστήν της, ότι ε κ ε ί ν ο ς ήτο σύζυγός της ο δ' έτερος «ως εκ περισσού»· ούτε το εσκέφθη καν. Συνησθάνετο όλην την ορθότητα των λόγων του Καρένιν και τω είπε χαμηλή τη φωνή:

– Δεν δύνασθε να ορίσετε την θέσιν μου σκληρότερον αφ' όσον το πράττω μόνη μου· αλλά προς τι να μου το λέγετε;

– Προς τι να σας το λέγω; Προς τι; εξηκολούθησεν εκείνος, οργίλως πάντοτε, – διά να μάθητε ότι πρόκειται να λάβω μέτρα ίνα τεθή τέρμα εις την κατάστασιν αυτήν, διότι δεν εξετελέσατε την θέλησίν μου, εις ό,τι αφορά τα καθήκοντα της ευπρεπείας.

– Εντός ολίγου, εντός ολίγου θα τελειώσουν όλα, είπεν εκείνη.

Και εκ νέου δάκρυα επλήρωσαν τους οφθαλμούς της επί τω αναλογισμώ του προσεχούς θανάτου, τον οποίον τόσον διαπύρως επηύχετο.

– Θα τελειώσουν όλα πολύ ταχύτερον αφ' όσον σεις και ο εραστής σας θα εποθείτε. Σεις επιζητείτε την ικανοποίησιν του κτηνώδους έρωτος.

– Λέγω ότι δεν είνε μεγαλοψυχία το κτυπάν έν πλάσμα ανυπεράσπιστον.

– Ναι, μόνον τον εαυτόν σας σκέπτεσθε σεις.. Αι βάσανοι του ανθρώπου, όστις υπήρξε σύζυγός σας δεν σας ενδιαφέρουν ποσώς.. Ελάχιστα σας ενδιαφέρει αν η ζωή του συνετρίβη, αν.. αν.

Ωμίλει τόσον ταχέως, ώστε ετραύλιζε. Διά πρώτην δε φοράν η Άννα συνησθάνθη τον πόνον του, και ελυπήθη τον Καρένιν.

Αλλά, τι ηδύνατο να είπη και τι ηδύνατο να πράξη;

Εταπείνωσε την κεφαλήν και εσιώπησε.

Και ο Καρένιν ετήρησε προς στιγμήν σιγήν, μεθ' ό επανέλαβε, τονίζων αυθαιρέτως λέξεις άνευ σημαντικότητος:

– Ήλθα διά να σας είπω… ήρχισε λέγων.

Η Άννα τον ητένισε.

– Δεν δύναμαι να μεταβάλω τίποτε, είπεν.

– Ήλθα να σας είπω ότι αναχωρώ αύριον διά Μόσχαν και ότι δεν θα επανέλθω πλέον εις αυτό το σπίτι… Την είδησιν της αποφάσεώς μου θα λάβετε διά μέσου του δικηγόρου εις τον οποίον θα αναθέσω την περί διαζυγίου δίκην. Τον υιόν μου θα εμπιστευθώ εις την αδελφήν μου.

– Έχετε ανάγκην να μου πάρετε τον Σεριόγια διά να με συντρίψετε! είπεν εκείνη παρατηρούσα αυτόν με χαμηλωμένα τα μάτια.. Αφήσατέ μου το παιδί μου, σεις δεν το αγαπάτε.

– Ναι, απώλεσα την προς τον υιόν αγάπην, διότι μου υπενθυμίζει την αηδίαν που μ' εμπνέετε σεις… Αλλά και πάλιν σας τον αφαιρώ. Χαίρετε!

Ηθέλησε ν' απέλθη, αλλά τον εκράτησεν.

– Αφήσατέ μου το παιδί μου, εψιθύρισεν εκ νέου είνε το μόνον που έχω να σας είπω: αφήσατε μου τον Σεριόγια έως ου.. Εντός ολίγου αποκτώ τέκνον.. αφήσατέ τον μου!

Ο Καρένιν αποσπασθείς βιαίως των χειρών που τον συνεκράτουν, εξήλθε του δωματίου χωρίς να προσθέση λέξιν.

* * *

Η αίθουσα της υποδοχής του διασήμου δικηγόρου προς ον μετέβη ο Καρένιν ήτο πλήρης κόσμου όταν ούτος εισήλθεν. Είς γραμματεύς έλαβε την κάρταν του και διηυθύνθη προς την θύραν του γραφείου του δικηγόρου.

– Ο κύριος θα σας δεχθή αμέσως, είπεν ο γραμματεύς αναλαβών την θέσιν του.

Ήτο μικρόσωμος ανήρ, κοντόχοντρος, φαλακρός, με γενειάδα ερυθρόμαυρον, μακράς ανοικτόχρους βλεφαρίδας και προεξέχον μέτωπον. Ήτο ενδεδυμένος ως νεόνυμφος από της λευκής του γραβάτας μέχρι του άκρου των βερνικωμένων του υποδημάτων, χωρίς να λησμονηθή και η διπλή άλυσις του ωρολογίου του.

Είχε κεφαλήν πνευματώδους μουζίκου, αλλά εξωτερικόν ακαλλαισθήτου σνοβισμού.

– Εισέλθετε, κύριε, είπεν ο δικηγόρος προς τον Καρένιν.

Τον αφήκε δε να περάση έμπροσθέν του χωρίς ν' αλλάξη έκφρασιν, και επανέκλεισε την θύραν.

– Ευαρεστηθήτε να πάρετε αυτό το κάθισμα.

Τω επέδειξε καθέδραν προ του γραφείου του κατασκεπούς από έγγραφα, εκάθησε δε και αυτός εις την συνήθη του θέσιν.

– Προτού σας εκθέσω την υπόθεσίν μου, πρέπει να επιστήσω την προσοχήν σας επί της ανάγκης να την τηρήσητε μυστικήν, είπεν ο Καρένιν.

Αδιόρατον μειδίαμα διέστειλε τα κοκκινωπά και κρεμάμενα μουστάκια του δικηγόρου.

– Δεν θα ήμην δικηγόρος αν δεν ήμην ικανός να φυλάττω τα μυστικά των πελατών μου. Αλλ' αν επιθυμείτε εγγύησιν..

Ο Καρένιν τον ητένισε και διέκρινεν ότι τα φαιόχροα και έξυπνα μάτια του δικηγόρου εγέλων, ως να τα εγνώριζεν ήδη όλα.

– Γνωρίζετε ποίος είμαι, είπεν.

– Όπως όλοι οι Ρώσσοι, απήντησεν ο άνθρωπος του νόμου υποκλιθείς, σας γνωρίζω, όπως και τας υπηρεσίας που παρέχετε εις τον τόπον.

 

Ο Καρένιν αφήκεν στεναγμόν και περισυνέλεξε το θάρρος του. Αλλά μόλις ήρχισε να ομιλή, εξηκολούθησε με την διαπεραστικήν του φωνήν, αδιστάκτως και χωρίς διακοπάς.

Έχω το ατύχημα να είμαι σύζυγος απατηθείς και επιθυμώ να θραύσω νομίμως τους δεσμούς, που με συνδέουν προς την σύζυγό μου, δηλαδή να διαζευχθώ, αλλ' υπό τον όρον ο υιός μου να μη μείνη μετά της μητρός του.

– Επιθυμείτε ν' αναλάβω εγώ την υπόθεσιν του διαζυγίου σας;

– Μάλιστα, αλλ' οφείλω να σας προειδοποιήσω ότι δεν επιθυμώ να καταχρασθώ της προσοχής σας. Ήλθον διά να λάβω προκαταβολικώς την συμβουλήν σας. Επιθυμώ το διαζύγιον, αλλ' είνε θεμελιώδες δι' εμέ να μάθω τους όρους υπό τους οποίους επιτυγχάνεται το διαζύγιον. Αν ούτοι δεν ανταποκρίνονται προς τας απαιτήσεις της αξιοπρεπείας, θα παραιτηθώ της νομίμου λύσεως.

– Ω! αυτό είνε το ορθόν, απήντησεν ο δικηγόρος, είσθε πάντοτε κύριος της καταστάσεως.

– Γνωρίζω εν γενικαίς γραμμαίς τους νόμους τους διέποντας τα περί διαζυγίου, είπεν ο Καρένιν, αλλ' επεθύμουν να μάθω τας διατυπώσεις τας χρησιμοποιουμένας εν τη εφαρμογή των.

– Επιθυμήτε να σας εκθέσω τους τρόπους διά των οποίων δύνασθε να επιτύχητε ότι επιθυμήτε;

Ο Καρένιν έκλινε την κεφαλήν εις σημείον κατανεύσεως.

Ο δικηγόρος επανέλαβε, ρίπτων από καιρού εις καιρόν φευγαλέα βλέμματα επί της μορφής του Καρένιν:

– Οι ημέτεροι νόμοι επιτρέπουσι το διαζύγιον, ως γνωρίζετε, εις τας ακολούθους περιπτώσεις.. Ειπέτε να περιμένουν, εφώνησε προς τον γραμματέα του, όστις επρόβαλλε την κεφαλήν από της θύρας.

– Λοιπόν, εις τας ακολούθως περιπτώσεις, επανέλαβε· φυσικά ελαττώματα των συζύγων, έπειτα απουσία του ετέρου των συζύγων αναχωρούντος διά μέρος άγνωστον· έπειτα· μοιχεία (και ετόνισε την λέξιν μετά προφανούς ευχαριστήσεως). Ιδού αι υποδιαιρέσεις (έκλειε κάθε φοράν ένα δάκτυλον καθ' όσον αι περιπτώσεις και αι υποδιαιρέσεις δεν δύνανται να ταξιθετηθώσιν ομού): Τα φυσικά ελαττώματα του ανδρός ή της γυναικός, η μοιχεία του ανδρός ή της γυναικός.

Αφού έκλεισεν όλα του τα δάκτυλα, τα ήνοιξεν αύθις και εξηκολούθησεν:

– Αυτή είνε η θεωρία. Αλλά σεις μου εκάμετε την τιμήν να έλθητε να με συμβουλευθήτε επί της πρακτικής εφαρμογής. Στηριζόμενος επί των προηγουμένων, δύναμαι να σας είπω ότι όλα τα διαζύγια δύνανται να υπαχθώσιν εις τας ακολούθους περιπτώσεις· δεν έχετε ελαττώματα φυσικά, ασφαλώς όχι, και απουσίαν ενός των συζύγων απελθόντος εις άγνωστον διεύθυνσιν επίσης.

Ο Καρένιν κατένευσε.

– Λοιπόν, μας μένει η μοιχεία του ετέρου των συζύγων και η πεποίθησις περί της ενοχής του εγκληματήσαντος μέλους λόγω αμοιβαίας συγκαταθέσεως, και εν απουσία της συγκαταθέσεως ταύτης, διά της αποδείξεως του επ' αυτοφώρω.. Οφείλω να σας υποδείξω ότι η τελευταία αύτη περίπτωσις είνε σπανία εν τη πρακτική.

Και ρίψας εκ νέου φευγαλέον βλέμμα επί του πελάτου του, ο δικηγόρος εσιώπησε.

Ο Καρένιν εξηκολούθει να σιωπά.

– Το απλούστερον και το λογικώτερον είνε η μοιχεία δι' αμοιβαίας συγκαταθέσεως και ομολογίας επανέλαβεν ο δικηγόρος.. Δεν θα επέτρεπον εμαυτώ την τοιαύτην έκφρασιν ενώπιον προσώπου ελάχιστα μορφωμένου, αλλ' ελπίζω ότι σεις με εννοείτε.

Ο Καρένιν ευρίσκετο εις τοιαύτην νευρικήν ταραχήν, ώστε δεν κατενόησεν ευθύς αμέσως το όλον της λογικότητος ην ηδύνατο να ενέχη η κατ' αμοιβαίαν συγκατάθεσιν ομολογία της μοιχείας, και το βλέμμα του εξέφραζε την έκπληξίν του.

Ο δικηγόρος ήλθεν εις βοήθειάν του.

– Ο σύζυγος και η γυνή δεν δύνανται πλέον να ζώσιν ομού, ιδού το γεγονός, και αν αμφότεροι συμφωνούσιν εις τούτο, αι λεπτομέρειαι και αι διατυπώσεις αποβαίνουσιν αδιάφοροι και άνευ τινός σημαντικότητος, ταυτοχρόνως δε αυτό είνε το απλούστερον και το ασφαλέστερον μέσον.

Ο Καρένιν ηνόησεν εξ ολοκλήρου την φοράν ταύτην· αλλ' αι θρησκευτικαί του αρχαί αντετίθεντο εις την εφαρμογήν του μέσου τούτου.

– Εις την ιδικήν μου περίπτωσιν, το μέσον το οποίον προτείνετε δεν έχει εφαρμογήν. Έν μόνον μέσον υπάρχει: η ομολογία της μοιχείας εκ μέρους του εγκληματήσαντος μέλους, άνευ της συγκαταθέσεώς του, αποδεικνυομένη διά των επιστολών, τας οποίας κατέχω.

– Βλέπετε, είπεν ο δικηγόρος, αυτής της φύσεως τα ζητήματα κρίνονται, ως γνωρίζετε, υπό της Ιεράς Συνόδου, και οι πατέρες αρχιερείς, εις τας τοιαύτας υποθέσεις, εξονυχίζουν και τας ελαχίστας λεπτομερείας, προσέθηκε μετά μειδιάματος όπερ απεδείκνυεν ότι συνεμερίζετο την γνώμην των αρχιερέων.. Αναντιρρήτως, αι επιστολαί δύνανται να ώσι ισχυραί βάσεις κατηγορίας, αλλ' αι επιβαρύνσεις δέον ν' αποδειχθώσι διά της ευθείας οδού, δηλαδή τη βοηθεία μαρτύρων. Άλλως τε, αν με τιμάτε διά της εμπιστοσύνης σας, θ' αφήσετε εις εμέ την εκλογήν των μέσων εις τα οποία θα πρέπη να προσφύγωμεν· ο επιθυμών το τέλος δέχεται τα μέσα.

– Αν έχη ούτω, είπεν ο Καρένιν γενόμενος αίφνης κάτωχρος, θα σας ανακοινώσω εγγράφως την απόφασίν μου.

Ηγέρθη και εστηρίχθη επί της τραπέζης:

– Δύναμαι λοιπόν να συμπεράνω εκ των λόγων σας, είπε μετά τινα διακοπήν, ότι το διαζύγιον είναι δυνατόν. Θα σας παρακαλέσω να μου ανακοινώσητε τους όρους σας.

– Όλα είνε δυνατά, αν μου αφήσετε πλήρη ελευθερίαν ενεργείας, είπεν ο δικηγόρος χωρίς να απαντήση εις την δευτέραν ερώτησιν.

– Και πότε θα έχω ειδήσεις σας; εξηκολούθησε συνοδεύων τον επισκέπτην του μέχρι της θύρας.

– Εντός οκτώ ημερών, και θα λάβετε την καλλοσύνην να με πληροφορήσητε αν δέχεσθε να αναλάβητε την υπόθεσίν μου ως και υπό ποίους όρους.

– Βεβαίως, βεβαίως.

Ο δικηγόρος εχαιρέτησε μετά σεβασμού, αφήκε τον πελάτην του να απέλθη, και, μείνας μόνος, παρεδόθη εις την φαιδρότητά του.

* * *

Ο Καρένιν, ταξειδεύων διά διοικητικάς ανακρίσεις, διήλθεν εκ Μόσχας όπου εσταμάτησεν επί τρεις ημέρας. Την επιούσαν της αφίξεώς του, μετέβη εις επίσκεψιν του γενικού διοικητού. Καθ' οδόν ήκουσε να τον καλή μία φωνή ηχηρά και φαιδρά, δεν ηδυνήθη να αποφύγη να στραφή.

Ο Ομπλόνσκυ τον εκάλει επιμόνως και τον υπεχρέωνε να σταματήση. Εστηρίζετο διά της ετέρας των χειρών εις την θυρίδα της αμάξης του εκ της οποίας επρόβαλλε μία γυναικεία κεφαλή με βελουδίνην εφεστρίδα και δύο κεφαλαί παιδιών. Η κυρία εμειδία χαριέντως ενώ ο Ομπλόνσκυ έκαμνε νεύμα διά της χειρός προς τον Καρένιν.

Ήτο η Δόλλυ μετά των τέκνων της.

Ο Καρένιν θα προυτίμα να μη έβλεπε κανένα εις Μόσχαν και προπάντων τον αδελφόν της συζύγου του.

Ύψωσε τον πίλον του και ηθέλησε να συνεχίση τον δρόμον του, αλλ' ο Ομπλόνσκυ διέταξε τον ηνίοχον να σταματήση και έδραμεν εις συνάντησιν του Καρένιν.

– Δεν εντρέπεσαι να μη μας ειδοποιήσης καθόλου περί της αφίξεώς σου!

– Δεν έλαβα καιρόν, είμαι πολύ απησχολημένος, απήντησεν ο Καρένιν ξηρώς.

– Πάμε στη γυναίκα μου, σε ζητεί.

Ο Καρένιν εξεδίπλωσε το σκέπασμα των ποδών και κατήλθε της αμάξης ίνα βαδίση επί της χιόνος και πλησιάση την Δόλλυ.

– Γιατί μας αποφεύγετε έτσι δα; είπεν αύτη μειδιώσα.

– Ήμην πολύ απησχολημένος τελευταίως.. Λογίζομαι υπερευτυχής που σας βλέπω, είπε διά τόνου, όστις εξέφραζε αντίθετον των λόγων του.. πώς είσθε;

– Και πώς έχει η αγαπητή μου Άννα; ηρώτησεν η Δόλλυ.

Ο Καρένιν, αντί πάσης απαντήσεως, ανέπεμψεν υπόκωφον γρυλλισμόν και ηθέλησε ν' αποσυρθή, αλλ' ο Ομπλόνσκυ τον εσταμάτησε.

– Σας παρακαλώ, κάμετέ μας την χάριν να έλθετε να δειπνήσωμεν αύριον, είπεν η Δόλλυ, σας περιμένομεν εις τας πέντε, ή και εις τας έξ, αν προτιμάτε. Και πώς είνε η αγαπητή Άννα είνε τόσος καιρός τόρα.

– Καλά, απήντησεν ο Καρένιν.

– Ώστε, θα έλθετε αύριον; του εφώναξεν η Δόλυ, εν ώ επέστρεφε προς την άμαξάν του.

Αλλά δεν ήκουσε την απάντησιν του, αποπνιγείσαν μέσα εις τροχασμόν των οχημάτων.

– Θα περάσω από το κατάλυμά σου αύριον, του εφώναξεν ο Ομπλόνσκυ.

Ο Καρένιν εβυθίσθη εντός της αμάξης κατά τρόπον ώστε να μη βλέπη τίποτε και να μη είνε ορατός εις κανένα.

– Τι ιδιόρρυθμος άνθρωπος! είπεν ο Ομπλόνσκυ προς την σύζυγόν του.

Συνεβουλεύθη το ωρολόγιόν του, έκαμε διά της χειρός φιλικόν νεύμα εις την σύζυγόν και τα τέκνα του και προυχώρησε φαιδρός κατά μήκος του πεζοδρομίου.

Και εξηφανίσθη, χαιρετών χαριέντως κατά την διάβασίν του τα γνωστά του πρόσωπα.

Ήτο περασμένη η πέμπτη ώρα, και πολλοί συμπόται είχον ήδη φθάσει όταν ο Ομπλόνσκυ επανήλθεν εις την οικίαν του.

Η Κίττυ και ο Καρένιν ευρίσκοντο εις το σαλόνι.

Ο Ομπλόνσκυ εζήτησε συγγνώμην, προφασισθείς ότι τον είχε κρατήσει κάποιος πρίγκηψ, του οποίου ήτο πάντοτε καθ' ομοίαν σύμπτωσιν ο αποδιοπομπαίος τράγος. Εν μια στιγμή έκαμεν όλας τας συστάσεις. Κατόπιν συνεζήτησεν εναντίον του Καρένιν, του Κοσνυτσέφ και του Πέστζωφ περί εκρωσισμού της Πολωνίας. Εθώπευσε τον Τουρόβτζιν επί του ώμου, του είπε κάποιον αστεϊσμόν εις το αυτί και τον έθεσεν εις συνομιλίαν μετά της Δόλλυ και του γηραιού πρίγκηπος Τσερμπάτσκυ.