Loe raamatut: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », lehekülg 10

Font:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

Ο Θορ καθόταν σε ένα ξύλινο τραπεζάκι και με επιμέλεια προσπαθούσε να φτιάξει τα κομμάτια του τόξου και του βέλους που βρίσκονταν απλωμένα μπροστά του. Δίπλα του κάθονταν ο Ρις μαζί με αρκετά άλλα μέλη της Λεγεώνας. Ήταν όλοι σκυμμένοι πάνω από τα όπλα τους και δούλευαν σκληρά για να δώσουν σχήμα στα τόξα τους και να τεντώσουν τις χορδές τους.

«Ένας πολεμιστής ξέρει πως να φτιάξει τη χορδή του τόξου του», φώναξε δυνατά ο Κολκ, καθώς περπατούσε πάνω κάτω στις σειρές των αγοριών, σκύβοντας και εξετάζοντας τη δουλειά του καθενός. «Το τέντωμα της χορδής πρέπει να είναι ακριβώς αυτό που πρέπει. Αν είναι χαλαρό, το βέλος σας δεν θα φτάσει στο στόχο του. Αν είναι πολύ σφιχτό, δεν θα μπορέσετε να στοχεύσετε σωστά. Τα όπλα σπάνε στη μάχη. Τα όπλα σπάνε και στις πορείες. Πρέπει να ξέρετε πως θα τα επιδιορθώσετε εν κινήσει. Ο καλύτερος πολεμιστής είναι επίσης σιδηρουργός, ξυλουργός, μπαλωματής και επισκευαστής όλων των πραγμάτων που χαλάνε. Και δεν μπορείτε να ξέρετε το όπλο σας αρκετά καλά αν δεν το έχετε επισκευάσει μόνοι σας».

Ο Κολκ σταμάτησε δίπλα στον Θορ και έσκυψε πάνω από τον ώμο του. Τράβηξε το ξύλινο τόξο από τα χέρια του Θορ και η χορδή του του χτύπησε την παλάμη.

«Η χορδή δεν είναι αρκετά τεντωμένη», τον επέπληξε. «Είναι στραβή. Αν χρησιμοποιήσεις ένα τέτοιο όπλο στη μάχη, είσαι σίγουρα νεκρός. Αλλά θα πεθάνει και ο συμπολεμιστής που θα είναι δίπλα σου».

Ο Κολκ άφησε το τόξο με θόρυβο πάνω στο τραπέζι και απομακρύνθηκε. Μερικά παιδιά γύρω του γέλασαν ειρωνικά. Ο Θορ κοκκίνισε και αρπάζοντας πάλι τη χορδή την τράβηξε όσο πιο πολύ μπορούσε για να τη σφίξει, και μετά την τύλιξε γύρω από την εγκοπή του τόξου. Είχε δουλέψει μ’ αυτό για ώρες ως επιστέγασμα μιας εξουθενωτικής ημέρας σκληρού μόχθου και ταπεινών, χειρωνακτικών εργασιών.

Οι περισσότεροι άλλοι εκπαιδεύονταν, πάλευαν, ξιφομαχούσαν. Σήκωσε τα μάτια του και στο βάθος είδε τα αδέλφια του, και τους τρεις, να γελάνε καθώς χτυπούσαν τα ξύλινα σπαθιά τους. Ως συνήθως, ο Θορ ένιωσε ότι, για άλλη μια φορά, αυτοί έπαιρναν το πάνω χέρι, ενώ αυτός έμενε πίσω στη σκιά τους. Ήταν άδικο. Όλο και περισσότερο αισθανόταν ότι ήταν ανεπιθύμητος εδώ, σαν να μην ήταν αληθινό μέλος της Λεγεώνας.

«Μην ανησυχείς, σύντομα θα του πάρεις το κολάι», του είπε ο Ο’Κόνορ που βρίσκονταν δίπλα του.

Οι παλάμες του Θορ είχαν πληγιάσει από την προσπάθεια. Τράβηξε πίσω τον σπάγκο, με όλη του τη δύναμη αυτή τη φορά, και τελικά, προς έκπληξή του, άκουσε το κλικ. Τώρα ο σπάγκος είχε μπει σωστά μέσα στην εγκοπή και το Θορ, ιδρώνοντας, τον τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Ένιωσε μια μεγάλη αίσθηση ικανοποίησης με το τόξο του που τώρα ήταν όσο δυνατό, όσο έπρεπε να είναι.

Είχε ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζει και το καταλάβαινε από τις σκιές που φαίνονταν τώρα πιο μακριές. Ο Θορ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με το πίσω μέρος του χεριού του και αναρωτήθηκε πόσο ακόμα θα συνεχιζόταν όλο αυτό. Άρχισε να αναλογίζεται τι σήμαινε να είσαι πολεμιστής. Στο μυαλό του είχε φτιάξει μια διαφορετική εικόνα. Το μόνο που φανταζόταν ήταν μια συνεχής εκπαίδευση. Αλλά, τώρα υπέθετε ότι κι’ αυτό ήταν ένα είδος εκπαίδευσης.

«Ούτε εγώ ήρθα εδώ γι’ αυτό το λόγο», είπε ο Ο’Κόνορ, σαν να είχε διαβάσει το μυαλό του.

Ο Θορ γύρισε και το συνεχές χαμόγελο του φίλου του τον έκανε να νιώσει πιο ήρεμος.

«Εγώ είμαι από την Βόρεια Επαρχία», συνέχισε. «Κι’ εγώ όλη μου τη ζωή ονειρευόμουν να μπω στη Λεγεώνα. Φανταζόμουν συνεχή εκπαίδευση, πάλη και μάχες. Όχι όλες αυτές τις χειρωνακτικές εργασίες. Αλλά τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα. Είναι επειδή είμαστε καινούργιοι. Είναι ένα είδος μύησης. Φαίνεται ότι εδώ υπάρχει μια ιεραρχία. Εμείς είμαστε οι μικρότεροι. Δεν βλέπω κανέναν δεκαεννιάχρονο να κάνει όλα αυτά. Δεν μπορεί αυτό να κρατήσει για πάντα. Εξ άλλου είναι κάποια πράγματα που πρέπει να μάθουμε να κάνουμε».

Μια σάλπιγγα ακούστηκε. Ο Θορ έριξε μια ματιά γύρω και είδε όλη τη Λεγεώνα να μαζεύεται δίπλα σε ένα τεράστιο πέτρινο τοίχο στο μέσο του γηπέδου εκπαίδευσης. Πολλά σχοινιά κρέμονταν επάνω του με απόσταση περίπου τριών μέτρων το ένα από το άλλο. Ο τοίχος πρέπει να ήταν περίπου εννέα μέτρα ψηλός, ενώ στη βάση του είχε στοίβες από άχυρο.

«Τι περιμένετε;» ούρλιαξε ο Κολκ. «ΚΟΥΝΗΘΕΙΤΕ!»

Το Αργυρό Τάγμα εμφανίστηκε ολόγυρά τους, φωνάζοντας. Πριν ο Θορ καταλάβει τι γινόταν, οι άλλοι πετάχτηκαν από τους πάγκους που κάθονταν και άρχισαν να διασχίζουν το γήπεδο με κατεύθυνση τα σχοινιά. Υπήρχε μια βουή στον αέρα καθώς όλα τα μέλη της Λεγεώνας στάθηκαν μαζί. Ο Θορ ένιωσε εκστασιασμένος που τελικά βρέθηκε ανάμεσά τους και πλησίασε τον Ρις που στεκόταν εκεί με έναν άλλο φίλο του. Μετά ήρθε και ο Ο’Κόνορ στην παρέα τους.

«Στις μάχες θα δείτε ότι όλες σχεδόν οι πόλεις είναι οχυρωμένες», φώναξε ο Κολκ, κοιτάζοντας πάνω από τα πρόσωπα των αγοριών. «Δουλειά ενός στρατιώτη είναι η παραβίαση των οχυρώσεων. Σε μια τυπική πολιορκία, χρησιμοποιούνται σχοινιά και γάντζοι στερέωσης, παρόμοιοι με αυτούς που έχουμε κρεμάσει στον τοίχο εδώ. Ένα από τα πιο επικίνδυνα πράγματα που θα αντιμετωπίσετε σε μια μάχη είναι να σκαρφαλώσετε σ’ ένα τέτοιο τοίχο. Σε ελάχιστες άλλες περιπτώσεις θα βρεθείτε τόσο εκτεθειμένοι και τόσο ευάλωτοι. Ο εχθρός θα ρίξει επάνω σας καυτό μόλυβδο. Θα σας χτυπήσουν με βέλη για να πέσετε. Θα σας πετάξουν πέτρες. Δεν πρέπει ποτέ να επιχειρήσετε να ανέβετε στα τείχη ενός οχυρού αν δεν είναι η απόλυτα κατάλληλη στιγμή. Και όταν το κάνετε θα αγωνίζεστε για τη ζωή σας – αλλιώς σας παραμονεύει ο θάνατος».

Ο Κολκ πήρε μια βαθιά ανάσα και φώναξε δυνατά: “ΞΕΚΙΝΗΣΤΕ!»

Ολόγυρά του τα αγόρια μπήκαν στη δράση τρέχοντας να αρπάξουν ένα σχοινί ο καθένας. Ο Θορ έτρεξε να πιάσει ένα ελεύθερο, αλλά μόλις ήταν έτοιμος να το αρπάξει, ένα μεγαλύτερο αγόρι το έφτασε πρώτος και τον έσπρωξε να φύγει απ’ τη μέση. Ο Θορ παραπατώντας άρπαξε το πιο κοντινό που μπόρεσε να βρει, ένα χοντρό σχοινί με κόμπους. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά καθώς άρχισε να σκαρφαλώνει στον τοίχο.

Είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται ομίχλη στην ατμόσφαιρα και τα πόδια του Θορ γλιστρούσαν πάνω στην πέτρα. Παρ’ όλα αυτά έκανε καλό χρόνο και παρατήρησε ότι ήταν γρηγορότερος από πολλούς άλλους, σχεδόν ένας από τους πρώτους που σκαρφάλωναν προς την κορυφή. Για πρώτη φορά σήμερα, άρχισε να νιώθει καλά και να τον κατακλύζει μια αίσθηση υπερηφάνειας.

Ξαφνικά, κάτι σκληρό χτύπησε τον ώμο του. Έστρεψε τα μάτια του προς τα πάνω και είδε στην κορυφή του τοίχου τα μέλη του Αργυρού Τάγματος να πετάνε προς το μέρος τους μικρές πέτρες, ξύλα και άλλα τέτοια αντικείμενα. Το αγόρι που ήταν σκαρφαλωμένο στο σχοινί δίπλα στον Θορ άπλωσε το χέρι του για να προστατέψει το πρόσωπό του, έχασε τη λαβή του και έπεσε στο έδαφος με την πλάτη. Είχε πέσει περίπου από έξι μέτρα ύψος και προσγειώθηκε πάνω στον σωρό με τα άχυρα.

Κι’ ο Θορ ένιωσε να χάνει τη λαβή του, αλλά με κάποιον τρόπο κατάφερε να κρατηθεί. Ένα ρόπαλο κουνήθηκε πάνω από το κεφάλι του και παρότι χτύπησε τον Θορ στην πλάτη, αυτός συνέχισε να ανεβαίνει. Έκανε καλό χρόνο και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να φτάσει πρώτος στην κορυφή, όταν ξαφνικά ένιωσε μια δυνατή κλωτσιά στα πλευρά του. Δεν μπορούσε να καταλάβει από που του ήρθε, έως ότου κοίταξε δίπλα του και είδε το αγόρι που ήταν πλάι του να αιωρείται πέρα δώθε. Πριν ο Θορ μπορέσει να αντιδράσει, το αγόρι τον ξανακλώτσησε.

Αυτή τη φορά έχασε τη λαβή του, και παραπαίοντας, βρέθηκε να πέφτει προς τα πίσω με την πλάτη. Προσγειώθηκε με την πλάτη μέσα στο άχυρο, σοκαρισμένος, αλλά χωρίς να έχει χτυπήσει.

Ο Θορ στηρίχτηκε στα χέρια και στα γόνατα, πήρε μια ανάσα και κοίταξε γύρω του. Πολλά αγόρια έπεφταν σαν μύγες από τα σχοινιά και προσγειώνονταν στο άχυρο. Κλωτσούσαν ή έσπρωχναν ο ένας τον άλλον, κι’ αν δεν το έκαναν αυτοί, τους κλωτσούσαν οι άντρες του Αργυρού Τάγματος που βρίσκονταν πάνω στον τοίχο. Όσους δεν τους κλωτσούσαν, τους έκοβαν τα σχοινιά, έτσι κι’ αυτοί έπεφταν με φόρα στο άχυρο. Ούτε ένα από τα αγόρια δεν κατάφερε να φτάσει στην κορυφή.

«Όλοι όρθιοι!» φώναξε ο Κολκ. Ο Θορ πετάχτηκε επάνω, όπως έκαναν και οι άλλοι.

«ΣΠΑΘΙΑ!»

Τα αγόρια έτρεξαν σε μια τεράστια βάση στήριξης με ξύλινα σπαθιά. Ο Θορ έτρεξε και άρπαξε ένα, αλλά ξαφνιάστηκε από το βάρος του. Ζύγιζε το διπλάσιο από οποιοδήποτε άλλο όπλο είχε σηκώσει. Μόλις και μετά βίας μπορούσε να το κρατήσει.

«Βαριά σπαθιά, ξεκινήστε!» ακούστηκε μια κραυγή.

Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και είδε τον Έλντεν, εκείνον τον ογκώδη βλάκα που του είχε πρωτοεπιτεθεί όταν είχαν συναντηθεί στη Λεγεώνα. Ο Θορ τον θυμόταν πολύ καλά αφού το πρόσωπό του ακόμα πονούσε από τους μώλωπες που του είχε κάνει ο Έλντεν. Τον πλησίαζε γρήγορα με το σπαθί του ψηλά και άγρια έκφραση στο πρόσωπό του.

Ο Θορ σήκωσε το σπαθί του την τελευταία στιγμή και κατάφερε να μπλοκάρει το χτύπημα του Έλντεν, αλλά το σπαθί ήταν τόσο βαρύ που δύσκολα μπορούσε να το συγκρατήσει. Ο Έλντεν ήταν πιο μεγαλόσωμος και δυνατότερος και κάνοντας μια στροφή κλώτσησε δυνατά τον Θορ στα πλευρά.

Ο Θορ γονάτισε από τον πόνο. Ο Έλντεν ξαναέκανε μια στροφή για να τον χτυπήσει στο πρόσωπο, αλλά ο Θορ κατάφερε να απλώσει το χέρι του και να αποτρέψει το χτύπημα την τελευταία στιγμή. Αλλά ο Έλντεν ήταν πολύ γρήγορος και δυνατός και γυρνώντας πάλι χτύπησε τον Θορ στο πόδι και τον πέταξε κάτω με τα πλευρά.

Ένα μικρό πλήθος αγοριών συγκεντρώθηκε γύρω τους, φωνάζοντας και επευφημώντας καθώς η συμπλοκή τους είχε γίνει το επίκεντρο της προσοχής. Ήταν φανερό ότι όλοι υποστήριζαν τον Έλντεν.

Ο Έλντεν έριξε άλλο ένα χτύπημα με το σπαθί του βάζοντας όλη του τη δύναμη, ενώ ο Θορ κατάφερε την τελευταία στιγμή να κυλιστεί στο πλάι για να αποφύγει το χτύπημα που είχε ως στόχο την πλάτη του. Ο Θορ επωφελήθηκε από μια στιγμή αδράνειας του αντιπάλου του. Γύρισε απότομα και χτύπησε αυτόν τον αγροίκο δυνατά πίσω από το γόνατό του. Ήταν ένα αδύναμο σημείο και το χτύπημα του Θορ ήταν αρκετό να τον κάνει να οπισθοχωρήσει και μετά να πέσει κάτω και να σωριαστεί με τα οπίσθια.

Ο Θορ άρπαξε πάλι την ευκαιρία και σηκώθηκε όρθιος. Ο Έλντεν σηκώθηκε επίσης για την τελική αναμέτρηση με το πρόσωπό του κατακόκκινο και πιο αγριεμένος από πριν.

Ο Θορ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει να στέκεται στο ίδιο μέρος, έτσι μετακινήθηκε και όρμησε. Αλλά αυτό το ξίφος εξάσκησης ήταν φτιαγμένο από ένα περίεργο ξύλο, ήταν υπερβολικά βαρύ και η κίνησή του ήταν προβλέψιμη. Ο Έλντεν το μπλοκάρισε εύκολα και μετά χτύπησε τον Θορ δυνατά στα πλευρά.

Το χτύπημα τον βρήκε σε ευαίσθητο σημείο και ο Θορ, ρίχνοντας το σπαθί του, κυλίστηκε στο έδαφος με κομμένη ανάσα.

Τα άλλα αγόρια φώναζαν με ευχαρίστηση. Ο Θορ κείτονταν εκεί σωριασμένος και άοπλος όταν αισθάνθηκε την άκρη του σπαθιού του Έλντεν να ακουμπά στο κάτω μέρος του λαιμού του.

«Παραδώσου!» απαίτησε ο Έλντεν.

Ο Θορ τον αγριοκοίταξε ενώ ταυτόχρονα ένιωθε στα χείλη του την αλμυρή γεύση από το αίμα του.

«Ποτέ», είπε περιφρονητικά.

Ο Έλντεν έκανε ένα μορφασμό, σήκωσε το σπαθί του και ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει. Ο Θορ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Το χτύπημα ήταν αναπόφευκτο.

Τη στιγμή που το σπαθί κατέβαινε επάνω του, ο Θορ έκλεισε τα μάτια του και συγκεντρώθηκε. Ένιωσε τα πάντα γύρω του να κινούνται σε αργή κίνηση και τον εαυτό του να μεταφέρεται σε άλλη διάσταση. Ξαφνικά, μπορούσε να αισθανθεί την πορεία και την κίνηση του σπαθιού στον αέρα και ζήτησε από το σύμπαν να το σταματήσει.

Ένιωσε μια ζέστη στο σώμα του, ένα μούδιασμα, και έτσι όπως ήταν συγκεντρωμένος αισθάνθηκε ότι κάτι συνέβαινε. Αισθάνθηκε ότι μπορούσε να το ελέγξει.

Ξαφνικά το ξίφος πάγωσε στον αέρα. Είχε καταφέρει να το σταματήσει χρησιμοποιώντας τη δύναμή του.

Καθώς ο Έλντεν κρατούσε το σπαθί ένιωσε μια σύγχυση. Τότε ο Θορ χρησιμοποίησε τη δύναμη του μυαλού του για να αρπάξει και να σφίξει δυνατά τον καρπό του χεριού του Έλντεν. Με το μυαλό του τον έσφιγγε όλο και πιο δυνατά, και μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, ο Έλντεν άφησε μια κραυγή πόνου και πέταξε κάτω το σπαθί του.

Όλα τα αγόρια βουβάθηκαν και στέκονταν παγωμένα κοιτάζοντας τον Θορ με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη.

«Είναι δαίμονας!» φώναξε κάποιος.

«Μάγος!» φώναξε ένας άλλος.

Ο Θορ ήταν καταβεβλημένος. Ο νους του δεν χωρούσε αυτό που είχε κάνει. Αλλά ήξερε ότι δεν ήταν φυσιολογικό. Ένιωθε ταυτόχρονα περήφανος αλλά και αμήχανος, θαρραλέος αλλά και φοβισμένος.

Ο Κολκ έκανε δύο βήματα μπροστά, μπήκε μέσα στον κύκλο, και στάθηκε ανάμεσα στον Θορ και στον Έλντεν.

«Εδώ δεν είναι μέρος για μάγια, όποιος κι’ αν είσαι», κατσάδιασε τον Θορ. Εδώ είναι μέρος για μάχη κι’ εσύ αγνόησες τους κανόνες της μάχης. Θα μετανιώσεις γι’ αυτό που έκανες. Θα σε στείλω σ’ ένα μέρος με πραγματικό κίνδυνο, και τότε θα δούμε αν τα μάγια σου θα μπορέσουν να σε υπερασπισθούν. Θα πας για αναφορά στην φρουρά περιπολίας στο Φαράγγι».

Είχε πέσει απόλυτη σιωπή και όλοι στη Λεγεώνα κοίταζαν με κομμένη την ανάσα. Ο Θορ δεν καταλάβαινε ακριβώς τι σήμαιναν τα λόγια του Κολκ, αλλά καταλάβαινε πως ό,τι κι’ αν ήταν δεν μπορεί να ήταν καλό.

«Δεν μπορείτε να τον στείλετε στο Φαράγγι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ρις. «Είναι πολύ καινούργιος εδώ. Μπορεί να πάθει κακό».

«Θα κάνω ό,τι θέλω, αγόρι μου», είπε ο Κολκ κάνοντας ένα μορφασμό καθώς κοιτούσε τον Ρις. «Ο πατέρας σου δεν είναι τώρα εδώ για να προστατέψει εσένα – ή αυτόν. Και αυτή την Λεγεώνα την διευθύνω εγώ! Καλά θα κάνεις να προσέχεις τα λόγια σου – επειδή ανήκεις στη βασιλική οικογένεια, μην νομίσεις πως μπορείς να ξαναφωνάξεις από την γραμμή σου!»

«Ωραία», είπε ο Ρις. «Τότε θα πάω μαζί του!»

«Το ίδιο κι’ εγώ!» φώναξε και ο Ο’Κόνορ κάνοντας ένα βήμα μπροστά.

Ο Κολκ τους κοίταξε και κούνησε ελαφρά το κεφάλι του.

«Ανόητοι. Δική σας επιλογή. Να πάτε μαζί του αφού το θέλετε».

Ο Κολκ γύρισε και κοίταξε τον Έλντεν. «Μην νομίζεις ότι εσύ θα τη γλιτώσεις τόσο εύκολα», του είπε. «Εσύ ξεκίνησες αυτόν τον καβγά. Και πρέπει κι’ εσύ να πληρώσεις το τίμημα. Θα πας μαζί τους για περιπολία απόψε».

«Όμως, ιππότη μου, δεν μπορείτε να με στείλετε στο Φαράγγι!» διαμαρτυρήθηκε ο Έλντεν με τα μάτια του γεμάτα φόβο. Ήταν η πρώτη φορά που ο Θορ τον είχε δει να φοβάται κάτι.

Ο Κολκ έκανε ένα βήμα μπροστά, πλησίασε τον Έλντεν και έβαλε τα χέρια του στους γοφούς του. «Δεν μπορώ;» είπε. «Όχι μόνο μπορώ να σε στείλω εκεί – μπορώ να σε στείλω κάπου μακριά για πάντα, έξω από αυτή τη Λεγεώνα και στα πιο απόμακρα μέρη του βασιλείου αν συνεχίσεις να μου αντιμιλάς.

Ο Έλντεν έστρεψε αλλού το βλέμμα του. Ήταν πολύ σαστισμένος για να απαντήσει.

«Μήπως θέλει και κανένας άλλος να πάει μαζί τους;» φώναξε ο Κολκ.

Τα άλλα αγόρια, πιο μεγαλόσωμα, πιο μεγάλα και πιο δυνατά, όλοι έστρεψαν τα μάτια τους αλλού με φόβο. Ο Θορ ξεροκατάπιε καθώς κοίταξε τα φοβισμένα πρόσωπα των αγοριών και αναρωτήθηκε πόσο κακό θα μπορούσε να είναι το Φαράγγι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

Ο Θορ βάδιζε σε ένα πολυ-περπατημένο χωματόδρομο έχοντας στο πλάι το τον Ρις, τον Ο’Κόνορ και τον Έλντεν. Και οι τέσσερις δεν είχαν πει κουβέντα ο ένας στον άλλον από την ώρα που ξεκίνησαν – ήταν ακόμα σοκαρισμένοι. Ο Θορ κοίταξε τον Ρις και τον Ο’Κόνορ με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης που δεν είχε ξανανιώσει στη ζωή του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι και οι δυό τους είχαν βάλει τη ζωή τους σε κίνδυνο για χάρη του. Ένιωθε ότι είχε βρει αληθινούς φίλους, περισσότερο και από αδελφούς. Δεν είχε ιδέα τι τους επιφύλασσε το Φαράγγι, αλλά ό,τι κι’ αν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν, χαιρόταν που τους είχε στο πλευρό του.

Προσπαθούσε να μην κοιτάει τον Έλντεν. Τον παρακολουθούσε να κλωτσάει πέτρες, βράζοντας απ’ τον θυμό του και μπορούσε να καταλάβει πόσο θυμωμένος και ταραγμένος ήταν που βρίσκονταν εκεί, στην περιπολία μαζί τους. Αλλά ο Θορ δεν τον λυπόταν. Όπως είχε πει και ο Κολκ, αυτός ήταν που ξεκίνησε όλο αυτό. Και η τιμωρία του άξιζε.

Και οι τέσσερις, μια ετερόκλητη ομάδα, κατηφόριζαν στο δρόμο, ακολουθώντας τις οδηγίες που τους είχαν δοθεί. Περπατούσαν για ώρες, ήταν ήδη αργά το απόγευμα και τα πόδια του Θορ είχαν αρχίσει να βαραίνουν από την κούραση. Εκτός από το ό,τι πεινούσε. Του είχαν δώσει μόνο μια μικρή κούπα με βρασμένο κριθάρι για μεσημεριανό και ήλπιζε εκεί που πήγαιναν να έβρισκαν κάτι να φάνε.

Αλλά είχε μεγαλύτερες ανησυχίες απ’ αυτό. Κοίταζε την καινούργια του πανοπλία και καταλάβαινε ότι δεν θα του την είχαν δώσει αν δεν υπήρχε σοβαρός  λόγος. Πριν ξεκινήσουν, είχαν δώσει και στους τέσσερις καινούργια πανοπλία για ακόλουθους – δερμάτινη και διακοσμημένη με αλυσίδες. Τους είχαν δώσει επίσης κοντά ξίφη από ακατέργαστο μέταλλο – που δεν έμοιαζε καθόλου με το λαμπερό ατσάλι απ’ το οποίο φτιάχνονταν τα σπαθιά των ιπποτών, αλλά σίγουρα ήταν καλύτερα από το τίποτα. Τους έδινε σιγουριά να έχουν ένα κανονικό όπλο στο ζωνάρι τους, εκτός βέβαια από την σφεντόνα του που την είχε πάντα μαζί του. Παρ’ όλα αυτά ήξερε ότι αν επρόκειτο να έρθουν αντιμέτωποι με δύσκολες καταστάσεις απόψε, τα όπλα και η πανοπλία που τους έδωσαν δεν θα ήταν αρκετά. Εύχονταν να είχε μια από τις υπέροχες πανοπλίες που είχαν οι στρατιώτες της Λεγεώνας – μέτρια και μακριά σπαθιά φτιαγμένα από το καλύτερο μέταλλο, κοντά δόρατα, ρόπαλα με καρφιά, στιλέτα, και λογχοπέλεκεις. Αλλά αυτά ήταν για τους στρατιώτες με φήμη και τιμή, γι’ αυτούς που ήταν από φημισμένες οικογένειες και μπορούσαν να καλύψουν το κόστος για όλα αυτά. Και ο Θορ, ο γιος ενός απλού βοσκού, δεν ήταν σίγουρα ένας από αυτούς.

Καθώς κατηφόριζαν στον ατέλειωτο δρόμο προς την μακρινή διχάλα του Φαραγγιού, και βλέποντας το δεύτερο ηλιοβασίλεμα στο βάθος του ορίζοντα και μακριά από τις φιλόξενες πύρες της Αυλής του Βασιλιά, ο Θορ δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται ότι όλο αυτό ήταν δικό του σφάλμα. Για κάποιο λόγο, μερικά μέλη της Λεγεώνας φαίνονταν ότι τον αντιπαθούσαν σε σημείο να μην αντέχουν την παρουσία του. Όμως όλα αυτά δεν είχαν νόημα και έκαναν την καρδιά του να βυθίζεται στη θλίψη. Όλη του τη ζωή δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να γίνει μέλος της Λεγεώνας. Τώρα ένιωθε ότι είχε μπει απρόσκλητος, ότι είχε κάνει ζαβολιά. Θα γινόταν ποτέ στ’ αλήθεια αποδεκτός από τα μέλη της Λεγεώνας;

Και τώρα, εκτός απ’ όλα τα άλλα, τον είχαν απομονώσει στέλνοντάς τον σε υπηρεσία μακριά στο Φαράγγι. Δεν ήταν εκείνος που είχε ξεκινήσει τον καβγά και όταν χρησιμοποίησε τις δυνάμεις του, όποιες κι’ αν ήταν αυτές, δεν το είχε κάνει επίτηδες. Ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει αυτές τις δυνάμεις. Δεν ήξερε από που έρχονταν, πώς μπορούσε να τις κάνει να εμφανιστούν ή πώς να τις κάνει να σταματήσουν. Δεν θα έπρεπε να τον τιμωρήσουν γι’ αυτό.

Ο Θορ δεν είχε ιδέα για το τι σήμαινε υπηρεσία στο Φαράγγι, αλλά κρίνοντας από την έκφραση των άλλων, ήταν σαφές ότι δεν ήταν κάτι που θα ήθελαν να κάνουν. Αναρωτιόταν αν τον έστελναν μακριά απλώς για να σκοτωθεί, κι’ αν αυτός ήταν ο δικός τους τρόπος για να τον εξαναγκάσουν να φύγει από την Λεγεώνα. Αλλά ήταν αποφασισμένος να μην υποχωρήσει.

«Πόσο πιο μακριά μπορεί να είναι το Φαράγγι;» ρώτησε ο Ο’Κόνορ, σπάζοντας τη σιωπή.

«Όχι πολύ μακριά», απάντησε ο Έλντεν. «Δεν θα ήμασταν εδώ αν δεν ήταν ο Θορ».

«Εσύ όμως άρχισες τον καβγά, θυμάσαι;» τον διέκοψε ο Ρις.

«Εγώ όμως πάλεψα καθαρά, αυτός όμως όχι», διαμαρτυρήθηκε ο Έλντεν. «Επιπλέον του άξιζε».

«Γιατί;» ρώτησε ο Θορ, θέλοντας να μάθει την απάντηση που τον έκαιγε μέσα του για ώρες. «Γιατί το άξιζα;»

«Γιατί εσύ δεν ανήκεις εδώ, μαζί μας. Εσύ έκλεψες τη θέση σου στη Λεγεώνα. Εμείς οι υπόλοιποι επιλεχθήκαμε. Εσύ πάλεψες με τους φρουρούς για να μπεις».

«Αλλά αυτός ακριβώς δεν είναι και ο σκοπός της Λεγεώνας; Να δίνεις μάχες;» απάντησε ο Ρις. Εγώ θα υποστήριζα ότι ο Θορ αξίζει τη θέση του περισσότερο απ’ όσο όλοι εμείς. Εμάς απλώς μας επέλεξαν. Αυτός έδωσε αγώνες και πάλεψε για να πετύχει κάτι που δεν του είχε δοθεί».

Ο Έλντεν ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία.

«Οι κανόνες είναι κανόνες. Δεν τον επέλεξαν και δεν θα έπρεπε να είναι μαζί μας. Αυτός είναι ο λόγος που προκάλεσα τον καβγά».

«Λοιπόν, δεν πρόκειται να με κάνεις να φύγω», απάντησε ο Θορ, με την φωνή του να τρέμει ελαφρά, αλλά αποφασισμένος να γίνει αποδεκτός.

«Αυτό θα το δούμε», μουρμούρισε με κακία ο Έλντεν.

«Τι ακριβώς εννοείς μ’ αυτό;» τον ρώτησε ο Ο’ Κόνορ.

Ο Έλντεν όμως δεν ήταν διατεθειμένος να πει τίποτα άλλο, αλλά συνέχισε να περπατάει σιωπηλά. Το στομάχι του Θορ σφίχτηκε. Δεν μπορούσε να αποφύγει την αίσθηση ότι είχε κάνει πάρα πολλούς εχθρούς, αν και δεν καταλάβαινε το γιατί. Δεν του άρεσε αυτό το συναίσθημα.

«Μην του δίνεις σημασία», του είπε ο Ρις δυνατά, για να τον ακούσουν και οι άλλοι. «Δεν έκανες κάτι λάθος. Σε έστειλαν για υπηρεσία στο Φαράγγι επειδή βλέπουν τις δυνατότητές σου. Θέλουν να σε κάνουν πιο σκληρό, αλλιώς δεν θα ασχολούνταν μαζί σου. Επίσης, τους έχεις μπει στο μάτι επειδή ο πατέρας μου σε ξεχώρισε. Αυτό είναι όλο».

«Αλλά τι ακριβώς είναι η υπηρεσία στο Φαράγγι;» ρώτησε ο Θορ.

Ο Ρις ξερόβηξε, φανερώνοντας την ανησυχία του.

«Εγώ ποτέ δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο. Αλλά έχω ακούσει ιστορίες από τα πιο μεγάλα παιδιά και από τα αδέλφια μου. Είναι υπηρεσία περιπολίας. Αλλά στην άλλη πλευρά του Φαραγγιού».

«Στην άλλη πλευρά;» ρώτησε ο Ο’Κόνορ με τρόμο στη φωνή του.

«Τι εννοείς ‘στην άλλη πλευρά’;» ρώτησε ο Θορ μην καταλαβαίνοντας.

Ο Ρις τον κοίταξε ερευνητικά.

«Δεν έχεις πάει ποτέ στο Φαράγγι;»

Ο Θορ μπορούσε να αισθανθεί τα βλέμματα των άλλων επάνω του και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, νιώθοντας περίεργα.

«Αστειεύεσαι;» είπε ο Έλντεν κοφτά.

«Αλήθεια;» συνέχισε ο Ο’Κόνορ. «Ούτε μια φορά στη ζωή σου;»

Ο Θορ κούνησε ξανά το κεφάλι του αρνητικά και κοκκίνισε. «Ο πατέρας μου δεν μας πήγαινε ποτέ πουθενά. Όμως έχω ακούσει γι’ αυτό».

«Εσύ τότε μπορεί να μην έχεις βγει ποτέ έξω από το χωριό σου, αγόρι μου», είπε ο Έλντεν. «Έχεις βγει;»

Ο Θορ ανασήκωσε τους ώμους του σιωπηλά. Δεν ήταν προφανές;

«Δεν έχει βγει» πρόσθεσε ο Έλντεν με δυσπιστία. «Απίστευτο».

«Σκάσε», είπε ο Ρις. «Άστον ήσυχο. Αυτό δεν σε κάνει καλύτερο απ’ αυτόν».

Ο Έλντεν κοίταξε τον Ρις σαρκαστικά και σήκωσε το χέρι του ως το θηκάρι του σπαθιού του, αλλά μετά το άφησε πάλι. Προφανώς, αν και ήταν πιο μεγαλόσωμος από τον Ρις, δεν ήθελε να προκαλέσει τον γιο του βασιλιά.

«Το Φαράγγι είναι το μόνο πράγμα που κρατάει το βασίλειό μας του Δαχτυλιδιού ασφαλές», εξήγησε ο Ρις. «Τίποτα άλλο δεν υπάρχει ανάμεσα σε εμάς και στις ορδές του υπόλοιπου κόσμου. Αν οι βάρβαροι της φυλής των Αγρίων κατάφερναν να το παραβιάσουν, θα είχαμε τελειώσει όλοι. Όλος ο λαός μέσα στο Δακτυλίδι έχει εναποθέσει τις ελπίδες του σε εμάς, τους στρατιώτες του Βασιλιά, για να τους προστατέψουμε. Έχουμε περιπολίες που το φρουρούνε συνεχώς – οι περισσότερες από αυτήν την πλευρά, και μερικές φορές και από την άλλη. Υπάρχει μόνο μια γέφυρα που περνάει απέναντι, μόνο μια δίοδος προς τα μέσα και  προς τα έξω, ενώ οι καλύτεροι άντρες του Αργυρού Τάγματος την φρουρούν συνεχώς και παρακολουθούν τα πάντα όλο το εικοσιτετράωρο.

Ο Θορ άκουγε για το Φαράγγι όλη του τη ζωή. Είχε ακούσει φριχτές ιστορίες για όλα το κακό που παραμόνευε στην άλλη πλευρά, την τεράστια αυτοκρατορία του κακού που περιέβαλε το Δακτυλίδι, και για το πόσο κοντά στον τρόμο βρίσκονταν όλοι τους. Αυτός ήταν ένας λόγος που ήθελε να μπει στη Λεγεώνα του Βασιλιά – για να προστατέψει την οικογένειά του και το βασίλειό του. Απεχθάνονταν τη ιδέα ότι άλλοι άντρες βρίσκονταν εκεί έξω για να τον προστατεύουν συνεχώς, ενώ αυτός ζούσε άνετα μέσα στην ασφάλεια του βασιλείου. Ήθελε να συμβάλλει με τις υπηρεσίες του και να βοηθήσει στο να κρατηθούν μακριά οι ορδές του κακού. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχε πιο γενναία πράξη από την πράξη των αντρών εκείνων που φύλαγαν το πέρασμα στο Φαράγγι.

«Το Φαράγγι είναι ένα μίλι σε πλάτος και περιβάλλει ολόκληρο το Δακτυλίδι», εξήγησε ο Ρις. «Δεν είναι εύκολο να παραβιαστεί, αλλά, φυσικά, οι άντρες μας δεν είναι η μόνη δύναμη που κρατάει τις ορδές μακριά. Υπάρχουν εκατομμύρια πλάσματα εκεί έξω, και αν ήθελαν να περάσουν το Φαράγγι, μόνο και με την απλή δύναμη της θέλησής τους, θα μπορούσαν να το κάνουν σε μια στιγμή. Οι άντρες μας είναι μόνο βοηθητικοί στην ενέργεια της ασπίδας του Φαραγγιού. Η πραγματική δύναμη που κρατάει όλους αυτούς μακριά είναι η δύναμη του Σπαθιού».

Ο Θορ γύρισε και τον κοίταξε. «Του Σπαθιού;»

Ο Ρις του ανταπέδωσε το βλέμμα του.

«Το Σπαθί του Πεπρωμένου. Ξέρεις τον θρύλο;»

«Είναι πολύ πιθανόν ότι αυτός ο άξεστος χωριάτης δεν τον έχει ποτέ ακούσει», πετάχτηκε ο Έλντεν.

«Φυσικά και τον ξέρω», του απάντησε αμέσως ο Θορ υπερασπίζοντας τον εαυτό του. Όχι μόνο τον ήξερε, αλλά είχε περάσει πολλές ημέρες της ζωής του με αυτή τη σκέψη. Πάντα ήθελε να το δει. Το θρυλικό Σπαθί του Πεπρωμένου, το μαγικό σπαθί του οποίου η ενέργεια προστάτευε το Δακτυλίδι, κάλυπτε το Φαράγγι με μια ισχυρή δύναμη που προστάτευε το Δακτυλίδι από τους εισβολείς.

«Το Σπαθί βρίσκεται στην Αυλή του Βασιλιά;» ρώτησε ο Θορ.

Ο Ρις κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

«Βρίσκεται ανάμεσα στην βασιλική οικογένεια για πολλές γενιές. Χωρίς αυτό το βασίλειο δεν θα υπήρχε – θα το είχαν ήδη καταλάβει».

«Αν προστατευόμαστε από το Σπαθί, γιατί πρέπει να γίνονται περιπολίες στο Φαράγγι;» ρώτησε ο Θορ.

Το Σπαθί αποτρέπει μόνο τις μεγάλες απειλές», εξήγησε ο Ρις. «Ένα μικρό και μεμονωμένο διαβολικό πλάσμα μπορεί να ξεγλιστρήσει που και που. Γι’ αυτό είναι αναγκαίοι οι φρουροί μας. Ένα μεμονωμένο άτομο, ή ένα γκρουπ από αυτούς, θα μπορούσαν να διασχίσουν το Φαράγγι, τολμώντας να περάσουν τη γέφυρα, ή να ενεργήσουν στα κρυφά και να κατέβουν τα τείχη του Φαραγγιού από την μια πλευρά και να τα ανέβουν από την άλλη. Η δική μας δουλειά είναι να τους κρατάμε μακριά. Ακόμα και ένα πλάσμα από αυτούς έχει τη δύναμη να κάνει μεγάλη ζημιά. Πριν από χρόνια, ένας από αυτούς κατάφερε να ξεγλιστρήσει και να μπει μέσα και δολοφόνησε τα μισά παιδιά ενός χωριού πριν καταφέρουν να τον πιάσουν. Το Σπαθί κάνει τον όγκο της δουλειάς, αλλά ο στρατός είναι ένα αναντικατάστατο στοιχείο».

Ο Θορ τα άκουγε όλα αυτά και αναρωτιόταν. Το Φαράγγι φαινόταν τόσο τεράστιο, και το έργο τους τόσο σημαντικό που σχεδόν δεν πίστευε ότι θα συμμετείχε σε κάτι τόσο σπουδαίο.

«Αλλά, παρ’ όλα αυτά που σας είπα, δεν σας έχω εξηγήσει τα πάντα», είπε ο Ρις. «Υπάρχουν κι’ άλλα στο Φαράγγι πέρα απ’ αυτά που ακούσατε», συνέχισε ο Ρις και σώπασε.

Ο Θορ τον κοίταξε και είδε κάτι σαν φόβο ή θαυμασμό στα μάτια του.

«Πώς να σας το εξηγήσω;» είπε ο Ρις, προσπαθώντας να βρει τα κατάλληλα λόγια. Ξερόβηξε και συνέχισε. «Το Φαράγγι είναι πολύ πιο μεγάλο από το βασίλειό μας. Το Φαράγγι είναι..».

«Το Φαράγγι είναι ένα μέρος για άντρες», ακούστηκε μια φωνή.

Όλοι γύρισαν προς τον ήχο της φωνής, αλλά και τον καλπασμό ενός αλόγου.

Τα μάτια του Θορ άνοιξαν διάπλατα. Καλπάζοντας δίπλα του, στολισμένος με την αλυσόπλεκτη πανοπλία του και τα γυαλιστερά όπλα του να κρέμονται στο πλάι ενός απίστευτα όμορφου αλόγου, στεκόταν ο Έρεκ. Τους χαμογέλασε, αλλά κράτησε τα μάτια του καρφωμένα στον Θορ.

Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε σοκαρισμένος.

«Εδώ είναι το μέρος που θα σε κάνει άντρα..», πρόσθεσε ο Έρεκ, «…αν δεν είσαι ήδη».

Ο Θορ δεν είχε ξαναδεί τον Έρεκ από την ημέρα της κονταρομαχίας και ένιωσε μεγάλη ανακούφιση με την παρουσία του, με το ό,τι είχαν έναν πραγματικό ιππότη εκεί ανάμεσά τους, καθώς κατευθύνονταν προς το Φαράγγι – και πόσο μάλλον τον ίδιο τον Έρεκ. Ο Θορ ένιωθε ανίκητος τώρα που τον είχε κοντά του και προσευχήθηκε να έρχονταν μαζί τους.

«Τι κάνετε εσείς εδώ;» ρώτησε ο Θορ. «Μας συνοδεύετε;» ρώτησε ελπίζοντας να μην ακουγόταν πολύ ενθουσιασμένος.

Ο Έρεκ έγειρε προς τα πίσω και γέλασε.

«Μην ανησυχείς, νεαρέ μου», του είπε. «Θα έρθω μαζί σας».

«Στ’ αλήθεια;» ρώτησε ο Ρις.

«Είναι παράδοση ένα μέλος του Αργυρού Τάγματος να συνοδεύει τα μέλη της Λεγεώνας στην πρώτη τους περιπολία. Εγώ ήρθα εθελοντικά».

Ο Έρεκ γύρισε και κοίταξε τον Θορ.

«Στο κάτω κάτω, εσύ με βοήθησες χθες».

Ο Θορ ένιωσε μια ζεστασιά στην καρδιά του, που είχε αναθαρρήσει από την παρουσία του Έρεκ. Ένιωσε επίσης ότι είχε ανέβει στα μάτια των φίλων του. Βρίσκονταν εδώ, συνοδευόμενος από τον πιο σπουδαίο ιππότη του βασιλείου, καθώς κατευθύνονταν προς το Φαράγγι. Ο περισσότερος φόβος του είχε ήδη εξαφανιστεί.

«Φυσικά, δεν θα έλθω μαζί σας στην περιπολία..», πρόσθεσε ο Έρεκ, «… αλλά θα προπορεύομαι όταν θα περνάτε τη γέφυρα και μέχρι να φτάσετε στο στρατόπεδο. Το δικό σας καθήκον θα είναι να τολμήσετε να βγείτε μόνοι σας στην περιπολία από εκεί».

«Είναι μεγάλη μας τιμή, ιππότη μου», είπε ο Ρις.

«Σας ευχαριστούμε», είπαν μαζί ο Ο’Κόνορ και ο Έλντεν.

Ο Έρεκ ξανακοίταξε τον Θορ και χαμογέλασε.

«Στο κάτω κάτω, αν πρόκειται τώρα να είσαι ο πρώτος ακόλουθός μου, δεν μπορεί να σ’ αφήσω να πεθάνεις από τώρα».

«Ο πρώτος;» ρώτησε ο Θορ με την καρδιά του να σκιρτάει.

«Ο Φέιθγκολντ έσπασε το πόδι του στις κονταρομαχίες. Θα χρειαστεί τουλάχιστον οκτώ εβδομάδες για ανάρρωση. Τώρα θα είσαι εσύ ο πρώτος μου ακόλουθος. Και φυσικά μπορεί να αρχίσουμε την εκπαίδευση, εντάξει;»

«Φυσικά, ιππότη μου», απάντησε ο Θορ.

Το μυαλό του Θορ ήταν σαν ζαλισμένο. Για πρώτη φορά μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, αισθάνθηκε ότι η τύχη είχε γυρίσει με το μέρος του. Ένιωθε ότι είχε προσπεράσει όλους τους φίλους του.

Και οι πέντε συνέχισαν το δρόμο τους κατευθυνόμενοι προς τα δυτικά βλέποντας τον ήλιο που έδυε. Ο Έρεκ πήγαινε αργά αργά δίπλα τους πάνω στο άλογό του.

«Υποθέτω ότι έχετε πάει στο Φαράγγι, ιππότη μου;» ρώτησε ο Θορ.

«Πολλές φορές», απάντησε ο Έρεκ. «Στην πραγματικότητα, έκανα την πρώτη μου περιπολία όταν ήμουν στην ηλικία σου».

«Και πώς σας φάνηκε;» ρώτησε ο Ρις.

Και τα τέσσερα αγόρια γύρισαν και κοίταξαν τον Έρεκ περιμένοντας την απάντησή τους και νιώθοντας εκστασιασμένα. Ο Έρεκ συνέχισε την έφιππη πορεία του για λίγο χωρίς να μιλάει, ενώ κοίταζε ευθεία μπροστά σφίγγοντας το σαγόνι του.

«Η πρώτη σας φορά είναι μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσετε ποτέ. Είναι δύσκολο να σας το εξηγήσω. Αυτό εδώ είναι ένα παράξενο, μυστικιστικό και όμορφο μέρος. Από την άλλη πλευρά του βρίσκονται κίνδυνοι που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Η γέφυρα για να περάσετε απέναντι έχει μεγάλο μήκος και απότομες κλίσεις. Υπάρχουν πολλοί από εμάς που κάνουν περιπολία – αλλά πάντα νιώθεις μόνος. Η φύση σε όλο της το μεγαλείο. Εξαναγκάζει τον άνθρωπο να μπει στη σκιά της. Οι άντρες του βασιλείου μας κάνουν εδώ περιπολίες για εκατοντάδες χρόνια. Υπάρχει μια τελετουργία στο πέρασμα απέναντι. Δεν μπορείς να κατανοήσεις πλήρως τον κίνδυνο χωρίς αυτή και δεν μπορείς να γίνεις ιππότης χωρίς αυτή».

Λέγοντας αυτά ξανασώπασε. Τα τέσσερα αγόρια κοίταξαν ο ένας τον άλλον με αμηχανία.

«Θα πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε κάποιου είδους εχθροπραξίες απέναντι;» ρώτησε ο Θορ.

Ο Έρεκ ανασήκωσε τους ώμους του.

«Οτιδήποτε μπορεί να συμβεί όταν φτάσετε στην πλευρά των Αγρίων. Όχι κάτι πολύ πιθανό. Αλλά μπορεί να συμβεί».

Vanusepiirang:
16+
Ilmumiskuupäev Litres'is:
10 september 2019
Objętość:
344 lk 8 illustratsiooni
ISBN:
9781632913234
Allalaadimise formaat:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip
Esimene raamat sarjas "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Kõik sarja raamatud