Loe raamatut: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », lehekülg 12

Font:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17

Ο Θορ, ο Ρις, ο Ο’Κόνορ, ο Έλντεν και ο Έρεκ κάθονταν όλοι στο έδαφος σχηματίζοντας ένα κύκλο γύρω από μια λαμπερή φωτιά. Και οι πέντε κάθονταν σκυθρωποί και σιωπηλοί, ενώ ο Θορ ήταν έκπληκτος που έκανε τόσο κρύο σε μια καλοκαιρινή βραδιά. Αυτό το φαράγγι είχε κάτι παράξενο. Υπήρχαν ψυχροί, μυστηριώδεις άνεμοι που στροβίλιζαν γύρω τους και τους ένιωθε στην ραχοκοκαλιά του, ενώ όταν ανακατεύονταν με την ομίχλη, η οποία δεν διαλύονταν ποτέ, τότε ένιωθε την υγρασία ως τα κόκαλά του. Έσκυψε ελαφρά μπροστά και έτριψε τα χέρια του στη ζέστη της φωτιάς, χωρίς, όμως, να καταφέρει να τα ζεστάνει.

Ο Θορ μασούσε ένα κομμάτι ξερό κρέας που του είχαν δώσει οι άλλοι. Ήταν σκληρό και αλμυρό, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, του φαίνονταν χορταστικό. Ο Έρεκ άπλωσε το χέρι του και του έδωσε κάτι. Ήταν ένας ασκός και το υγρό που είχε μέσα ακουγόταν όταν το κουνούσε. Κατά περίεργο τρόπο ήταν ιδιαίτερα βαρύ καθώς το σήκωσε ως τα χείλη του και το υγρό γέμιζε το πίσω μέρος του στόματός του για αρκετή ώρα. Για πρώτη φορά εκείνη τη βραδιά, ένιωσε το σώμα του να ζεσταίνεται.

Όλοι ήταν σιωπηλοί και κοίταζαν τις φλόγες. Ο Θορ ένιωθε ακόμα ένταση. Βρίσκονταν σ’ αυτή την πλευρά του Φαραγγιού, σε εχθρικό έδαφος, αισθανόταν ότι έπρεπε να βρίσκεται στην περιφρούρηση ανά πάσα στιγμή, και θαύμαζε την ηρεμία του Έρεκ που έμοιαζε σαν να κάθονταν στην αυλή του σπιτιού του. Ο Θορ ένιωθε ανακούφιση που τουλάχιστον είχαν φύγει από την περιοχή των Αγρίων, είχαν ξαναβρεί τον Έρεκ και κάθονταν γύρω από μια φωτιά που τους ηρεμούσε. Ο Έρεκ παρακολουθούσε άγρυπνα την άκρη του δάσους, πρόσεχε και τον παραμικρό θόρυβο, αλλά ήταν χαλαρός και σίγουρος για τον εαυτό του. Ο Θορ ήξερε ότι αν τυχόν εμφανίζονταν κάποιος κίνδυνος, ο Έρεκ θα τους προστάτευε όλους.

Ο Θορ αισθάνονταν ευχαριστημένος που βρίσκονταν γύρω από τη φωτιά. Κοίταξε γύρω του και είδε ότι και οι άλλοι ήταν το ίδιο ευχαριστημένοι, εκτός, φυσικά από τον Έλντεν που ήταν σκυθρωπός από την ώρα που είχαν γυρίσει από το δάσος. Είχε χάσει το υπεροπτικό ύφος που είχε νωρίτερα εκείνη την ημέρα και κάθονταν εκεί με ξινισμένη φάτσα και χωρίς το σπαθί του. Οι αρχηγοί δεν θα του συγχωρούσαν τέτοιο σφάλμα – θα τον έδιωχναν από την Λεγεώνα μόλις επέστρεφαν. Αναρωτιόταν τι θα έκανε ο Έλντεν. Είχε ένα προαίσθημα ότι δεν θα τα παρατούσε τόσο εύκολα, ότι θα έβρισκε κάποιο κόλπο, ένα σχέδιο για έκτακτες περιπτώσεις, έναν άσο στο μανίκι του – και καταλάβαινε πως ό,τι κι’ αν ήταν, δεν θα ήταν κάτι καλό.

Ο Θορ γύρισε και παρακολούθησε το βλέμμα του Έρεκ που κοίταζε στο βάθος του ορίζοντα προς το νότιο μέρος. Μια αμυδρή λάμψη, μια ατέλειωτη γραμμή, όσο έπιανε το μάτι του, φώτιζε τον ουρανό. Ο Θορ αναρωτήθηκε.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε τελικά τον Έρεκ. «Εκείνη η λάμψη. Αυτή που κοιτάζεις συνεχώς».

Ο Έρεκ έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα, ενώ ο μόνος ήχος που ακούγονταν ήταν οι ριπές του ανέμου. Τελικά χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του είπε: «Οι Γκόραλς».

Ο Θορ αντάλλαξε μια ματιά με τους άλλους που έμοιαζαν φοβισμένοι. Το στομάχι του Θορ σφίχτηκε μ’ αυτή τη σκέψη. Οι Γκόραλς. Τόσο κοντά. Δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσά τους εκτός από ένα απλό δάσος και μια τεράστια πεδιάδα. Δεν υπήρχε πια το μεγάλο Φαράγγι που τους χώριζε και τους κρατούσε ασφαλείς. Όλη του τη ζωή άκουγε ιστορίες γι’ αυτούς τους βίαιους βάρβαρους από τη φυλή των Αγρίων που μόνη τους φιλοδοξία ήταν να επιτεθούν στο Δακτυλίδι. Και τώρα δεν τους χώριζε τίποτα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσοι πολλοί ήταν. Ήταν ένας τεράστιος στρατός εν αναμονή.

«Δεν φοβάστε;» ο Θορ ρώτησε τον Έρεκ.

Ο Έρεκ κούνησε το κεφάλι του.

«Οι Γκόραλς κινούνται σαν ένα σώμα. Ο στρατός τους κατασκηνώνει εκεί έξω κάθε βράδυ. Το κάνουν επί χρόνια. Θα επιτίθονταν στο Φαράγγι μόνο αν κινητοποιούσαν ολόκληρο τον στρατό τους και θα επιτίθονταν σαν ένα σώμα. Αλλά δεν τολμούν να το κάνουν. Η δύναμη του Σπαθιού ενεργεί σαν προστατευτική ασπίδα. Ξέρουν ότι δεν μπορούν να περάσουν απ’ αυτό».

«Τότε λοιπόν γιατί κατασκηνώνουν εκεί;» ρώτησε ο Θορ.

«Είναι ο τρόπος τους να φοβίζουν τους εχθρούς τους και να προετοιμάζονται. Πολλές φορές στην ιστορία του Βασιλείου μας, στην εποχή των πατεράδων μας, είχαν επιτεθεί και προσπάθησαν να περάσουν το Φαράγγι. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί όσο ζω.

Ο Θορ κοίταξε τον μαύρο ουρανό με τα κίτρινα, μπλε, και πορτοκαλί αστέρια να τρεμοπαίζουν εκεί ψηλά και αναρωτήθηκε. Αυτή η πλευρά του Φαραγγιού ήταν ένα μέρος γεμάτο εφιάλτες που ήταν πάντα εκεί από τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα. Η σκέψη αυτή τον έκανε να νιώσει φόβο, αλλά την έδιωξε από το μυαλό του. Τώρα, ήταν μέλος της Λεγεώνας και η συμπεριφορά του έπρεπε να είναι ανάλογη.

«Μην ανησυχείς», του είπε ο Έρεκ σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του. «Δεν θα μας επιτεθούν όσο έχουμε το Σπαθί του Πεπρωμένου».

«Το έχεις κρατήσει ποτέ;» τον ρώτησε ο Θορ με περιέργεια.

«Το Σπαθί;» Φυσικά, όχι, του απάντησε κοφτά ο Έρεκ. «Κανείς εκτός από τους απογόνους του Βασιλιά δεν επιτρέπεται να το αγγίξει».

Ο Θορ τον κοίταξε με απορία.

«Δεν καταλαβαίνω. Γιατί;»

Ο Ρις ξερόβηξε.

«Μου επιτρέπετε;» παρενέβη.

Ο Έρεκ του έγνεψε καταφατικά.

«Υπάρχει ένας θρύλος για το Σπαθί. Στην πραγματικότητα δεν το έχει υψώσει ποτέ κανένας. Ο θρύλος λέει ότι ένας άντρας, ο εκλεκτός, θα μπορέσει να το σηκώσει. Μόνο ο Βασιλιάς επιτρέπεται να δοκιμάσει ή κάποιος από τους απογόνους του Βασιλιά όταν ανακηρυχθεί Βασιλιάς ο ίδιος. Έτσι μένει εκεί, ανέγγιχτο».

«Και ο τωρινός Βασιλιάς; Ο πατέρας σου;» ρώτησε ο Θορ. «Δεν μπορεί να προσπαθήσει;»

Ο Ρις χαμήλωσε τα μάτια του.

«Δοκίμασε μια φορά. Όταν στέφθηκε βασιλιάς. Έτσι μας λέει. Αλλά δεν μπόρεσε να το σηκώσει. Έτσι μένει εκεί σαν ένα αντικείμενο αποδοκιμασίας γι’ αυτόν. Το μισεί. Τον βαραίνει σαν να είναι κάτι ζωντανό».

«Όταν θα φτάσει ο εκλεκτός..», πρόσθεσε ο Ρις, «…θα ελευθερώσει το Δακτυλίδι από τους εχθρούς που υπάρχουν ολόγυρα και θα μας καθοδηγήσει σε ένα σπουδαίο πεπρωμένο καλύτερο απ’ ό,τι έχουμε γνωρίζει ως τώρα. Όλοι οι πόλεμοι θα τελειώσουν».

«Παραμύθια και βλακείες», διέκοψε ο Έλντεν. «Αυτό το Σπαθί δεν πρόκειται να το σηκώσει κανένας. Είναι πολύ βαρύ. Είναι αδύνατο να το σηκώσουν. Και δεν υπάρχει ‘ο εκλεκτός’ για να ενισχύσει το φρόνημα των ΜακΓκιλ. Είναι ένας πολύ βολικός θρύλος γι’ αυτούς».

«Βούλωστο!» τον έκοψε ο Έρεκ. «Και να μιλάς πάντα με σεβασμό για τον Βασιλιά σου».

Ο Έλντεν κατέβασε τα μάτια του, ταπεινωμένος.

Ο Θορ σκεφτόταν όλα όσα είχαν ειπωθεί και προσπαθούσε να τα καταλάβει. Ξαφνικά, το μυαλό του είχε τόσα πολλά πράγματα να επεξεργαστεί. Όλη του τη ζωή ονειρευόταν να δει το Σπαθί του Πεπρωμένου. Είχε ακούσει ιστορίες για το τέλειο σχήμα του. Οι φήμες έλεγαν ότι είχε κατασκευαστεί από υλικό που κανείς δεν καταλάβαινε τι ήταν – έλεγαν ότι ήταν ένα μαγικό όπλο. Ο Θορ αναρωτήθηκε τι θα γίνονταν αν δεν είχαν το Σπαθί να τους προστατεύει. Μήπως ο στρατός του Βασιλιά θα κατατροπώνονταν από την Αυτοκρατορία; Ο Θορ κοίταξε τις φωτιές που έλαμπαν στο βάθος του ορίζοντα. Φαινόταν να απλώνονται ως την αιωνιότητα.

«Έχετε πάει ποτέ εκεί πέρα;» ο Θορ ρώτησε τον Έρεκ. «Μακριά εκεί έξω; Πέρα από το δάσος; Στην περιοχή των Αγρίων;»

Οι άλλοι γύρισαν και κοίταξαν τον Έρεκ, καθώς ο Θορ περίμενε ανυπόμονα την απάντησή του. Μέσα στην απόλυτη σιωπή, ο Έρεκ κοίταζε τις φλόγες για πολλή ώρα – τόση πολλή που ο Θορ άρχισε να αμφιβάλει αν θα απαντούσε ποτέ. Ο Θορ ήλπιζε να μην τον είχε ζαλίσει. Ένιωθε τόση ευγνωμοσύνη και υποχρέωση στον Έρεκ που σίγουρα δεν ήθελε να τον νευριάσει. Επί πλέον, ο Θορ δεν ήταν σίγουρος ότι ήθελε να μάθει την απάντηση.

Ακριβώς τη στιγμή που ο Θορ εύχονταν να μπορούσε να πάρει πίσω την ερώτησή του, ο Έρεκ απάντησε.

«Ναι», είπε σοβαρά.

Αυτή η μία και μόνη λέξη του παρέμεινε να πλανάται στον αέρα για πολλή ώρα, και μέσα στη σιωπή, ο Θορ αντιλήφθηκε την σοβαρότητά της που ήταν η απάντηση σε ό,τι ήθελε να μάθει.

«Και πώς είναι εκεί έξω;» ρώτησε ο Ο’Κόνορ.

Ο Θορ ένιωσε ανακούφιση που δεν ήταν ο μόνος που έκανε ερωτήσεις.

«Όλα ελέγχονται από μια σκληρή αυτοκρατορία», είπε ο Έρεκ. «Αλλά η χώρα είναι τεράστια και με πολλές διαφορές. Υπάρχει η χώρα των βαρβάρων, των σκλάβων, και των τεράτων. Τέρατα που όμοιά τους δεν μπορείτε να φανταστείτε. Και υπάρχουν έρημοι, βουνά και λόφοι όσο μακριά μπορεί να δει το μάτι σας. Υπάρχουν επίσης έλη και βάλτοι και ένας τεράστιος ωκεανός. Υπάρχει η χώρα των Δρυίδων. Και η χώρα των Δράκων».

Τα μάτια του Θορ άνοιξαν διάπλατα.

«Δράκοι;» ρώτησε έκπληκτος. «Νόμιζα πως δεν υπήρχαν».

Ο Έρεκ τον κοίταξε με μεγάλη σοβαρότητα.

«Σε διαβεβαιώ, υπάρχουν. Και εκεί είναι ένα μέρος που δεν θα ήθελες ποτέ να πας. Ένα μέρος που φοβούνται ακόμα και οι Γκόραλς».

Ο Θορ ξεροκατάπιε με αυτή τη σκέψη. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα τολμούσε ποτέ να φτάσει τόσο βαθιά στον κόσμο. Αναρωτιόταν αν ο Έρεκ είχε καταφέρει να φτάσει ποτέ εκεί και να γυρίσει ζωντανός. Έβαλε μια σημείωση στο μυαλό του να τον ρωτούσε κάποια άλλη φορά.

Είχε τόσες πολλές ερωτήσεις που θα ήθελε να του κάνει – για την φύση της διαβολικής αυτοκρατορίας και ποιος την κυβερνούσε, γιατί ήθελαν να τους επιτεθούν, πότε ο Έρεκ είχε πάει ως εκεί, και πότε γύρισε. Αλλά καθώς ο Θορ κοίταζε τις φλόγες ένιωσε ότι έκανε περισσότερο κρύο και το σκοτάδι είχε γίνει πιο πυκνό, οι ερωτήσεις στριφογύριζαν στο μυαλό του και αισθάνθηκε τα μάτια του να βαραίνουν. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να κάνει κι’ άλλες ερωτήσεις.

Αντιθέτως, άφησε τον ύπνο να τον πάει μακριά. Έβαλε το κεφάλι του στο έδαφος και πριν τα μάτια του κλείσουν για καλά, έριξε μια ματιά σ’ αυτό το ξένο μέρος και αναρωτήθηκε πότε, ή αν, θα επέστρεφε ποτέ στον τόπο του.

Ο Θορ άνοιξε τα μάτια του. Ήταν μπερδεμένος και αναρωτήθηκε πώς είχε φτάσει εκεί. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε πυκνή ομίχλη να φτάνει ως την μέση του, τόσο πυκνή που δεν μπορούσε να δει τα πόδια του. Γύρισε προς την άλλη πλευρά και είδε τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από το φαράγγι. Μακριά, στην άλλη πλευρά, ήταν ο τόπος του. Βρίσκονταν ακόμα σ’ αυτή την πλευρά, στην λάθος πλευρά της διαχωριστικής γραμμής. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα

Ο Θορ κοίταξε τη γέφυρα, αλλά για ένα παράξενο λόγο, ήταν τώρα άδεια από στρατιώτες. Στην πραγματικότητα, όλο το μέρος φαίνονταν έρημο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Καθώς κοίταγε την γέφυρα, έβλεπε τις ξύλινες σανίδες της να πέφτουν η μια μετά την άλλη σαν ντόμινο. Μέσα σε λίγα λεπτά, η γέφυρα κατέρρευσε και έπεσε μέσα στο φαράγγι. Ο πάτος του φαραγγιού ήταν τόσο βαθύς που δεν ακούστηκε κανένας ήχος από τις σανίδες που έπεσαν μέσα.

Ο Θορ έψαξε να βρει του άλλους, όμως δεν φαίνονταν πουθενά. Δεν είχε ιδέα τι να κάνει. Είχε ξεμείνει εκεί. Μόνος του στην άλλη πλευρά του Φαραγγιού και χωρίς κανένα πέρασμα για να γυρίσει πίσω. Δεν μπορούσε να καταλάβει που είχαν πάει οι άλλοι.

Άκουσε ένα θόρυβο και κοίταξε προς την μεριά του δάσους. Μπορούσε να ανιχνεύσει κάποια κίνηση. Σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς το μέρος που ακούστηκε ο θόρυβος με τα πόδια του να βουλιάζουν μέσα στο χώμα καθώς περπατούσε. Καθώς πλησίασε, είδε ένα δίχτυ να κρέμεται από ένα χαμηλό κλαδί. Μέσα στο δίχτυ ήταν ο Έλντεν που στριφογύριζε συνεχώς κάνοντας τα κλαδιά να τρίζουν με κάθε του κίνηση.

Ένα γεράκι είχε κουρνιάσει πάνω στο κεφάλι του. Ήταν ένα απόκοσμο πλάσμα με γυαλιστερό ασημί χρώμα και μια μόνο μαύρη λωρίδα να κατεβαίνει στο μέτωπό του, ανάμεσα στα μάτια του. Το γεράκι έσκυψε και με μια δυνατή τσιμπιά έβγαλε το μάτι του Έλντεν και το κράτησε εκεί. Μετά γύρισε προς τον Θορ κρατώντας το μάτι στο ράμφος του.

Ο Θορ ήθελε να στρέψει το βλέμμα του μακριά αλλά δεν μπορούσε. Μόλις συνειδητοποίησε ότι ο Έλντεν ήταν νεκρός, ξαφνικά, ολόκληρο το δάσος ζωντάνεψε. Απ’ όλες τις κατευθύνσεις του δάσους ξεπρόβαλε ένας στρατός από Γκόραλς. Ήταν τεράστιοι, φορούσαν μόνο ένα ύφασμα γύρω από τη μέση τους και είχαν τεράστιους μυώδεις θώρακες. Στο πρόσωπό τους υπήρχαν τρεις μύτες που σχημάτιζαν τρίγωνο και δύο μυτερά γαμψά δόντια. Βγάζοντας περίεργους θορύβους σαν γρυλίσματα, έτρεξαν κατά πάνω του. Οι ήχοι ήταν ανατριχιαστικοί και ο Θορ δεν είχε τρόπο να ξεφύγει. Άπλωσε το χέρι του να πιάσει το σπαθί του, αλλά ανακάλυψε πως έλειπε.

Ο Θορ στρίγγλισε.

Ξύπνησε και ανακάθισε αμέσως, ανασαίνοντας βαριά και κοιτάζοντας γύρω γύρω με γρήγορες ματιές. Τα πάντα ολόγυρά του ήταν ήσυχα – μια πραγματική σιωπή, όχι η σιωπή στο όνειρό του.

Δίπλα του, μέσα στο πρώτο φως της χαραυγής, ο Ρις, ο Ο’Κόνορ και ο Έρεκ κοιμόντουσαν στο έδαφος, ενώ στη φωτιά δίπλα τους σιγόκαιγαν τα τελευταία αποκαΐδια. Όμως, εκεί δίπλα του, κάνοντας μικρά πηδηματάκια, βρίσκονταν ένα γεράκι. Έστρεψε το κεφάλι του προς τον Θορ. Ήταν ένα περήφανο πλάσμα με ασημί χρώμα και με μια μαύρη ρίγα να διασχίζει το μέτωπό του. Κοίταξε τον Θορ κατευθείαν στα μάτια και έβγαλε μια κραυγή. Ο ήχος του έκανε τον Θορ να ανατριχιάσει. Ήταν το ίδιο γεράκι με αυτό στο όνειρό του.

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι το πουλί ήταν ένα μήνυμα και ότι το όνειρό του ήταν κάτι περισσότερο από όνειρο. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ένιωθε. Ήταν ένα ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα στην πλάτη του που διαπερνούσε και τα μπράτσα του.

Αμέσως σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε τριγύρω, ενώ αναρωτιόταν τι μπορεί να συνέβαινε. Δεν άκουγε τίποτα που να προμήνυε κίνδυνο, τίποτα δεν μαρτυρούσε κάποια κίνηση εκεί κοντά, η γέφυρα ήταν ακόμα στη θέση της και οι στρατιώτες ήταν όλοι εκεί.

Τι μπορεί να συμβαίνει; αναρωτήθηκε.

Και τότε κατάλαβε τι ήταν. Κάποιος έλειπε. Ο Έλντεν.

Στην αρχή ο Θορ σκέφτηκε ότι ίσως να είχε φύγει, να είχε περάσει τη γέφυρα για να περάσει στην άλλη πλευρά του Φαραγγιού. Ίσως ντρεπόταν που είχε χάσει το ξίφος του και είχε εγκαταλείψει την περιοχή.

Αλλά μετά ο Θορ κοίταξε προς το δάσος και είδε καινούργια σημάδια στο χορτάρι. Οι πατημασιές κατευθύνονταν προς το μονοπάτι και φαίνονταν καθαρά στην πρωινή πάχνη. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν του Έλντεν. Δεν είχε φύγει, είχε πάει πίσω στο δάσος. Μόνος. Ίσως για να κάνει την ανάγκη του. Ή, ίσως, ο Θορ συνειδητοποίησε με τρόμο, για να προσπαθήσει να ξαναβρεί το σπαθί του.

Ήταν χαζή κίνηση να πάει μόνος του, αλλά αυτό αποδείκνυε πόσο απελπισμένος ήταν ο Έλντεν. Ο Θορ αισθάνθηκε αμέσως ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος. Η ζωή του Έλντεν κινδύνευε.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, το γεράκι έκρωξε σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τις σκέψεις του. Μετά, έκανε ένα τίναγμα και πέταξε με κατεύθυνση το πρόσωπο του. Ο Θορ έσκυψε το κεφάλι του και τα νύχια του πέρασαν ξυστά από πάνω του. Μετά υψώθηκε στον αέρα και πέταξε μακριά.

Ο Θορ πετάχτηκε επάνω. Έπρεπε να κάνει κάτι. Χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς καν να συνειδητοποιεί τι έκανε, έτρεξε προς το δάσος ακολουθώντας τις πατημασιές.

Καθώς έτρεχε βαθιά προς το μέρος των Αγρίων, ο Θορ δεν σταμάτησε στιγμή, ούτε καν για να αναλογιστεί το φόβο του. Αν είχε σταματήσει να το σκεφτεί, θα είχε παγώσει και θα τον είχε πλημμυρίσει ο πανικός. Όμως, αντί να σταματήσει, ένιωσε την πιεστική ανάγκη να βοηθήσει τον Έλντεν. Έτρεχε ακατάπαυστα – μόνος – όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος στο πρώτο φως της χαραυγής.

«Έλντεν!» φώναξε με όλη του τη δύναμη.

Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά με κάποιο τρόπο προαισθάνονταν ότι ο Έλντεν επρόκειτο να πεθάνει. Ίσως δεν έπρεπε να τον νοιάζει έτσι που εκείνος του είχε συμπεριφερθεί, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό του. Αν βρίσκονταν αυτός στη θέση του Έλντεν, εκείνος σίγουρα δεν θα πήγαινε να τον σώσει. Ήταν τρελό να βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο για κάποιον που δεν έδινε δεκάρα γι’ αυτόν, πόσο μάλλον που θα χαιρόταν αν τον έβλεπε νεκρό. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν είχε ξανανιώσει αυτό το συναίσθημα ποτέ πριν στη ζωή του – όπου οι αισθήσεις του, του φώναζαν να αντιδράσει, ειδικά σε κάτι που δεν ήξερε τι ήταν. Αυτό που καταλάβαινε, όμως, ήταν ότι άλλαζε, αλλά δεν ήξερε πως. Ένιωθε ότι το σώμα του ελέγχονταν από μια καινούργια, μυστηριώδη δύναμη, η οποία, όμως, τον έκανε να νιώθει άβολα – εκτός ελέγχου. Μήπως έχανε το μυαλό του; Αντιδρούσε με υπερβολή; Μήπως έφταιγε το όνειρό του; Ίσως θα έπρεπε να γυρίσει πίσω.

Αλλά δεν το έκανε. Άφησε τα πόδια του να τον οδηγήσουν χωρίς να παραδοθεί στο φόβο ή την αμφιβολία. Συνέχισε να τρέχει ώσπου ένιωσε τα πνευμόνια του έτοιμα να σπάσουν.

Σε μια στιγμή έστριψε απότομα και αυτό που είδε τον έκανε να σταματήσει ακαριαία. Καθώς στάθηκε εκεί, προσπάθησε να πάρει μια ανάσα και να συμβιβαστεί με την εικόνα που έβλεπε μπροστά του. Ήταν κάτι παράλογο, κάτι που θα προκαλούσε τρόμο σε οποιονδήποτε έμπειρο και σκληραγωγημένο πολεμιστή.

Μπροστά του στέκονταν ο Έλντεν που κρατούσε το κοντό σπαθί του και κοίταζε ένα πλάσμα που όμοιό του ο Θορ δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Ήταν κάτι φριχτό. Έμοιαζε σαν πύργος μπροστά τους – ήταν σχεδόν τρία μέτρα ψηλό και το πλάτος του σώματός του ήταν σαν τέσσερις άντρες. Σήκωσε τα μυώδη, κόκκινα μπράτσα του που κατέληγαν σε τρία μακριά νύχια σε κάθε χέρι, ενώ το κεφάλι του έμοιαζε με κεφάλι δαίμονα. Είχε τέσσερα κέρατα, ένα μακρύ σαγόνι και πλατύ μέτωπο. Τα μάτια του ήταν κίτρινα και μεγάλα και από το στόμα του προεξείχαν γαμψοί κυνόδοντες που έμοιαζαν με χαυλιόδοντες. Έγερνε προς τα πίσω και έβγαζε τσιριχτές κραυγές.

Η κραυγή του έκανε ένα παχύ δέντρο, χιλιάδων ετών, να κοπεί στα δύο από τη δύναμη του ήχου.

Ο Έλντεν στεκόταν εκεί παγωμένος από το φόβο του. Έριξε κάτω το σπαθί του και κατουρήθηκε από το φόβο του.

Το πλάσμα γρύλιζε και του έτρεχαν τα σάλια καθώς έκανε ένα βήμα προς τον Έλντεν.

Αλλά και ο Θορ ένιωσε να τον πλημμυρίζει ο φόβος, αλλά σε αντίθεση με τον Έλντεν, ο φόβος δεν τον ακινητοποίησε. Για κάποιο λόγο, ο φόβος είχε οξύνει τις αισθήσεις του και τον είχε κάνει να νιώθει πιο ζωντανός. Τον είχε κάνει επίσης να έχει την όραση που έχει κάποιος μέσα σ’ ένα τούνελ – κάτι που του έδινε τη δυνατότητα να συγκεντρωθεί απόλυτα στο πλάσμα που βρίσκονταν μπροστά του, στη θέση του σε σχέση με τον Έλντεν, στο πλάτος του σώματός του, στη δύναμή του και στην ταχύτητά του. Και στην κάθε του κίνηση. Επίσης του έδινε τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στη θέση του δικού του σώματος και στα όπλα του.

Ο Θορ μπήκε άμεσα σε δράση. Έτρεξε ευθεία μπροστά και μπήκε ανάμεσα στον Έλντεν και στο τέρας. Η ανάσα του ήταν τόσο καυτή που ο Θορ μπορούσε να την αισθανθεί ακόμα και από απόσταση. Ο ήχος που έβγαζε σήκωσε κάθε τρίχα στο σβέρκο του Θορ και τον έκανε να θέλει να γυρίσει πίσω τρέχοντας. Αλλά μέσα στο μυαλό του αντηχούσε η φωνή του Έρεκ που του έλεγε να είναι δυνατός. Να μην φοβάται. Να διατηρεί την αυτοκυριαρχία του. Έτσι εξανάγκασε τον εαυτό του να μείνει για να υπερασπιστεί τη θέση του.

Σήκωσε το σπαθί του ψηλά και επιτέθηκε χώνοντας το στα πλευρά του τέρατος και στοχεύοντας την καρδιά του.

Το τέρας έβγαλε μια κραυγή πόνου, το αίμα του πετάχτηκε πάνω στο χέρι του Θορ καθώς αυτός έσπρωξε το σπαθί του βαθιά, ως την λαβή, μέσα στο σώμα του τέρατος.

Όμως, προς έκπληξη του Θορ, το τέρας δεν πέθανε. Φαινόταν άτρωτο.

Χωρίς να χάσει στιγμή, το τέρας έκανε μια στροφή και χτύπησε τον Θορ τόσο δυνατά που ένιωσε τα πλευρά του να σπάνε. Πετάχτηκε απέναντι, σ’ ένα ξέφωτο και έπεσε με δύναμη πάνω σ’ ένα δέντρο πριν καταρρεύσει στο έδαφος. Ένιωσε ένα φοβερό πόνο στο κεφάλι καθώς έπεσε κάτω.

Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του, ήταν ζαλισμένος, χαμένος, με τον κόσμο να γυρίζει γύρω του. Το τέρας έκανε μια κίνηση και τράβηξε το σπαθί που είχε χωθεί στο στομάχι του. Στα χέρια του το ξίφος φαινόταν μικροσκοπικό, σαν να ήταν οδοντογλυφίδα. Έκανε μια κίνηση προς τα πίσω, πήρε φόρα και το εκσφενδόνισε. Το σπαθί πέρασε πετώντας μέσα από τα δέντρα, ρίχνοντας κλαδιά στο πέρασμά του και μετά χάθηκε μέσα στο δάσος.

Τώρα το τέρας έστρεψε όλη του την προσοχή στον Θορ και άρχισε να τον πλησιάζει απειλητικά.

Ο Έλντεν στεκόταν στο ίδιο μέρος, ακόμα παγωμένος από τον φόβο του. Αλλά καθώς το τέρας άρχισε να πλησιάζει τον Θορ, ο Έλντεν ξαφνικά του επιτέθηκε από πίσω και πήδηξε πάνω στην πλάτη του. Αυτή του η κίνηση ήταν αρκετή για να το καθυστερήσει αρκετά ώστε ο Θορ να ανασηκωθεί. Όμως το τέρας κούνησε δυνατά τα χέρια του προς τα πίσω και έριξε κάτω τον Έλντεν που πετάχτηκε στην άλλη πλευρά του ξέφωτου, έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο και σωριάστηκε στο έδαφος.

Το τέρας αιμορραγούσε συνεχώς και η ανάσα του ήταν βαριά, αλλά έστρεψε και πάλι την προσοχή του στον Θορ. Γρύλισε και τέντωσε τους σουβλερούς κυνόδοντές του καθώς τον πλησίαζε.

Ο Θορ δεν είχε πολλές επιλογές. Το σπαθί του είχε χαθεί και δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσα σ’ αυτόν και στο τέρας. Το τέρας έκανε βουτιά για να πέσει επάνω του, αλλά την τελευταία στιγμή ο Θορ κύλησε στο πλάι για να το αποφύγει. Το τέρας έπεσε πάνω στο δέντρο που βρίσκονταν πριν ο Θορ με τέτοια δύναμη που το ξερίζωσε.

Το τέρας σήκωσε το πόδι του και ήταν έτοιμο να το κατεβάσει πάνω στο κεφάλι του Θορ. Για άλλη μια φορά, ο Θορ κύλησε στο πλάι και το πόδι του τέρατος καρφώθηκε με δύναμη στο έδαφος στη θέση που ήταν πριν το κεφάλι του Θορ.

Ο Θορ πετάχτηκε όρθιος, έβαλε μια πέτρα στη σφεντόνα του και την έριξε.

Χτύπησε το τέρας κατ’ ευθείαν ανάμεσα στα μάτια. Ήταν η πιο δυνατή βολή που είχε ρίξει ποτέ και το τέρας, παραπατώντας, έκανε αρκετά βήματα πίσω. Ο Θορ ήταν σίγουρος ότι το είχε σκοτώσει.

Όμως προς έκπληξή του, το τέρας δεν σταμάτησε.

Ο Θορ προσπάθησε όσο μπορούσε να συγκαλέσει τη δύναμή του, όποια δύναμη κι’ αν ήταν αυτή που είχε. Άρχισε να τρέχει προς το τέρας, έκανε ένα άλμα προς το μέρος του και έπεσε πάνω του. Ο στόχος του ήταν να το πετάξει στο έδαφος χρησιμοποιώντας την υπερφυσική του δύναμη.

Σοκαρισμένος, όμως, ο Θορ συνειδητοποίησε ότι αυτή τη φορά η δύναμή του δεν εμφανίστηκε. Ήταν ένα αγόρι σαν όλα τα άλλα. Ένα αδύναμο αγόρι δίπλα σ’ ένα ογκώδες τέρας.

Το τέρας άπλωσε το χέρι του, άρπαξε τον Θορ από την μέση και τον σήκωσε ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Ο Θορ, εντελώς αβοήθητος, ένιωσε να περιστρέφεται ψηλά στον αέρα και μετά να εκσφενδονίζεται με δύναμη. Σαν βολίδα που έσχιζε τον αέρα, πέρασε πάνω από το ξέφωτο και έπεσε με φόρα πάνω σ’ ένα δέντρο.

Έμεινε εκεί, αποσβολωμένος, με το κεφάλι του ανοιγμένο στα δύο και τα πλευρά του τσακισμένα. Το τέρας έτρεξε για άλλη μια φορά προς το μέρος του και ο Θορ κατάλαβε ότι αυτή τη φορά θα ήταν το τέλος του. Το τέρας σήκωσε το μυώδες, κόκκινο πόδι του, έτοιμο να το κατεβάσει πάνω στο κεφάλι του Θορ. Ο Θορ προετοιμάστηκε να πεθάνει.

Εκείνη τη στιγμή, όμως, το τέρας έμεινε κόκαλο στον αέρα. Ο Θορ ανοιγόκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί.

Το τέρας άπλωσε το χέρι του και το έβαλε κάτω από το σαγόνι του, ενώ ο Θορ είδε την αιχμή ενός βέλους που προεξείχε από τον λαιμό του. Δευτερόλεπτα αργότερα, έπεσε στο έδαφος, νεκρό.

Είδε τον Έρεκ να τρέχει προς το μέρος του, ενώ πίσω του ακολουθούσαν ο Ρις και ο Ο’Κόνορ. Ο Θορ είδε τον Έρεκ να τον κοιτάζει και να τον ρωτάει αν ήταν καλά. Εκείνη τη στιγμή, όσο τίποτα άλλο, ήθελε να του απαντήσει, αλλά τα λόγια δεν έβγαιναν από το στόμα του. Αμέσως μετά, τα μάτια του έκλεισαν και όλα γύρω του έγιναν μαύρα.

Vanusepiirang:
16+
Ilmumiskuupäev Litres'is:
10 september 2019
Objętość:
344 lk 8 illustratsiooni
ISBN:
9781632913234
Allalaadimise formaat:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip
Esimene raamat sarjas "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Kõik sarja raamatud