Loe raamatut: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », lehekülg 14

Font:

Ο Άλτον γέλασε με ένα τσιριχτό γέλιο.

«Ποτέ μου δεν είχα» του είπε. «Η τιμή είναι για τους ανόητους. Εγώ έχω ό,τι θέλω. Εσύ κράτα την τιμή σου. Και εγώ θα πάρω την Γκουέντολιν».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20

Ο Θορ πέρασε μαζί με τον Ρις κάτω από την αψιδωτή πύλη της Αυλής του Βασιλιά για να βγουν έξω στον επαρχιακό δρόμο που οδηγούσε στους στρατώνες της Λεγεώνας. Οι φρουροί στάθηκαν σε στάση προσοχής μόλις πέρασαν μπροστά τους και ο Θορ αισθάνθηκε ότι τώρα πια ανήκε εδώ – δεν ήταν πια ένας ξένος. Στο μυαλό του ήρθε η σκηνή που ένας φρουρός τον είχε κυνηγήσει για να τον διώξει μόλις μερικές μέρες πριν. Πόσα πράγματα είχαν αλλάξει, και πόσο γρήγορα.

Ο Θορ άκουσε μια κραυγή πουλιού, και σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, είδε την Εστοφελή να κάνει κύκλους και να τους κοιτάζει. Μετά, έκανε μια βουτιά, και ο Θορ, ενθουσιασμένος, άπλωσε το χέρι του που ακόμα φορούσε το μεταλλικό γάντι. Όμως το γεράκι υψώθηκε ξανά και έφυγε μακριά, ανεβαίνοντας όλο και ψηλότερα, αν και ποτέ δεν χάθηκε από τα μάτια τους. Ο Θορ το θαύμαζε. Ήταν ένα μυστικιστικό ζώο και ένιωθε έναν έντονο δεσμό μαζί του, κάτι που ήταν δύσκολο να εξηγήσει.

Ο Θορ και ο Ρις συνέχισαν να περπατάνε με γρήγορο βήμα προς τους στρατώνες χωρίς να μιλάνε. Ο Θορ ήξερε ότι τα αδέλφια του θα τον περίμεναν και αναρωτιόταν τι υποδοχή θα του επιφύλασσαν. Θα ήταν φθόνος, ζήλια; Θα ήταν θυμωμένοι που είχε τραβήξει επάνω του όλη την προσοχή; Θα τον κορόιδευαν που τον είχαν κουβαλήσει αναίσθητο από το φαράγγι; Ή μήπως τελικά τον αποδέχονταν;

Ο Θορ ήλπιζε ότι θα συνέβαινε το τελευταίο. Είχε κουραστεί να παλεύει με την υπόλοιπη Λεγεώνα, και αυτό που ήθελε πάνω απ’ όλα, ήταν να γίνει αποδεκτός σαν ένας από αυτούς.

Οι στρατώνες φάνηκαν στο βάθος, αλλά το μυαλό του Θορ ήταν τώρα απορροφημένο σε μια άλλη σκέψη.

Στην Γκουέντολιν.

Ο Θορ δεν ήξερε πόση συζήτηση μπορούσε να κάνει με τον Ρις γι’ αυτό το θέμα, δεδομένου ότι επρόκειτο για την αδελφή του. Αλλά δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Επίσης, δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την συνάντησή του με τον απειλητικό Άλτον από την βασιλική οικογένεια και πόσα από αυτά που του είπε ήταν αλήθεια. Ένα μέρος του εαυτού του φοβόταν να κάνει αυτή τη συζήτηση με τον Ρις γιατί δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον αναστατώσει, αλλά δεν ήθελε και να ρισκάρει να χάσει τον καινούργιο του φίλο λόγω της αδελφής του. Αλλά ένα άλλο μέρος του εαυτού του ήθελε να πάρει τη γνώμη του.

«Ποιος είναι ο Άλτον;” ρώτησε τελικά με δισταγμό.

«Ο Άλτον;» επανέλαβε την ερώτηση ο Ρις. «Γιατί ρωτάς γι’ αυτόν;»

Ο Θορ ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν ήξερε πόσα να του πει απ’ όσα είχαν συμβεί.

Ευτυχώς, ο Ρις συνέχισε.

«Δεν είναι τίποτα άλλο από έναν αποκρουστικό τύπο που ανήκει στα κατώτερα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Είναι τρίτος εξάδελφος του Βασιλιά. Γιατί; Σε κυνηγάει για κάτι;» Ο Ρις μισόκλεισε τα μάτια του. «Για την Γκουέν; Αυτό είναι; Θα έπρεπε να σε είχα προειδοποιήσει».

Ο Θορ γύρισε και κοίταξε τον Ρις με λαχτάρα για να μάθει περισσότερα.

«Τι εννοείς;»

«Είναι ένας άξεστος τύπος που κυνηγάει την αδελφή μου από τότε που άρχισε να περπατάει. Είναι σίγουρος ότι οι δυό τους θα παντρευτούν. Το ίδιο φαίνεται πως πιστεύει και η μητέρα μου».

«Θα παντρευτούν;» ρώτησε ο Θορ, έκπληκτος και ο ίδιος από την ένταση της φωνής του.

Ο Ρις τον  κοίταξε και χαμογέλασε.

«Ω, λα, λα! Εσύ φαίνεται πως την έχεις ερωτευτεί, ε…;» τον ρώτησε γελώντας. «Κεραυνοβόλα».

Ο Θορ κοκκίνισε, αλλά ήλπιζε να μην φανεί.

«Το αν θα παντρευτούν ή όχι εξαρτάται από τα συναισθήματα της αδελφής μου γι’ αυτόν», είπε ο Ρις τελικά. «Εκτός κι’ αν την αναγκάσουν να τον παντρευτεί. Αλλά αμφιβάλλω αν ο πατέρας μου θα έκανε κάτι τέτοιο».

«Κι’ εκείνη τι νιώθει γι’ αυτόν;» ο Θορ συνέχισε τις ερωτήσεις. Φοβόταν ότι είχε γίνει φορτικός, αλλά ήθελε να μάθει.

Ο Ρις ανασήκωσε τους ώμους του. «Υποθέτω πως γι’ αυτό θα πρέπει να ρωτήσεις την ίδια. Δεν μιλάω ποτέ μαζί της για τέτοια πράγματα».

«Αλλά θα μπορούσε ο πατέρας σου να την εξαναγκάσει να τον παντρευτεί;» ο Θορ πίεσε για μια απάντηση. «Θα μπορούσε στ’ αλήθεια να κάνει κάτι τέτοιο;»

«Ο πατέρας μου μπορεί να κάνει οτιδήποτε θελήσει. Αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα ανάμεσα σ’ αυτόν και στην Γκουέν».

Ο Ρις γύρισε και κοίταξε τον Θορ.

«Γιατί όλες αυτές οι ερωτήσεις; Για τι πράγμα μιλήσατε;»

Ο Θορ κοκκίνισε, δεν ήξερε τι να πει.

«Τίποτα», είπε τελικά.

«Τίποτα!» γέλασε ο Ρις. «Όλο αυτό μου φαίνεται υπερβολικό για ‘τίποτα’!»

Ο Ρις γέλασε ακόμα πιο δυνατά και ο Θορ ένιωσε αμήχανα. Αναρωτήθηκε αν απλά φαντάζονταν ότι άρεσε στην Γκουέν. Ο Ρις άπλωσε το χέρι του και το έβαλε στον ώμο του.

«Άκου, παλιόφιλε», είπε ο Ρις, «το μόνο πράγμα για το οποίο μπορείς να είσαι σίγουρος σε ό,τι αφορά την Γκουέν είναι ότι ξέρει τι θέλει. Και παίρνει αυτό που θέλει. Έτσι γίνεται πάντα. Είναι τόσο ισχυρογνώμων όσο και ο πατέρας μου. Κανείς δεν μπορεί να την εξαναγκάσει να κάνει οτιδήποτε – ή να της αρέσει κάποιος – που δεν θέλει. Έτσι μην ανησυχείς. Αν διαλέξει εσένα, πίστεψέ με, θα σου το πει. Εντάξει;»

Ο Θορ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Όπως πάντα, ένιωθε καλύτερα όταν μιλούσε στον Ρις.

Σήκωσε το βλέμμα του και είδε μπροστά του τις τεράστιες πύλες του στρατώνα της Λεγεώνας. Εξεπλάγη που είδε αρκετά αγόρια να στέκονται στην πύλη, σαν να τους περίμεναν. Και ακόμα περισσότερο εξεπλάγη που τους είδε να τους χαμογελούν πλατιά και να φωνάζουν χαρούμενα για να τους προϋπαντήσουν. Μετά έτρεξαν προς το μέρος τους, άρπαξαν τον Θορ από τους ώμους, τύλιξαν τα μπράτσα τους γύρω του και τον τράβηξαν μέσα. Ο Θορ ήταν έκπληκτος από αυτό το αγκάλιασμα καλής θέλησης από τα αγόρια της Λεγεώνας.

«Πες μας για το Φαράγγι. Πώς είναι στην άλλη πλευρά;» ρώτησε κάποιος.

«Πώς ήταν το τέρας που σκότωσες;» ρώτησε ένας άλλος.

«Δεν το σκότωσα εγώ», διαμαρτυρήθηκε ο Θορ. «Ο Έρεκ το σκότωσε».

«Ακούσαμε ότι έσωσες τη ζωή του Έλντεν», είπε κάποιος.

«Εγώ άκουσα ότι έκανες κατά μέτωπο επίθεση στο τέρας. Χωρίς πραγματικά όπλα».

«Τώρα είσαι ένας από εμάς!» φώναξε κάποιος, ενώ τα άλλα παιδιά ζητωκραύγασαν. Τον οδηγούσαν μέσα στον στρατώνα σαν να ήταν ο αδελφός τους που είχαν χάσει για χρόνια.

Ο Θορ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όσο περισσότερο άκουγε τα λόγια τους, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσε ότι είχαν δίκιο. Ίσως να είχε δείξει γενναιότητα. Ποτέ δεν το είχε σκεφτεί έτσι. Για πρώτη φορά μέσα σε μεγάλο χρονικό διάστημα είχε αρχίσει να νιώθει καλά για τον εαυτό του. Κυρίως, όμως, επειδή τελικά ένιωθε ότι είχε γίνει αποδεκτός από τα άλλα αγόρια. Αισθάνθηκε την ένταση να φεύγει από τους ώμους του.

Με τη συνοδεία των αγοριών, ο Θορ μπήκε στον κεντρικό χώρο εκπαίδευσης όπου υπήρχαν πολλά ακόμα αγόρια της Λεγεώνας, αλλά και πολλά μέλη του Αργυρού Τάγματος. Κι’ αυτοί, επίσης έβγαλαν μια φωνή χαιρετισμού μόλις τον είδαν. Μετά όλοι τον πλησίασαν για ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη.

Με την εμφάνιση του Κολκ, όλοι ησύχασαν. Ο Θορ προετοιμάστηκε για τα δύσκολα, αφού ο Κολκ δεν του είχε δείξει ποτέ τίποτα άλλο εκτός από περιφρόνηση. Αλλά τώρα, προς έκπληξή του, τον κοίταξε με διαφορετική έκφραση. Αν και δεν κατάφερε να πείσει τον εαυτό του να του χαμογελάσει, δεν τον αγριοκοίταξε. Και ο Θορ θα μπορούσε να πάρει όρκο ότι διέκρινε κάτι σαν θαυμασμό στην ματιά του.

Ο Κόλκ έκανε ένα βήμα μπροστά κρατώντας μια μικρή καρφίτσα στο σχήμα ενός μαύρου γερακιού και την καρφίτσωσε στο στήθος του Θορ.

Ήταν η καρφίτσα της Λεγεώνας. Είχε γίνει αποδεκτός. Επί τέλους, ήταν ένας από αυτούς.

«Θόργκριν της Νότιας Επαρχίας του Δυτικού Βασιλείου…», είπε ο Κολκ με σοβαρό ύφος, «…σε καλωσορίζουμε στην Λεγεώνα».

Τα αγόρια φώναξαν δυνατά και μετά έτρεξαν να αγκαλιάσουν τον Θορ, παρασύροντάς τον προς κάθε κατεύθυνση.

Ο Θορ δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει όλα αυτά. Αλλά δεν προσπαθούσε. Ήθελε να απολαύσει τη στιγμή. Τώρα, επιτέλους, ανήκε κάπου.

Ο Κολκ γύρισε και κοίταξε τα άλλα αγόρια.

«Εντάξει, παιδιά, ηρεμήστε», τους διέταξε. «Σήμερα είναι μια ξεχωριστή ημέρα. Δεν έχει δουλειά στα άχυρα με το δίκρανο, ούτε γυάλισμα, ούτε καθάρισμα της κοπριάς των αλόγων. Σήμερα έχουμε πραγματική εκπαίδευση. Είναι η ημέρα των όπλων.

Τα αγόρια ανταποκρίθηκαν με μια κραυγή ενθουσιασμού και ακολούθησαν τον Κολκ που διέσχιζε καλπάζοντας το γήπεδο εκπαίδευσης προς ένα τεράστιο κυκλικό ξύλινο κτίριο από δρυ με γυαλιστερές μπρούτζινες πόρτες. Ο Θορ περπατούσε μαζί με τα άλλα παιδιά και στη διαδρομή ακουγόταν ένα βουητό ενθουσιασμού στον αέρα. Ο Ρις ήταν στο πλάι του και ο Ο’Κόνορ ήρθε κι’ αυτός μαζί τους.

«Δεν πίστευα ποτέ πως θα σε ξανάβλεπα ζωντανό», είπε ο Ο’Κόνορ χαμογελώντας και χτυπώντας τον ελαφρά στην πλάτη. «Την επόμενη φορά, άσε εμένα να ξυπνήσω πρώτος, εντάξει;»

Ο Θορ του ανταπέδωσε το χαμόγελό του.

«Τι είναι αυτό το κτίριο;» ο Θορ ρώτησε τον Ρις καθώς πλησίαζαν. Πάνω στην πόρτα υπήρχαν τεράστιες σιδερένιες βίδες και όλο το κατασκεύασμα είχε μια ιδιαίτερα επιβλητική εμφάνιση.

«Είναι η αποθήκη των όπλων», απάντησε ο Ρις. «Είναι το μέρος όπου αποθηκεύονται όλα μας τα όπλα. Που και που μας αφήνουν να ρίχνουμε μια ματιά, αλλά και να εκπαιδευόμαστε σε μερικά απ’ αυτά. Εξαρτάται από τι μάθημα θέλουν να μας μάθουν».

Το στομάχι του Θορ σφίχτηκε καθώς είδε τον Έλντεν να έρχεται προς το μέρος τους. Ο Θορ προετοιμάστηκε για κάτι άσχημο, ίσως για μια απειλή, αλλά προς έκπληξή του, αυτή τη φορά ο Έλντεν είχε ένα ύφος ευγνωμοσύνης.

«Πρέπει να σ’ ευχαριστήσω που μου έσωσες τη ζωή», είπε με ταπεινότητα και με το βλέμμα χαμηλωμένο.

Ο Θορ έμεινε κόκαλο. Ποτέ του δεν περίμενε κάτι τέτοιο απ’ τον Έλντεν.

«Έκανα λάθος για σένα», πρόσθεσε. «Φίλοι;» τον ρώτησε.

Άπλωσε το χέρι του.

Ο Θορ, που δεν κρατούσε ποτέ κακία, άπλωσε το χέρι του με χαρά και έπιασε το δικό του.

«Φίλοι», του είπε.

«Δεν παίρνω αυτή τη λέξη με ελαφρότητα», είπε ο Έλντεν. «Θα είσαι πάντα το στήριγμά μου. Αλλά κι’ εγώ θα είμαι εκεί για σένα».

Μ’ αυτά τα λόγια, γύρισε και απομακρύνθηκε μέσα στο πλήθος.

Ο Θορ δεν ήξερε πώς να το πάρει αυτό. Είχε εκπλαγεί από το πόσο γρήγορα όλα είχαν αλλάξει.

«Υποθέτω ότι δεν είναι τόσο κακός», είπε ο Ο’Κόνορ. «Ίσως και να είναι εντάξει, τελικά».

Έφτασαν στην αποθήκη με τα όπλα. Η τεράστια πόρτα άνοιξε και ο Θορ μπήκε μέσα με δέος. Περπατούσε αργά, με το κεφάλι τεντωμένο καθώς κοίταζε ολόγυρα και έκανε μεγάλους κύκλους για να τα δει όλα. Στους τοίχους κρέμονταν εκατοντάδες όπλα, όπλα που δεν γνώριζε και δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Τα άλλα αγόρια έτρεξαν κι’ αυτά ενθουσιασμένα, πλησίασαν τα όπλα, τα έπιασαν στα χέρια τους και άρχισαν να τα εξετάζουν. Ο Θορ ακολούθησε το παράδειγμά τους, νιώθοντας σαν παιδί μέσα σε ζαχαροπλαστείο.

Πήγε βιαστικά προς έναν μεγάλο λογχοπέλεκυ, ύψωσε το ξύλινο κοντάρι του με τα δυό του χέρια και ένιωσε το βάρος του. Ήταν τεράστιος και καλολαδωμένος. Η κόψη του ήταν φθαρμένη και είχε εγκοπές και ο Θορ αναρωτήθηκε αν μ’ αυτόν είχαν σκοτώσει ποτέ κανέναν στη μάχη.

Τον άφησε κάτω και σήκωσε μια δοκάνη με καρφιά. Ήταν μια μεταλλική μπάλα με καρφιά που ήταν δεμένη με μια μακριά αλυσίδα πάνω σ’ ένα μικρό κοντάρι. Κράτησε το ξύλινο κοντάρι και ένιωσε την μπάλα με τα καρφιά να κουνιούνται στην άλλη άκρη της αλυσίδας. Δίπλα του ο Ρις κρατούσε έναν πέλεκυ μάχης και ο Ο’Κόνορ δοκίμαζε το βάρος ενός μεγάλου ακοντίου, καταφέροντας πλήγματα στον αέρα ενάντια σ’ έναν φανταστικό εχθρό.

«Ακούστε!» φώναξε δυνατά ο Κολκ. Όλοι γύρισαν.

«Σήμερα θα μάθουμε να πολεμάμε τον εχθρό εξ αποστάσεως. Μπορεί κανείς εδώ να μου πει τι όπλα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε; Τι μπορεί να σκοτώσει έναν εχθρό από τριάντα βήματα μακριά;»

«Τόξο και βέλος», φώναξε κάποιος.

«Ναι», απάντησε ο Κολκ. «Τι άλλο;»

«Ένα δόρυ!» φώναξε κάποιος άλλος.

«Τι άλλο; Υπάρχουν πολλά περισσότερα απ’ αυτά. Για ν’ ακούσω».

«Μια σφεντόνα», πρόσθεσε ο Θορ.

«Τι άλλο;»

Ο Θορ έστυψε το μυαλό του, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο.

«Με ρίψη μαχαιριού», φώναξε ο Ρις.

«Τι άλλο;»

Τα άλλα αγόρια σώπασαν. Κανένας δεν είχε άλλες ιδέες.

«Υπάρχει η ρίψη σφύρας και η ρίψη πέλεκυ», φώναξε ο Κολκ. «Υπάρχει η βαλλίστρα, το δόρυ, αλλά και η ρίψη σπαθιού».

Ο Κολκ βάδιζε πάνω κάτω στην αίθουσα, κοιτάζοντας τα πρόσωπα των αγοριών που στέκονταν συνεπαρμένα και τον άκουγαν με απόλυτη προσοχή.

«Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Μια απλή πέτρα από το έδαφος μπορεί να γίνει ο καλύτερος φίλος σας. Μου έτυχε να δω έναν τεράστιο άντρα, μεγαλόσωμο σαν ταύρο, έναν ήρωα του πολέμου, να σκοτώνεται επί τόπου από μια πέτρα που του έριξε ένας εύστοχος στρατιώτης. Οι στρατιώτες συχνά δεν συνειδητοποιούν ότι ακόμα και η πανοπλία τους μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο. Μπορείτε να βγάλετε το μεταλλικό γάντι σας και να το πετάξετε στο πρόσωπο του εχθρού. Αυτό θα τον ξαφνιάσει όταν θα βρίσκεται σε μικρή απόσταση από εσάς. Εκείνη τη στιγμή, μπορείτε να τον σκοτώσετε. Επίσης μπορείτε να πετάξετε και την ασπίδα σας».

Ο Κολκ πήρε μια ανάσα.

«Είναι σημαντικό όταν μαθαίνετε να πολεμάτε να μην μαθαίνετε να πολεμάτε μόνο στην μικρή απόσταση που μπορεί να σας χωρίζει από τον αντίπαλό σας. Πρέπει να μάθετε να πολεμάτε και σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση. Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να πολεμήσουν μέσα σε τρία βήματα. Ένας καλός πολεμιστής μπορεί να μάχεται μέσα σε τριάντα βήματα. Το καταλάβατε;»

«Μάλιστα κύριε!» φώναξαν τα αγόρια όλα μαζί.

«Ωραία. Σήμερα θα κάνουμε εξάσκηση στις ρίψεις. Ψάξτε στην αίθουσα και πάρτε οποιοδήποτε όπλο ρίψης βρείτε. Πάρτε ένα ο καθένας σας και να είστε έξω σε τριάντα δευτερόλεπτα. Κουνηθείτε!»

«Στην αίθουσα επικράτησε σκοτωμός. Ο Θορ έτρεξε στον τοίχο για να πάρει κάτι. Όλοι γύρω του σκούνταγαν και έσπρωχναν καθώς έψαχναν με ενθουσιασμό να βρουν κάτι κατάλληλο. Τελικά είδε αυτό που ήθελε και το άρπαξε. Ήταν ένας μικρός πέλεκυς ρίψης. Ο Ο’Κόνορ άρπαξε ένα ξιφίδιο, ο Ρις ένα σπαθί και οι τρεις τους έτρεξαν βολίδα μαζί με τα άλλα αγόρια στον χώρο εκπαίδευσης.

Ακολούθησαν τον Κολκ ως την απέναντι πλευρά του γηπέδου όπου υπήρχαν δώδεκα ασπίδες στη σειρά τοποθετημένες πάνω σε πασσάλους.

Κρατώντας τα όπλα τους, όλα τα αγόρια μαζεύτηκαν γύρω από τον Κολκ και περίμεναν τη σειρά τους.

«Σταθείτε εδώ», φώναξε με τη βροντερή φωνή του και έδειξε μια γραμμή μέσα στο χώμα. Από εδώ, θα ρίξετε τα όπλα σας για να πετύχετε τις ασπίδες. Μετά θα τρέξετε ως τις ασπίδες, θα πάρετε ένα διαφορετικό όπλο και θα ρίξετε μ’ αυτό. Ποτέ μην πάρετε το ίδιο όπλο και ο στόχος σας θα είναι πάντα η ασπίδα. Όσοι αστοχήσουν θα τρέξουν μια φορά το γύρο του γηπέδου. Ξεκινήστε!»

Τα αγόρια έκαναν σειρά με τους ώμους τους να ακουμπούν. Στάθηκαν πίσω από τη γραμμή στο χώμα και άρχισαν να ρίχνουν τα όπλα τους στοχεύοντας τις ασπίδες, οι οποίες βρίσκονταν κάτι λιγότερο από τριάντα μέτρα μακριά. Ο Θορ μπήκε στη γραμμή μαζί τους. Το αγόρι δίπλα του τεντώθηκε προς τα πίσω και έριξε το δόρυ του αστοχώντας παρά τρίχα.

Αμέσως μετά, έφυγε από τη γραμμή και άρχισε να τρέχει γύρω από το γήπεδο. Καθώς έτρεχε ένας από τους άντρες του Βασιλιά έτρεξε δίπλα του και έριξε πάνω στους ώμους του έναν αλυσόπλεκτο μανδύα του οποίου το βάρος έκανε το αγόρι να γονατίσει.

«Τρέξε μ’ αυτό!» τον πρόσταξαν.

Με πολύ κόπο και κάτω από το βάρος του μεταλλικού μανδύα το αγόρι, καταϊδρωμένο, συνέχισε να τρέχει μέσα στη ζέστη.

Ο Θορ δεν ήθελε να αστοχήσει. Έγειρε προς τα πίσω, συγκεντρώθηκε, τράβηξε τον πέλεκυ προς τα πίσω και τον άφησε να φύγει. Έκλεισε τα μάτια του και ήλπιζε να έχει χτυπήσει το στόχο. Αισθάνθηκε ανακούφιση που άκουσε τον πέλεκυ να καρφώνεται στην δερμάτινη ασπίδα, όμως η βολή του ήταν οριακή. Είχε χτυπήσει την ασπίδα στην κάτω γωνία, παρ’ όλα αυτά, τα είχε καταφέρει. Ολόγυρά του αρκετά αγόρια είχαν αστοχίσει και είχαν αρχίσει να τρέχουν το γύρο του γηπέδου. Όσοι ήταν εύστοχοι έτρεξαν προς τις ασπίδες για να πάρουν ένα άλλο όπλο.

Ο Θορ έφτασε στις ασπίδες και βρήκε ένα μακρύ, λεπτό ξιφίδιο ρίψης. Το έβγαλε από την ασπίδα και έτρεξε πίσω στην γραμμή βολής.

Συνέχισαν να ρίχνουν για ώρες. Το χέρι του Θορ τον πονούσε αφάνταστα και είχε ήδη τρέξει κι’ αυτός αρκετούς γύρους. Ο ιδρώτας του έσταζε ποτάμι, όπως ακριβώς και των άλλων αγοριών. Όμως ήταν ενδιαφέρουσα άσκηση. Μάθαιναν να ρίχνουν όλων των ειδών τα όπλα, να συνηθίζουν στην αίσθηση και στο βάρος των διαφόρων κονταριών και λεπίδων. Ο Θορ αισθανόταν ότι γινόταν καλύτερος και συνήθιζε τις ρίψεις όλο και πιο πολύ. Παρ’ όλα αυτά, η ζέστη ήταν αποπνικτική και είχε αρχίσει να κουράζεται. Είχαν μείνει μόνο δώδεκα αγόρια που στέκονταν μπροστά στις ασπίδες, ενώ οι υπόλοιποι έτρεχαν το γύρο του γηπέδου. Ήταν δύσκολο να χτυπήσεις το στόχο πολλές φορές και με τόσα διαφορετικά όπλα. Επιπλέον το τρέξιμο και η ζέστη μείωναν τη δυνατότητα ευστοχίας. Ο Θορ ένιωθε να του κόβεται η ανάσα και δεν ήξερε πόσο ακόμα μπορούσε να συνεχίσει. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει, ο Κολκ βγήκε μπροστά τους.

«Αρκετά!» φώναξε.

Τα αγόρια άφησαν το τρέξιμο και έπεσαν ξερά στο χορτάρι. Έμειναν εκεί, ξεφυσώντας και αναπνέοντας με δυσκολία, ενώ έβγαλαν τους αλυσόπλεκτους μανδύες από πάνω τους. Ο Θορ κάθισε κι’ εκείνος πάνω στο χορτάρι με το χέρι του να έχει εξαντληθεί από την κούραση και τον ιδρώτα του να στάζει ασταμάτητα. Μερικοί στρατιώτες του Βασιλιά έφτασαν κρατώντας κουβάδες με νερό και τους άφησαν πάνω στο χορτάρι. Ο Ρις άπλωσε το χέρι του, έπιασε έναν και αφού ήπιε τον έδωσε στον Ο’Κόνορ που με τη σειρά του τον έδωσε στον Θορ. Ο Θορ δεν σταμάταγε να πίνει. Το νερό έσταζε από το σαγόνι του και έτρεχε στο στήθος του. Η αίσθηση του νερού ήταν εκπληκτική. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έδωσε τον κουβά πάλι στον Ρις.

«Πόση ώρα θα συνεχίσουμε ακόμα;» ρώτησε.

Ο Ρις κούνησε το κεφάλι του ανασαίνοντας με δυσκολία. «Δεν ξέρω», είπε.

«Παίρνω όρκο ότι προσπαθούν να μας ξεκάνουν», ακούστηκε μια φωνή. Ο Θορ γύρισε και είδε τον Έλντεν που ήρθε και κάθισε πλάι του. Ο Θορ ξαφνιάστηκε που τον είδε, αλλά έδειχνε ότι ο Έλντεν ήθελε πραγματικά να γίνουν φίλοι. Ήταν παράξενο που έβλεπε τέτοια αλλαγή στην συμπεριφορά του.

«Αγόρια!» φώναξε ο Κολκ, περπατώντας αργά αργά ανάμεσά τους. «Οι περισσότεροι από εσάς χάνετε τους στόχους σας τώρα που έχει προχωρήσει η ημέρα. Όπως βλέπετε, είναι πολύ πιο δύσκολο να συγκεντρωθείτε όταν είστε κουρασμένοι. Αλλά αυτό είναι το μάθημα. Στη διάρκεια μιας μάχης, δεν θα είστε ξεκούραστοι. Θα είστε εξαντλημένοι. Κάποιες μάχες μπορούν να συνεχιστούν για πολλές ημέρες. Ειδικά αν κάνετε επίθεση σε κάστρο. Τότε είναι που θα είστε πολύ κουρασμένοι, αλλά τότε θα πρέπει να κάνετε και τις πιο εύστοχες ρίψεις σας. Συχνά θα είστε αναγκασμένοι να ρίξετε οποιοδήποτε όπλο έχετε στη διάθεσή σας. Θα πρέπει να είστε πολύ καλοί σε όλων των ειδών τα όπλα ακόμα κι’ όταν είστε εξαντλημένοι. Έγινε κατανοητό;»

«ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΡΙΕ!» φώναξαν όλοι μαζί.

«Μερικοί από εσάς μπορείτε να ρίξετε μαχαίρι ή δόρυ, αλλά να μην είστε το ίδιο καλοί με μια σφύρα ή έναν πέλεκυ. Πιστεύετε ότι μπορείτε να επιβιώσετε ρίχνοντας μόνο ένα είδος όπλου;»

«ΟΧΙ ΚΥΡΙΕ!»

«Νομίζετε ότι αυτό είναι απλά ένα παιχνίδι;»

«ΟΧΙ ΚΥΡΙΕ!»

Ο Κολκ έκανε μορφασμούς καθώς βημάτιζε και κλωτσούσε στην πλάτη όσους δεν κάθονταν ίσια.

«Τώρα έχετε ξεκουραστεί αρκετά», είπε. «Όλοι όρθιοι!»

Ο Θορ σηκώθηκε παραπατώντας όπως και οι άλλοι. Τα πόδια του ήταν πολύ κουρασμένα και δεν ήταν σίγουρος πόσο θα άντεχε ακόμα όρθιος.

«Υπάρχουν δύο πλευρές στη μάχη εξ αποστάσεως», συνέχισε ο Κολκ. «Μπορείτε να κάνετε μια ρίψη, αλλά το ίδιο μπορεί να κάνει και ο αντίπαλός σας. Μπορεί εκείνος να μην είναι ασφαλής στα τριάντα βήματα μακριά, αλλά το ίδιο μπορεί να ισχύει και για εσάς. Πρέπει να μάθετε να υπερασπίζετε τον εαυτό σας από αυτή την απόσταση. Το καταλάβατε;»

«ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΡΙΕ!»

«Για να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας από ένα αντικείμενο που έρχεται κατά πάνω σας, θα πρέπει, όχι μόνο να είστε γρήγοροι στα πόδια, να σκύβετε, να κάνετε κυλήσεις ή να κάνετε στο πλάι για να το αποφύγετε, αλλά θα πρέπει να μάθετε να προστατεύετε τον εαυτό σας και με μια μεγάλη ασπίδα».

Ο Κολκ έκανε ένα νεύμα και ένας στρατιώτης του έφερε μια τεράστια, βαριά ασπίδα. Ο Θορ έμεινε άναυδος. Η ασπίδα ήταν διπλάσια σε μέγεθος απ’ αυτόν.

«Υπάρχει κάποιος εθελοντής;» ρώτησε ο Κολκ.

Όλη η ομάδα των αγοριών ήταν σιωπηλή και δισταχτική. Χωρίς να το σκεφτεί, ο Θορ πετάχτηκε επάνω και σήκωσε το χέρι του.

Ο Κολκ κούνησε το κεφάλι του και ο Θορ πέρασε μπροστά.

«Ωραία», είπε. «Τουλάχιστον ένας από εσάς είναι αρκετά βλάκας για να είναι εθελοντής. Μου αρέσει το πνεύμα σου, αγόρι μου. Χαζή απόφαση. Αλλά καλή».

Ο Θορ άρχισε να αναρωτιέται αν πραγματικά είχε πάρει μια χαζή απόφαση όταν ο Κολκ του έδωσε την τεράστια μεταλλική ασπίδα. Την στερέωσε στο ένα του μπράτσο, αλλά ήταν απίστευτα βαριά. Μόλις και μετά βίας μπορούσε να την σηκώσει.

«Θορ, η αποστολή σου είναι να τρέξεις από αυτή την άκρη του γηπέδου ως την άλλη. Σώος και αβλαβής. Τώρα, βλέπεις εκείνα τα πενήντα αγόρια που σε κοιτάζουν;» τον ρώτησε ο Κολκ. «Όλοι αυτοί θα σου ρίχνουν όπλα. Αληθινά όπλα. Καταλαβαίνεις; Αν δεν χρησιμοποιήσεις την ασπίδα σου για να προστατευτείς, μπορεί να πεθάνεις πριν περάσεις απέναντι».

Ο Θορ τον κοίταξε με δυσπιστία. Το πλήθος των αγοριών ήταν πολύ σιωπηλό.

«Δεν είναι παιχνίδι», συνέχισε ο Κολκ. «Είναι πολύ σοβαρό. Και η μάχη είναι σοβαρή. Είναι ζωή ή θάνατος. Είσαι σίγουρος ότι θέλεις ακόμα να είσαι εθελοντής;»

Ο Θορ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, αλλά είχε παγώσει τόσο πολύ από τον φόβο του που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Και δεν μπορούσε να αλλάξει γνώμη σ’ αυτό το σημείο – όχι μπροστά σε όλους.

«Ωραία».

Ο Κολκ έγνεψε σε έναν βοηθό που βγήκε μπροστά και σάλπισε την έναρξη.

«Τρέξε!» φώναξε ο Κολκ δυνατά.

Ο Θορ ύψωσε την βαριά ασπίδα και με τα δύο του χέρια και την κράτησε με όλη του τη δύναμη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένιωσε ένα δυνατό χτύπημα που έκανε το κρανίο του να σειστεί. Πρέπει να ήταν ένα μεταλλικό σφυρί. Δεν διαπέρασε την ασπίδα, αλλά του προκάλεσε φοβερό σοκ σε όλο του το σώμα. Η ασπίδα παραλίγο να του πέσει κάτω, αλλά πίεσε τον εαυτό του να την κρατήσει γερά και συνέχισε.

Ο Θορ άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε κρατώντας την ασπίδα και παραπατώντας που και που. Καθώς όπλα και βλήματα εκτοξεύονταν εναντίον του, ήταν εξαναγκασμένος να ζαρώσει πίσω από την ασπίδα του όσο πιο πολύ μπορούσε. Η ασπίδα ήταν η σωτηρία του. Και όπως έτρεχε, μάθαινε πως να μένει μέσα στα όριά της.

Ένα τόξο πέρασε ξυστά δίπλα του, αστοχώντας μόνο για ένα ή δύο εκατοστά και αναγκάζοντάς τον να μαζευτεί περισσότερο. Άλλο ένα βαρύ αντικείμενο έπεσε πάνω στην ασπίδα με τόση φόρα που τον έκανε να παραπατήσει αρκετά βήματα προς τα πίσω και να σωριαστεί στο έδαφος. Όμως, σηκώθηκε αμέσως όρθιος και συνέχισε να τρέχει. Με υπέρτατη προσπάθεια και με κομμένη την ανάσα έφτασε τελικά στην άλλη πλευρά του γηπέδου.

«Παράδοση!» φώναξε ο Κολκ.

Ο Θορ έριξε κάτω την ασπίδα, στάζοντας από ιδρώτα. Ήταν περισσότερο από ευγνώμων που είχε φτάσει στην άλλη πλευρά. Δεν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να είχε κρατήσει την ασπίδα για άλλο ένα δευτερόλεπτο.

Ο Θορ γύρισε βιαστικά πίσω στους άλλους, πολλοί από τους οποίους τον κοίταζαν με θαυμασμό. Και ο ίδιος απορούσε πως είχε καταφέρει να επιβιώσει.

«Καλή δουλειά», του ψιθύρισε ο Ρις.

«Άλλοι εθελοντές;» φώναξε ο Κολκ.

Νεκρική σιγή έπεσε ανάμεσα στα αγόρια. Έχοντας δει τον Θορ, κανένας άλλος δεν ήθελε να προσπαθήσει.

Ο Θορ ένιωσε υπερήφανος για τον εαυτό του. Δεν ήξερε αν θα είχε προσφερθεί ως εθελοντής αν ήξερε ακριβώς περί τίνος επρόκειτο, αλλά τώρα που όλα είχαν τελειώσει, χαιρόταν που το είχε κάνει.

«Ωραία. Τότε λοιπόν θα διαλέξω εγώ εθελοντή», φώναξε ο Κολκ. «Εσύ Σάντεν!» είπε δυνατά και έδειξε κάποιον.

Ένα μεγαλύτερο, λεπτό αγόρι ήρθε μπροστά. Φαινόταν τρομοκρατημένο.

«Εγώ;» είπε ο Σάντεν με τη φωνή του να σπάει.

Τα άλλα αγόρια άρχισαν να γελάνε και να τον κοροϊδεύουν.

«Φυσικά εσύ. Ποιος άλλος;» είπε ο Κολκ.

«Συγγνώμη, κύριε, αλλά θα προτιμούσα να μην το κάνω».

Ένα πνιχτό ‘ααα’ ακούστηκε απ’ όλη τη Λεγεώνα που είχε σοκαριστεί.

Ο Κολκ τον πλησίασε κάνοντας ένα μορφασμό.

«Δεν κάνεις ό,τι θέλεις εσύ», γρύλισε ο Κολκ. «Κάνεις ό,τι σου λέω εγώ να κάνεις».

Ο Σάντεν στεκόταν εκεί κοκαλωμένος και κατατρομαγμένος.

«Δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ», ο Ρις ψιθύρισε στον Θορ.

Ο Θορ γύρισε και τον κοίταξε. «Τι εννοείς;»

«Κατάγεται από μια οικογένεια ευγενών και τον έβαλαν εδώ, χωρίς να θέλει. Δεν είναι πολεμιστής και ο Κολκ το ξέρει. Νομίζω ότι απλά θέλει να του κάνει καψόνι. Πιστεύω ότι θέλουν να τον διώξουν».

«Συγγνώμη, κύριε, αλλά δεν μπορώ», είπε ο Σάντεν και ακουγόταν τρομοκρατημένος.

«Μπορείς…», ούρλιαξε ο Κολκ «…και θα το κάνεις!»

Ακολούθησε μια στιγμή παγωμάρας, έντασης και αδιεξόδου.

Ο Σάντεν χαμήλωσε το βλέμμα του και κατέβασε το πηγούνι του γεμάτος ντροπή.

«Λυπάμαι, κύριε. Δώστε μου κάποια άλλη δοκιμασία και θα την κάνω ευχαρίστως».

Το πρόσωπο του Κολκ είχε γίνει κατακόκκινο. Όρμησε κατά πάνω του και σταμάτησε μερικά εκατοστά από το πρόσωπό του.

«Θα σου δώσω άλλη δοκιμασία. Δεν με νοιάζει ποια είναι η οικογένειά σου. Από εδώ και στο εξής θα αρχίσεις να τρέχεις. Θα τρέχεις γύρω από το γήπεδο έως ότου καταρρεύσεις. Και δεν θα γυρίσεις πίσω παρά μόνο όταν θα θελήσεις να πάρεις την ασπίδα. Κατάλαβες;»

Ο Σάντεν φαινόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα, καθώς κουνούσε το κεφάλι του καταφατικά.

Ένας στρατιώτης τον πλησίασε και του έβαλε στην πλάτη έναν αλυσόπλεκτο μανδύα. Αμέσως μετά, ένας άλλος στρατιώτης τον πλησίασε και του έβαλε άλλον ένα. Ο Θορ δεν μπορούσε να καταλάβει πως θα άντεχε τόσο βάρος. Ο ίδιος δεν μπορούσε καλά καλά να τρέξει ούτε με ένα.

Ο Κόλκ έγειρε προς τα πίσω και έριξε μια δυνατή κλωτσιά στον Σάντεν που παραπατώντας ξεκίνησε για το αργό τρέξιμό του γύρω από το γήπεδο. Ο Θορ τον λυπήθηκε. Καθώς τον έβλεπε να τρέχει παραπατώντας, δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί αν αυτό το αγόρι θα κατάφερνε να επιβιώσει στη Λεγεώνα.

Ξαφνικά, μια σάλπιγγα ακούστηκε και ο Θορ γύρισε και είδε μια ομάδα από τους στρατιώτες του Βασιλιά να πλησιάζουν έφιπποι μαζί με δέκα περίπου μέλη από το Αργυρό Τάγμα που κρατούσαν μακριά δόρατα και φορούσαν περικεφαλαίες με φτερά. Σταμάτησαν μπροστά στη Λεγεώνα.

«Προς τιμή της ημέρας του γάμου της κόρης του Βασιλιά, και προς τιμή του θερινού ηλιοστασίου, ο Βασιλιάς ανακηρύσσει το υπόλοιπο της ημέρας σήμερα ως ημέρα κυνηγιού!»

Όλα τα αγόρια γύρω από τον Θορ ξέσπασαν σε τεράστιες ζητωκραυγές. Όλοι μαζί άρχισαν να τρέχουν πίσω από τα άλογα καθώς αυτά γύρισαν και άρχισαν να απομακρύνονται από το γήπεδο.

«Τι τρέχει;» ο Θορ ρώτησε τον Ρις καθώς κι’ αυτός άρχισε να τρέχει μαζί με τους άλλους.

Ο Ρις είχε ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του

«Είναι θείο δώρο!» φώναξε. «Είμαστε ελεύθεροι την υπόλοιπη ημέρα! Πάμε για κυνήγι!»

Vanusepiirang:
16+
Ilmumiskuupäev Litres'is:
10 september 2019
Objętość:
344 lk 8 illustratsiooni
ISBN:
9781632913234
Allalaadimise formaat:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip
Esimene raamat sarjas "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Kõik sarja raamatud