Loe raamatut: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », lehekülg 15

Font:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21

Ο Θορ κατηφόριζε τρέχοντας στο μονοπάτι του δάσους μαζί με τους άλλους κρατώντας το δόρυ που του είχαν δώσει για το κυνήγι. Δίπλα του ήταν ο Ρις, ο Ο’Κόνορ και ο Έλντεν μαζί με άλλα μέλη της Λεγεώνας. Μπροστά τους πήγαιναν εκατό έφιπποι άντρες του Αργυρού Τάγματος με ελαφρά πανοπλία. Κάποιοι είχαν κοντά δόρατα, όμως οι περισσότεροι ήταν εξοπλισμένοι με τόξα και βέλη που τα μετέφεραν στην πλάτη τους. Ανάμεσά τους έτρεχαν δεκάδες ακόλουθοι και υπηρέτες.

Ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ προπορεύονταν επάνω στο άλογό του. Φαίνονταν μεγαλοπρεπής και υπερήφανος, όπως πάντα, και είχε ένα πλατύ χαμόγελο ενθουσιασμού στο πρόσωπό του. Πλαισιώνονταν από τους γιους του, τον Κέντρικ και τον Γκάρεθ, και ο Θορ εξεπλάγη που είδε στην συνοδεία του ακόμα και τον Γκόντφρι. Εκατοντάδες υπηρέτες έτρεχαν ανάμεσά τους. Μερικοί από αυτούς σάλπιζαν δυνατά με σάλπιγγες φτιαγμένες από μακριούς χαυλιόδοντες ελεφάντων, ενώ άλλοι φώναζαν για να κρατήσουν υπό έλεγχο τους σκύλους που έτρεχαν με λαχτάρα να μπουν μπροστά για να συμβαδίζουν με τα άλογα. Ήταν ένα απόλυτο κομφούζιο. Καθώς αυτή η τεράστια ομάδα περνούσε μέσα από το δάσος, άρχισαν να χωρίζονται προς κάθε κατεύθυνση, αλλά ο Θορ δεν ήξερε ούτε που πήγαιναν ούτε ποια ομάδα να ακολουθήσει.

Ο Έρεκ ήταν πάνω στο άλογό του αρκετά κοντά τους, και ο Θορ μαζί με τους άλλους αποφάσισαν να ακολουθήσουν την πορεία του. Ο Θορ έτρεξε πίσω από τον Ρις.

«Πού πάμε;» τον ρώτησε με κομμένη την ανάσα από το τρέξιμο.

«Βαθιά μέσα στο δάσος», του απάντησε ο Ρις. «Οι άντρες του Βασιλιά θέλουν να γυρίσουν με θηράματα πολλών ημερών».

«Γιατί κάποιοι άντρες του Αργυρού Τάγματος είναι έφιπποι, ενώ άλλοι είναι πεζοί;» ο Ο’Κόνορ ρώτησε τον Ρις.

«Αυτοί που είναι στα άλογα κυνηγούν τα ευκολότερα θηράματα, όπως τα ελάφια και τα αγριοπούλια χρησιμοποιώντας τα τόξα τους», απάντησε ο Ρις. «Εκείνοι που είναι πεζοί κυνηγούν τα πιο επικίνδυνα ζώα. Όπως ο αγριόχοιρος με την κίτρινη ουρά».

Ο Θορ ένιωσε ενθουσιασμό αλλά και νευρικότητα μαζί, όταν άκουσε για το συγκεκριμένο ζώο. Είχε δει κάποτε κάποιο να μεγαλώνει. Ήταν ένα άσχημο και επικίνδυνο πλάσμα που μπορούσε να κόψει έναν άνθρωπο στα δύο χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.

«Οι πολεμιστές που είναι πιο μεγάλοι σε ηλικία συνηθίζουν επίσης να παραμένουν έφιπποι και να κυνηγούν ελάφια και πουλιά», πρόσθεσε ο Έρεκ κοιτάζοντάς τους από το άλογό του. «Οι πιο νέοι συνεχίζουν πεζοί και κυνηγούν τα μεγαλύτερα θηράματα. Φυσικά, θα πρέπει να είναι καλά γυμνασμένοι γι’ αυτό».

«Αυτός είναι και ο λόγος που επιτρέπουμε το κυνήγι σε εσάς τα νεαρά αγόρια», φώναξε ο Κολκ που έτρεχε μαζί με τους άλλους εκεί κοντά. «Είναι καλή εκπαίδευση για εσάς. Θα πρέπει να μείνετε πεζοί σε όλη τη διάρκεια του κυνηγιού και να συμβαδίζετε με τα άλογα. Καθώς προχωράμε, θα χωριστείτε σε μικρές ομάδες και ο καθένας θα πρέπει να κυνηγήσει ένα διαφορετικό ζώο. Θα πρέπει να βρείτε το πιο άγριο ζώο που μπορείτε και να παλέψετε μαζί του μέχρι να το σκοτώσετε. Στο κυνήγι θα πρέπει να έχετε τα προσόντα ενός στρατιώτη: αντοχή, τόλμη, και να μην σας καταβάλλει ο αντίπαλος άσχετα από το πόσο μεγαλόσωμος ή άγριος είναι. Τώρα φύγετε!» φώναξε.

Ο Θορ έτρεχε γρηγορότερα, όπως και όλοι οι σύντροφοί του, προσπαθώντας να προλάβουν τα άλογα που διέσχιζαν το δάσος. Δεν ήξερε ποιο δρόμο να πάρει, αλλά υπέθετε ότι αν έμενε μαζί με τον Ρις και τον Ο’Κόνορ, θα ήταν εντάξει.

«Ένα βέλος, γρήγορα!» φώναξε ο Έρεκ.

Ο Θορ μπήκε αμέσως στη δράση και τρέχοντας δίπλα στο άλογο του Έρεκ, άρπαξε ένα βέλος από την φαρέτρα που ήταν στη σέλα, του το έδωσε στο χέρι. Ο Έρεκ το έβαλε στο τόξο του, έκοψε λίγο ταχύτητα και στόχευσε σταθερά σε κάτι μέσα στο δάσος.

«Τα σκυλιά!» φώναξε ο Έρεκ δυνατά.

Ένας από τους ακόλουθους του Βασιλιά άφησε ελεύθερο ένα σκυλί που έτρεξε γαβγίζοντας μέσα στους θάμνους. Προς έκπληξη του Θορ, ένα μεγάλο πουλί πέταξε ψηλά και εκείνη τη στιγμή ο Έρεκ άφησε το βέλος του να φύγει.

Ήταν μια τέλεια βολή, ακριβώς στο λαιμό του, και το πουλί έπεσε κάτω νεκρό. Ο Θορ είχε μείνει έκπληκτος από το πως ο Έρεκ είχε καταφέρει να το εντοπίσει.

«Το πουλί!» φώναξε ο Έρεκ.

Ο Θορ έτρεξε, άρπαξε το νεκρό πουλί, με το αίμα του να στάζει από τον λαιμό του ζεστό, και έτρεξε πίσω στον Έρεκ. Το στήριξε στη σέλα του Έρεκ για να κρέμεται εκεί καθώς συνέχιζε το δρόμο του.

Γύρω από τον Θορ υπήρχαν πολλοί έφιπποι ιππότες που έκαναν το ίδιο. Πρώτα ανάγκαζαν τα πουλιά να αφήνουν τις φωλιές τους και μετά τα στόχευαν με τα βέλη τους, ενώ οι ακόλουθοί τους πήγαιναν να τα φέρουν. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν βέλη, αλλά κάποιοι χρησιμοποιούσαν δόρατα. Ο Κέντρικ τέντωσε το δόρυ του προς τα πίσω, στόχευσε, και το έριξε σε ένα ελάφι. Ήταν μια τέλεια ρίψη, ακριβώς στο λαιμό του, και το ζώο έπεσε αμέσως νεκρό.

Ο Θορ ήταν έκπληκτος από την πληθώρα ζώων που υπήρχαν σ’ αυτό το δάσος και με την αφθονία θηραμάτων με τα οποία όλοι θα γύριζαν σπίτι τους. Θα ήταν αρκετά για να ταΐσουν όλη την Αυλή του Βασιλιά για ημέρες.

«Έχεις ξαναπάει κυνήγι;» φώναξε ο Θορ στον Ρις, ενώ απέφυγε έναν από τους άντρες του Βασιλιά που παρά τρίχα να τον πατήσει έτσι όπως έτρεχε. Ήταν δύσκολο να ακούσει με τόσα σκυλιά που γάβγιζαν τριγύρω, με τον ήχο από τις σάλπιγγες και τις φωνές των ανθρώπων που γέλαγαν θριαμβευτικά καθώς χτύπαγαν το ένα ζώο μετά το άλλο.

Ο Ρις είχε ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του καθώς πήδηξε πάνω από ένα κούτσουρο και συνέχισε να τρέχει.

«Πολλές φορές! Αλλά μόνο λόγω του πατέρα μου. Δεν μας αφήνουν να παίρνουμε μέρος στο κυνήγι ως κάποια ηλικία. Είναι κάτι συναρπαστικό – αν και κανένας δεν καταφέρνει να γυρίσει πίσω άθικτος. Πολλοί άντρες έχουν πληγωθεί, ή και σκοτωθεί, κυνηγώντας αγριογούρουνα».

Ο Ρις είχε λαχανιάσει καθώς έτρεχε. «Αλλά πάντα πήγαινα έφιππος», πρόσθεσε. «Ποτέ πριν δεν μου είχαν επιτρέψει να έρθω πεζός με τη Λεγεώνα, και ποτέ πριν δεν έχω κυνηγήσει αγριογούρουνο. Είναι και για εμένα μια πρώτη φορά!»

Το δάσος ξαφνικά άλλαξε και δεκάδες μονοπάτια εμφανίστηκαν μπροστά τους, ενώ το καθένα απ’ αυτά διακλαδώνονταν επίσης σε δεκάδες άλλα. Ο ήχος άλλης μιας σάλπιγγας ακούστηκε και η μεγάλη ομάδα άρχισε να χωρίζεται σε μικρότερες.

Ο Θορ έμεινε κοντά στον Έρεκ, και ο Ρις μαζί με τον Ο’Κόνορ ήρθαν κι’ αυτοί μαζί τους. Έστριψαν όλοι σ’ ένα στενό μονοπάτι που είχε μια απότομη κατηφορική στροφή. Συνέχισαν να τρέχουν και ο Θορ, κρατώντας σφιχτά το δόρυ του, πήδηξε πάνω από ένα μικρό ρυάκι. Η μικρή τους ομάδα περιλάμβανε τον Έρεκ και τον Κέντρικ πάνω στα άλογά τους, και πεζούς τον Θορ, τον Ρις, τον Ο’Κόνορ και τον Έλντεν. Όλοι τους ήταν έξι στον αριθμό, αλλά καθώς ο Θορ κοίταξε προς τα πίσω παρατήρησε άλλα δύο μέλη της Λεγεώνας να τους πλησιάζουν και να μπαίνουν στην ομάδα τους. Οι δύο άντρες ήταν μεγαλόσωμοι με πλατύ στέρνο και κυματιστά καστανά μαλλιά που έπεφταν πάνω στα μάτια τους, και χαμογελούσαν πλατιά. Φαίνονταν ότι ήταν δύο-τρία χρόνια πιο μεγάλοι από τον Θορ – και ήταν ολόιδιοι δίδυμοι.

«Εγώ είμαι ο Κόνβαλ», είπε ο ένας δυνατά στον Θορ.

«Και εγώ είμαι ο Κόνβεν».

«Είμαστε αδέλφια», είπε ο Κόνβαλ.

«Δίδυμα!» πρόσθεσε ο Κόνβεν.

«Ελπίζουμε να μην σας πειράζει να έρθουμε μαζί σας», είπε ο Κόνβαλ στον Θορ.

Ο Θορ τους είχε ξαναδεί στην Λεγεώνα αλλά δεν είχε ξαναμιλήσει μαζί τους. Χαίρονταν να γνωρίζει καινούργια μέλη της Λεγεώνας που είχαν φιλική διάθεση γι’ αυτόν.

«Είναι χαρά μου που είστε εδώ», τους είπε ο Θορ.

«Όσο πιο πολλά χέρια, τόσο το καλύτερο», πρόσθεσε ο Ρις.

«Έχω ακούσει ότι τα αγριογούρουνα σ’ αυτό το δάσος είναι τεράστια», είπε ο Κόνβαλ.

«Και θανατηφόρα», πρόσθεσε ο Κόνβεν.

Ο Θορ κοίταξε τα μακριά δόρατα που κουβαλούσαν οι δίδυμοι, τρεις φορές πιο μακριά από το δικό του, και ξαφνιάστηκε. Αλλά κι’ εκείνοι κοίταζαν το κοντό του δόρυ.

«Αυτό το δόρυ δεν είναι αρκετά μακρύ», είπε ο Κόνβαλ.

«Αυτά τα αγριογούρουνα έχουν μακριούς χαυλιόδοντες. Χρειάζεσαι κάτι μακρύτερο», είπε ο Κόνβεν.

«Πάρε το δικό μου», είπε ο Έλντεν και τρέχοντας προς το μέρος του του πρόσφερε το δόρυ του.

«Δεν μπορώ να πάρω το δικό σου», είπε ο Θορ. «Εσύ τι θα έχεις;»

Ο Έλντεν ανασήκωσε του ώμους του. «Θα είμαι εντάξει», είπε.

Ο Θορ συγκινήθηκε από την μεγαλοψυχία του και θαύμασε το πόσο διαφορετική ήταν η φιλία τους τώρα.

«Πάρε ένα από τα δικά μου», τον πρόσταξε μια φωνή.

Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και είδε τον Έρεκ πάνω στο άλογό του που του έδειχνε τη σέλα του όπου υπήρχαν δύο μακριά δόρατα.

Ο Θορ άπλωσε το χέρι του και άρπαξε ένα μακρύ δόρυ από την σέλα, νιώθοντας ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Ήταν βαρύτερο και θα του ήταν πιο δύσκολο να τρέξει μ’ αυτό – αλλά ένιωθε πιο προστατευμένος και φαίνονταν ότι μάλλον θα το χρειάζονταν.

Συνέχισαν να τρέχουν, αλλά τώρα ο Θορ ένιωθε τα πνευμόνια του να καίγονται από τον αέρα και δεν ήξερε αν θα μπορούσε να πάει πιο πέρα. Ήταν συνεχώς σε επαγρύπνηση και κοίταζε γύρω του για κάποιο ίχνος ζώου. Ένιωθε προστατευμένος με όλους αυτούς τους άντρες γύρω του και ανίκητος με το μακρύ δόρυ. Αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν πολύ νευρικός. Δεν είχε πάει ποτέ του κυνήγι για αγριογούρουνο και δεν είχε ιδέα τι να περιμένει.

Καθώς τα πνευμόνια του έκαιγαν, το δάσος άνοιξε μπροστά του και φάνηκε ένα ξέφωτο. Ευτυχώς ο Έρεκ και ο Κέντρικ τράβηξαν τα χαλινάρια των αλόγων κι’ αυτά σταμάτησαν. Ο Θορ υπέθεσε ότι κι’ αυτοί είχαν άδεια να σταματήσουν, επίσης. Έτσι και οι οκτώ τους στάθηκαν εκεί στο ξέφωτο του δάσους, και τα αγόρια που όλη αυτή την ώρα περπατούσαν πήραν βαθιές ανάσες, ενώ ο Έρεκ και ο Κέντρικ κατέβηκαν από τα άλογά τους. Μπορούσε να ακούσει την βαριά ανάσα των αλόγων, αλλά εκτός από αυτό, το δάσος ήταν ήσυχο και ο μόνος ήχος ήταν ο άνεμος ανάμεσα στα δέντρα. Ο θόρυβος από τους άλλους άντρες που έτρεχαν μέσα στο δάσος δεν ακούγονταν πια και ο Θορ υπέθεσε ότι είχαν απομακρυνθεί πολύ από τους άλλους.

Λαχανιασμένος, κοίταξε γύρω του το ξέφωτο.

«Δεν έχω δει καθόλου ίχνη από ζώα», είπε ο Θορ στον Ρις. «Εσύ έχεις δει;»

Ο Ρις κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Το αγριογούρουνο είναι ένα πανούργο ζώο», είπε ο Έρεκ, κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Δεν φανερώνεται πάντα. Μερικές φορές, είναι αυτό που μας παρακολουθεί. Μπορεί να περιμένει για να σε πιάσει απροετοίμαστο για να σου επιτεθεί. Να είστε πάντα σ’ επιφυλακή».

«Προσέξτε!» φώναξε ξαφνικά ο Ο’Κόνορ.

Ο Θορ γύρισε και είδε ένα μεγαλόσωμο ζώο να πετάγεται μέσα στο ξέφωτο προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση. Ο Θορ τρόμαξε. Νόμιζε ότι τους είχε επιτεθεί αγριογούρουνο. Ο Ο’Κόνορ έβγαλε μια κραυγή και ο Ρις γύρισε και του πέταξε ένα δόρυ. Αστόχησε και το ζώο πετάχτηκε στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή ο Θορ συνειδητοποίησε ότι ήταν μια γαλοπούλα, που έντρομη εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος.

Άρχισαν όλοι να γελάνε και η ένταση εξαφανίστηκε. Ο Ο’Κόνορ κοκκίνισε και ο Ρις έβαλε το χέρι του στον ώμο του για να τον καθησυχάσει.

«Μην ανησυχείς, φίλε μου», του είπε.

Ο Ο’Κόνορ απέφυγε τη ματιά του, ντροπιασμένος.

«Δεν υπάρχουν αγριογούρουνα εδώ», είπε ο Έλντεν. «Διαλέξαμε λάθος μονοπάτι. Το μόνο πράγμα που υπάρχει εδώ είναι πουλιά. Θα γυρίσουμε πίσω με άδεια χέρια».

«Ίσως αυτό δεν είναι και τόσο κακό», είπε ο Κόνβαλ. «Έχω ακούσει ότι η πάλη με ένα αγριογούρουνο είναι πάλη ζωής και θανάτου».

Ο Κέντρικ εξέτασε το δάσος προσεκτικά, αλλά και ο Έρεκ έκανε το ίδιο. Ο Θορ είδε στην έκφραση των δύο αντρών ότι είχαν δει κάτι εκεί πέρα. Μπορούσε να πει από την εμπειρία τους και την σοφία τους ότι βρίσκονταν σε επιφυλακή.

«Λοιπόν, το μονοπάτι φαίνεται ότι τελειώνει εδώ», είπε ο Ρις. «Αν συνεχίσουμε, το δάσος από εδώ και πέρα είναι χωρίς μονοπάτια, χωρίς καμία σήμανση. Δεν θα μπορέσουμε να βρούμε το δρόμο μας για να επιστρέψουμε».

«Αλλά αν γυρίσουμε πίσω, το κυνήγι μας θα έχει τελειώσει», είπε ο Ο’Κόνορ.

«Τι θα γίνει αν γυρίσουμε πίσω με άδεια χέρια;» ρώτησε ο Θορ. «Χωρίς αγριογούρουνο;»

«Θα γίνουμε ο περίγελος των άλλων», είπε ο Έλντεν.

«Όχι», είπε ο Ρις. «Δεν βρίσκουν όλοι αγριογούρουνα. Στην πραγματικότητα είναι πιο σπάνιο να βρεις παρά να μην βρεις».

Καθώς στέκονταν όλοι εκεί σιωπηλοί, ανασαίνοντας βαριά και κοιτάζοντας το δάσος, ο Θορ ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε πιει πάρα πολύ νερό. Κρατιόταν σε όλη τη διάρκεια του κυνηγιού αλλά τώρα ένιωθε πόνο στην κύστη του και δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο.

«Με συγχωρείτε μια στιγμή», είπε και κατευθύνθηκε προς το δάσος.

«Πού πας», τον ρώτησε ο Έρεκ, ανήσυχος.

«Μια στιγμή, να κάνω την ανάγκη μου. Θα γυρίσω αμέσως».

«Μην πας μακριά», τον προειδοποίησε ο Έρεκ.

Ο Θορ ντράπηκε και έτρεξε στο δάσος. Έκανε περίπου είκοσι βήματα μακριά από τους άλλους, έως ότου βρήκε ένα σημείο που οι άλλοι δεν μπορούσαν να τον δουν.

Μόλις τελείωσε, άκουσε ξαφνικά ένα κλαδάκι να σπάει. Ο ήχος ήταν δυνατός και καθαρός και κατάλαβε – έτσι από ένστικτο – ότι δεν ήταν από άνθρωπο.

Γύρισε να κοιτάξει αργά αργά, νιώθοντας μια ανατριχίλα στο πίσω μέρος του λαιμού του. Λίγο πιο πέρα μπροστά του, ίσως δέκα βήματα μακριά, στη βάση ενός μεγάλου βράχου είδε κάποια κίνηση. Ήταν ένα μικρό ζώο, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν.

Ο Θορ αμφιταλαντεύτηκε αν έπρεπε να γυρίσει πίσω στην ομάδα του ή να πάει να δει τι ήταν. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά προχώρησε προς τα μπροστά με επιφύλαξη. Ό,τι ζώο και να ήταν, δεν ήθελε να το χάσει, και αν γύριζε πίσω, πολύ πιθανόν να μην το ξανάβρισκε όταν γύριζε μαζί με τους άλλους.

Ο Θορ πλησίασε, αλλά όλο του το σώμα είχε ανατριχιάσει καθώς το δάσος γινόταν πιο πυκνό και υπήρχε λιγότερος χώρος για να μπορεί να ελιχθεί. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο εκτός από πυκνά δέντρα και τις ακτίνες του ήλιου να σχηματίζουν έντονες γωνίες. Τελικά, έφτασε στο ξέφωτο. Καθώς πλησίασε, χαλάρωσε το σφίξιμο της λαβής του δόρατος και το χαμήλωσε ως τον γοφό του. Αυτό που είδε μπροστά του, εκεί στο ξέφωτο μέσα σ’ ένα φωτεινό σημείο, τον άφησε άφωνο.

Εκεί δίπλα στον βράχο, πάνω στο χορτάρι, βρίσκονταν ένα μωρό λεοπάρδαλης. Κάθονταν εκεί, κουνιόταν ανήσυχα, κλαψούριζε και μισόκλεινε τα μάτια του στο φως του ήλιου. Φαινόταν πως ήταν νεογέννητο και δεν ήταν πιο μεγάλο από τριάντα εκατοστά – τόσο μικρό που χώραγε μέσα στο πουκάμισο του Θορ.

Ο Θορ στεκόταν εκεί, έκπληκτος. Το ζωάκι ήταν ολόλευκο και κατάλαβε ότι ήταν το μωρό μιας άσπρης λεοπάρδαλης, του πιο σπάνιου απ’ όλα τα ζώα.

Εκείνη τη στιγμή άκουσε θρόισμα φύλλων πίσω του και γυρίζοντας πίσω είδε όλους τους συντρόφους του να έρχονται βιαστικά προς το μέρος του. Ο Ρις που ήταν μπροστά από τους άλλους φαινόταν πολύ ανήσυχος. Αμέσως μετά τον πλησίασαν όλοι.

«Πού ήσουν;» τον ρώτησε ο Ρις. «Νομίζαμε ότι πέθανες».

Καθώς ήρθαν πιο κοντά του, είδαν το μικρό ζωάκι και τους άκουσε να βγάζουν ένα επιφώνημα έκπληξης.

«Είναι ένας σπουδαίος οιωνός», είπε ο Έρεκ στον Θορ. «Βρήκες το εύρημα της ζωής σου. Το πιο σπάνιο απ’ όλα τα ζώα. Το εγκατέλειψαν και δεν έχει κανέναν να το φροντίζει. Αυτό σημαίνει ότι είναι δικό σου και είναι υποχρέωσή σου να το μεγαλώσεις».

«Δικό μου;» ρώτησε ο Θορ, σαστισμένος.

«Είναι υποχρέωσή σου», πρόσθεσε ο Κέντρικ. «Εσύ το βρήκες. Ή, θα μπορούσα να πω, αυτό σε βρήκε».

Ο Θορ ήταν πολύ προβληματισμένος. Στο παρελθόν, είχε φροντίσει πρόβατα, αλλά δεν είχε ποτέ μεγαλώσει κάποιο ζώο, και τώρα πραγματικά δεν ήξερε τι να κάνει.

Παρ’ όλα αυτά, την ίδια στιγμή, αισθανόταν ήδη ένα στενό δεσμό με το ζώο. Τα μικρά, γαλάζια του μάτια άνοιξαν και έμοιαζε σαν να κοίταζε μόνο αυτόν.

Το πλησίασε, έσκυψε και το πήρε στα χέρια του. Το ζωάκι τεντώθηκε και του έγλυψε το μάγουλο.

«Πώς μπορεί κάποιος να φροντίσει ένα μωρό λεοπάρδαλης;» ρώτησε ο Θορ, συγκινημένος.

«Υποθέτω με τον ίδιο τρόπο που μπορεί κάποιος να φροντίσει οποιοδήποτε άλλο ζώο», είπε ο Έρεκ. «Να το ταΐζεις όταν πεινάει».

«Πρέπει να του δώσεις όνομα», του είπε ο Κέντρικ.

Ο Θορ αναλογίστηκε με έκπληξη ότι αυτή ήταν η δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες που έπρεπε να βρει όνομα για κάποιο ζώο. Θυμήθηκε μια ιστορία από την παιδική του ηλικία για ένα λιοντάρι που τρομοκρατούσε ένα χωριό.

«Κρον», είπε ο Θορ.

Οι άλλοι κούνησαν το κεφάλι τους σε ένδειξη αποδοχής.

«Όπως και στο θρύλο», είπε ο Ρις.

«Μου αρέσει», είπε ο Ο’Κόνορ.

«Κρόν, ε…», είπε ο Έρεκ.

Καθώς ο Κρον χαμήλωσε το κεφαλάκι του μέσα στο στήθος του Θορ, ο Θορ ένιωσε έναν ισχυρό δεσμό μ’ αυτό το ζωάκι. Ένα δεσμό ισχυρότερο απ’ ό,τι είχε νιώσει ποτέ του. Αισθανόταν σαν να γνώριζε τον Κρον για πολλές ζωές καθώς αυτός στριφογύριζε και έβγαζε ήχους σαν νιαουρίσματα.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένας μακρινός ήχος που έκανε τον Θορ να ανατριχιάσει. Γύρισε και κοίταξε ψηλά στον ουρανό.

Εκεί ψηλά ήταν η Εστοφελή. Βγάζοντας κραυγές, έκανε μια απότομη βουτιά προς το κεφάλι του Θορ. Κατέβηκε πολύ χαμηλά, αλλά πήρε πάλι ύψος την τελευταία στιγμή.

Στην αρχή ο Θορ αναρωτήθηκε αν ζήλευε τον Κρον. Αλλά, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, ο Θορ συνειδητοποίησε ότι το γεράκι του τον προειδοποιούσε.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε ένας μακρινός θόρυβος από την άλλη πλευρά του δάσους. Στην αρχή ακούστηκε σαν θρόισμα, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε μια σφοδρή επίθεση – όλα συνέβαιναν τόσο γρήγορα.

Λόγω της προειδοποίησης του γερακιού, ο Θορ είχε ένα πλεονέκτημα. Είδε πως κάτι ερχόταν και πήδηξε γρήγορα στο πλάι κλάσματα δευτερολέπτου πριν ένα τεράστιο αγριογούρουνο περάσει βολίδα δίπλα του. Τον προσπέρασε παρά τρίχα.

Στο ξέφωτο επικράτησε χάος. Το αγριογούρουνο έκανε επίθεση στους άλλους κουνώντας τα τεράστια δόντια του από τη μια μεριά στην άλλη. Με μια ξαφνική κίνηση, κατάφερε να χτυπήσει το μπράτσο του Ο’Κόνορ. Το αίμα του πετάχτηκε αμέσως σαν σιντριβάνι, ενώ ο Ο’Κόνορ το κράτησε σφιχτά με το άλλο του χέρι σφαδάζοντας από τον πόνο.

Ήταν σαν να προσπαθούσε να παλέψει με έναν ταύρο χωρίς τα κατάλληλα όπλα. Ο Έλντεν προσπάθησε να το καρφώσει με το μακρύ δόρυ του, αλλά το τεράστιο ζώο απλά γύρισε το κεφάλι του, άρπαξε το δόρυ στο πελώριο στόμα του, το πέταξε κάτω, και με μια κίνηση το έκοψε στα δύο με τα δόντια του. Μετά το αγριογούρουνο έκανε επίθεση στον Έλντεν, χτυπώντας στον στα πλευρά. Ευτυχώς για τον Έλντεν, αστόχησε να τον χτυπήσει και να τον κόψει στα δύο με τους χαυλιόδοντές του.

Αυτό το αγριογούρουνο ήταν αδύνατο να σταματήσει. Είχε βγει για αίμα και ήταν ξεκάθαρο ότι δεν θα τους άφηνε ήσυχους αν δεν το έπαιρνε.

Οι άλλοι έτρεξαν και μπήκαν σε δράση. Ο Έρεκ και ο Κέντρικ έβγαλαν τα σπαθιά τους, όπως ακριβώς έκαναν ο Θορ, ο Ρις και οι άλλοι.

Όλοι μαζί κύκλωσαν το ζώο, αλλά ήταν δύσκολο να το χτυπήσουν, επειδή τα μακριά του δόντια, που έφταναν στο ένα μέτρο σε μήκος, τους εμπόδιζαν να το πλησιάσουν. Αυτό έτρεχε σε κύκλους και τους κυνηγούσε μέσα στο ξέφωτο. Οι άντρες το χτύπαγαν με τη σειρά και ο Έρεκ του κατάφερε ένα άμεσο χτύπημα στα πλευρά. Όμως, το αγριογούρουνο πρέπει να ήταν φτιαγμένο από ατσάλι επειδή συνέχισε την επίθεσή του.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, όλα άλλαξαν. Η ματιά του Θορ έπιασε μια κίνηση και γυρίζοντας κοίταξε προς το δάσος. Εκεί στο βάθος, κρυμμένο πίσω από τα δέντρα, ο Θορ θα έπαιρνε όρκο ότι είδε έναν άντρα με μαύρο μανδύα και κουκούλα. Τον είδε να σηκώνει το τόξο και το βέλος του και να στοχεύει κατ’ ευθείαν στο ξέφωτο. Δεν φαινόταν ότι ο στόχος του ήταν το αγριογούρουνο, αλλά οι άντρες.

Ο Θορ αναρωτήθηκε αν έβλεπε φαντάσματα. Ήταν δυνατόν να δέχονταν επίθεση; Εδώ; Στη μέση του πουθενά; Και από ποιον;

Ο Θορ εμπιστεύθηκε το ένστικτό του. Διαισθάνθηκε ότι οι άλλοι κινδύνευαν και έτρεξε προς το μέρος τους. Είδε τον άντρα να στρέφει το τόξο του προς τον Κέντρικ.

Ο Θορ, με μια βουτιά, έπεσε πάνω στον Κέντρικ με δύναμη και τον πέταξε στο έδαφος. Μόλις έπεσαν, το βέλος πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους, αστοχώντας για λίγο.

Ο Θορ αμέσως κοίταξε πίσω, προς το δάσος ψάχνοντας να βρει κάποιο ίχνος του ανθρώπου που τους έκανε επίθεση. Αλλά δεν ήταν πια εκεί.

Όμως, δεν υπήρχε χρόνος για σκέψεις. Το αγριογούρουνο έτρεχε άγρια γύρω από το ξέφωτο σε πολύ μικρή απόσταση. Τώρα ερχόταν προς το μέρος τους. Ο Θορ δεν είχε χρόνο για να αντιδράσει. Προετοίμασε τον εαυτό του για σύγκρουση με τους μακριούς χαυλιόδοντές του που έρχονταν κατά πάνω του.

Το επόμενο δευτερόλεπτο, ακούστηκε μια δυνατή στριγγλιά. Ο Θορ γύρισε και είδε τον Έρεκ ανεβασμένο στην πλάτη του αγριογούρουνου. Κρατούσε το σπαθί του και με τα δύο χέρια του και το βύθισε στο πίσω μέρος του λαιμού του. Το ζώο βρυχήθηκε και το αίμα πετάχτηκε από το στόμα του καθώς τα γόνατά του λύγισαν και σωριάστηκε στο έδαφος με τον Έρεκ πάνω στην πλάτη του. Σταμάτησαν μερικά εκατοστά μακριά από τον Θορ.

Όλοι είχαν μείνει ακίνητοι και κοίταζαν ο ένας τον άλλον. Αναρωτιόντουσαν τι στο καλό είχε συμβεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22

Κουβαλώντας τον Κρον μέσα στο πουκάμισό του, ο Θορ ξαφνιάστηκε από τον θόρυβο που ακούγονταν μόλις ο Ρις άνοιξε την πόρτα της μπυραρίας. Πολλά μέλη της Λεγεώνας και στρατιώτες, οι οποίοι είχαν στριμωχτεί εκεί μέσα και τους περίμεναν, τους υποδέχτηκαν φωνάζοντας δυνατά. Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο και έκανε ζέστη. Μόλις μπήκε μέσα, ο Θορ στριμώχτηκε ανάμεσα στους συντρόφους του. Είχαν περάσει μια κουραστική μέρα στο κυνήγι και τώρα είχαν όλοι μαζευτεί στην μπυραρία που ήταν βαθιά μέσα στο δάσος για να το γιορτάσουν. Οι άντρες του Αργυρού Τάγματος είχαν προπορευθεί και ο Θορ, ο Ρις και οι άλλοι τους ακολούθησαν.

Πίσω από τον Θορ, οι δίδυμοι, ο Κόνβαλ και ο Κόνβεν, κουβαλούσαν το έπαθλό τους – το αγριογούρουνο που ήταν το πιο μεγάλο απ’ όλα τα άλλα. Το είχαν βάλει σε ένα μακρύ κοντάρι και το κουβαλούσαν στους ώμους τους, ενώ χρειάστηκε να το αφήσουν κάτω, έξω από την πόρτα της ταβέρνας πριν μπουν μέσα. Ο Θορ του έριξε μια τελευταία ματιά – φαινόταν τόσο άγριο που ήταν δύσκολο να πείσουν κάποιον ότι το είχαν σκοτώσει.

Ο Θορ ένιωσε ένα στριφογύρισμα μέσα στο πουκάμισό του και κοιτάζοντας είδε τον καινούργιο του σύντροφο, τον Κρον. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κουβαλούσε ένα μωρό άσπρης λεοπάρδαλης. Τον κοίταζε με τα κρυστάλλινα γαλανά του μάτια και κλαψούριζε. Ο Θορ κατάλαβε ότι πεινούσε.

Ο Θορ ήταν στριμωγμένος μέσα στη μπυραρία, ενώ δεκάδες ακόμα άντρες έμπαιναν πίσω του. Προχώρησε ακόμα πιο βαθιά μέσα στην αίθουσα που πρέπει να ήταν δέκα βαθμούς πιο ζεστή απ’ έξω και με πολλή περισσότερη υγρασία. Ακολουθούσε τον Έρεκ και τον Κέντρικ, ενώ πίσω του έρχονταν ο Ρις, ο Έλντεν, οι δίδυμοι και ο Ο’Κόνορ που είχε το χέρι του δεμένο μετά από την επίθεση του αγριογούρουνου, αλλά, ευτυχώς, το τραύμα του είχε σταματήσει να αιμορραγεί. Ο Ο’Κόνορ φαινόταν περισσότερο ζαλισμένος παρά τραυματισμένος. Η καλή του διάθεση είχε επιστρέψει και ολόκληρη η ομάδα προχώρησε βαθιά μέσα στην αίθουσα.

Ήταν πολύ στριμωχτά, οι ώμοι τους ακουμπούσαν, και δεν υπήρχε χώρος ούτε για να γυρίσουν να κοιτάξουν προς τα πίσω. Μέσα στην ταβέρνα υπήρχαν μακριοί πάγκοι όπου μερικοί άντρες κάθονταν, έπιναν, τραγουδούσαν και τσούγκριζαν τις μεταλλικές τους κούπες με τις κούπες των φίλων τους ή τις χτυπούσαν πάνω στους πάγκους, ενώ άλλοι άντρες ήταν όρθιοι. Ήταν μια φασαριόζικη, χαρούμενη ατμόσφαιρα και ο Θορ δεν είχε δει ποτέ του κάτι παρόμοιο.

«Πρώτη σου φορά σε μπυραρία;» ρώτησε ο Έλντεν, φωνάζοντας για να ακουστεί.

Ο Θορ έγνεψε καταφατικά, νιώθοντας χωριάτης για άλλη μια φορά.

«Στοιχηματίζω ότι ούτε μπύρα έχεις ξαναπιεί, ε…;» ρώτησε ο Κόνβεν χτυπώντας τον στην πλάτη γελώντας.

«Και βέβαια έχω ξαναπιεί», είπε ο Θορ σαν να υπερασπιζόταν τον εαυτό του.

Είχε κοκκινίσει, όμως, αλλά ήλπιζε ότι δεν θα το πρόσεχε κανείς, επειδή στην πραγματικότητα δεν είχε πιει ποτέ του μπύρα εκτός από μια γουλίτσα στον γάμο. Ο πατέρας του δεν επέτρεπε μπύρα στο σπίτι. Αλλά ακόμα κι’ αν την επέτρεπε, δεν είχαν σίγουρα την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο.

«Ωραία, λοιπόν!» φώναξε ο Κόνβαλ. «Ταβερνιάρη, φέρε σε όλους μας μια κούπα απ’ την πιο δυνατή που έχεις. Ο Θορ, εδώ, είναι γερό ποτήρι!»

Ένας από τους δίδυμους έβαλε επάνω στον πάγκο ένα χρυσό νόμισμα. Ο Θορ εξεπλάγη από τα χρήματα που είχαν αυτά τα παιδιά και αναρωτήθηκε από τι οικογένειες κατάγονταν. Το νόμισμα αυτό θα ήταν αρκετό για να περάσει η οικογένειά του στο χωριό για ένα μήνα.

Ένα λεπτό αργότερα, δώδεκα μεγάλες μεταλλικές κούπες με μπύρα που άφριζε γλίστρησαν πάνω στον πάγκο και τα αγόρια σπρώχνοντας πέρασαν μπροστά για να τις πάρουν. Έβαλαν μια κούπα στο χέρι του Θορ και όπως ο αφρός έσταζε στο πλάι του χεριού του, το στομάχι του σφίχτηκε με προσδοκία.

Ένιωθε νευρικότητα.

«Στο κυνήγι μας!» φώναξε ο Ρις.

«ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΜΑΣ!» φώναξαν δυνατά και οι άλλοι.

Ο Θορ έκανε ότι έκαναν και οι άλλοι προσπαθώντας να φέρεται όπως και εκείνοι. Σήκωσε το υγρό που άφριζε ως τα χείλη του και ήπιε μια γουλιά. Η γεύση του φάνηκε απαίσια, αλλά είδε τους άλλους να αδειάζουν τα ποτήρια τους χωρίς ανάσα. Υποχρέωσε τον εαυτό του να την πιει και προσπάθησε να την καταπιεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά όταν είχε πιει περίπου την μισή, άφησε κάτω την κούπα του, βήχοντας.

Οι άλλοι τον κοίταξαν και ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Ο Έλντεν τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη.

«Είναι η πρώτη σου φορά, έτσι;» τον ρώτησε.

Ο Θορ κοκκίνισε και σκούπισε τον αφρό από τα χείλη του. Ευτυχώς, πριν μπορέσει να απαντήσει, ακούστηκε μια δυνατή φωνή και όλοι γύρισαν και είδαν μερικούς μουσικούς να μπαίνουν στην αίθουσα ανοίγοντας δρόμο μέσα στο πλήθος. Άρχισαν να παίζουν φλογέρες και λαούτα και να χτυπούν κύμβαλα κάνοντας την ατμόσφαιρα ακόμα πιο εύθυμη και πιο θορυβώδη.

«Αδερφέ μου!» ακούστηκε μια φωνή.

Ο Θορ γύρισε και είδε ένα αγόρι λίγα χρόνια πιο μεγάλο απ’ αυτόν, με μια μικρή κοιλίτσα, πλατείς ώμους, αξύριστο, που φαινόταν κάπως ατημέλητο να κάνει ένα βήμα μπροστά και να αγκαλιάζει τον Ρις με έναν άγαρμπο τρόπο. Μαζί του ήταν άλλα τρία παιδιά που κι’ αυτά φαίνονταν το ίδιο ατημέλητα.

«Δεν πίστευα ποτέ πως θα σ’ εύρισκα εδώ!» πρόσθεσε.

«Λοιπόν, που και που πρέπει να ακολουθώ τα βήματα του αδελφού μου, ε…» φώναξε ο Ρις χαμογελώντας. «Θορ, ξέρεις τον αδελφό μου τον Γκόντφρι;»

Ο Γκόντφρι γύρισε και έσφιξε το χέρι του Θορ, ενώ ο Θορ δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει πόσο αγύμναστο και στρουμπουλό ήταν. Δεν ήταν το χέρι ενός πολεμιστή.

«Φυσικά και γνωρίζω τον νεοφερμένο», είπε ο Γκόντφρι, πλησιάζοντας πολύ κοντά και μπερδεύοντας τα λόγια του. «Όλο το βασίλειο μιλάει γι’ αυτόν. Είσαι θαυμάσιος πολεμιστής, όπως ακούω», είπε στον Θορ. «Πολύ κακό αυτό. Η μπυραρία χάνει ένα μεγάλο ταλέντο!»

Ο Γκόντφρι έγειρε πίσω και έσκασε στα γέλια, ενώ και οι τρεις σύντροφοί του άρχισαν κι’ αυτοί να γελάνε. Ένας από αυτούς, περίπου ένα κεφάλι ψηλότερος από τους άλλους, με τεράστια κοιλιά, κατακόκκινα μάγουλα και ξαναμμένος από το ποτό, έσκυψε μπροστά και κτύπησε τον Θορ στον ώμο.

«Η γενναιότητα είναι σπουδαίο χαρακτηριστικό. Αλλά σε οδηγεί στις μάχες και έτσι παραμένεις ψυχρός. Το ποτό είναι καλύτερο χαρακτηριστικό. Είσαι ασφαλής και θερμός – και σου εξασφαλίζει και μια ζεστή κοπελιά στο πλάι σου!»

Άρχισε να γελάει μαζί με τους άλλους και ο ταβερνιάρης έβαλε καινούργιες κούπες με μπύρα για όλους. Ο Θορ ήλπιζε να μην του ζητήσουν να πιει. Ήδη ένιωθε την μπύρα να ανεβαίνει στο κεφάλι του.

«Ήταν το πρώτο του κυνήγι σήμερα!» φώναξε ο Ρις στον αδελφό του.

«Αλήθεια;» απάντησε ο Γκόντφρι. «Λοιπόν, αυτό απαιτεί ένα ποτό, τι λέτε;»

«Ακόμα και δύο!» φώναξε ο ψηλός φίλος του.

Ο Θορ κοίταξε το ποτήρι που του είχαν βάλει στο χέρι.

«Στις πρώτες φορές!» σήκωσε το ποτήρι του ο Γκόντφρι.

«ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΦΟΡΕΣ!» φώναξαν όλοι μαζί.

«Μακάρι η ζωή σου να είναι γεμάτη πρώτη φορές…», είπε ο ψηλός, «…εκτός από την πρώτη φορά που θα είσαι νηφάλιος!»

Όλοι γέλασαν δυνατά και συνέχισαν να πίνουν.

Ο Θορ ήπιε μια γουλιά, και προσπαθώντας να αποφύγει να πιει περισσότερο, άφησε κάτω την κούπα του, αλλά ο Γκόντφρι τον έπιασε.

«Δεν πίνουμε έτσι, αγόρι μου!» φώναξε ο Γκόντφρι. Έκανε ένα βήμα μπροστά, άρπαξε την κούπα και την έβαλε στα χείλη του Θορ. Όλοι γελούσαν καθώς ο Θορ κατάπινε τη μπύρα. Μόλις άφησε κάτω την άδεια κούπα, άρχισαν να ζητωκραυγάζουν.

Ο Θορ ένιωθε ζαλισμένος. Άρχισε να αισθάνεται ότι έχανε τον έλεγχό του και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί εύκολα. Δεν του άρεσε αυτό το συναίσθημα.

Ο Θορ ένιωσε άλλο ένα στριφογύρισμα μέσα στο πουκάμισό του καθώς ο Κρον σήκωσε το κεφαλάκι του.

«Τι έχουμε εδώ;!» φώναξε ο Γκόντφρι με ευχαρίστηση.

«Είναι ένα μωρό λεοπάρδαλης», είπε ο Θορ.

«Το βρήκαμε στο κυνήγι», πρόσθεσε ο Ρις.

«Πεινάει», είπε ο Θορ. «Και δεν ξέρω τι ακριβώς να του δώσω».

«Μπύρα, φυσικά!» φώναξε ο ψηλός.

«Αλήθεια», ρώτησε ο Θορ. «Κάνει να την πιει;»

«Φυσικά!» φώναξε ο Γκόντφρι. «Φτιάχνεται απλά από λυκίσκο!»

Ο Γκόντφρι άπλωσε το χέρι του, βούτηξε το δάκτυλό του στον αφρό και το έβαλε μπροστά του. Ο Κρον έσκυψε λίγο και το έγλυψε. Το έγλυψε ξανά και ξανά.

«Βλέπεις, του αρέσει!»

Ο Γκόντφρι ξαφνικά τράβηξε πίσω το δάκτυλό του βγάζοντας μια κραυγή. Το σήκωσε ψηλά και είδε αίμα.

«Κοφτερά δόντια το μικρό!» φώναξε – και οι άλλοι ξέσπασαν σε γέλια.

Ο Θορ έβαλε το χέρι του μέσα στο πουκάμισό του και χάιδεψε το κεφαλάκι του Κρον. Μετά έγειρε την κούπα του και άδειασε την υπόλοιπη μπύρα στο στόμα του ζώου. Ο Κρον το έγλυψε όλο και ο Θορ αποφάσισε να του βρει κανονικό φαγητό. Ήλπιζε ότι ο Κολκ, αλλά και τα άλλα μέλη της Λεγεώνας, δεν θα είχαν αντίρρηση να μείνει το ζωάκι στον στρατώνα.

Ξαφνικά, οι μουσικοί άλλαξαν το τραγούδι τους ενώ εμφανίστηκαν και άλλοι φίλοι του Γκόντφρι. Πλησίασαν, κάθισαν μαζί τους για ένα καινούργιο γύρο μπύρας και μετά πήραν τον Γκόντφρι και απομακρύνθηκαν μέσα στο πλήθος.

«Θα σε δω αργότερα, μικρέ μου», είπε ο Γκόντφρι στον Ρις πριν φύγει. Μετά στράφηκε προς τον Θορ. «Ελπίζω να έρχεσαι πιο συχνά στη μπυραρία!»

«Κι’ εγώ ελπίζω να περνάς περισσότερο χρόνο στο πεδίο της μάχης», του φώναξε ο Κέντρικ.

«Πολύ αμφιβάλλω γι’ αυτό!» είπε ο Γκόντφρι και γελώντας, εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος μαζί με τους φίλους του.

«Πάντα έτσι διασκεδάζουν;» ο Θορ ρώτησε τον Ρις.

«Ο Γκόντφρι; Αυτός έρχεται στην μπυραρία από τότε που άρχισε να περπατάει. Είναι η απογοήτευση του πατέρα μου. Αλλά εκείνος είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του».

«Όχι, εννοώ τους άντρες του Βασιλιά. Την Λεγεώνα. Έρχονται πάντα στην μπυραρία;»

Ο Ρις κούνησε το κεφάλι του.

«Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα. Ήταν το πρώτο κυνήγι της θερινής ισημερίας. Αυτό δεν συμβαίνει κάθε μέρα. Απόλαυσέ το όσο διαρκεί».

Ο Θορ ένιωθε όλο και περισσότερο αποπροσανατολισμένος καθώς κοίταζε γύρω στην αίθουσα. Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Ήθελε να βρίσκεται πίσω στους στρατώνες για εκπαίδευση. Και γι’ άλλη μια φορά η σκέψη του ταξίδεψε στην Γκουέντολιν.

«Τον είδες καλά;» ρώτησε ο Κέντρικ καθώς πλησίασε τον Θορ.

Ο Θορ τον κοίταξε σαστισμένος.

«Τον άντρα στο δάσος που έριξε το βέλος…» πρόσθεσε ο Κέντρικ.

Οι άλλοι πλησίασαν πιο κοντά προσπαθώντας να ακούσουν, ενώ η ατμόσφαιρα έγινε πιο σοβαρή.

Ο Θορ προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά δεν μπορούσε. Όλα ήταν συγκεχυμένα στο μυαλό του.

«Μακάρι να τον έβλεπα», είπε. «Όλα έγιναν τόσο γρήγορα».

«Ίσως να ήταν ένας από τους άντρες του Βασιλιά που έριξε προς την κατεύθυνσή μας κατά λάθος», είπε ο Ο’Κόνορ.

Ο Θορ κούνησε το κεφάλι του.

Vanusepiirang:
16+
Ilmumiskuupäev Litres'is:
10 september 2019
Objętość:
344 lk 8 illustratsiooni
ISBN:
9781632913234
Allalaadimise formaat:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip
Esimene raamat sarjas "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Kõik sarja raamatud