Loe raamatut: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », lehekülg 20

Font:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28

Είχε ήδη σκοτεινιάσει όταν ο Θορ πέρασε τρέχοντας καβάλα στο άλογό του την τελευταία πύλη της Αυλής του Βασιλιά. Πήδηξε κάτω, χωρίς να έχει καν σταματήσει το άλογο, και αναπνέοντας με δυσκολία, έδωσε τα χαλινάρια σε έναν υπηρέτη. Όλη μέρα, είχε κάνει μια τεράστια διαδρομή πάνω στο άλογο, ο ήλιος είχε πέσει εδώ και ώρες, και τώρα, κρίνοντας από το φως των δαυλών και την μουσική που ακούγονταν μέσα από το κάστρο, καταλάβαινε ότι η γιορτή του Βασιλιά ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Κατέκρινε τον εαυτό του που είχε λείψει για τόσες ώρες και απλά ευχήθηκε να μην είχε φτάσει πολύ αργά.

Πλησίασε τον πρώτο υπηρέτη που βρέθηκε μπροστά του.

«Όλα καλά μέσα;» τον ρώτησε βιαστικά. Έπρεπε να μάθει αν ο Βασιλιάς ήταν καλά – αν και δεν μπορούσε να ρωτήσει τον υπηρέτη ευθέως αν τον είχαν δηλητηριάσει.

Ο υπηρέτης τον κοίταξε ξαφνιασμένος.

«Και γιατί να μην είναι; Όλα είναι εντάξει, εκτός από εσένα που άργησες. Τα μέλη της Λεγεώνας του Βασιλιά θα πρέπει να είναι πάντα στην ώρα τους. Και τα ρούχα σου είναι βρώμικα. Δεν τιμάς έτσι τους συναδέλφους σου. Πλύνε τα χέρια σου και μπες μέσα».

Ο Θορ πέρασε βιαστικά από την πύλη. Στάζοντας από ιδρώτα, έβαλε τα χέρια του σε μια μικρή πέτρινη γούρνα με νερό και έριξε αρκετό στο πρόσωπό του, ενώ με τα βρεγμένα του χέρια έστρωσε τα σχετικά μακριά μαλλιά του. Ήταν σε συνεχή κίνηση από νωρίς το πρωί και τώρα ήταν γεμάτος σκόνη από τον δρόμο. Η σημερινή μέρα του φαίνονταν σαν να ήταν δέκα ημέρες σε μια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει ώστε να φαίνεται εντάξει καθώς περνούσε βιαστικά μέσα από τους διαδρόμους προς τις τεράστιες πύλες της αίθουσας εκδηλώσεων.

Μόλις πέρασε τις αψιδωτές πόρτες της αίθουσας, όλα ήταν ακριβώς όπως στο όνειρό του. Μπροστά του ήταν δύο τεράστια τραπέζια με φαγητά, τουλάχιστον τριάντα μέτρα το καθένα. Ο Βασιλιάς καθόταν στην κορυφή του δικού του τραπεζιού περικυκλωμένος από τους άντρες του. Ο θόρυβος χτύπησε τον Θορ σαν να ήταν κάτι ζωντανό, ενώ η αίθουσα ήταν ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο.  Δεν ήταν μόνο οι άντρες του Βασιλιά, τα μέλη του Αργυρού Τάγματος και της Λεγεώνας που κάθονταν γύρω από τα εορταστικά τραπέζια, αλλά και εκατοντάδες άλλοι, όπως μπάντες από περιοδεύοντες μουσικούς, ομάδες χορευτών, γελωτοποιών, δεκάδες γυναίκες από τους οίκους ανοχής.... Υπήρχαν επίσης όλων των ειδών υπηρέτες, φρουροί  και σκυλιά που έτρεχαν γύρω γύρω. Ήταν ένα τρελοκομείο.

Οι άντρες έπιναν κρασί ή μπύρα από τεράστιες μεταλλικές κούπες, ενώ πολλοί απ’ αυτούς στέκονταν όρθιοι και τραγουδούσαν τραγούδια για το ποτό, κρατώντας ο ένας τον άλλον από τους ώμους και τσουγκρίζοντας τις κούπες τους. Υπήρχε πληθώρα εδεσμάτων πάνω στα τραπέζια, ενώ ελάφια, αγριογούρουνα και άλλα ζώα από το κυνήγι της προηγούμενης μέρας ψήνονταν σε σούβλες μπροστά στο τζάκι. Οι μισοί καλεσμένοι που ήταν στην αίθουσα έτρωγαν λαίμαργα, ενώ οι άλλοι μισοί σχημάτιζαν παρέες που τριγύριζαν στην αίθουσα. Βλέποντας το χάος που επικρατούσε και το πόσο μεθυσμένοι ήταν οι άντρες, ο Θορ συνειδητοποίησε ότι αν είχε έρθει νωρίτερα, στην αρχή της γιορτής, τα πράγματα θα ήταν πιο συγκρατημένα. Τώρα, σ’ αυτή την προχωρημένη ώρα, η γιορτή φαινόταν ότι είχε εξελιχθεί σε μια γιορτή μεθυσμένων.

Η πρώτη αντίδραση του Θορ, εκτός από το ό,τι ήταν καταβεβλημένος, ήταν μεγάλη ευχαρίστηση που έβλεπε ότι ο Βασιλιάς ήταν ζωντανός. Έβγαλε ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Ήταν καλά. Για άλλη μια φορά αναρωτήθηκε αν εκείνος ο οιωνός σήμαινε πράγματι κάτι, αν το όνειρό του δεν είχε καμία σημασία, αν ο ίδιος αντιδρούσε με υπερβολικό τρόπο στις φαντασίες του μυαλού του, και αν σε κάποια πράγματα έδινε περισσότερη σημασία απ’ ό,τι έπρεπε. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να απαλλαγεί από το προαίσθημά του και ένιωθε την έντονη ανάγκη να πλησιάσει τον Βασιλιά και να τον προειδοποιήσει.

Να προστατεύεις τον Βασιλιά μας.

Ο Θορ άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος για να φτάσει στο βάθος της αίθουσας που βρίσκονταν ο Βασιλιάς. Όμως δεν μπορούσε να προχωρήσει γρήγορα. Οι άντρες ήταν μεθυσμένοι, κάθονταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και έκαναν πολύ σαματά, ενώ ο ΜακΓκιλ κάθονταν δεκάδες μέτρα μακριά.

Ο Θορ κατάφερε να φτάσει περίπου στα μισά της αίθουσας όταν σταμάτησε. Ξαφνικά είδε την Γκουέντολιν. Κάθονταν σε ένα από τα μικρά τραπέζια, στο πλάι της αίθουσας μαζί με τις κοπέλες της συνοδείας της. Φαινόταν σκυθρωπή, κάτι που δεν ήταν του χαρακτήρα της. Το φαγητό και το ποτό μπροστά της ήταν ανέγγιχτα και κάθονταν εκεί στην άκρη χωριστά από τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Ο Θορ καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος, προσπάθησε να τρέξει προς το μέρος της.

Σήκωσε τα μάτια της και τον είδε να έρχεται, αλλά αντί να χαμογελάει, όπως έκανε πάντα, το πρόσωπό της σκοτείνιασε. Για πρώτη φορά, ο Θορ διέκρινε θυμό στα μάτια της.

Η Γκουέν έσπρωξε την καρέκλα της, σηκώθηκε, γύρισε την πλάτη της και άρχισε να απομακρύνεται.

Ο Θορ ένιωσε σαν να του είχαν βυθίσει ένα μαχαίρι στην καρδιά. Δεν μπορούσε να καταλάβει την αντίδρασή της. Μήπως είχε κάνει κάτι λάθος;

Σηκώθηκε από το τραπέζι και τρέχοντας προς το μέρος της την έπιασε απαλά από το χέρι.

Η αντίδρασή της τον εξέπληξε. Τράβηξε το χέρι της πολύ απότομα και τον αγριοκοίταξε.

«Μην με αγγίζεις!» φώναξε.

Ο Θορ έκανε ένα βήμα πίσω, σοκαρισμένος από την αντίδρασή της. Ήταν η ίδια Γκουέντολιν που γνώρισε;

«Συγγνώμη…», της είπε «…δεν ήθελα να σε πειράξω, ούτε να δείξω ασέβεια. Απλά ήθελα να σου μιλήσω».

«Δεν έχω να πω τίποτα μαζί σου», του είπε και τα μάτια της πέταγαν φωτιές από τον θυμό της.

Του είχε κοπεί η ανάσα. Και δεν μπορούσε να καταλάβει τι λάθος είχε κάνει.

«Πριγκίπισσά μου, σε παρακαλώ, πες μου, τι ήταν αυτό που έκανα και σε πρόσβαλα; Ό,τι κι’ αν είναι σου ζητώ συγγνώμη».

«Αυτό που έκανες δεν διορθώνεται. Και δεν επαρκεί η συγγνώμη. Έχει να κάνει με το ποιος είσαι».

Άρχισε να απομακρύνεται ξανά. Ένα κομμάτι του εαυτού του σκέφτηκε να την αφήσει να φύγει, αλλά ένα άλλο δεν άντεχε να την βλέπει να φεύγει έτσι, όχι μετά από τις στιγμές που είχαν περάσει μαζί. Έπρεπε να μάθει – έπρεπε να μάθει τον λόγο που τον μισούσε τόσο πολύ.

Ο Θορ έτρεξε και μπήκε μπροστά της, εμποδίζοντάς την να φύγει. Δεν μπορούσε να την αφήσει. Όχι έτσι.

«Γκουέντολιν, σε παρακαλώ. Απλά, σε παρακαλώ, δώσε μου μια ευκαιρία, τουλάχιστον να μάθω τι σου έχω κάνει. Σε ικετεύω, πες μου μόνο αυτό».

Τον κοίταξε βράζοντας από θυμό και με τα χέρια της στου γοφούς της.

«Πιστεύω πως ξέρεις. Νομίζω ότι ξέρεις πολύ καλά».

«Δεν ξέρω», της είπε ο Θορ με ειλικρίνεια.

Τον κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια σαν να προσπαθούσε να κρίνει τα λόγια του, και φαινόταν να τον πιστεύει.

«Την νύχτα πριν την συνάντησή μας, μου είπαν ότι επισκέφθηκες τον οίκο ανοχής. Ότι έκανε διάφορα με πολλές γυναίκες. Και τις ευχαρίστησες όλη νύχτα. Μετά, μόλις χάραξε ο ήλιος, ήρθες σε εμένα. Σου λέει κάτι αυτό; Έχω αηδιάσει από την συμπεριφορά σου. Αηδίασα που σε συνάντησα και που με άγγιξες. Ελπίζω να μην δω το πρόσωπό σου ποτέ ξανά. Με κορόιδεψες – και εμένα δεν με κοροϊδεύει κανείς

«Πριγκίπισσά μου!» φώναξε ο Θορ προσπαθώντας να την σταματήσει και να της εξηγήσει. «Δεν είναι αλήθεια!»

Εκείνη τη στιγμή μια μπάντα μουσικών μπήκε ανάμεσά τους και εκείνη έφυγε τρέχοντας μέσα στο πλήθος τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να την βρει. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχε χαθεί μέσα στο πλήθος.

Ο Θορ ένιωσε να καίγεται μέσα του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιος την είχε πλησιάσει και της είχε πει ψέματα γι’ αυτόν, κάνοντάς την να στραφεί εναντίον του. Αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν πίσω απ’ όλα αυτά. Αλλά δεν είχε πια σημασία. Οι πιθανότητες να είναι μαζί της είχαν καταστραφεί. Μέσα του ένιωθε ότι πέθαινε.

Ο Θορ ένιωθε ένα κενό σαν να μην υπήρχε πια σκοπός στη ζωή του. Θυμήθηκε τον Βασιλιά και με βήμα ασταθές προχώρησε στην αίθουσα.

Πριν προλάβει να κάνει δύο βήματα, ξαφνικά ο Άλτον εμφανίστηκε μπροστά του και του έκλεισε το δρόμο. Τον κοίταζε ειρωνικά και είχε ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Φορούσε ένα μεταξωτό κολλητό παντελόνι, βελούδινο σακάκι και ένα καπέλο με φτερά. Κοίταξε τον Θορ υποτιμητικά, τεντώνοντας τη μύτη και το πηγούνι του και με ένα ύφος απόλυτης αλαζονείας και έπαρσης.

«Λοιπόν, λοιπόν», είπε. «Για κοίτα ποιος είναι εδώ! Δεν έχεις βρει ακόμα την μέλλουσα γυναίκα σου εδώ; Φυσικά και δεν την έχεις βρει. Νομίζω πως η φήμη για τα κατορθώματά σου στον οίκο ανοχής έχουν μαθευτεί παντού». Χαμογέλασε και έσκυψε προς το μέρος του αφήνοντας να φανούν τα μικρά, κίτρινα δόντια του. «Στην πραγματικότητα, είμαι σίγουρος ότι έχουν μαθευτεί».

«Ξέρεις τι λένε; Αν υπάρχει ένα ψήγμα αλήθειας, αυτό βοηθάει στη δημιουργία μιας φήμης. Εγώ βρήκα αυτό το ψήγμα. Και τώρα η καλή σου φήμη έχει πια καταστραφεί».

Ο Θορ, που έβραζε από οργή, δεν μπορούσε να το ανεχτεί άλλο. Έκανε ένα βήμα μπροστά και έριξε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι του Άλτον, κάνοντάς τον να διπλωθεί στα δύο.

Σε δευτερόλεπτα, ένιωσε πολλά σώματα να πέφτουν επάνω του. Μέλη της Λεγεώνας και στρατιώτες, όλοι μπήκαν ανάμεσά τους για να τους χωρίσουν.

«Έχεις ξεπεράσει τα όρια!» του φώναξε ο Άλτον δείχνοντάς τον μέσα από τους άλλους που είχαν πέσει πάνω του. «Κανένας δεν ακουμπάει ένα μέλος της Βασιλικής οικογένειας! Θα κρέμεσαι στην ποδοκάκη για την υπόλοιπη ζωή σου! Θα βάλω να σε συλλάβουν! Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό! Με το πρώτο φως της ημέρας θα τους στείλω να σε πιάσουν!» φώναξε ο Άλτον και γυρίζοντας την πλάτη του απομακρύνθηκε σαν σίφουνας.

Ο Θορ δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε για τον Άλτον ούτε για τους φρουρούς του. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ο Βασιλιάς. Προσπέρασε τα μέλη της Λεγεώνας και στράφηκε προς τον ΜακΓκιλ. Έσπρωχνε όποιον έβρισκε μπροστά του και κατευθύνθηκε βιαστικά προς το τραπέζι του Βασιλιά. Η καρδιά του ήταν γεμάτη με συναισθήματα και δεν μπορούσε να πιστέψει την τροπή που είχαν πάρει τα γεγονότα.

Βρίσκονταν σ’ αυτή την κατάσταση τώρα που η φήμη του μεγάλωνε, εξ’ αιτίας ενός κακού φιδιού, την ίδια στιγμή που του είχαν κλέψει ύπουλα την αγαπημένη του. Και αύριο, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την απειλή της φυλάκισης. Και με την Βασίλισσα να έχει στραφεί εναντίον του, η φυλάκισή του ήταν πολύ πιθανή.

Όμως ο Θορ δεν νοιαζόταν για τίποτα απ’ όλα αυτά τώρα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να προστατέψει τον Βασιλιά

Έσπρωξε ακόμα πιο δυνατά καθώς προσπαθούσε να ανοίξει δρόμο μέσα από το πλήθος. Έπεσε πάνω σε έναν γελωτοποιό, διακόπτοντας την παράστασή του, και τελικά, έσπρωξε τρεις υπηρέτες πριν καταφέρει να φτάσει στο τραπέζι του Βασιλιά.

Ο ΜακΓκιλ καθόταν στο κέντρο του τραπεζιού, με έναν τεράστιο ασκό κρασί στο ένα του χέρι. Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα, γελούσε και διασκέδαζε, ενώ γύρω του βρίσκονταν όλοι οι κορυφαίοι στρατηγοί του. Ο Θορ στάθηκε μπροστά τους, ακριβώς μπροστά στον πάγκο τους, ώσπου τελικά, ο Βασιλιάς τον πρόσεξε.

«Βασιλιά μου», ο Θορ είπε δυνατά, διακρίνοντας την απελπισία στην ίδια του τη φωνή. «Πρέπει να σας μιλήσω! Σας παρακαλώ!»

Ένας φρουρός ήρθε να απομακρύνει τον Θορ, αλλά ο Βασιλιάς σήκωσε την παλάμη του.

«Θόργκριν!» ο ΜακΓκιλ φώναξε με την βαθιά, βασιλική φωνή του και μεθυσμένος από το κρασί. «Αγόρι μου. Γιατί έχεις έρθει στο τραπέζι μας; Το τραπέζι της Λεγεώνας είναι εκεί πέρα».

Ο Θορ έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Βασιλιά μου, συγγνώμη. Αλλά πρέπει να σας μιλήσω».

Ένας μουσικός έπαιζε ένα κύμβαλο σχεδόν μέσα στο αυτί του Θορ, αλλά ο ΜακΓκιλ του έκανε νόημα να σταματήσει.

Η μουσική έπαψε και όλοι οι στρατηγοί γύρισαν και κοίταξαν τον Θορ που μπορούσε να αισθανθεί όλη την προσοχή στραμμένη επάνω του.

«Λοιπόν, νεαρέ Θόργκριν, τώρα έχεις το βήμα. Μπορείς να μιλήσεις. Τι είναι αυτό που δεν μπορεί να περιμένει ως αύριο;» ρώτησε ο ΜακΓκιλ.

«Βασιλιά μου», άρχισε ο Θορ, αλλά σταμάτησε αμέσως. Τι ακριβώς να έλεγε; Ότι είχε δει ένα όνειρο; Ότι είχε δει έναν κακό οιωνό; Ότι προαισθάνονταν πως θα τον δηλητηρίαζαν; Μήπως όλα αυτά ακούγονταν εντελώς παράλογα;

Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να συνεχίσει.

«Βασιλιά μου, είδα ένα όνειρο», άρχισε. «Είδα εσάς. Σ’ αυτή εδώ την αίθουσα των εορταστικών εκδηλώσεων. Το όνειρο ήταν…ότι δεν πρέπει να πιείτε».

Ο Βασιλιάς έσκυψε λίγο προς το μέρος του και τον κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια.

«Δεν πρέπει να πιω;» επανέλαβε, αργά και δυνατά.

«Στη συνέχεια, μετά από μια στιγμή έκπληξης και σιωπής, ο ΜακΓκιλ έγειρε προς τα πίσω και άρχισε να γελάει δυνατά, κουνώντας ολόκληρο το τραπέζι.

«Άκου, δεν πρέπει να πιω!» επανέλαβε ο ΜακΓκιλ. «Τι όνειρο κι’ αυτό! Εγώ θα το έλεγα εφιάλτη!»

Ο Βασιλιάς έγειρε πάλι προς τα πίσω και έσκασε στα γέλια, ενώ όλοι οι άντρες δίπλα του έκαναν το ίδιο. Ο Θορ κοκκίνισε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει πίσω.

Ο ΜακΓκιλ έκανε ένα νεύμα και ένας φρουρός πέρασε μπροστά, άρπαξε τον Θορ και άρχισε να τον απομακρύνει – αλλά ο Θορ τον έσπρωξε άγαρμπα μακριά του. Ήταν αποφασισμένος. Έπρεπε να δώσει το μήνυμα στον Βασιλιά.

Να προστατεύεις τον Βασιλιά μας.

«Βασιλιά μου, απαιτώ να με ακούσετε!» φώναξε ο Θορ. Πέρασε μπροστά και με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο χτύπησε το τραπέζι με την γροθιά του.

Το τραπέζι σείστηκε και όλοι οι άντρες γύρισαν και κοίταξαν τον Θορ.

Είχαν μείνει όλοι αποσβολωμένοι και το πρόσωπο του Βασιλιά πήρε μια βλοσυρή έκφραση.

«ΕΣΥ απαιτείς;» ούρλιαξε ο ΜακΓκιλ. «Εσύ δεν μπορείς να απαιτείς τίποτα από εμένα, αγόρι μου!» φώναξε πολύ δυνατά καθώς ο θυμός του αυξάνονταν.

Όλοι σώπασαν ακόμα περισσότερο και ο Θορ ένιωσε τα μάγουλά του να γίνονται κατακόκκινα από ντροπή».

«Βασιλιά μου, συγχωρέστε με. Δεν έχω καμία πρόθεση να είμαι ασεβής προς το πρόσωπό σας. Αλλά ανησυχώ για την ασφάλειά σας. Σας παρακαλώ. Μην πιείτε. Ονειρεύτηκα ότι θα σας δηλητηριάσουν! Σας παρακαλώ. Νοιάζομαι πάρα πολύ για εσάς. Αυτός είναι και ο λόγος που σας λέω όλα αυτά».

Σιγά σιγά, το άγριο βλέμμα του ΜακΓκιλ ηρέμησε. Κοίταξε έντονα τον Θορ στα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Ναι, μπορώ να δω ότι πράγματι ενδιαφέρεσαι για εμένα. Ακόμα κι’ αν είσαι ένα ανόητο αγόρι. Συγχωρώ την ασέβειά σου. Φύγε τώρα. Και να μην σε ξαναδώ μπροστά μου ως το πρωί».

Έκανε μια χειρονομία στους φρουρούς και εκείνοι τράβηξαν τον Θορ μακριά, με μεγαλύτερη δύναμη αυτή τη φορά. Όσοι κάθονταν στο τραπέζι ξαναβρήκαν σιγά σιγά την χαρούμενη διάθεσή τους και γύρισαν ξανά στο ποτό τους.

Οι φρουροί έσυραν τον Θορ αρκετά μέτρα μακριά, αλλά εκείνος καιγόταν μέσα του από αγανάκτηση. Φοβόταν για όσα είχε κάνει εδώ απόψε και είχε το κακό προαίσθημα ότι την επόμενη μέρα θα πλήρωνε το τίμημα. Ίσως να του ζητούσαν να φύγει από αυτό το μέρος. Για πάντα.

Καθώς οι φρουροί του έδωσαν άλλη μια σπρωξιά, ο Θορ βρέθηκε στο τραπέζι της Λεγεώνας, περίπου έξι μέτρα μακριά από τον Βασιλιά. Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του και γυρίζοντας είδε τον Ρις να στέκεται εκεί.

«Σε ψάχνω όλη μέρα. Τι σου συνέβη;» ρώτησε ο Ρις. «Φαίνεσαι σαν να έχεις δει φάντασμα!»

Ο Θορ ήταν υπερβολικά καταβεβλημένος για να απαντήσει.

«Έλα, κάτσε μαζί μου – σου έχω κρατήσει θέση», είπε ο Ρις.

Ο Ρις τράβηξε τον Θορ να καθίσει δίπλα του στο τραπέζι που ήταν ξεχωριστό για την οικογένεια του Βασιλιά.

Ο Γκόντφρι κρατούσε ένα ποτό σε κάθε χέρι, ενώ δίπλα του καθόταν ο Γκάρεθ, παρακολουθώντας ότι γινόταν γύρω του με λοξές ματιές. Ο Θορ ήλπιζε, παρόλο που του φαίνονταν απίθανο, ότι μπορεί να ήταν εκεί και η Γκουέντολιν, αλλά δεν ήταν.

«Τι τρέχει, Θορ;» τον ρώτησε ο Ρις, μόλις κάθισε δίπλα του. «Κοιτάς το τραπέζι σαν να πρόκειται να σε δαγκώσει».

Ο Θορ κούνησε το κεφάλι του.

«Ακόμα κι’ αν σου έλεγα, δεν θα με πίστευες. Έτσι, καλύτερα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό».

«Πες μου. Εμένα μπορείς να μου πεις οτιδήποτε», τον παρότρυνε ο Ρις με πειθώ.

Ο Θορ τον κοίταξε στα μάτια και συνειδητοποίησε ότι, τελικά, κάποιος μπορούσε να τον πάρει στα σοβαρά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε. Δεν είχε τίποτα να χάσει.

«Προχθές, στο δάσος, με την αδελφή σου, είδαμε ένα φίδι, έναν Λευκόραχο. Η Γκουέν μου είπε ότι είναι ένας οιωνός θανάτου, και εγώ πιστεύω ότι πράγματι είναι. Πήγα στον Άργκον και μου επιβεβαίωσε ότι πράγματι ο θάνατος είναι κοντά. Μετά, είχα ένα όνειρο ότι θα δηλητηριάσουν τον πατέρα σου. Εδώ. Απόψε. Σ’ αυτήν την αίθουσα. Το ξέρω μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Θα τον δηλητηριάσουν. Κάποιος προσπαθεί να τον δολοφονήσει», είπε ο Θορ.

Τα είπε όλα τόσο βιαστικά, αλλά ένιωσε καλά που τα είχε βγάλει από μέσα του. Και ένιωθε καλά που κάποιος πράγματι τον άκουγε.

Ο Ρις ήταν ήρεμος καθώς τον κοίταζε μέσα στα μάτια για πολύ ώρα. Τελικά, μίλησε.

«Φαίνεσαι ειλικρινής. Δεν έχω αμφιβολία. Και εκτιμώ που νοιάζεσαι για τον πατέρα μου. Σε πιστεύω. Πράγματι. Αλλά τα όνειρα είναι απατηλά πράγματα. Δεν είναι πάντα αυτό που νομίζουμε».

«Το είπα στον Βασιλιά», του είπε ο Θορ. «Και όλοι γέλασαν μαζί μου. Φυσικά, θα πιει απόψε».

«Θορ, εγώ πράγματι πιστεύω ότι είδες αυτό το όνειρο. Και πιστεύω αυτό που νιώθεις. Αλλά κι’ εγώ βλέπω τρομακτικά όνειρα σ’ όλη μου τη ζωή. Τις προάλλες ονειρεύτηκα ότι με έσπρωχναν έξω από το κάστρο και ξύπνησα με την αίσθηση ότι πράγματι με είχαν σπρώξει. Όμως κανείς δεν με έσπρωξε στην πραγματικότητα. Καταλαβαίνεις; Τα όνειρα είναι παράξενα πράγματα. Και ο Άργκον μιλάει με γρίφους. Δεν πρέπει να τον παίρνεις τόσο πολύ στα σοβαρά. Ο πατέρας μου είναι καλά. Εγώ είμαι καλά. Όλοι είμαστε καλά. Προσπάθησε να ηρεμήσεις, να πιεις κάτι και να χαλαρώσεις. Και να απολαύσεις τη βραδιά».

Λέγοντας αυτά, ο Ρις έγειρε πίσω στην καρέκλα του που ήταν καλυμμένη με γούνα και ήπιε το ποτό του. Μετά έκανε ένα νεύμα σ’ έναν υπηρέτη που έβαλε μια τεράστια μερίδα από κρέας ελαφιού μπροστά στον Θορ μαζί με μια κούπα για το ποτό του.

Αλλά ο Θορ απλά καθόταν εκεί και κοίταζε το φαγητό του. Ένιωσε ότι όλη η ζωή του διαλύονταν γύρω του. Δεν ήξερε τι να κάνει.

Το μόνο πράγμα που σκεφτόταν συνέχεια ήταν το όνειρό του. Το γεγονός ότι κάθονταν εκεί και έβλεπε όλους να πίνουν και να γιορτάζουν γύρω του ήταν σαν ένας ζωντανός εφιάλτης. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παρακολουθεί όλα τα ποτά και όλες τις κούπες που κατευθύνονταν προς τον Βασιλιά. Παρακολουθούσε κάθε υπηρέτη και κάθε κούπα που του σερβίρονταν. Και κάθε φορά που ο Βασιλιάς σήκωνε την κούπα του για να πιει, ο Θορ έτρεμε από φόβο.

Ο Θορ δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Ούτε μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τον Βασιλιά. Ήταν τόση η έντασή του που του φαίνονταν ότι είχαν περάσει ώρες.

Τελικά, ο Θορ εντόπισε έναν συγκεκριμένο υπηρέτη που προσέγγισε τον Βασιλιά με μια κούπα εντελώς διαφορετική από τις άλλες. Ήταν μεγάλη, φτιαγμένη από πολύ ξεχωριστό χρυσάφι και στολισμένη με σειρές ρουμπινιών και ζαφειριών.

Ήταν η ίδια ακριβώς κούπα με εκείνη στο όνειρο του Θορ.

Ο Θορ ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά στο στήθος του καθώς έβλεπε τον υπηρέτη να πλησιάζει τον Βασιλιά. Απείχε μερικά μόλις μέτρα μακριά του και ο Θορ δεν άντεξε άλλο. Κάθε μόριο του σώματός του φώναζε ότι αυτή ήταν η κούπα με το δηλητήριο.

Πετάχτηκε αμέσως από το τραπέζι του, χώθηκε γρήγορα μέσα στο πλήθος σπρώχνοντας απελπισμένα για να περάσει μπροστά.

Την στιγμή που ο Βασιλιάς πήρε την κούπα στα χέρια του, ο Θορ πήδηξε πάνω στο τραπέζι του, άπλωσε το χέρι του και με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του, πέταξε την κούπα από τα χέρια του.

Όλοι στην αίθουσα κράτησαν την ανάσα τους με φρίκη καθώς η χρυσή κούπα έπεσε με θόρυβο στο πέτρινο πάτωμα.

Στην αίθουσα έπεσε νεκρική σιγή. Όλοι οι μουσικοί και οι ζογκλέρ σταμάτησαν. Εκατοντάδες άντρες και γυναίκες στην αίθουσα κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια.

Ο Βασιλιάς σηκώθηκε αργά αργά και κοίταξε τον Θορ με το πιο άγριο βλέμμα του.

«Πώς τόλμησες!» ούρλιαξε. «Αναιδέστατε μικρέ! Θα σε στείλω στην ποδοκάκη γι’ αυτό που έκανες!»

Ο Θορ στεκόταν εκεί τρομοκρατημένος. Ένιωσε ότι όλος ο κόσμος είχε καταρρεύσει γύρω του. Ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.

Ξαφνικά, ένα από τα σκυλιά πήγε εκεί που είχε χυθεί το κρασί και το έγλυψε όλο. Πριν ο Θορ προλάβει να απαντήσει και πριν οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα προλάβουν να κουνηθούν από τη θέση τους, όλα τα μάτια στράφηκαν στο σκυλί που άρχισε να βγάζει δυνατούς απαίσιους, φριχτούς ήχους.

Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, το σκυλί κοκάλωσε και έπεσε στο πλάι, νεκρό. Όλοι στην αίθουσα κοίταζαν το σκυλί με ανοιχτό το στόμα.

«Εσύ το ήξερες ότι το κρασί είχε δηλητήριο!» ακούστηκε μια φωνή.

Ο Θορ γύρισε και είδε τον Πρίγκιπα Γκάρεθ να έχει πλησιάσει τον Βασιλιά και να δείχνει τον Θορ κατηγορώντας τον.

«Πώς μπορεί εσύ να ήξερες ότι ήταν δηλητηριασμένο; Αν δεν ήσουν εσύ που το έκανες! Ο Θορ προσπάθησε να δηλητηριάσει τον Βασιλιά!» φώναξε ο Γκάρεθ.

Όλο το πλήθος άρχισε να φωνάζει με οργή.

«Πηγαίντε τον στο μπουντρούμι!» πρόσταξε ο Βασιλιάς.

Την επόμενη στιγμή, ο Θορ ένιωσε τους φρουρούς να τον αρπάζουν δυνατά από την πλάτη και να τον σέρνουν στην αίθουσα. Στριφογύριζε και προσπαθούσε να διαμαρτυρηθεί.

«Όχι!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. «Δεν καταλαβαίνετε!»

Αλλά κανένας δεν άκουγε. Τον έσερναν γρήγορα μέσα από το πλήθος, και καθώς απομακρύνονταν έβλεπε τους πάντες γύρω του να εξαφανίζονται, όπως και όλη τη ζωή του να εξαφανίζεται μπροστά του. Διέσχισαν την αίθουσα και βγήκαν έξω από μια πλαϊνή πόρτα που την άκουσε να κλείνει με θόρυβο πίσω του.

Εδώ ήταν ήσυχα. Μια στιγμή αργότερα, ο Θορ κατάλαβε ότι τον έσερναν προς τα κάτω. Πολλά χέρια τον έσερναν σε μια γυριστή πέτρινη σκάλα. Όλα γύρω του γίνονταν όλο και πιο σκοτεινά και σε λίγο άρχισε να ακούει τις φωνές των φυλακισμένων.

Η σιδερένια πόρτα ενός κελιού άνοιξε και τότε συνειδητοποίησε που τον είχαν πάει. Στο μπουντρούμι.

Στριφογύρισε, προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί και να απελευθερωθεί.

«Δεν καταλαβαίνετε!» φώναξε.

Ο Θορ σήκωσε τα μάτια του και είδε έναν φρουρό να έρχεται προς το μέρος του. Ήταν ένας τεράστιος, άξεστος άνθρωπος με αξύριστο πρόσωπο και κίτρινα δόντια.

Αγριοκοίταξε τον Θορ.

«Καταλαβαίνω πολύ καλά», ακούστηκε η τραχιά φωνή του.

Του έστριψε το χέρι πίσω από την πλάτη και το τελευταίο πράγμα που είδε ο Θορ ήταν η γροθιά του να κατεβαίνει στο πρόσωπό του.

Μετά όλος ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε.

Vanusepiirang:
16+
Ilmumiskuupäev Litres'is:
10 september 2019
Objętość:
344 lk 8 illustratsiooni
ISBN:
9781632913234
Allalaadimise formaat:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip
Esimene raamat sarjas "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Kõik sarja raamatud