Loe raamatut: «Μια Αναζήτηση για Ήρωες », lehekülg 7

Font:

Τελικά, τα ξίφη τους συναντήθηκαν σε μια μοναδική σύγκρουση καθώς και οι δύο πέταξαν το ξίφος του αντιπάλου τους στο έδαφος. Οι ακόλουθοί τους έτρεξαν με ρόπαλα στα χέρια, αλλά  καθώς ο Κέντρικ άπλωσε το χέρι του για να πάρει το ρόπαλο, ο ακόλουθος του ΜακΚλάουντ έτρεξε πίσω του και τον χτύπησε δυνατά ρίχνοντάς τον στο έδαφος, ενώ το πλήθος κρατούσε την ανάσα του με τρόμο.

Ο ιππότης των ΜακΚλάουντ ξαναπήρε το ξίφος του, έκανε δύο βήματα μπροστά και το έβαλε στο λαιμό του Κέντρικ, καθηλώνοντάς τον στο έδαφος. Ο Κέντρικ δεν είχε άλλη επιλογή.

«Παραδίνομαι», φώναξε.

Μια κραυγή νίκης ακούστηκε από την πλευρά των ΜακΚλάουντ – αλλά μια κραυγή οργής από την πλευρά των ΜακΓκιλ.

«Έγινε απάτη!» κραύγασαν οι ΜακΓκιλ.

«Απάτη! Απάτη!» ακούστηκαν εν χορώ οι θυμωμένες κραυγές του πλήθους.

Ο όχλος θύμωνε όλο και περισσότερο και σύντομα ακούστηκε μια τόσο δυνατή ομοβροντία διαμαρτυριών που το πλήθος άρχισε να διαλύεται, ενώ και οι δύο πλευρές – οι ΜακΓκιλ και οι ΜακΚλάουντ – άρχισαν να βαδίζουν απειλητικά ο ένας προς τον άλλον.

«Αυτό δεν είναι καθόλου καλό», είπε ο Φέιθγκολντ στον Θορ καθώς κάθονταν στην άκρη και παρακολουθούσαν αυτά που συνέβαιναν.

Δευτερόλεπτα αργότερα, το πλήθος ξέσπασε. Άρχισαν να πέφτουν χτυπήματα από παντού και όλοι έκαναν επίθεση εναντίον όλων. Ήταν ένα χάος. Οι άντρες άρπαζαν ο ένας τον άλλον με κεφαλοκλειδώματα και έπεφταν στο έδαφος. Το πλήθος είχε εξαγριωθεί και όλο αυτό απειλούσε να μετατραπεί σε μια γενικευμένη σύρραξη.

Μια σάλπιγγα ακούστηκε και φρουροί και από τις δύο πλευρές μπήκαν μέσα και κατάφεραν να χωρίσουν το πλήθος. Μια άλλη, πιο δυνατή, σάλπιγγα ακούστηκε, και έπεσε απόλυτη σιωπή καθώς ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ σηκώθηκε από τον θρόνο του.

«Δεν θέλουμε συμπλοκές σήμερα!» φώναξε με τη βροντερή φωνή του. «Όχι σήμερα που  είναι μέρα γιορτής! Και όχι στην Αυλή μου!»

Σιγά σιγά το πλήθος ηρέμησε.

«Αν επιθυμείτε μια αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο σπουδαίες φυλές μας, αυτή θα αποφασιστεί από έναν μαχητή, ένα κορυφαίο ιππότη, από κάθε πλευρά».

Ο ΜακΓκιλ κοίταξε τον βασιλιά ΜακΚλάουντ που καθόταν στην απέναντι πλευρά με τη συνοδεία του.

«Σύμφωνοι!» φώναξε δυνατά ο ΜακΓκιλ.

Ο ΜακΚλάουντ, με σοβαρό ύφος, σηκώθηκε όρθιος.

«Σύμφωνοι!» απάντησε.

Και από τις δύο πλευρές, το πλήθος ζητωκραύγασε.

«Επιλέξτε τον καλύτερο άντρα σας!» φώναξε ο ΜακΓκιλ.

«Τον έχω ήδη διαλέξει», είπε ο ΜακΚλάουντ.

Από την πλευρά των ΜακΚλάουντ εμφανίστηκε ένας φοβερός ιππότης καβάλα στο άλογό του. Ήταν ο πιο μεγαλόσωμος άνθρωπος που είχε δει ποτέ ο Θορ. Έμοιαζε με ογκόλιθο, ένα τεράστιο πλάσμα με μακριά γενειάδα και ένα άγριο βλέμμα που φαινόταν μόνιμο.

Ο Θορ αισθάνθηκε ένα ρεύμα αέρα καθώς πέρασε από κοντά του. Ακριβώς δίπλα του εμφανίστηκε ο Έρεκ καβάλα στον Γουόρκφιν που πέρασε μπροστά. Ο Θορ ξεροκατάπιε. Δεν μπορούσε να πιστέψει όσα συνέβαιναν γύρω του. Ένιωσε το στήθος του να φουσκώνει από υπερηφάνεια για τον Έρεκ.

Μετά όμως τον κατέλαβε μια βαθιά ανησυχία καθώς συνειδητοποίησε ότι βρίσκονταν σε υπηρεσία. Ήταν ακόλουθος και ο ιππότης του ήταν έτοιμος για μάχη.

«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε τον Φέιθγκολντ με άγχος.

«Στάσου πίσω και κάνε ό,τι σου πω», του απάντησε αυτός.

Ο Έρεκ πέρασε μπροστά και μπήκε στο διάδρομο των κονταρομαχιών. Οι δύο ιππότες ήλθαν αντιμέτωποι, κοίταξαν ο ένας τον άλλον, ενώ τα άλογά τους χτυπούσαν τα πόδια τους στο έδαφος σε βήμα σημειωτόν. Η καρδιά του Θορ χτυπούσε σαν τρελή στο στήθος του καθώς περίμενε να δει την συνέχεια.

Ακούστηκε μια σάλπιγγα και η επίθεση άρχισε.

Ο Θορ θαύμασε την ομορφιά και τη χάρη του Γουόρκφιν – έμοιαζε σαν να έβλεπε ένα ψάρι να κάνει άλματα πάνω από τη θάλασσα. Ο άλλος ιππότης ήταν τεράστιος, αλλά ο Έρεκ ήταν ένας μαχητής γεμάτος λεπτότητα και χάρη. Διέσχισε τον αέρα με το κεφάλι του χαμηλωμένο και τις αλυσίδες της πανοπλίας του να κυματίζουν ελαφρά. Ήταν η πιο καλογυαλισμένη πανοπλία που ο Θορ είχε δει στη ζωή του.

Καθώς οι δύο άντρες συναντήθηκαν, ο Έρεκ κράτησε το δόρυ του σε τέλεια στόχευση και έγειρε προς το πλάι. Κατάφερε να κτυπήσει τον άλλον ιππότη στο κέντρο της ασπίδας του ενώ ταυτόχρονα απέφυγε το χτύπημά του.

Ο τεράστιος ιππότης που έμοιαζε σαν βουνό έπεσε πίσω και έπεσε στο έδαφος κάνοντας μια τούμπα. Έμοιαζε με πτώση ογκόλιθου.

Το πλήθος των ΜακΓκιλ ζητωκραύγασε καθώς ο Έρεκ πέρασε δίπλα του με το άλογό του και κάνοντας μια στροφή ξαναγύρισε εκεί που ήταν πεσμένος. Σήκωσε το γείσο της περικεφαλαίας του και έβαλε την άκρη του δόρατός του στον λαιμό του άντρα.

«Παραδώσου!» του φώναξε ο Έρεκ.

Ο ιππότης έφτυσε.

«Ποτέ!»

Μετά άπλωσε το χέρι του, έβγαλε ένα κρυμμένο σακούλι που είχε στη μέση του και παίρνοντας μια χούφτα χώμα την πέταξε στο πρόσωπο του Έρεκ πριν αυτός προφτάσει να αντιδράσει.

Ο Έρεκ, ξαφνιασμένος, έβαλε τα χέρια του στα μάτια του ρίχνοντας το δόρυ του και πέφτοντας από το άλογό του.

Το πλήθος των ΜακΓκιλ ούρλιαζε και φώναζε με αποδοκιμασία καθώς ο Έρεκ έπεσε στο έδαφος κρατώντας τα μάτια του. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άλλος έτρεξε προς το μέρος του και τον χτύπησε με το γόνατο στα πλευρά.

Ο Έρεκ κυλίστηκε στο έδαφος, ενώ ο άλλος άρπαξε μια τεράστια πέτρα, τη σήκωσε ψηλά και ήταν έτοιμος να την κατεβάσει πάνω στο κεφάλι του.

«ΟΧΙ!» ούρλιαξε ο Θορ και πετάχτηκε μπροστά μη μπορώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του.

Ο Θορ είδε με τρόμο τον ιππότη να είναι έτοιμος να χτυπήσει τον Έρεκ. Όμως την τελευταία στιγμή ο Έρεκ κατάφερε να κυλήσει στο πλάι και να ξεφύγει από τον στόχο του άλλου. Η πέτρα έπεσε με θόρυβο στο έδαφος και σφηνώθηκε εκεί ακριβώς που πριν δευτερόλεπτα ήταν το κεφάλι του Έρεκ.

Ο Θορ εξεπλάγη με την ταχύτητα του Έρεκ. Είχε ήδη σηκωθεί στα πόδια του και κοίταζε με αποδοκιμασία αυτόν τον «βρόμικο» μαχητή.

«Κοντά ξίφη!» φώναξαν και οι δύο βασιλιάδες.

Ο Φέιθγκολντ γύρισε ξαφνικά προς τον Θορ και τον κοίταζε με γουρλωμένα μάτια.

«Δώστο μου!» τσίριξε.

Ο Θορ πανικοβλήθηκε και ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Έκανε μια στροφή και άρχισε απελπισμένα να ψάχνει για το σπαθί στο ράφι με τα όπλα. Άπλωσε το χέρι του, το άρπαξε και το έβαλε στην παλάμη του Φέιθγκολντ.

«Χαζό παιδί! Αυτό είναι μέτριο ξίφος!» του φώναξε ο Φέιθγκολντ.

Ο Θορ ένιωσε το λαιμό του να ξεραίνεται και όλα τα μάτια του πλήθους να καρφώνονται επάνω του. Τα μάτια του είχαν θαμπώσει και δεν έβλεπε καλά από το άγχος του, ενώ ο πανικός του μεγάλωνε αφού δεν ήξερε ποιό σπαθί να διαλέξει. Δεν μπορούσε ούτε καν να συγκεντρωθεί.

Ο Φέιθγκολντ μπήκε μπροστά του, σπρώχνοντάς τον να φύγει από τη μέση, και άρπαξε το κοντό σπαθί μόνος του. Μετά έτρεξε βολίδα μέσα στο διάδρομο που γίνονταν οι κονταρομαχίες.

Ο Θορ τον παρακολουθούσε που έτρεχε και ένιωσε απαίσια. Ήταν άχρηστος. Ταυτόχρονα φαντάστηκε τον εαυτό του να τρέχει και να μπαίνει στον διάδρομο μπροστά σε όλον αυτόν τον κόσμο και τα γόνατά του λύγισαν.

Ο ακόλουθος του άλλου ιππότη έφτασε στον αφέντη του πρώτος, έτσι ο Έρεκ έπρεπε να κάνει ένα σάλτο για να αποφύγει παρά τρίχα το χτύπημά του. Τελικά ο Φέιθγκολντ έφτασε και έβαλε το σπαθί στο χέρι του Έρεκ. Μόλις το έκανε, ο άλλος του επιτέθηκε. Αλλά ο Έρεκ ήταν πολύ πιο έξυπνος. Περίμενε πάλι ως την τελευταία στιγμή και με ένα σάλτο έκανε στην άκρη.

Όμως, ο ιππότης συνέχισε την επίθεσή του και έπεσε κατ’ ευθείαν πάνω στον Φέιθγκολντ  που, για κακή του τύχη, στεκόταν ακριβώς εκεί που ήταν ο Έρεκ πριν από ένα δευτερόλεπτο. Ο ιππότης γεμάτος οργή που αστόχησε με τον Έρεκ, άρπαξε τον Φέιθγκολντ απ’ τα μαλλιά με τα δύο του χέρια και του έδωσε μια κουτουλιά στο πρόσωπο.

Ακούστηκαν τα κόκαλά του που θρυμματίζονταν και το αίμα έτρεξε ποτάμι από τη μύτη του Φέιθγκολντ που έπεσε στο έδαφος, αναίσθητος.

Ο Θορ έμεινε με το στόμα ανοιχτό σε απόλυτο σοκ. Δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε γίνει. Αλλά ούτε και το πλήθος, που για άλλη μια φορά αποδοκίμαζε τον τεράστιο άντρα με φωνές και ουρλιαχτά.

Ο Έρεκ έκανε μια στροφή με το σπαθί στο χέρι, αλλά αστόχησε για λίγο. Για άλλη μια φορά ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο.

Ο Θορ ξαφνικά συνειδητοποίησε τη θέση του. Τώρα ήταν ο μοναδικός ακόλουθος του Έρεκ. Ο κόμπος ξανανέβηκε στο λαιμό του. Τι έπρεπε να κάνει; Δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Και όλο το πλήθος τον κοίταζε.

Οι δύο ιππότες επιτέθηκαν ο ένας στον άλλον με κακία, το ένα χτύπημα μετά το άλλο. Ήταν ξεκάθαρο ότι ο ιππότης των ΜακΚλάουντ ήταν πολύ πιο δυνατός από τον Έρεκ – όμως ο Έρεκ ήταν καλύτερος μαχητής, γρηγορότερος και πιο ευκίνητος. Και οι δύο στριφογύριζαν καταφέροντας χτυπήματα που ο άλλος απέκρουε χωρίς κανείς από τους δύο να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση.

Τελικά ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ σηκώθηκε.

«Μακριά δόρατα!» φώναξε.

Η καρδιά του Θορ χτύπησε δυνατά. Έπρεπε να εκτελέσει την διαταγή – εκείνος ήταν πια υπεύθυνος.

Γύρισε, κοίταξε το ράφι και άρπαξε το όπλο που του φάνηκε πιο κατάλληλο. Καθώς κρατούσε την δερμάτινη λαβή του, προσευχήθηκε να είχε κάνει σωστή επιλογή.

Καθώς έτρεχε προς τον διάδρομο ένιωσε όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω του. Έτρεξε με όλη του τη δύναμη, θέλοντας να φτάσει στον Έρεκ όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και μόλις έφτασε του έβαλε το δόρυ στο χέρι. Ένιωθε περήφανος που είχε φτάσει πρώτος.

Ο Έρεκ έκανε μια στροφή και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον άλλο ιππότη. Και επειδή ήταν ο έντιμος και αξιοπρεπής χαρακτήρας που όλοι θαύμαζαν, περίμενε πρώτα να οπλιστεί και ο αντίπαλός του πριν του επιτεθεί. Ο Θορ έτρεξε και βγήκε από τον διάδρομο αμέσως, ώστε να μην βρεθεί στο δρόμο των αντρών και για να μην επαναλάβει το λάθος του Φέιθγκολντ. Καθώς έβγαινε, έσυρε και το αναίσθητο σώμα του Φέιθγκολντ έξω από τον διάδρομο.

Καθώς ο Θορ παρακολουθούσε την εξέλιξη της αναμέτρησης, αισθάνθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο αντίπαλος του Έρεκ είχε πάρει το δόρυ του, το σήκωσε ψηλά και μετά άρχισε να το κατεβάζει με μια παράξενη κίνηση. Βλέποντας αυτό, όλη η προσοχή του Θορ ξαφνικά εστιάστηκε εκεί. Ενστικτωδώς ήξερε ότι κάτι δεν ήταν εντάξει. Η ματιά του καρφώθηκε στην άκρη του δόρατος του ιππότη των ΜακΚλάουντ και καθώς την παρατηρούσε με απόλυτη προσοχή είδε ότι ήταν χαλαρή. Ο ιππότης ήταν έτοιμος να χρησιμοποιήσει την άκρη του δόρατος σαν μαχαίρι ρίψης.

Καθώς ο ιππότης κατέβασε το δόρυ του, η κεφαλή του αποσπάστηκε και έτσι όπως περιστρέφονταν διέσχιζε τον αέρα με τελικό στόχο την καρδιά του Έρεκ. Σε δευτερόλεπτα, ο Έρεκ θα ήταν νεκρός. Ο Θορ δεν έβλεπε πως μπορούσε να αντιδράσει εγκαίρως και έτσι όπως ήταν η οδοντωτή λεπίδα, θα μπορούσε να διαπεράσει την πανοπλία του.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Θορ αισθάνθηκε μια ζέστη στο σώμα του. Ένιωσε κάτι σαν γαργάλημα – ήταν η ίδια αίσθηση που είχε νιώσει και στο Σκοτεινό Δάσος, όταν έδωσε μάχη με το Σάιμπολντ. Ο κόσμος γύρω του ήταν σαν να πήγαινε πιο αργά. Έβλεπε την άκρη της λεπίδας να στριφογυρίζει σε αργή κίνηση, ένιωσε μια ενέργεια και μια ζέστη να ανεβαίνει μέσα στο σώμα του – μια ενέργεια που δεν ήξερε ότι είχε.

Πετάχτηκε μπροστά και ένιωσε μεγαλύτερος από την άκρη του δόρατος. Στο μυαλό του την ήθελε να σταματάει. Την διέταξε να σταματήσει. Δεν ήθελε να δει τον Έρεκ λαβωμένο. Ειδικά όχι με τέτοιο τρόπο.

«ΟΧΙ!» ο Θορ ούρλιαξε.

¨Εκανε άλλο ένα βήμα μπροστά και ύψωσε την παλάμη του μπροστά στο πέρασμα της λεπίδας.

Αυτή σταμάτησε επί τόπου και έμεινε κρεμασμένη στον αέρα λίγο πριν φτάσει στην καρδιά του Έρεκ.

Μετά, χωρίς να είναι πια επικίνδυνη, έπεσε στο έδαφος.

Και οι δύο ιππότες γύρισαν και κοίταξαν τον Θορ – το ίδιο έκαναν και οι δύο βασιλιάδες, καθώς και οι χιλιάδες θεατές. Αισθάνθηκε ότι όλος ο κόσμος είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω του και συνειδητοποίησε ότι όλοι είχαν δει αυτό που έκανε. Όλοι κατάλαβαν ότι αυτό δεν ήταν φυσιολογικό, ότι είχε κάποιου είδους δύναμη, ότι είχε επηρεάσει το αποτέλεσμα των αγώνων, είχε σώσει τη ζωή του Έρεκ – και είχε αλλάξει τη μοίρα του βασιλείου.

Ο Θορ στεκόταν μαρμαρωμένος στο ίδιο σημείο μη μπορώντας να καταλάβει τι είχε μόλις συμβεί.

Τώρα ήταν βέβαιος ότι δεν ήταν σαν όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν διαφορετικός.

Αλλά ποιος ακριβώς ήταν;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Ξαφνικά ο Θορ είδε τον Ρις, τον μικρότερο γιο του Βασιλιά και τον καινούργιο του σύντροφο στα αγωνίσματα, να τον σηκώνει και να τον μεταφέρει μέσα από το πλήθος. Από την ώρα της κονταρομαχίας, όλα είχαν θαμπώσει στο μυαλό του. Ό,τι είχε κάνει εκεί, όποια δύναμη είχε χρησιμοποιήσει για να σταματήσει τη λόγχη και να την εμποδίσει να σκοτώσει τον Έρεκ είχαν τραβήξει την προσοχή όλου του βασιλείου. Οι αγώνες είχαν διακοπεί μετά απ’ ό,τι συνέβη, με απόφαση και των δύο βασιλέων που κήρυξαν ανακωχή. Κάθε ιππότης είχε αποσυρθεί στην δική του πλευρά, τα πλήθη διασκορπίστηκαν με τον κόσμο να νιώθει μια αναστάτωση, ενώ ο Ρις είχε πιάσει τον Θορ από το μπράτσο και τον τράβηξε μακριά.

Τον μετέφεραν με συνοδεία από άντρες του βασιλιά από την πίσω πλευρά που βρίσκονταν τα πλήθη. Σε όλη τη διαδρομή, ο Ρις τον τράβαγε κρατώντας τον από το μπράτσο. Ο Θορ ακόμα έτρεμε από όσα είχαν συμβεί εκείνη την ημέρα. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει εκεί στον διάδρομο της κονταρομαχίας και πώς είχε επηρεάσει την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο Θορ ήθελε απλά να είναι ανώνυμος, άλλος ένας από τους στρατιώτες στη Λεγεώνα του Βασιλιά. Δεν ήθελε να γίνει το επίκεντρο της προσοχής.

Ακόμα χειρότερα, δεν ήξερε που τον πήγαιναν και αν θα τον τιμωρούσαν για την επέμβασή του. Φυσικά, είχε σώσει τη ζωή του Έρεκ – αλλά είχε παρέμβει στη μάχη ενός ιππότη, κάτι που απαγορεύονταν σε έναν ακόλουθο. Δεν ήταν σίγουρος αν θα τον επιβράβευαν ή θα τον επέπλητταν.

«Πώς το έκανες αυτό; ρώτησε ο Ρις, καθώς τον τράβαγε μαζί του. Ο Θορ τον ακολουθούσε τυφλά, προσπαθώντας και ο ίδιος να τα επεξεργαστεί όλα αυτά. Καθώς προχωρούσαν ο κόσμος τον κοίταγε με έκπληξη σαν να ήταν κάτι το εξωπραγματικό.

«Δεν ξέρω», απάντησε ο Θορ με όλη του την ειλικρίνεια. «Απλά, ήθελα να τον βοηθήσω και…συνέβη».

Ο Ρις κούνησε το κεφάλι του.

«Έσωσες τη ζωή του Έρεκ. Το καταλαβαίνεις αυτό; Είναι ο πιο φημισμένος ιππότης μας. Και εσύ τον έσωσες».

Ο Θορ ένιωθε όμορφα καθώς έφερνε τα λόγια του Ρις ξανά και ξανά στο μυαλό του, ενώ ταυτόχρονα είχε και ένα αίσθημα ανακούφισης. Είχε συμπαθήσει τον Ρις από τη πρώτη στιγμή που τον γνώρισε – ήταν γαλήνιος και πάντα ήξερε τι να πει. Καθώς τα σκέφτονταν όλα αυτά, συνειδητοποίησε ότι μπορεί και να μην τον τιμωρούσαν για ό,τι έκανε. Μπορεί και να τον έβλεπαν σαν ένα είδος ήρωα.

«Δεν προσπάθησα να κάνω κάτι», είπε ο Θορ. «Απλά, δεν ήθελα να πεθάνει. Ήταν κάτι…φυσικό. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο».

«Δεν ήταν σπουδαίο;» ο Ρις επανέλαβε τα λόγια του. «Εγώ δεν θα μπορούσα να το είχα κάνει. Κανείς από εμάς δεν θα μπορούσε».

Έστριψαν στη γωνία, και ο Θορ είδε μπροστά του το κάστρο του Βασιλιά, με όλη του τη μεγαλοπρέπεια, να υψώνεται ψηλά στον ουρανό. Φαινόταν πελώριο. Οι στρατιώτες του Βασιλιά στέκονταν προσοχή, στη σειρά κατά μήκος του πλακόστρωτου δρόμου που οδηγούσε στην κινητή γέφυρα και κρατούσε τα πλήθη μακριά. Παραμέρισαν και άφησαν τον Ρις και τον Θορ να περάσουν.

Οι δυό τους ακολούθησαν το δρόμο, με τους στρατιώτες να στέκονται και στις δύο πλευρές, ως τις τεράστιες θολωτές πύλες που καλύπτονταν από σιδερένιες αμπάρες. Τέσσερις στρατιώτες τράβηξαν μια από τις πύλες και όταν άνοιξε παραμέρισαν και στάθηκαν προσοχή για να περάσουν. Ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει την μεταχείριση που είχε – ένιωθε σαν να ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας.

Μόλις μπήκαν στο κάστρο, οι πόρτες έκλεισαν πίσω τους. Ο Θορ ήταν έκπληκτος από το θέαμα που έβλεπε μπροστά του: το εσωτερικό του κάστρου ήταν απέραντο, με τεράστιους τοίχους, 30 εκατοστά σε πάχος, να υψώνονται γύρω του, και με πελώριες ανοιχτές αίθουσες. Μπροστά τους πηγαινοέρχονταν βιαστικά εκατοντάδες μέλη της Βασιλικής Αυλής που φλυαρούσαν ακατάπαυστα. Στην ατμόσφαιρα, αισθανόταν την αναστάτωση και τον ενθουσιασμό, ενώ όλα τα μάτια γύρισαν και τον κοίταξαν μόλις μπήκε. Ένιωσε να κατακλύζεται από όλη αυτή την προσοχή.

Μαζεύτηκαν όλοι γύρω του, και όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω τους, καθώς ο Θορ και ο Ρις μπήκαν στους διαδρόμους του κάστρου. Δεν είχε δει ποτέ τόσους πολλούς ανθρώπους ντυμένους με τόσο υπέροχα ρούχα. Έβλεπε δεκάδες κορίτσια όλων των ηλικιών, ντυμένα με πανέμορφες φορεσιές, να ψιθυρίζουν κάτι η μια στο αυτί της άλλης και να κρυφογελάνε καθώς περνούσε από μπροστά τους. Ένιωσε αμηχανία. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν τους άρεσε ή τον κορόιδευαν. Δεν ήταν συνηθισμένος να είναι το επίκεντρο της προσοχής – πόσο μάλλον μέσα στην βασιλική αυλή – και δεν ήξερε καθόλου πως να συμπεριφερθεί.

«Γιατί γελάνε με εμένα;» ρώτησε τον Ρις.

Ο Ρις γύρισε και του χαμογέλασε. «Δεν γελάνε κοροϊδευτικά», του είπε. «Σου δείχνουν την συμπάθειά τους. Έχεις γίνει διάσημος».

«Διάσημος;» ρώτησε έκπληκτος. «Τι εννοείς; Εγώ μόλις ήρθα εδώ».

Ο Ρις γέλασε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του. Ήταν φανερό πως διασκέδαζε με όσα έλεγε ο Θορ.

«Στην αυλή του βασιλιά, τα νέα μαθαίνονται πολύ γρηγορότερα απ’ όσο φαντάζεσαι. Και ένας νεοφερμένος σαν κι’ εσένα – λοιπόν, δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα».

«Πού πάμε;» ρώτησε, καταλαβαίνοντας ότι κάπου τον οδηγούσε.

«Ο πατέρας μου θέλει να σε γνωρίσει», του είπε, καθώς έστριβαν σ’ έναν άλλο διάδρομο.

Ο Θορ ξεροκατάπιε.

«Ο πατέρας σου; Εννοείς… ο Βασιλιάς;» Ξαφνικά τον έπιασε νευρικότητα. «Γιατί να θέλει να με γνωρίσει; Είσαι βέβαιος;»

Ο Ρις γέλασε.

«Είμαι απόλυτα βέβαιος. Μην έχεις τόση νευρικότητα. Είναι, απλά, ο πατέρας μου».

«Απλά, ο πατέρας σου;» είπε ο Θορ με δυσπιστία. «Είναι ο Βασιλιάς!»

«Δεν είναι τόσο κακός. Έχω την αίσθηση ότι θα σε ακούσει με χαρά. Στο κάτω-κάτω έσωσες τη ζωή του Έρεκ».

Ο Θορ ένιωσε ένα κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό του και οι παλάμες του ίδρωσαν καθώς μια ακόμα μεγάλη πόρτα άνοιξε και μπήκαν σε μια τεράστια αίθουσα. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και κοίταξε με δέος το πανύψηλο αψιδωτό ταβάνι που ήταν γεμάτο με περίτεχνα σχέδια. Γύρω γύρω, οι τοίχοι στολίζονταν από θολωτά παράθυρα με πολύχρωμα βιτρό. Μέσα στην αίθουσα υπήρχε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Πρέπει να ήταν περίπου χίλιοι και η αίθουσα έσφυζε από κίνηση. Μεγάλα τραπέζια φαγητού απλώνονταν σε όλη την αίθουσα και ως εκεί που έφτανε η ματιά του ένα πλήθος ανθρώπων κάθονταν σε μεγάλους πάγκους που ήταν δίπλα στα τραπέζια και απολάμβαναν τα πλούσια εδέσματα. Ανάμεσα στα τραπέζια υπήρχε ένας στενός διάδρομος στρωμένος με ένα μακρύ, κόκκινο χαλί που οδηγούσε σε μια εξέδρα πάνω στην οποία βρισκόταν ο βασιλικός θρόνος. Ο κόσμος άνοιγε δρόμο καθώς ο Θορ και ο Ρις προχωρούσαν πάνω στο χαλί προς τον θρόνο του Βασιλιά.

«Και πού νομίζεις ότι τον πας;» ακούστηκε μια εχθρική, ένρινη φωνή.

Ο Θορ σήκωσε το βλέμμα του και είδε έναν άντρα να στέκεται από πάνω του, όχι πολύ μεγαλύτερό του, ντυμένο με μια βασιλική φορεσιά, προφανώς ένα πρίγκιπα, που τους έκοψε το δρόμο και τους αγριοκοίταζε.

«Είναι διαταγή του πατέρα», ο Ρις του απάντησε κοφτά. «Καλύτερα να φύγεις από μπροστά μας, εκτός κι’ αν θες να αψηφήσεις τις εντολές του».

Ο πρίγκιπας έμεινε εκεί, ακίνητος, και καθώς κοίταξε τον Θορ κατσούφιασε με αηδία σαν να είχε φάει κάτι σάπιο. Και στον Θορ δεν άρεσε καθόλου. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν θα μπορούσε να εμπιστευτεί – με λεπτά χαρακτηριστικά που δεν πρόδιδαν καμία ευγένεια, και με μάτια που δεν σταματούσαν να κινούνται.

«Αυτή δεν είναι αίθουσα για κοινούς θνητούς», απάντησε ο πρίγκιπας. «Θα πρέπει να αφήσεις τον συρφετό έξω, από εκεί που ήρθε.

Ο Θορ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Ήταν προφανές ότι αυτός ο άνθρωπος τον μισούσε, αλλά δεν είχε ιδέα γιατί.

«Να πω στον Πατέρα αυτά που είπες;» ο Ρις επέμεινε χωρίς να κάνει ούτε βήμα πίσω.

Εντελώς απρόθυμα, ο πρίγκιπας γύρισε και έφυγε σαν σίφουνας.

«Ποιος ήταν αυτός; ο Θορ ρώτησε τον Ρις, καθώς συνέχισαν να βαδίζουν προς το θρόνο του Βασιλιά.

«Μην του δίνεις σημασία», απάντησε ο Ρις. «Είναι ο μεγαλύτερος αδελφός μου – ένας απ’ αυτούς. Ο Γκάρεθ, ο μεγαλύτερος. Όχι ακριβώς ο πιο μεγάλος – απλά ο πιο μεγάλος νόμιμος αδελφός μου. Ο Κέντρικ που συνάντησες στο χώρο των αγωνισμάτων είναι ο πιο μεγάλος».

«Και γιατί ο Γκάρεθ με μισεί; Ούτε καν τον ξέρω».

«Μην ανησυχείς – δεν έχει μίσος μόνο για σένα. Αυτός μισεί τους πάντες. Και βλέπει σαν απειλή όποιον πλησιάζει την οικογένεια. Μην του δίνεις σημασία. Είναι πολλοί σαν κι’ αυτόν».

Καθώς συνέχισαν να βαδίζουν, ο Θορ ένιωσε την ευγνωμοσύνη του για τον Ρις να αυξάνεται. Είχε την αίσθηση ότι γινόταν ένας πραγματικός φίλος.

«Γιατί με υπερασπίζεσαι;» ρώτησε ο Θορ με περιέργεια.

Ο Ρις ανασήκωσε τους ώμους του.

«Μου έδωσαν διαταγή να σε φέρω στον Πατέρα. Επιπλέον, είσαι και ο σύντροφός μου στα αγωνίσματα. Κι’ έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ήρθε εδώ κάποιος στην ηλικία μου που πραγματικά να αξίζει».

«Και τι με κάνει εμένα να αξίζω;» ρώτησε ο Θορ.

«Το αγωνιστικό σου πνεύμα. Αυτό δεν μπορεί να είναι κάτι προσποιητό».

Καθώς προχωρούσαν προς τον θρόνο του Βασιλιά, ο Θορ ένιωσε σαν να τον γνώριζε από πάντα – ήταν παράξενο, αλλά κατά κάποιο τρόπο ένιωθε σαν να ήταν δικός του αδελφός. Ποτέ του δεν είχε ένα πραγματικό αδελφό – και τώρα αισθανόταν όμορφα.

«Οι άλλοι μου αδελφοί δεν είναι σαν κι’ αυτόν, μην ανησυχείς», είπε ο Ρις καθώς πολλοί άνθρωποι συγκεντρώνονταν γύρω τους, προσπαθώντας να δουν τον Θορ. «Ο αδελφός μου ο Κέντρικ, αυτόν που γνώρισες – είναι ο καλύτερος απ’ όλους. Είναι ετεροθαλής αδελφός μου, αλλά εγώ τον θεωρώ ως αληθινό αδελφό – πιο πολύ κι’ από τον Γκάρεθ. Ο Κέντρικ είναι για μένα σαν δεύτερος πατέρας. Το ίδιο θα είναι και για σένα, είμαι σίγουρος. Δεν υπάρχει κάτι που δεν θα έκανε για μένα – ή για οποιονδήποτε. Είναι ο πιο αγαπητός από την βασιλική οικογένεια ανάμεσα στον λαό. Είναι πολύ κρίμα που δεν μπορεί να γίνει Βασιλιάς».

«Είπες ‘αδελφοί.’ Έχεις κι’ άλλον αδελφό;» ρώτησε ο Θορ.

Ο Ρις πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Έχω άλλον έναν, ναι. Τον Γκόντφρι. Αλλά δεν είμαστε πολύ κοντά. Δυστυχώς, περνάει το χρόνο του στα καπηλειά μαζί με τους εργάτες. Δεν είναι μαχητής, σαν εμάς. Δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά – δεν ενδιαφέρεται για τίποτα στην πραγματικότητα. Εκτός από το ποτό – και τις γυναίκες».

Ξαφνικά σταμάτησαν απότομα καθώς ένα κορίτσι μπήκε μπροστά τους. Ο Θορ έμεινε εκεί μαγεμένος. Ίσως ήταν ένα-δύο χρόνια μεγαλύτερή του, με μπλε αμυγδαλωτά μάτια, τέλειο δέρμα και μακριά κόκκινα μαλλιά. Ήταν ντυμένη με ένα λευκό σατέν φόρεμα με δαντέλα στις άκρες, ενώ τα μάτια της ήταν λαμπερά και έμοιαζαν να χορεύουν από χαρά και από μια σκανταλιάρικη διάθεση. Κάρφωσε το βλέμμα της επάνω του και ήταν σαν να τον είχε αιχμαλωτίσει με τη γοητεία της. Δεν μπορούσε να κινηθεί ακόμα κι’ αν ήθελε. Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε δει ποτέ του.

Τους χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα τέλεια, λευκά της δόντια – και σαν να μην ήταν αρκετά γοητευμένος ήδη, το χαμόγελό της τον καθήλωσε ακόμα περισσότερο και φώτισε την καρδιά του με μιάς. Ποτέ του δεν είχε ξανανιώσει τόσο ζωντανός.

Ο Θορ στεκόταν μπροστά της χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κουβέντα. Ούτε να αναπνεύσει. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ένιωθε έτσι.

«Δεν θα μας συστήσεις;» το κορίτσι ρώτησε τον Ρις. Η φωνή της διαπέρασε τον Θορ – ήταν ακόμα πιο γλυκιά κι’ από την εμφάνισή της.

Ο Ρις αναστέναξε.

«Λοιπόν, αυτή είναι η αδελφή μου», είπε χαμογελώντας. «Γκουέν, από εδώ ο Θορ. Θορ, από εδώ η Γκουέν».

Η Γκουέν υποκλίθηκε.

«Χαίρω πολύ!» είπε με χαμόγελο.

Ο Θορ στέκονταν εκεί παγωμένος. Τελικά η Γκουέν γέλασε.

«Όχι τόσα πολλά λόγια με μιας, παρακαλώ», είπε γελώντας.

Ο Θορ ένιωσε να κοκκινίζει και ξερόβηξε με αμηχανία.

«Συ… συ… συγγνώμη», είπε. «Είμαι ο Θορ».

Η Γκουέν γέλασε ξανά.

«Αυτό το ξέρω ήδη», είπε. Μετά γύρισε στον αδελφό της. «Λοιπόν, Ρις, ο φίλος σου φαίνεται ότι έχει πρόβλημα με τα λόγια».

«Ο πατέρας θέλει να τον γνωρίσει», είπε. «Θα αργήσουμε».

Ο Θορ ήθελε να της μιλήσει, να της πει πόσο όμορφη ήταν, πόσο χαρούμενος ήταν που την γνώρισε και πόσο την ευγνωμονούσε που σταμάτησε να του μιλήσει. Αλλά η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόση αμηχανία. Έτσι, το μόνο που κατάφερε να πει ήταν:

«Σ’ ευχαριστώ».

Η Γκουέν γέλασε σιγά, και αμέσως μετά πιο δυνατά.

«Με ευχαριστείς γιατί;» ρώτησε. Τα μάτια της φωτίστηκαν. Το απολάμβανε όλο αυτό.

Ο Θορ ένιωσε να ξανακοκκινίζει.

«Ε…δεν ξέρω», ψιθύρισε.

Η Γκουέν γέλασε πιο δυνατά και ο Θορ ένιωσε ταπεινωμένος. Ο Ρις τον σκούντησε με τον αγκώνα του, προτρέποντάς τον να ξεκινήσει, και έτσι συνέχισαν τον δρόμο τους. Μετά από μερικά βήματα, ο Θορ γύρισε και κοίταξε πίσω. Η Γκουέν στεκόταν ακόμα στο ίδιο μέρος και τους κοίταζε.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ήθελε να της μιλήσει, να μάθει τα πάντα γι’ αυτή. Ντρεπόταν τόσο πολύ που είχε χάσει τα λόγια του. Όμως, δεν είχε πείρα με τα κορίτσια στο μικρό χωριό που έμενε – αλλά και καμία δεν ήταν τόσο όμορφη. Και κανείς δεν του είχε μάθει ποτέ τι ακριβώς θα έπρεπε να πει και πως να φερθεί σε τέτοιες περιπτώσεις.

«Μιλάει πολύ», είπε ο Ρις καθώς συνέχισαν το δρόμο τους και καθώς πλησίαζαν προς τον Βασιλιά. «Μην της δίνεις σημασία».

«Πώς την λένε;» ρώτησε ο Θορ.

Ο Ρις τον κοίταξε παράξενα. «Μα, μόλις σου το είπε!» του απάντησε γελώντας.

«Συγγνώμη, ε…, συγγνώμη… το ξέχασα», απάντησε ο Θορ αμήχανα.

«Γκουέντολιν. Αλλά όλοι την φωνάζουν Γκουέν».

Γκουέντολιν. Ο Θορ στριφογύριζε το όνομά της στο μυαλό του ξανά και ξανά. Γκουέντολιν. Γκουέν. Δεν ήθελε να το βγάλει από το μυαλό του. Ήθελε να μείνει εκεί μέχρι να μπει στη συνείδησή του. Αναρωτιόταν αν θα είχε την ευκαιρία να την ξαναδεί. Υπέθετε πως μάλλον όχι, αφού αυτός ήταν ένας κοινός θνητός. Μια τέτοια σκέψη τον πόναγε.

Το πλήθος ησύχασε. Ο Θορ σήκωσε τη ματιά του και είδε ότι τώρα βρισκόταν πολύ κοντά στον Βασιλιά. Ο Βασιλιάς ΜακΓκιλ καθόταν στο θρόνο του, ντυμένος με τον βασιλικό πορφυρό του μανδύα, φορούσε το στέμμα του και έδειχνε επιβλητικός.

Ο Ρις γονάτισε μπροστά του και το πλήθος σώπασε εντελώς. Ο Θορ έκανε το ίδιο. Η σιωπή απλώθηκε παντού μέσα στην αίθουσα.

Μετά ο Βασιλιάς ξερόβηξε και μίλησε με μια βαθιά, εγκάρδια φωνή. Η φωνή του ακούστηκε σ’ όλη την αίθουσα.

«Θόργκριν από την Πεδιάδα της Νότιας Επαρχίας του Δυτικού Βασιλείου», ξεκίνησε. «Συνειδητοποιείς ότι σήμερα παρενέβης στις βασιλικές κονταρομαχίες;»

Ο Θορ αισθάνθηκε το λαιμό του να ξεραίνεται. Δεν ήξερε τι να απαντήσει – και αυτός δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσει. Αναρωτήθηκε αν επρόκειτο να τιμωρηθεί.

«Λυπάμαι, βασιλιά μου. Δεν είχα τέτοια πρόθεση».

Ο ΜακΓκιλ έγειρε λίγο μπροστά και σήκωσε το φρύδι του.

«Δεν είχες πρόθεση; Εννοείς ότι δεν είχες πρόθεση να σώσεις τη ζωή του Έρεκ;»

Ο Θορ σάστισε. Συνειδητοποίησε ότι τα είχε κάνει χειρότερα.

«Όχι, βασιλιά μου. Δεν είχα πρόθεση να—»

«Ώστε παραδέχεσαι ότι ήθελες να παρέμβεις;»

Ο Θορ ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Τι μπορούσε να πει;

«Λυπάμαι, βασιλιά μου. Υποθέτω πως απλά… ήθελα να βοηθήσω».

«Ήθελες να βοηθήσεις! Τον Έρεκ! Τον σπουδαιότερο και πιο ξακουστό ιππότη μας!»

Όλη η αίθουσα ξέσπασε σε γέλια και ο Θορ ένιωσε το πρόσωπό του να κοκκινίζει, για πολλοστή φορά εκείνη την ημέρα. Τι μπορούσε να κάνει τώρα;

«Σήκω και έλα πιο κοντά, νεαρέ μου», τον πρόσταξε ο ΜακΓκιλ.

Ο Θορ με έκπληξή του είδε ότι ο Βασιλιάς του χαμογελούσε και τον κοίταζε εξεταστικά καθώς σηκώθηκε και τον πλησίασε.

«Διακρίνω ευγένεια στο πρόσωπό σου. Δεν είσαι ένα συνηθισμένο παιδί. Όχι, όχι, καθόλου συνηθισμένο.

Ο ΜακΓκιλ ξερόβηξε.

Ο Έρεκ είναι ο πιο αγαπητός μας ιππότης. Αυτό που έκανες σήμερα ήταν σπουδαίο. Κάτι εξαιρετικά σημαντικό για όλους μας. Ως ανταμοιβή, από σήμερα γίνεσαι δεκτός σαν μέλος της οικογένειάς μου και με τον ίδιο σεβασμό και τις τιμές που δικαιούται ο καθένας από τους γιους μου».

Ο Βασιλιάς έγειρε προς τα πίσω και φώναξε με βροντερή φωνή: «Αυτό να ανακοινωθεί!»

Μέσα σε όλη την αίθουσα, ακούστηκαν πολλές επευφημίες και οι άνθρωποι που ήταν εκεί χτυπούσαν τα πόδια τους δυνατά με ενθουσιασμό.

Ο Θορ κοίταξε γύρω του αποσβολωμένος και χωρίς να μπορεί να καταλάβει όσα του συνέβαιναν. Μέλος της βασιλικής οικογένειας! Αυτό ήταν πέρα κι’ από τα πιο τρελά του όνειρα. Το μόνο που είχε θελήσει ήταν να γίνει αποδεκτός και να του δοθεί μια θέση στη Λεγεώνα. Και τώρα αυτό! Αισθάνθηκε να κατακλύζεται από ευγνωμοσύνη και χαρά και δεν ήξερε τι να κάνει.

Πριν μπορέσει να απαντήσει, ξαφνικά όλη η αίθουσα ξέσπασε σε χορό και τραγούδια, ενώ πλήθη κόσμου γιόρταζαν τριγύρω του. Ήταν ένα κομφούζιο. Κοίταξε τον Βασιλιά και διέκρινε αγάπη, λατρεία και αποδοχή στο βλέμμα του. Ποτέ του δεν είχε νιώσει την αγάπη του πατέρα στη ζωή του. Τώρα, όμως, βρισκόταν εδώ και του έδειχνε αγάπη, όχι ένας απλός άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο βασιλιάς. Μέσα σε μια  ημέρα ο κόσμος του είχε αλλάξει. Το μόνο που παρακαλούσε ήταν όλα αυτά να ήταν αληθινά.

*

Σπρώχνοντας η Γκουέντολιν άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος θέλοντας να δει αυτό το αγόρι για άλλη μια φορά πριν τον οδηγούσαν έξω από τη βασιλική αυλή. Τον Θορ. Η καρδιά της χτυπούσε γρηγορότερα και μόνο με τη σκέψη του, ενώ το όνομά του στριφογύριζε στο μυαλό της ξανά και ξανά. Από την ώρα που τον είδε δεν μπορούσε να σταματήσει να τον σκέφτεται. Ήταν πιο μικρός από αυτήν, αλλά όχι μικρότερος από ένα ή δύο χρόνια – αλλά είχε κάτι που τον έκανε να δείχνει μεγαλύτερος, πιο ώριμος και πιο βαθυστόχαστος από τους άλλους. Από τη στιγμή που τον είδε, ένιωσε σαν να τον ήξερε. Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε πόσο σαστισμένος ήταν όταν συναντήθηκαν. Μπορούσε, όμως, να δει στα μάτια του ότι κι’ αυτός ένιωσε το ίδιο γι’ αυτήν.

Φυσικά, ούτε καν ήξερε το αγόρι. Αλλά είχε δει τι έκανε στο διάδρομο της κονταρομαχίας, και έβλεπε ότι ο μικρότερος αδελφός της του έδειχνε μεγάλη συμπάθεια. Από εκείνη τη στιγμή, η Γκουέντολιν τον παρακολουθούσε, αφού αισθανόταν ότι αυτός είχε κάτι το ξεχωριστό, κάτι διαφορετικό από τους άλλους. Όταν τον συνάντησε, η εντύπωσή της επιβεβαιώθηκε. Ήταν διαφορετικός από όλους τους βασιλικούς τύπους, απ’ όσους είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στην βασιλική αυλή. Ήταν ένας ξένος. Ένας κοινός θνητός. Αλλά, παραδόξως, είχε βασιλικό παρουσιαστικό. Σαν να ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό που ήταν.

Η Γκουέν κατευθύνθηκε προς την άκρη του επάνω μπαλκονιού και κοίταξε κάτω. Μπορούσε να δει όλη τη βασιλική αυλή και το μάτι της έπιασε τον Θορ καθώς έβγαινε έξω μαζί με τον Ρις. Σίγουρα κατευθύνονταν προς τους στρατώνες, όπου θα εκπαιδεύονταν μαζί με τα άλλα αγόρια. Ένιωσε ένα τσίμπημα λύπης, ενώ μέσα της αναρωτιόταν, και έκανε σχέδια, για το πώς θα μπορούσε να τον ξανασυναντήσει.

Η Γκουέν έπρεπε να μάθει περισσότερα γι’ αυτόν. Έπρεπε να μάθει. Γι’ αυτό το  λόγο θα έπρεπε να μιλήσει στην μοναδική γυναίκα που ήξερε τα πάντα για όλους και για όλα όσα συνέβαιναν στο βασίλειο: την μητέρα της.

Η Γκουέν γύρισε πίσω και κόβοντας πάλι δρόμο μέσα από το πλήθος έστριψε στους πίσω διαδρόμους του κάστρου που τους ήξερε απ’ έξω. Το κεφάλι της γύριζε. Ήταν μια έντονη μέρα. Πρώτα ήταν η πρωινή συνάντηση με τον πατέρα της που την σόκαρε όταν ανακοίνωσε πως ήθελε εκείνη να γίνει διάδοχός του και να κυβερνήσει το βασίλειό του. Ήταν εντελώς απροετοίμαστη και ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια δεν θα πίστευε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί. Ακόμα δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Πώς θα μπορούσε, στ’ αλήθεια, να κυβερνήσει ένα βασίλειο; Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της ελπίζοντας ότι η μέρα αυτή δεν θα έφτανε ποτέ. Στο κάτω-κάτω, ο πατέρας της ήταν υγιής και δυνατός, και εκείνη, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, τον ήθελε να ζήσει. Να είναι εκεί, μαζί της. Να είναι ευτυχισμένος.

Vanusepiirang:
16+
Ilmumiskuupäev Litres'is:
10 september 2019
Objętość:
344 lk 8 illustratsiooni
ISBN:
9781632913234
Allalaadimise formaat:
epub, fb2, fb3, ios.epub, mobi, pdf, txt, zip
Esimene raamat sarjas "Το Δακτυλίδι του Μάγου"
Kõik sarja raamatud