Tasuta

Απολογία Σωκράτους

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

XVIII. Μη θορυβήτε, ω άνδρες Αθηναίοι, αλλά επιμείνατε προς χάριν μου εις εκείνα, τα οποία σας παρεκάλεσα, να μη θορυβήτε δι' όσα και αν είπω, αλλά μόνον να ακούετε· διότι καθώς εγώ νομίζω, θα ωφεληθήτε μάλιστα, εάν με ακούετε. Επειδή μέλλω βεβαίως να σας είπω και μερικά άλλα πράγματα, διά τα οποία ίσως θα κραυγάσετε με πολύν θόρυβον, αλλά μη κάμνετε αυτό μηδαμώς. Ηξεύρετέ το καλά, εάν εμέ καταδικάσετε εις θάνατον, ενώ είμαι τοιούτος, οποίος λέγω εγώ ότι είμαι, δεν θα βλάψετε περισσότερον εμέ, παρά σας τους ιδίους. Διότι εμέ μεν διόλου δεν με ήθελαν βλάψει ούτε ο Μέλητος ούτε ο Άνυτος. Επειδή και δεν θα είχαν την δύναμιν αυτοί να με βλάψουν. Διότι νομίζω ότι δεν είνε σύμφωνον προς τους θείους νόμους ο πλέον ενάρετος άνθρωπος να βλάπτεται από τον πλέον κακόν. Να με καταδικάση όμως εις θάνατον ή εις εξορίαν ίσως θα ημπορούσεν, ή να με ατιμάση διά της δημεύσεως των υπαρχόντων μου και της στερήσεως των πολιτικών μου δικαιωμάτων. Αλλ' αυτά ο Μέλητος μεν ίσως και οι περί αυτόν, νομίζουν ως κακά, εγώ όμως δεν τα νομίζω, αλλά πολύ περισσότερον μάλιστα πιστεύω ότι είνε μέγα κακόν να κάμνη κανείς όσα σήμερον αυτός κάμνει, να επιζητή δηλαδή να καταδικάση ένα άνθρωπον αδίκως. Τόρα λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, πολύ απέχω εγώ να απολογούμαι από αγάπην προς τον εαυτόν μου, καθώς θα ημπορούσε κανείς να νομίση, αλλ' απολογούμαι από αγάπην προς υμάς, διότι, εάν με καταδικάσετε, φοβούμαι μήπως τύχη και εξυβρίσετε το δώρον τούτο του Απόλλωνος, το οποίον εχαρίσθη προς υμάς, όστις με διέταξε να σας εμποδίζω από τας πλάνας και τα ελαττώματα και να σας συμβουλεύω εις την σπουδήν της αρετής. Διότι αν εμέ καταδικάσετε εις θάνατον, δεν θα εύρετε εύκολα άλλον άνθρωπον τοιούτον, καθώς είμαι εγώ, τον οποίον ο θεός στενώς έχει προσκολλήσει εις την πόλιν σας – αν και είνε ολίγον γελοία η παρομοίωσις – απαράλλακτα καθώς εις κανένα ίππον ευγενή μεν και γενναίον, όστις όμως ένεκα του μεγαλείου του αυτού πολύ χαύνος είνε και νωθρός και έχει ανάγκην κανενός κεντρίσματος, διά να εξεγείρεται και εξυπνά. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, μου φαίνεται, ότι ο θεός με προσεκόλλησεν εις την πόλιν σας με τοιαύτην περίπου ιδιότητα, ώστε να μη παύσω διόλου ολόκληρον την ημέραν πανταχού να παρακάθημαι πλησίον σας και να μη σας αφίνω ποτέ ησύχους, προσπαθών να σας εξεγείρω από την νάρκην και να σας πείθω και να επιπλήττω τον καθένα χωριστά. Τοιούτον λοιπόν άλλον άνθρωπον δεν θα εύρετε εύκολα, ω άνδρες, όσον και αν κοπιάσετε, αλλ' εάν θέλετε να πεισθήτε εις εμέ, λυπηθήτε την ζωήν μου. Σεις δε, ίσως ωργισμένοι, καθώς είνε οι άνθρωποι, οι οποίοι νυστάζουν ακόμη, όταν τους εξυπνίση κανείς, ηθέλατε με κτυπήσει πεισθέντες εις τον Άνυτον, και έτσι ασκόπως ηθέλατε με φονεύσει, έπειτα δε κατά τον επίλοιπον χρόνον της ζωής σας ηθέλατε εξακολουθεί να ευρίσκεσθε εις μίαν βαθείαν νάρκην, αν δεν ήθελε σας ευσπλαγχνισθή ο θεός, προνοών διά σας και δεν ήθελε πέμψει κατόπιν μου κανένα άλλον όμοιόν μου. Ότι δε εγώ τυχαίνει να είμαι τοιούτος, ώστε να έχω δοθή εις την πόλιν σας υπό του θεού, από τα κατωτέρω ημπορείτε να εννοήσετε καλά. Δηλαδή δεν φαίνεται να είνε ανθρώπινον πράγμα το να έχω μεν εγώ παραμελήσει όλας τας ιδικάς μου υποθέσεις και να ανέχωμαι να μένουν απροστάτευτα τα οικιακά μου πράγματα επί τόσα έτη, να είμαι δε αφωσιωμένος εις υμάς και να εργάζωμαι πάντοτε διά το ιδικόν σας συμφέρον, παραλαμβάνων ιδιαιτέρως τον καθένα από σας, ως να είμαι πατέρας σας, ή ως μεγαλύτερος αδελφός σας και να προσπαθώ να σας πείσω να φροντίζετε διά την αρετήν. Και αν μεν βεβαίως από το έργον μου αυτό είχα καμμίαν ωφέλειαν και σας έδιδα τας συμβουλάς αυτάς με μισθόν, τότε θα είχα κάποιαν αφορμήν εις την τοιαύτην μου ενέργειαν· τόρα όμως βλέπετε δα και μόνοι σας, ότι οι κατήγοροί μου, αν και με τόσην αναισχυντίαν απέδωκαν εναντίον μου όλας τας λοιπάς συκοφαντίας, κατά τούτο τουλάχιστον δεν ημπόρεσαν να φανώσιν αναίσχυντοι και ν' αποδείξουν διά μαρτύρων ότι δήθεν εγώ ή έλαβά ποτε μισθόν από κανένα ή εζήτησα. Αλλ' εγώ εις επιβεβαίωσιν της αληθείας των λόγων μου σας παρουσιάζω ένα αναμφισβήτητον, ως φρονώ, μάρτυρα, την πενίαν μου.

XIX. Ίσως λοιπόν ήθελε φανή παράλογον ότι πραγματικώς εγώ ιδιαιτέρως μεν δίδω αυτάς τας συμβουλάς, περιερχόμενος την πόλιν σας και αναμιγνυόμενος περιέργως εις ξένας υποθέσεις, δημοσία δε δεν τολμώ, εμφανιζόμενος εις την Εκκλησίαν του δήμου σας, από του βήματος να δώσω συμβουλάς εις την πόλιν. Αίτιον δε ταύτης της ατολμίας μου είνε εκείνο, τα οποίον σεις οι ίδιοι με τα ώτα σας πολλάκις με ηκούσατε εις πολλά μέρη να λέγω, ότι συμβαίνει εις εμέ κάποιον θείον πράγμα και δαιμόνιον, το οποίον, ως γνωστόν, και εις το κατηγορητήριον χλευαστικώς συμπεριέλαβεν ο Μέλητος. Αλλ' εις εμέ αυτό το δαιμόνιον ήρχισε να εμφανίζεται από της παιδικής ηλικίας, ως μία φωνή, η οποία οσάκις ακουσθή εντός μου, πάντοτε με αποτρέπει από εκείνο, οπού ήθελον αποφασίσει να πράξω, ποτέ όμως δεν με προτρέπει τι να πράξω. Το δαιμόνιον αυτό είνε εκείνο, οπού πάντοτε εναντιούται εις εμέ να αναμιγνύωμαι εις τα πολιτικό, και μου φαίνεται ότι πολύ καλά κάμνει και εναντιούται. Διότι, να το ηξεύρετε καλά, ω άνδρες Αθηναίοι, εάν εγώ προ πολλού επεχείρουν να αναμιγνύωμαι εις τα πολιτικά πράγματα, προ πολλού τόρα δεν θα υπήρχον πλέον εις την ζωήν και ούτε εις υμάς δεν ήθελον φανή διόλου ωφέλιμος ούτε εις τον εαυτόν μου. Και, παρακαλώ, μη οργίζεσθε εναντίον μου, διότι λέγω την αλήθειαν. Επειδή κανείς άνθρωπος δεν θα ημπορέση ποτέ να μείνη ατιμώρητος, όστις μετά παρρησίας εναντιούται είτε εις την ιδικήν σας δημοκρατίαν, είτε εις καμμίαν άλλην πολιτείαν, και παρεμποδίζει να γίνωνται εις την πόλιν διάφορα αδικήματα και παρανομίαι, αλλά εκείνος οπού τωόντι θέλει να αγωνισθή υπέρ του δικαίου, και πολύ ολίγον καιρόν εάν μέλλη να ζήση χωρίς να πάθη κανέν κακόν, πρέπει εξ ανάγκης να ζη ως απλούς ιδιώτης και ποτέ να μη αναμιγνύεται εις τα πολιτικά.

XX. Περί τούτου δε θα σας φέρω σπουδαιοτάτας αποδείξεις, όχι με λόγια, αλλά με πράγματα, το οποίον ίσα-ίσα σεις πολύ προτιμάτε. Ακούσατε λοιπόν τόρα εκείνα, οπού συνέβησαν εις εμέ, διά να μάθετε ότι ούτε εις ένα άνθρωπον δεν ημπορώ να υποχωρήσω, και κατ' ελάχιστον, εναντίον του δικαίου, από φόβον προς τον θάνατον και ότι, αν δεν ήθελα υποχωρήσει, πάραυτα ήθελα χαθή. Θα σας είπω δε δυσάρεστα μεν πράγματα και ενοχλητικά, ως άνθρωπος ηναγκασμένος να υποστηρίξω την απολογίαν μου, πολύ αληθινά όμως. Εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, καμμίαν μεν άλλην αρχήν ποτέ έως τόρα δεν ανέλαβον εις την πόλιν, έγινα όμως άπαξ βουλευτής39. Και έτυχε να πρυτανεύη η φυλή η Αντιοχίς, εις την οποίαν ανήκω, ότε σεις τους δέκα στρατηγούς, οι οποίοι δεν συνέλεξαν τα πτώματα των φονευθέντων εν τη γνωστή ναυμαχία40, επεμένατε όλους ομού συγχρόνως με μίαν ψηφοφορίαν να δικάσετε41 παρά τον νόμον, καθώς βραδύτερον τωόντι ωμολογήσατε όλοι σας, ότι παρανόμως ενηργήσατε42. Τότε εις την περίστασιν εκείνην μόνος εγώ εκ των πρυτάνεων ετόλμησα να εναντιωθώ εις την επιθυμίαν εκείνην του δήμου και είπα ότι δεν έπρεπε να παραβιάσετε τον νόμον και έδωκα αντίθετον ψήφον (43) · και εν ώ οι ρήτορες ήσαν έτοιμοι να με καταγγείλουν εις την δικαστικήν αρχήν ως ένοχον και διά συνοπτικής διαδικασίας να με παραδώσουν εις τους Ένδεκα προς τιμωρίαν, όλοι δε σεις τους επροτρέπατε εις τούτο με απειλάς και με βοήν, επροτίμησα να διακινδυνεύσω την ζωήν μου με τον νόμον και με το δίκαιον, παρά να συμφωνήσω με σας, οι οποίοι δεν απεφασίζατε δικαίως, χωρίς να φοβηθώ το δεσμωτήριον και τον θάνατον. Και ταύτα μεν εγίνοντο ότε εκυβερνάτο ακόμη δημοκρατικώς η πόλις.

 

Αφού δε εγκαθιδρύθη ολιγαρχία, τότε οι Τριάκοντα44 πάλιν διά της βίας, αφού με προσεκάλεσαν μετά πέντε άλλων εις την θόλον45, με προσέταξαν να συλλάβω και φέρω από την Σαλαμίνα τον Λέοντα τον Σαλαμίνιον46, διά να καταδικασθή εις θάνατον· τοιαύτας δε εκείνοι διαταγάς πολλάς, ως γνωστόν, και εις άλλους πολλούς εκοινοποίησαν, θέλοντες όσον το δυνατόν περισσοτέρους από τους πολίτας να καταστήσουν συνενόχους εις τας αδικίας των47 · Όμως εγώ πάλιν τότε όχι με λόγους αλλά με έργα τους έκαμα να εννοήσουν ότι διά τον θάνατον εμέ, αν δεν ήτο πολύ υπερήφανον να το είπω – δεν με μέλει όλως διόλου, να μη πράξω όμως κανέν άδικον μήτε ασεβές, δι' αυτό βεβαίως παρά πολύ με μέλει με κάθε τρόπον. Εκείνη λοιπόν η αρχή των Τριάκοντα, η οποία τόσον τρόμον ενέπνεεν εις όλους, εμέ δεν με εφόβισε διόλου, αν και ήτο τόσον ισχυρά, ώστε να μιανθώ με μίαν τόσον ανόσιον αδικίαν, αλλ' αφού εξήλθομεν από την θόλον, οι μεν άλλοι τέσσαρες μετέβησαν εις την Σαλαμίνα και συλλαβόντες ωδήγησαν τον Λέοντα ενώπιον των Τριάκοντα, εγώ δε κατ' ευθείαν απήλθον εις τον οίκον μου. Και δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι διά την απείθειάν μου αυτήν θα ετιμωρούμην με θάνατον, εάν η αρχή εκείνη ταχέως μετ' ολίγον δεν κατελύετο. Υπάρχουσι δε πολλοί μάρτυρες από τους συμπολίτας μας, οι οποίοι ημπορούν να μαρτυρήσουν διά την αλήθειαν των λόγων μου.

XXI. Φρονείτε λοιπόν ότι ήθελα φθάσει εις τόσην ηλικίαν, εάν ανεμιγνυόμην εις τα πολιτικά και υπεστήριζα όσα είνε δίκαια, ενεργών προς τον σκοπόν αυτόν καθώς εμπρέπει εις άνθρωπον χρηστόν και έντιμον, και αν, καθώς αρμόζει τωόντι, δι' αυτό και μόνον εφρόντιζον; Ουδαμώς, ω άνδρες Αθηναίοι. Ούτε εγώ βεβαίως ούτε κανείς άλλος άνθρωπος ήθελε κατορθώσει τούτο, να ζήσω πολλά έτη. Αλλ' εγώ καθ' όλον τον βίον μου, και κατά τον δημόσιον, αν καμμίαν φοράν ανεμίχθην εις καμμίαν υπόθεσιν πολιτικήν, ωσαύτως τοιούτος θα φανώ, και κατά τον ιδιωτικόν μου ο ίδιος, ότι εις κανένα ποτέ έως τόρα κατ' ουδέν υπεχώρησα εναντίον του δικαίου, ούτε εις κανένα άλλον, ούτε εις κανένα από αυτούς, τους οποίους οι συκοφαντούντες με ονομάζουν μαθητάς μου48. Αλλ' εγώ ποτέ δεν έκαμα τον διδάσκαλον εις κανένα. Αν όμως κανείς επιθυμή ν' ακούη τας ομιλίας μου, ή να με βλέπη εις το έργον μου τούτο, είτε νέος είτε γέρων, εις κανένα ποτέ δεν απηγόρευσα από φθόνον αυτήν την ευχαρίστησιν. Αλλ' ουδέ όταν μεν λαμβάνω χρήματα, ομιλώ, όταν δε δεν λαμβάνω, σιωπώ· αλλ' επίσης και εις πλούσιον και εις πτωχόν ευχαρίστως επιτρέπω να με ερωτούν, και εις κάθε άνθρωπον, ο οποίος προτιμά καλλίτερον να απαντά εις τας ερωτήσεις μου, και ν' ακούη όσα ήθελον είπει. Και είτε γίνεται χρηστός κανείς είτε όχι, εγώ δικαίως δεν θα ήμουν ο αίτιος, διότι ούτε υπεσχέθην εις κανένα ποτέ έως τόρα κανέν μάθημα, ούτε εδίδαξα· εάν δε κανείς καυχάται ότι έμαθε τίποτε από εμέ καμμίαν φοράν, ή ήκουσε τίποτε από εμέ ιδιαιτέρως, το οποίον δεν ήκουσαν, ή δεν έμαθαν συγχρόνως και όλοι οι άλλοι, να είσθε βέβαιοι ότι αυτός δεν λέγει την αλήθειαν.

XXII. Αλλά διατί επί τέλους μερικοί ευχαριστούνται να με ακούουν και να συνομιλούν μαζί μου τόσον πολύν καιρόν; Ηκούσατε, ω άνδρες Αθηναίοι· όλην την αλήθειαν, εγώ σας είπα· Πράττουσι τούτο, διότι αισθάνονται ιδιαιτέραν χαράν να ακούουν, επειδή αποδεικνύονται ηπατημένοι εκείνοι, οι οποίοι ισχυρίζονται μεν ότι είνε σοφοί, δεν είνε όμως. Είνε δε τούτο βεβαίως τερπνότατον και χαριέστατον πράγμα. Προς τούτοις, καθώς εγώ προ ολίγου είπα, τούτο διετάχθη εις εμέ από αυτόν τον θεόν των Δελφών να το κάμνω, και διά χρησμών μαντικών και δι' ενυπνίων, και διά παντός άλλου μέσου, διά του οποίου και πάσα άλλη επί τέλους θεία βούλησις ημπορεί να φανερόνεται εις τους ανθρώπους να πράττουν οποιονδήποτε πράγμα. Ταύτα, ω άνδρες Αθηναίοι, και αληθινά είνε και ευκόλως ημπορούν ν' αποδειχθούν. Διότι αν εγώ τωόντι άλλους μεν από τους νέους διαφθείρω, άλλους δε έχω έως τόρα διαφθείρει, έπρεπε προδήλως, καθώς φρονώ, όσοι από αυτούς, οι οποίοι επροχώρησαν πλέον, πολύ εις την ηλικίαν, γνωρίζουν ότι εγώ τους έδωκά ποτε ολεθρίας συμβουλάς, όταν ήσαν νέοι, τόρα ακριβώς να έλθουν αυτοί εδώ εις το δικαστήριον και να με κατηγορήσουν, διά να τιμωρηθώ. Και αν δεν ήθελαν αυτοί να το πράξουν, τότε θα ήτο αυτό καθήκον των συγγενών των, πατέρων και αδελφών και άλλων οικείων των, εάν τωόντι έχουν πάθει κανέν κακόν οι συγγενείς των από εμέ, να το ενθυμηθούν τόρα και να έλθουν να ζητήσουν την τιμωρίαν μου διότι διέφθειρα τους υιούς των, τους ανεψιούς των και τους αδελφούς των. Αληθώς δε βλέπω ότι είνε παρόντες εδώ πολλοί από αυτούς, τους οποίους εγώ πολύ καλά διακρίνω. Πρώτον ο Κρίτων αυτός εδώ, συνηλικιώτης μου και συνδημότης49 ο οποίος είνε πατήρ τούτου εδώ του Κριτοβούλου. Έπειτα ο Λυσανίας ο Σφήττιος50, ο οποίος είνε πατήρ αυτού εδώ του Αισχίνου. Ακόμη ο Αντιφών ο Κηφισιεύς51 αυτός εδώ, όστις είνε πατήρ του Επιγένους. Άλλοι δε πάλιν αυτοί, των οποίων οι αδελφοί είχον σχέσεις μαζί μου, καθώς ο Νικόστρατος ο υιός του Θεοζοτίδου και αδελφός του Θεοδότου – και ο μεν Θεόδοτος έχει αποθάνει, ώστε αυτός τουλάχιστον δεν έχει ανάγκην της βοηθείας του αδελφού του. – Βλέπω ακόμη και τον Πάραλον τούτον εδώ, τον υιόν του Δημοδόκου, του οποίου αδελφός ήτο ο Θεάγης· και αυτός εδώ ο Αδείμαντος, ο υιός του Αρίστωνος, του οποίου αδελφός είνε αυτός εδώ ο Πλάτων52, και ο Αιαντόδωρος, του οποίου αδελφός είνε αυτός εδώ ο Απολλόδωρος53. Και άλλους πολλούς εγώ ημπορώ να σας ονομάσω, από τους οποίους έναν έπρεπεν ο Μέλητος να παρουσιάση μάρτυρα εις την κατηγορίαν του, μάλιστα μεν όταν ωμίλησεν· εάν δε τότε ελησμόνησε να πράξη τούτο, ας τον προτείνη τόρα· είνε ακόμη καιρός· και εγώ υποχωρώ να ομιλήση αυτός αντ' εμού την ώραν, την οποίαν έχω από τον νόμον εις την διάθεσίν μου. Ας έλθη λοιπόν ο Μέλητος να είπη ό,τι ημπορεί εναντίον μου. Αλλ' όλως διόλου το εναντίον από αυτό θα συμβή, ω άνδρες· θα ίδητε ότι όλοι, όσοι είνε εδώ παρόντες, είνε πρόθυμοι να με υπερασπίσουν, εμέ οπού διέφθειρα, εμέ οπού κατέστρεψα εξ ολοκλήρου τους συγγενείς των, καθώς ψευδόμενοι λέγουν ο Μέλητος και ο Άνυτος. Διότι αυτοί οι ίδιοι οπού έχουν διαφθαρή από εμέ, θα είχαν ίσως αφορμήν να υπερασπίσουν τον εαυτόν τους· αλλ' εκείνοι όμως, οπού δεν έχουν διαφθαρή, οι συγγενείς αυτών, άνθρωποι γηραλέοι πλέον, ποίον άλλον λόγον έχουν και με υπερασπίζουν, παρά τον ορθόν και δίκαιον, ότι γνωρίζουν δηλαδή ότι ο μεν Μέλητος ψεύδεται, εγώ δε λέγω την αλήθειαν;

XXIII. Ας είνε τέλος πάντων, ω άνδρες. Εκείνα μεν, τα οποία εγώ θα ημπορούσα να είπω εις υπεράσπισίν μου, σχεδόν είνε αυτά· και άλλα ίσως ακόμη όμοια, τα οποία αποσιωπώ. Αλλ' ίσως κανένας από σας θα ενθυμηθή ότι είχε καμμίαν φοράν ευρεθή εις αυτήν την θέσιν, εις την οποίαν ευρίσκομαι εγώ σήμερον και ήθελεν αγανακτήσει εναντίον μου, διότι αυτός τότε, καίτοι εδικάζετο μάλιστα εις δίκην ολιγώτερον επικίνδυνον από την παρούσαν, όμως και παρεκάλεσε τότε και ικέτευσε τους δικαστάς με πολλά δάκρυα, ακόμη δε και διά να κινήση όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν διά τον εαυτόν του την συμπάθειαν των δικαστών, έφερε και παρουσίασεν εδώ εις το δικαστήριον και τα παιδιά του, και είπε και ήλθαν και άλλοι πολλοί από τους συγγενείς του και φίλους, εγώ δε, καθώς και ήτο πρέπον δι' εμέ να το περιμένετε, τίποτε από αυτά δεν θα κάμω, και μάλιστα αφού κατά τα φαινόμενα διατρέχω τον έσχατον κίνδυνον της ζωής μου.

Ταύτα λοιπόν αφού συλλογισθή κανείς από σας τους δικαστάς, ήθελεν ίσως εξερεθισθή περισσότερον εναντίον μου και επάνω εις την αγανάκτησίν του εξ αιτίας αυτών τούτων των αναμνήσεων, ήθελε δώσει με οργήν την ψήφον του. Εάν όμως κανείς από σας – αν και δεν ημπορώ να το πιστεύσω – τοιαύτην γνώμην έχει, νομίζω ότι εις αυτόν ημπορώ να είπω δικαίως· ω αγαθέ άνθρωπε, εγώ μεν ίσως δεν είμαι μόνος εις τον κόσμον, αλλ' έχω και κάποιους συγγενείς, διότι ακριβώς κατά τον ομηρικόν στίχον «εγώ δεν εγεννήθην ούτε από πέτραν ούτε από δρυν»54 αλλ' από ανθρώπους, ώστε και συγγενείς έχω και υιούς55, ω άνδρες Αθηναίοι, τρεις, από τους οποίους ο ένας μεν, ο μεγαλύτερος, είνε μειράκιον πλέον, οι δε άλλοι δύο παιδία. Αλλ' όμως κανένα από αυτούς δεν θα φέρω εδώ, διά να σας παρακαλέσω να με αθωώσητε από ευσπλαγχνίαν. Διατί δε ακριβώς τίποτε από αυτά δεν θα κάμω; Όχι από φαντασμένην ισχυρογνωμοσύνην μου, ω άνδρες Αθηναίοι, ούτε από καταφρόνησιν προς σας· αλλ' εάν μεν εγώ με θαρραλέαν ψυχήν ατενίζω προς τον θάνατον ή όχι, αυτά είνε άλλο ζήτημα. Το βέβαιον όμως είνε ότι, ως προς την ιδικήν μου τιμήν και την ιδικήν σας και όλης της πόλεως, δεν μου φαίνεται ότι είνε ούτε ωραίον ούτε έντιμον να κάμω κανέν από αυτά, αφού μάλιστα και τόσον μεγάλην ηλικίαν έχω και φέρω αυτήν την ένδοξον φήμην του σοφού, είτε αληθινήν τέλος πάντων, είτε ψευδή. Αλλ' όπωςδήποτε και αν είνε, βεβαίως ο Σωκράτης πιστεύεται γενικώς ότι έχει κάποιαν υπεροχήν από τους περισσοτέρους άλλους ανθρώπους. Εάν λοιπόν εκείνοι, οι οποίοι μεταξύ σας φαίνονται ότι υπερέχουν είτε κατά την σοφίαν, είτε κατά την ανδρείαν, είτε κατά οποιανδήποτε άλλην αρετήν, ήσαν τοιούτοι, αυτό θα ήτο πολύ επαίσχυντον πράγμα να το λέγη κανείς. Αλλ' εγώ πολλάκις είδα πολλούς τοιούτους ανθρώπους, οι οποίοι φαντάζονται μεν ότι είνε μεγάλοι άνδρες, πράττουν όμως αηδούς δουλοπρεπείας πράγματα, οσάκις τύχη να δικάζωνται, ωσάν να ήσαν πεπεισμένοι ότι θα τους εύρισκε κανέν πολύ φοβερόν κακόν, αν ήθελον καταδικασθή εις θάνατον, διότι έχουν την ιδέαν ότι θα εγίνοντο αθάνατοι, αν σεις ηθέλατε τους αθωώσει. Αυτοί οι άνθρωποι, εάν είνε τοιούτοι, σας λέγω ότι αισχύνην προσάπτουσιν εις την πόλιν, ώστε και από τους ξένους κανείς να ήθελε νομίσει ότι εκείνοι, οπού εξέχουν μεταξύ των Αθηναίων κατά την αρετήν, τους οποίους αυτοί προτιμούν από τον εαυτόν τους και εις τας αρχάς και εις τα λοιπά αξιώματα, αυτοί δεν διαφέρουν διόλου ούτε από γυναίκας.

 

Αυτά, ω άνδρες Αθηναίοι, ούτε ημείς πρέπει να κάμνωμεν, ημείς οι οποίοι φαινόμεθα ότι έχομεν και την παραμικράν αρετήν, ούτε σεις πρέπει να τα επιτρέπετε, εάν ημείς θέλωμεν να τα κάμνωμεν, αλλά πρέπει να κάμνετε γνωστόν αυτό τούτο ακριβώς, ότι πολύ περισσότερον θα δώσετε καταδικαστικήν ψήφον εναντίον εκείνου, ο οποίος εν τω δικαστηρίω καταφεύγει εις τοιαύτας τραγικάς σκηνάς, διά να κινήση τον έλεον και οίκτον υμών και κάμνει την πόλιν σας καταγέλαστον, παρά εναντίον εκείνου, ο οποίος ήσυχα-ήσυχα περιμένει ν' ακούση την απόφασίν σας.

XXIV. Εκτός δε τούτου, το οποίον αφορά εις την υπόληψιν και τιμήν σας, μου φαίνεται ότι και δίκαιον δεν είνε να παρακαλή ο κατηγορούμενος τους δικαστάς και με τας παρακλήσεις του να αθωόνεται, αλλά πρέπει να αναπτύσση μόνον την υπόθεσίν του και να προσπαθή διά των πραγμάτων να πείση τους δικαστάς ότι είνε αθώος. Διότι ο δικαστής δεν κάθηται επί της καθέδρας του δι' αυτόν τον σκοπόν, δηλαδή να αποδίδη κατά χάριν το δίκαιον, αλλά διά να ανευρίσκη αυτό με μεγάλην προσοχήν· και όρκον δε έδωκεν ότι δεν θα χαρισθή εις όσους ήθελε του φανή καλόν, αλλ' ότι θα εκδώση την απόφασίν του κατά τους νόμους. Δεν πρέπει λοιπόν ούτε ημείς να σας συνειθίζωμεν να επιορκήτε, ούτε σεις να συνειθίζετε εις αυτό. Διότι και ημείς και σεις επίσης ηθέλαμεν είσθε τότε ένοχοι ενώπιον των θεών ως ασεβείς. Μη περιμένετε λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, να μεταχειρισθώ εγώ τοιούτου είδους μέσα προς υμάς, τα οποία πιστεύω ότι μήτε έντιμα είνε, μήτε δίκαια, μήτε ευσεβή και εις άλλας εν γένει περιστάσεις, προ πάντων όμως τόρα, μα τον Δία, ότε καταγγέλλομαι ως ασεβής υπό του Μιλήτου αυτού. Διότι επί τη υποθέσει ότι ήθελα σας κάμψει και με τας παρακλήσεις μου ήθελα σας εξαναγκάσει, αφού εδώσατε όρκον, να παραβήτε αυτόν και να μου αποδώσητε το δίκαιον κατά χάριν, είνε σαφές πλέον ότι εγώ ήθελα σας διδάσκη να μη πιστεύετε ότι υπάρχουν θεοί, και ενώ θέλω να απολογηθώ διά τας εναντίον μου κατηγορίας, ασφαλώς ήθελα κατηγορεί τότε τον εαυτόν μου ότι δεν πιστεύω εις θεούς. Αλλά το πράγμα δεν έχει διόλου ούτως. Διότι και πιστεύω, ω άνδρες Αθηναίοι, ότι υπάρχουν θεοί, όσον κανείς από τους κατηγόρους μου, και εις την κρίσιν ημών αφίνομαι, και εις τον θεόν των Δελφών εύχομαι να αποφασίσετε περί εμού, όπως θα είνε καλύτερον και δι' εμέ και διά σας.

[Ενταύθα τελειόνει η απολογία του Σωκράτους. Μετά τούτο οι δικασταί απεσύρθησαν εις διάσκεψιν, ίνα αποφασίσουν αν είνε ένοχος ο Σωκράτης εις την αποδοθείσαν εις αυτόν κατηγορίαν ή όχι. Απεφάνθησαν δε διά ψήφων 281 ότι ο Σωκράτης είνε ένοχος56. Μετά τούτο, γνωσθείσης της αποφάσεως, επηκολούθησεν άλλη συζήτησις, ίνα ορισθή η ποινή, οπού έπρεπε να επιβληθή εις τον ένοχον· διό και λαμβάνει πάλιν τον λόγον ο Σωκράτης.)

XXV. Και άλλοι μεν πολλοί λόγοι συνετέλεσαν, ω άνδρες Αθηναίοι εις το να μη οργισθώ δι' αυτό τα συμβάν, ότι με κατεδικάσατε ως ένοχον, το κυριώτατον δε είνε ότι δι' εμέ δεν υπήρξεν απροσδόκητος η απόφασίς σας αύτη· μάλιστα πολύ περισσότερον παραξενεύομαι διά το γενικόν εξαγόμενον της ψηφοφορίας. Διότι εγώ τουλάχιστον δεν ήλπιζα ότι η διαφορά μεταξύ των καταδικαστικών και αθωωτικών ψήφων θα ήτο τόσον μικρά, αλλ' ότι θα κατεδικαζόμην με παρά πολύ μεγαλυτέραν πλειοψηφίαν. Τόρα δε, ως φαίνεται, εάν τριάκοντα μόνον ψήφοι ερρίπτοντο αντιθέτως, ήθελον αθωωθή. Το βέβαιον όμως είνε ότι από τον Μέλητον, κατά την γνώμην μου, και τόρα, μετά την απόφασίν σας αυτήν, εσώθην. Και όχι μόνον εσώθην, αλλά προσέτι, είνε πασίδηλον βεβαίως, ότι αν δεν προσήρχοντο εις τα δικαστήριον ο Άνυτος και ο Λύκων ως συνήγοροι αυτού, διά να με κατηγορήσουν, όχι μόνον, θα εκηρυττόμην αθώος, αλλά ο Μέλητος θα επλήρωνε μάλιστα και πρόστιμον χιλίων δραχμών57 διότι δεν θα συνεκέντρονεν υπέρ της κατηγορίας έν πέμπτον περιπλέον του ημίσεος των ψήφων των δικαστών.

XXVI. Προτείνει λοιπόν εναντίον μου ο καλός άνθρωπος την ποινήν του θανάτου. Ας είνε. Αλλ' εγώ τόρα, ω άνδρες Αθηναίοι, ποίαν ποινήν διά τον εαυτόν μου να σας αντιπροτείνω58. Μήπως δεν είνε φανερόν ότι θα ορίσω εκείνην την ποινήν, της οποίας είμαι άξιος; Ποίας λοιπόν ποινής είμαι άξιος; Εις ποίαν σωματικήν ποινήν, ή εις τι χρηματικόν πρόστιμον κρίνω άξιον να καταδικασθώ, διότι από την διεστραμμένην μου γνώμην δεν ησύχαζα διόλου εις όλην μου την ζωήν, αλλ' αφού παρημέλησα όλα εκείνα, διά τα οποία με τόσην σπουδήν φροντίζει ο περισσότερος κόσμος, την απόκτησιν πλούτου, την διοίκησιν των οικιακών μου υποθέσεων, τας στρατηγικάς θέσεις και τα αξιώματα, το πολιτικόν βήμα και τας λοιπάς αρχάς, και αφού δεν έλαβα μέρος εις καμμίαν κομματικήν στάσιν και συνωμοσίαν, τα οποία τόσον συνήθη είνε εις την πόλιν αυτήν, διότι εγνώρισα τον εαυτόν μου τωόντι πολύ περισσότερον έντιμον άνθρωπον ή ώστε να θέλω να σώσω την ζωήν μου ενασχολούμενος εις αυτά τα ανάξια κατ' εμέ έργα, εις αυτά μεν δεν ενησχολήθην διόλου, εις τα οποία εάν ενησχολούμην, δεν θα ήμουν ωφέλιμος μήτε εις σας, μήτε εις τον εαυτόν μου, ενησχολούμην δε εις αυτά μόνον, να παρέχω ιδιαιτέρως εις έκαστον εξ υμών την πλέον μεγίστην ευεργεσίαν, ως προ ολίγου είπον, επιχειρών να πείθω έκαστον από σας να μη φροντίζη μήτε διά τας ιδικάς του υποθέσεις, πριν φροντίση πρότερον διά τον εαυτόν του πώς να γείνη χρηστότατος και σοφώτατος, μήτε διά τας υποθέσεις της πόλεως πριν φροντίση πρότερον δι' αυτήν την πόλιν, και διά τα λοιπά επίσης να μεριμνά κατά τον ίδιον τρόπον. Τι λοιπόν είμαι άξιος να πάθω, αφού είμαι τοιούτος; Πολύ μέγα καλόν, ω άνδρες Αθηναίοι, εάν πρέπη βεβαίως κατά την αξίαν μου τη αληθεία να ορίσητε την ανταμοιβήν μου· και μάλιστα καλόν τωόντι τοιούτον, το οποίον ήθελεν είναι κατάλληλον δι' εμέ. Τι λοιπόν καλόν αρμόζει εις άνθρωπον πένητα, ευεργέτην σας όμως, όστις έχει ανάγκην μεγάλης αναπαύσεως διά να ενασχολήται διαρκώς εις το να σας δίδη συμβουλάς; Καμμία άλλη ανταμοιβή, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν αρμόζει καλύτερον τόσον, όσον το να τρέφεται πάντοτε αυτός ο άνθρωπος εις το Πρυτανείον, πολύ δικαιότερον βεβαίως αυτός, παρά όστις από σας ενίκησεν εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, εις ιππικόν δρόμον εξ ενός ή δύο ίππων ή εις δρόμον αρμάτων εκ τριών ή τεσσάρων ίππων. Διότι εκείνος μεν διά της νίκης του συντελεί να είσθε σεις ευδαίμονες μόνον κατά το φαινόμενον, ενώ εγώ σας κάμνω να είσθε αληθώς τοιούτοι· και εκείνος μεν δεν έχει ανάγκην διόλου της βοηθείας σας προς διατροφήν του. Εγώ δε έχω μεγάλην ανάγκην. Εάν λοιπόν πρέπει εγώ με δικαιοσύνην να ορίσω την αμοιβήν, της οποίας είμαι άξιος, προτείνω αυτήν την αμοιβήν, να τρέφωμαι δημοσία δαπάνη εις το Πρυτανείον59.

39Κατ' έτος εξελέγοντο εν Αθήναις 500 βουλευταί εκ των πολιτών των εχόντων ηλικίαν 30 ετών, ανά 50 εξ έκαστης φυλής, οίτινες απετέλουν την ούτω λεγομένην Βουλήν των πεντακοσίων, συνερχομένην τακτικώς εις το Βουλευτήριον, κείμενον εν τω έσω Κεραμεικώ. Ίνα δε μη είνε ηναγκασμένη όλη η Βουλή καθ' εκάστην να συνεδριάζη, να μη στερήται δε πάλιν η πόλις την ανωτάτην αρχήν, διηρείτο η Βουλή εις 10 τμήματα εκ 50 βουλευτών, των βουλευτών εκάστης φυλής, τα οποία τμήματα κατά σειράν συνήρχοντο καθ' εκάστην και συνεσκέπτοντο περί των πραγμάτων της πόλεως επί ένα αρχαίον μήνα έκαστον. Η φυλή αύτη ελέγετο πρυτανεύουσα, ο χρόνος των συνεδριάσεών της πρυτανεία και οι βουλευταί πρυτάνεις. Εκ των πρυτάνεων είς εκάστην ημέραν εκλεγόμενος εκαλείτο επιστάτης, όστις εφύλαττε τας κλεις της Ακροπόλεως, του ταμείου και την σφραγίδα του Κράτους.
40Η ναυμαχία αύτη έγινε παρά τας Αργινούσας, τρεις νησίδας παρά την Λέσβον, μεταξύ Λακεδαιμονίων υπό τον ναύαρχον Καλλικρατίδαν, των Αθηναίων οδηγουμένων υπό των δέκα στρατηγών, οίτινες και ενίκησαν. Η ναυμαχία αύτη περιγράφεται υπό του Ξενοφώντος (Ελλην. βιβλ. Α.).
41Ο Νόμος διέτασσε δι' έκαστον κατηγορούμενον να γίνεται ιδιαιτέρα χωριστά δίκη.
42Οι Αθηναίοι μεταμεληθέντες κατόπιν διά την παράνομον καταδίκην των στρατηγών, κατεδίκασαν εις θάνατον ως συκοφάντας τους παραπλανήσαντας τον λαόν.
43Ο Σωκράτης τυχών τότε να είνε πρόεδρος της πρυτανευούσης φυλής και επιστάτης διευθύνων κατά τον νόμον τας εργασίας της Εκκλησίας, ηρνήθη να θέση το ζήτημα τούτο εις ψηφοφορίαν.
44Οι Τριάκοντα τύραννοι εγκατεστάθησαν περί το έτος 404 π. Χ. ότε ο Σωκράτης είχεν ηλικίαν 64 – 65 ετών.
45Η θόλος ωνομάζετο και Πρυτανείον (διάφορον του παλαιού παρά την Ακρόπολιν Πρυτανείου)· ήτο αίθουσα θολωτή πλησίον του Βουλευτηρίου, ένθα οι Πρυτάνεις εθυσίαζον, συνεδρίαζον, έτρωγον και διέμενον. Εκεί διέμενον και οι Τριάκοντα.
46Ο Λέων ούτος Σαλαμίνιος μεν κατά την πατρίδα, αλλά πολίτης Αθηναίος, έφυγεν εις Σαλαμίνα, υποβληθείς εις εκουσίαν εξορίαν, ίνα μη φονευθή υπό των Τριάκοντα, οι οποίοι ωρέγοντο να δημεύσουν την πλουσίαν περιουσίαν του.
47Διά τοιούτων διαταγών οι τριάκοντα συνέλαβον εις Σαλαμίνα και Ελευσίνα 300 πολίτας φυγάδας, τους οποίους ομού κλείσαντες εις το δεσμωτήριον είτα διά μιας αποφάσεως όλους τους κατεδίκασαν εις θάνατον.
48Υπονοεί ιδίως τον Κριτίαν, ένα εκ των Τριάκοντα, και τον Αλκιβιάδην, των οποίων τα ελαττώματα απεδίδοντο εις την διδασκαλίαν του Σωκράτους υπό των εχθρών αυτού.
49Εκ της Αλωπεκής της Αντιοχίδος φυλής, με το όνομα του οποίου επιγράφεται ο γνωστός διάλογος του Πλάτωνος.
50Πατήρ του Σωκρατικού Αισχίνου, εκ Σφηττού, δήμου της Ακαμαντίδος φυλής.
51Κηφισιά δήμος της Ερεχθηίδος φυλής.
52Ο επιφανέστατος των μαθητών του Σωκράτους, ο μέγας φιλόσοφος και συγγραφεύς της Απολογίας.
53Ο Απολλόδωρος ούτος ηγάπα εξαιρετικώς τον Σωκράτην· ότε ούτος καταδικασθείς ωδηγείτο εις το δεσμωτήριον, ο Απολλόδωρος ανέκραξεν: Αλλ' εγώ δεν το υποφέρω αυτό, διότι βλέπω ότι αδίκως κατεδικάσθης· ο δε Σωκράτης θωπεύσας, ως λέγουν, ελαφρώς την κεφαλήν του είπε μειδιών: – Αλλά, φίλε μου, τι λοιπόν, επροτίμας να με ίδης να καταδικασθώ δικαίως;
54Οδύσ. Τ. 163.
55Υιοί του Σωκράτους ήσαν ο Λαμπροκλής, ο Σωφρονίσκος και ο Μενέξενος.
56Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Σωκράτης κατεδικάσθη διά ψήφων 281. Ώστε και αν απ' αυτών αφαιρεθούν αι 30 ψήφοι απομένουν 251 καταδικαστικαί. Αλλά και ούτως ο υπόδικος δεν απελύετο διότι δεν υπήρχεν ισοψηφία, του δικαστηρίου ως γνωστόν αποτελουμένου εκ 500.
57Ο κατήγορος έπρεπε να λάβη υπέρ της κατηγορίας του το ήμισυ των ψήφων των δικαστών και περιπλέον έν πέμπτον ακόμη, άλλως κατεδικάζετο εις πρόστιμον χιλίων δραχμών. Το κόμμα του Μελήτου δεν κατώρθωσε μόνον του να απαρτίση τον νόμιμον αριθμόν των ψήφων εναντίον του Σωκράτους και εδέησε να προστεθώσι και αι ψήφοι των κομμάτων του Ανύτου και Λύκωνος.
58Εις τους τιμητούς λεγομένους αγώνας, οποία ήτο η παρούσα δίκη, ο νόμος δεν ώριζε την τιμωρίαν· αλλ' ο μεν κατήγορος εν τη κατηγορία προσδιώριζε και την ποινήν, ο δε κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα εκ του νόμου να ορίση την ποινήν, της οποίας εθεώρει τον εαυτόν του άξιον. Εις την παρούσαν δίκην το μεν δικαστήριον εκήρυξε τον Σωκράτην ένοχον, ο δε Μέλητος ώρισεν ως ποινήν τον θάνατον, ο δε Σωκράτης είχε την άδειαν εκ του νόμου να ορίση ποίαν εκ των τριών ποινών τούτων προτιμά· δεσμά διά βίου, πληρωμήν προστίμου ή εξορίαν. Ο νόμος ούτος εθεσπίσθη χάριν των δικαστών, διά να μη υπάρχη καμμία αμφιβολία περί της ενοχής του καταδικασθέντος, διότι ο ίδιος διεκήρυττεν ούτω ότι είνε ένοχος, αφού ώριζε και την ποινήν του. Ο Σωκράτης εφρόντισε να μη εμπέση εις την παγίδα αυτήν του νόμου. Ούτως ο Ξενοφών λέγει ότι δεν κατεδίκασε διόλου τον εαυτόν του, ουδέ εις τους φίλους του επέτρεψε να κάμουν τούτο, λέγων ότι τούτο θα εθεωρείτο ως ομολογία περί της ενοχής του. Όμως πειθόμενος εις τον νόμον είπεν ότι αντί ποινής θεωρεί τον εαυτόν του άξιον ανταμοιβής.
59Οι Ολυμπιονίκαι και όσοι είχον προσφέρει μεγάλας υπηρεσίας εις την πόλιν, ετρέφοντο δημοσία δαπάνη εις το Πρυτανείον μετά των Πρυτάνεων· τούτο ελογίζετο παρά τοις Έλλησι μεγάλη τιμή. Το Πρυτανείον τούτο, διάφορον του αρχαίου παρά την Ακρόπολιν, ένθα εφυλάσσοντο και οι νόμοι του Σόλωνος, εκαλείτο και θόλος και σκιάς, ένθα συνεδρίαζον οι Πρυτάνεις και δημοσία ετρέφοντο.