Loe raamatut: «Πολιτεία, Τόμος 4»
ΒΙΒΛΙΟΝ Η'
– Έστω· εμείναμεν λοιπόν σύμφωνοι, αγαπητέ Γλαύκων, ότι εις μίαν πολιτείαν, η οποία μέλλει να κυβερνάται άριστα, θα είναι κοιναί μεν αι γυναίκες, κοινά τα τέκνα, κοινή όλη η εκπαίδευσις, κοινά όλα τα έργα τα αναφερόμενα εις τον πόλεμον και την ειρήνην, η δε ανωτάτη αρχή θα δίδεται εις τους αναδεικνυομένους αρίστους εις την φιλοσοφίαν και εις τα πολεμικά· – Μάλιστα, εμείναμεν σύμφωνοι. – Επίσης παρεδέχθημεν ότι αφού τοιουτοτρόπως εκλεχθώσιν οι άρχοντες, θα κατοικήσωσι μετά των στρατιωτών των εις οικίας τοιαύτας, όπως τας προείπομεν, κοινάς δηλαδή δι' όλους και όπου κανείς δεν θα έχη τίποτε ιδικόν του^ εκτός δε της κατοικίας, ενθυμείσαι βέβαια ακόμη και τι παρεδέχθημεν και σχετικώς με την ιδιοκτησίαν. – Και βέβαια ενθυμούμαι, ότι κανείς από αυτούς δεν πρέπει να έχη οιανδήποτε ατομικήν περιουσίαν, όπως συμβαίνει σήμερον^ αλλ' ως αθληταί, που θα είναι, προωρισμένοι διά τον πόλεμον και την φρούρησιν της πόλεως, θα λαμβάνουν ως μισθόν διά τας υπηρεσίας των παρά των άλλων την τροφήν των μόνον, όση τους χρειάζεται δι' ένα χρόνον, και θα φροντίζουν αποκλειστικώς διά την ασφάλειαν την ιδικήν των και της πόλεως. – Πολύ σωστά· έλα λοιπόν τώρα, αφού είπαμεν όσα είχαμεν να ειπούμεν δι' αυτά, να ενθυμηθούμεν, πού ευρισκόμεθα, όταν εισήλθαμεν εις αυτήν την παρέκβασιν, διά να αναλάβωμεν την σειράν του λόγου μας.
– Δεν είναι δύσκολον· διότι, όπως και τώρα, εφαίνετο ότι είχες τελειώση και τότε τον λόγον περί της πόλεως και κατέληξες εις το συμπέρασμα ότι, διά να είναι αρίστη μία πολιτεία, οφείλει να ομοιάζη με εκείνην, που περιέγραψες, επίσης δε και τέλειος άνθρωπος, εκείνος που θα ωμοίαζε με αυτήν, αν και ημπορούσες, καθώς έλεγες, να δώσης και καλύτερον ακόμη πρότυπον του τελείου ανθρώπου και της πόλεως· επρόσθεσες όμως ότι, αφού αυτή η μορφή της πολιτείας ήτο η αρίστη, όλαι αι άλλαι κατ' ανάγκην είναι ελαττωματικαί· καθόσον δε ενθυμούμαι, έλεγες ότι υπάρχουν τέσσερα είδη τοιούτων πολιτειών, τα οποία θα ήξιζε τον κόπον να μελετήση κανείς, διά να ίδη τα ελαττώματά των, καθώς και των ανθρώπων που αντιστοιχούν προς αυτάς, ούτως ώστε, αφού σπουδάσωμεν επιμελώς όλους αυτούς και αναγνωρίσωμεν, ποίος είναι ο καλύτερος και ποίος ο χειρότερος, να είμεθα εις θέσιν να κρίνωμεν αν πράγματι ο πρώτος είναι ο ευτυχέστερος, και ο δεύτερος είναι ο αθλιώτερος, ή εάν το πράγμα έχη διαφορετικά· και ενώ εγώ σε ερωτούσα να μου ειπής, ποία είναι αυτά τα τέσσερα είδη των πολιτειών, μας διέκοψαν ο Πολέμαρχος και ο Αδείμαντος, και σε ηνάγκασαν τοιουτοτρόπως να κάμης την παρέκβασιν αυτήν, η οποία τώρα ετελείωσε.
– Πολύ σωστά τα ενθυμείσαι. – Κάμε λοιπόν τώρα όπως οι παλαισταί· δόσε μου πάλιν το ίδιον πιάσιμον και απάντησε εις την ιδίαν μου εκείνην ερώτησιν ό,τι επρόκειτο να μου αποκριθής τότε. – Ευχαρίστως, εάν ημπορώ. – Επιθυμώ λοιπόν να ακούσω, ποία είναι τα τέσσερα είδη των πολιτειών, που έλεγες.
– Δεν είναι δύσκολον να το ακούσης· είναι πολύ γνωστά και αι τέσσαρες και με τα ονόματά των· η πρώτη, που επαινείται μάλιστα από τους περισσοτέρους, είναι η Κρητική και η Λακωνική· η δευτέρα, η οποία έρχεται και δευτέρα εις την εκτίμησιν των πολλών, είναι η καλουμένη ολιγαρχία, έχουσα όχι ολίγα ελαττώματα· η τρίτη, όλως διόλου αντίθετος με αυτήν και ολιγώτερον εκτιμωμένη, η δημοκρατία· και τελευταίον η περίφημος δα εκείνη τυραννίς, εντελώς διαφορετική απ' όλας τας άλλας, το τέταρτον και χειρότερον νόσημα διά μίαν πόλιν· αυτά λοιπόν είναι τα τέσσερα είδη των πολιτειών· ή μήπως γνωρίζεις εσύ και καμμίαν άλλην, που να αποτελή ίδιον και σαφώς διακεκριμένον είδος; διότι αι δυναστείαι και αι αγορασταί βασιλείαι και άλλαι τοιαύται ημπορούν να εισέλθουν ως διάμεσοι μορφαί μεταξύ των ανωτέρω, και ευρίσκονται όχι ολιγώτερον συχνά εις τους βαρβάρους, παρά εις τους Έλληνας. – Υπάρχουν πράγματι πολλά και περίεργα πολιτεύματα τοιαύτα.
– Γνωρίζεις λοιπόν, ότι κατ' ανάγκην θα υπάρχουν και άλλα τόσα είδη ανθρωπίνων χαρακτήρων, όσα και πολιτευμάτων; ή νομίζεις ότι τα πολιτεύματα γίνονται από δρυν ή από πέτραν, και όχι από τα ήθη των πολιτών, τα οποία κατά την διεύθυνσιν, που θα λάβουν, θα συμπαρασύρουν και όλα τα λοιπά; – Πραγματικώς από τα ήθη και μόνον. – Αφού λοιπόν υπάρχουν πέντε είδη πολιτευμάτων, δεν πρέπει επίσης να υπάρχουν και πέντε είδη χαρακτήρων της ψυχής; – Πώς όχι; – Και τον μεν χαρακτήρα, ο οποίος αντιστοιχεί προς την αριστοκρατίαν, τον επραγματεύθημεν ήδη, και ορθώς είπαμεν, ότι είναι αγαθός και δίκαιος. – Μάλιστα. – Μετά τούτον λοιπόν πρέπει τώρα να διεξέλθωμεν τους χειροτέρους χαρακτήρας, και εν πρώτοις τον φίλαρχον και φιλόδοξον, ο οποίος αντιστοιχεί προς το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων, και ακολούθως τον ολιγαρχικόν και τον δημοκρατικόν και τον τυραννικόν· και αφού αναγνωρίσωμεν τον αδικώτατον εξ όλων, τον αντιπαραβάλωμεν προς τον δικαιότατον, διά να ημπορέσωμεν εν τέλει να κρίνωμεν, ποία είναι η σχέσις της ακράτου δικαιοσύνης προς την άκρατον αδικίαν ως προς την ευτυχίαν ή την αθλιότητα του έχοντος, και τοιουτοτρόπως να επιδιώκωμεν ή την αδικίαν, συμφώνως προς τας συμβουλάς του Θρασυμάχου, ή την δικαιοσύνην, συμφώνως με το λογικόν συμπέρασμα που εξάγεται εξ αυτής της συζητήσεως. – Αυτό πράγματι έχομεν να κάμωμεν.
– Λοιπόν, όπως αρχίσαμεν ήδη να εξετάζωμεν τα ήθη των πολιτειών πριν από τα ήθη των ατόμων, επειδή μας εφάνη η μέθοδος αυτή φωτεινωτέρα, δεν εγκρίνεις να εξακολουθήσωμεν εφαρμόζοντες αυτήν, και αφού εξετάσωμεν κατά πρώτον την φίλαρχον πολιτείαν (διότι δεν γνωρίζω ποίον άλλο όνομα να της δώσω· εκτός εάν ίσως πρέπη να την ονομάσω τιμοκρατίαν ή τιμαρχίαν) να εξετάσωμεν ακολούθως τον άνθρωπον που αντιστοιχεί προς αυτήν, έπειτα την ολιγαρχίαν και τον ολιγαρχικόν άνθρωπον, ύστερον να στραφώμεν και να μελετήσωμεν την δημοκρατίαν και τον δημοκρατικόν, και τελευταίον, αφού εξετάσωμεν το τυραννικόν πολίτευμα και ιδούμεν και την ψυχήν του τυραννικού ανθρώπου, να δοκιμάσωμεν να εκφέρωμεν δικαιολογημένην την κρίσιν μας επί του ζητήματος, που ανελάβαμεν να λύσωμεν; – Μάλιστα, τοιουτοτρόπως θα ήτο σύμφωνος με την λογικήν και η εξέτασις και η κρίσις μας.
– Ας δοκιμάσωμεν λοιπόν πρώτα πρώτα να εξετάσωμεν πώς γίνεται η μετάβασις από την αριστοκρατίαν εις την τιμοκρατίαν· ή δεν είναι απλουστάτη αλήθεια, ότι πάσα μεταβολή εν τω πολιτεύματι προέρχεται από το μέρος το οποίον διαχειρίζεται την αρχήν, όταν τύχη και συμβή καμμία διατάραξις εις αυτό, ενώ, εφ' όσον διατηρή αδιατάρακτον την αρμονίαν του, όσον μικρόν και αν υποτεθή αυτό το μέρος, είναι αδύνατον να επέλθη καμμία μεταβολή εις την πολιτείαν; – Έτσι είναι πραγματικώς. – Πώς λοιπόν, Γλαύκων, θα υποστή μεταβολήν η πολιτεία η ιδική μας; και από πού θα εισχωρήση μεταξύ των επικούρων και των αρχόντων μας η διχόνοια και προς αλλήλους και προς τους εαυτούς των; ή θέλεις, καθώς ο Όμηρος, να επικαλεσθώμεν τας Μούσας να μας ειπούν, πώς κατά πρώτον ενέπεσε μεταξύ των η έρις και να φαντασθώμεν ότι μας αποκρίνωνται με ένα ύφος τραγικόν και μεγαλόστομον, ως να σοβαρεύωνται και να σπουδαιολογούν, ενώ θα παίζουν και θα χαριεντολογούν με ημάς σαν με παιδιά; – Πώς;
– Κατ' αυτόν τον τρόπον περίπου: Δύσκολον βέβαια είναι μία πόλις, ούτω συγκεκροτημένη, όπως η ιδική σας, να μετακινηθή· αλλ' αφού παν ό,τι γεννάται υπόκειται και εις φθοράν, ούτε το πολιτικόν σας αυτό σύνταγμα θα μείνη εις αιώνα αναλλοίωτον, αλλά θα έλθη ημέρα να διαλυθή· και ιδού πώς. Υπάρχει, όχι μόνον διά τα φυτά, που γεννώνται εις τους κόλπους της γης, αλλά προσέτι και διά τας {???} και τα σώματα των ζώων, που ζουν επί της επιφανείας αυτής, περίοδος ευφορίας και αφορίας· συμβαίνει δε τούτο, όταν έκαστον είδος τελειώνη και ξαναρχίζη τον κύκλον της εξελίξεως αυτού, ο οποίος είναι βραχύτερος ή μακρότερος, αναλόγως της διαρκείας της ζωής εκάστου είδους· οι δε ιδικοί σας άρχοντες, τους οποίους σεις εξεπαιδεύσατε, όσον σοφοί και αν είναι, δυνατόν να συμβή να μην εννοήσουν ή να μην υπολογίσουν ακριβώς τας περιόδους αυτάς της ευφορίας και της αγονίας του είδους σας και τοιουτοτρόπως να τους διαφύγη ο κατάλληλος καιρός και να τεκνοποιήσουν, όταν δεν πρέπη· και διά μεν τα θεία γένη η περίοδος αύτη περιλαμβάνεται εντός αριθμού τελείου· διά δε το ανθρώπινον γένος υπάρχει ένας τοιούτος αριθμός γεωμετρικός, (1) ο οποίος κανονίζει την περίοδον των χειροτέρων και των καλυτέρων γεννήσεων, όταν δει από άγνοιαν αυτού, οι άρχοντές σας συνάψωσιν εις ακατάλληλον εποχήν τους μεταξύ των ανδρών και γυναικών γάμους, τότε εξ αυτών θα προέλθουν τέκνα όχι με καλά φυσικά ούτε ευτυχισμένα. Και θα εγκαταστήσουν μεν τους καλυτέρους μεταξύ αυτών εις την αρχήν οι προκάτοχοι, επειδή όμως θα είναι ανάξιοι να τους διαδεχθούν, θα αρχίσουν πρώτα πρώτα να παραμελούν την φρούρησίν μας, μη δίδοντες την δέουσαν σημασίαν εις τα της μουσικής [ακολούθως δε και εις την γυμναστικήν]· ένεκα τούτου οι νέοι μας θα γίνουν αμουσότεροι· και όσοι εξ αυτών γίνουν κατόπιν άρχοντες δεν θα έχουν την προσήκουσαν ικανότητα να διακρίνουν τα κατά τον Ησίοδον γένη, που παρεδέχθημεν και ημείς, το χρυσούν, το αργυρούν, το χαλκούν και το σιδηρούν· επειδή δε θα ανακατωθούν το σιδηρούν με το αργυρούν, και το χαλκούν με το χρυσούν, θα επέλθη ανομοιότης και ανάρμοστος ανωμαλία, ελαττώματα τα οποία, όπου και αν παρουσιάζωνται, γεννούν πάντα τον πόλεμον και την έχθραν. – Και πολύ σωστά θα ειπούμεν ότι μας απεκρίθησαν αι Μούσαι. – Κατ' ανάγκην, αφού βέβαια είναι Μούσαι. – Ας ιδούμεν λοιπόν τι λέγουν και παρακάτω.
– Αφού άπαξ προέκυψεν η διχόνοια μεταξύ των, αφ' ενός μεν τα δύο γένη, το χαλκούν και το σιδηρούν, ήρχισαν να τραυούν προς τον πλουτισμόν και την απόκτησιν γης και οικιών και χρυσίου και αργύρου, τα δε δύο άλλα πάλιν αφ' ετέρου, το χρυσούν και το αργυρούν, επειδή αυτά δεν είχαν έλλειψιν, αλλ' ήσαν εκ φύσεως πλούσια, εξηκολούθουν να σύρουν τας ψυχάς προς την αρετήν και την αρχαίαν εν γένει κατάστασιν· μετά πολλούς τέλος αγώνας και διαμάχας, συνεβιβάσθησαν να μοιράσουν μεταξύ των την γην και τας κατοικίας, να υποδουλώσουν δε εκείνους, που εφρούρουν πριν, και τους οποίους ελευθέρους όντας τους εθεώρουν φίλους και τροφούς των, και να τους καταστήσουν τώρα περιοίκους και οικέτας των, μόνοι των δε πλέον να έχουν την φροντίδα του πολέμου και της κοινής ασφαλείας. – Από αυτό πράγματι μου φαίνεται, πως ήρχισεν η μετάβασις. – Αυτό δε το νέον πολίτευμα δεν θα είναι κάτι τι μεταξύ αριστοκρατίας και ολιγαρχίας; – Βεβαιότατα.
– Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον θα επέλθη η μεταπολίτευσις· οποία δε τις θα είναι τώρα η νέα διοίκησις; δεν είναι φανερόν ότι, αφ' ενός μεν θα διατηρήση μερικά από το παλαιόν πολίτευμα, άλλα δε θα πάρη από την ολιγαρχίαν, αφού κείται μεταξύ των δύο, αφ' ετέρου δε θα έχη κάτι όλως διόλου ξεχωριστόν και ιδικόν της; – Έτσι είναι. – Δεν θα διατηρήση λοιπόν η τάξις των προμάχων από μεν την αριστοκρατίαν τον προς τους άρχοντας σεβασμόν, την αποχήν από της γεωργίας και των χειρωνακτικών εργασιών και εν γένει όλων των προσοδοφόρων επαγγελμάτων, το σύστημα των κοινών συσσιτίων, την επιμέλειαν της γυμναστικής και των πολεμικών γυμνασίων και όλα τα τοιαύτα; – Ναι. – Ξεχωριστά δε ιδικά της δεν θα έχη τον φόβον να ανυψώνη εις τα ανώτατα αξιώματα τους σοφούς, επειδή δεν θα ευρίσκη πλέον εις τους κόλπους της τοιούτους ανθρώπους μονομερείς και αποκλειστικούς, αλλά μικτούς; και επομένως δεν θα αποκλίνη προς ανθρώπους μάλλον θυμοειδείς και ολιγώτερον μορφωμένους, και γεννημένους μάλλον δια τον πόλεμον παρά διά την ειρήνην; και δεν θα δίδη μεγαλυτέραν αξίαν εις τα στρατηγήματα και τους δόλους του πολέμου, τον οποίον θα θεωρή ως την μοναδικήν της πάντοτε ενασχόλησιν; – Ναι. – Επομένως θα είναι οι τοιούτοι άπληστοι χρημάτων, όπως συμβαίνει εις τας ολιγαρχίας, και θα λατρεύουν μανιωδώς εν κρυπτώ και παραβύστω τον χρυσόν και τον άργυρον, αφού θα έχουν ίδια ταμεία και θησαυροφυλάκια, όπου θα τα φυλάττουν κρυμμένα, επίσης δε και κατοικίας απομονωμένας, αληθινάς φωλεάς ιδικάς των, όπου θα κάμνουν μεγάλα έξοδα και σπατάλην με γυναίκας και με οποίους άλλους θέλουν. – Σωστότατα. – Επομένως θα είναι φιλάργυροι μεν διά τα ιδικά των χρήματα, αφού θα τα λατρεύουν και θα τα φυλάττουν κρυφά, σπάταλοι όμως διά τα ξένα, από την επιθυμίαν να ικανοποιούν τα πάθη των· παραδεδομένοι δε κρυφίως εις όλας τας ηδονάς, θα κυττάζουν πώς να διαφύγουν τον νόμον, σαν άτακτα παιδιά τον πατέρα των, εξ αιτίας της ανατροφής των, η οποία στηρίζεται εις την βίαν και όχι εις την πειθώ, επειδή παρημελήθη η Μούσα η αληθινή των λόγων και της φιλοσοφίας, και επροτιμήθη η γυμναστική αντί της μουσικής. – Όλως διόλου πράγματι είναι ανακατωμένη αυτή η πολιτεία με καλά και με κακά. – Ανακατωμένη, μάλιστα· ένα δε μόνον είναι καθαρόν και διαφανέστατον εις αυτήν, αφού επικρατεί το θυμοειδές, η φιλαρχία και η φιλοδοξία. – Και πάρα πολύ μάλιστα.
– Αυτή λοιπόν είναι η αρχή και η μορφή του πολιτεύματος τούτου, το οποίον, εννοείς, περιωρίσθην να σχεδιαγραφήσω απλώς και όχι να επεξεργασθώ τελείως, επειδή αρκεί και τόσον διά να γνωρίσωμεν τον δικαιότατον και τον αδικώτατον άνθρωπον, που ζητούμεν, θα ήτο δε εξ άλλου και ατελείωτον το έργον, αν ηθέλαμεν να διέλθωμεν όλα τα πολιτεύματα, χωρίς να παραλείπωμεν καμμίαν λεπτομέρειαν. – Και πολύ σωστά.
– Ποίος λοιπόν είναι ο άνθρωπος, που αντιστοιχεί προς αυτό το πολίτευμα; πώς μορφούται και ποίος είναι ο χαρακτήρ του; – Τον φαντάζομαι, διέκοψεν ο Αδείμαντος, να παρομοιάζη κάπως με τον Γλαύκωνα αυτόν, όσον αφορά τουλάχιστον την φιλοδοξίαν. – Ίσως κατά τούτο μόνον· μου φαίνεται όμως ότι διαφέρει κατά πολλά άλλα. – Ποία; – Εν πρώτοις πρέπει να είναι εκείνος αυθαδέστερος και κάπως αμουσότερος, αν και θα αγαπά την μουσικήν· θα αγαπά επίσης τους λόγους και τα ακροάματα, δεν θα έχη όμως ο ίδιος καμμίαν ρητορικήν ιδιοφυίαν· προς τους δούλους θα είναι σκληρός, αντί να τους περιφρονή, όπως εκείνοι που έλαβαν την τελείαν ανατροφήν, προς τους ελευθέρους ήμερος και προς τους άρχοντας ευπειθέστατος· φίλαρχος δε και φιλόδοξος επί πάσι, θα επιζητή τα αξιώματα όχι χάρις εις την ρητορικήν του ικανότητα, αλλά χάρις εις την πολεμικήν του αξίαν και τα πολεμικά του κατορθώματα, και θα είναι επομένως μανιώδης διά τας σωματικάς ασκήσεις και το κυνήγιον. – Αυτά αλήθεια θα είναι τα ήθη του ανθρώπου εκείνης της πολιτείας. – Αλλά ακόμη ο τοιούτος, εφ' όσον μεν είναι νέος, ίσως να περιφρονή τα χρήματα, όσον όμως προχωρή η ηλικία, θα του αναπτύσσεται επί μάλλον και μάλλον και το πάθος αυτό, διότι και εκ φύσεως μετέχει της φιλοχρηματίας και διότι και η αρετή του δεν είναι καθαρά και ακεραία, επειδή εξ αρχής εστερήθη του αρίστου αυτής φύλακος. – Τίνος; ηρώτησεν ο Αδείμαντος. – Της διαλεκτικής, συνδυασμένης με την μουσικήν διότι μόνον αυτή ημπορεί να διασώση την αρετήν καθ' όλον τον βίον εις την καρδίαν εκείνου, που την κατέχει. – Καλά λέγεις. – Τοιούτος λοιπόν είναι και ο χαρακτήρ του νέου, ο οποίος ομοιάζει με το τιμοκρατικόν πολίτευμα. – Πράγματι.
– Ιδού δε τώρα κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται· συμβαίνει ο νέος μας να έχη πατέρα κατοικούντα εις πόλιν κακώς κυβερνωμένην, ο οποίος αποφεύγει τας τιμάς και τα αξιώματα και όλας τας ενοχλήσεις που συνεπάγουν και προτιμά να μην έχη καμμίαν θέσιν εις την πόλιν, φθάνει να έχη εξησφαλισμένην την ησυχίαν του. – Λοιπόν πώς διαπλάσσεται ο χαρακτήρ του υιού; – Ακούει εν πρώτοις την μητέρα του να δυσανασχετή και να παραπονήται διαρκώς, διότι ο σύζυγός της δεν είναι από τους επισήμους και δι' αυτό δεν έχει και αυτή καμμίαν κοινωνικήν σειράν μεταξύ των άλλων γυναικών, διότι τον βλέπει να μη φροντίζη καθόλου να αυξήση την περιουσίαν του και να προτιμά να υφίσταται ανάνδρως κάθε ζημίαν των συμφερόντων του, παρά να έχη ανακατώματα και διαφοράς εις τα δικαστήρια, να ενασχολήται μόνον περί του εαυτού του, να δεικνύη δε τελείαν αδιαφορίαν περί αυτής· καθημερινώς λοιπόν την ακούει να επαναλαμβάνη και να λέγη, ότι ο πατέρας του δεν είναι άνδρας, ότι δεν είναι καμμιά προκοπή από αυτόν, και όλα τα τέτοια που συνηθίζουν να ψάλλουν αι γυναίκες εις αυτάς τας περιστάσεις. – Αυτό το έχουν πραγματικώς αι γυναίκες, είπεν ο Αδείμαντος. – Γνωρίζεις δε ακόμη ότι και οι υπηρέται της οικίας, θέλοντες να δείξουν ζήλον και ενδιαφέρον διά τον υιόν του κυρίου των, του ομιλούν ενίοτε κρυφίως με την ιδίαν γλώσσαν, και όταν παραδείγματος χάριν βλέπουν, ότι ο πατέρας του δεν έρχεται εις βοήθειάν του, ή διά να πληρώση κανένα του χρέος, ή διά να ξεμπλέξη από καμμιά βρωμοδουλειά, τον συμβουλεύουν και τον παρακινούν, όταν μεγαλώση, να κυνηγά τους εχθρούς του και να μην αφήνη να του πατούν το δίκιο και να είναι περισσότερον άνδρας από τον πατέρα του· και όταν εξέρχεται έξω όλο τα ίδια ακούει, και βλέπει ότι, όσοι περιορίζονται εις το έργον των, θεωρούνται ηλίθιοι και παραγκωνίζονται, ενώ όσοι κάθε άλλο κυττάζουν παρά την δουλειάν των, τιμώνται και δοξάζονται. Τότε λοιπόν ο νέος, όσον από το ένα μέρος βλέπει και ακούει αυτά, από το άλλο όμως πάλιν ακούει τους λόγους του πατέρα του και βλέπει πόσον η διαγωγή του και ο τρόπος του διαφέρει από τους άλλους, αισθάνεται τον εαυτόν του να τον τραβούν και από τα δύο μέρη, διότι ενώ ο πατέρας του καλλιεργεί και ενισχύει το λογιστικόν μέρος της ψυχής του, οι άλλοι απεναντίας του εξάπτουν το επιθυμητικόν και το θυμοειδές· και επειδή το φυσικόν του δεν είναι κακόν, αλλά απλώς έχει παρασυρθή από κακάς συναναστροφάς, ελκόμενος και από τα δύο μέρη, καταντά να πάρη τον μέσον δρόμον και να παραδώση πάσαν επί του εαυτού του εξουσίαν εις το θυμοειδές και φιλόνεικον μέρος της ψυχής του, το οποίον επίσης είναι το μέσον μεταξύ του λογιστικού και του επιθυμητικού· και τοιουτοτρόπως έγινεν άνθρωπος φιλόδοξος και υψηλόφρων. – Μου φαίνεται ότι πολύ καλά εξήγησες την γένεσιν αυτού του χαρακτήρος. – Έχομεν λοιπόν το δεύτερον είδος του πολιτεύματος και του ανθρώπου; – Το έχομεν. – Κατόπιν από αυτόν, δεν θα μεταβώμεν, καθώς λέγει ο Αισχύλος, εις «άλλον τώρα σ' άλλη κληρωμένο πόλη» (2) ή μάλλον πρώτα εις άλλο πολίτευμα, διά να ακολουθήσωμεν την τάξιν; – Εννοείται. – Το πολίτευμα που έρχεται, καθώς νομίζω, κατόπιν είναι η ολιγαρχία. – Και ποίαν μορφήν του πολιτεύματος ονομάζεις ολιγαρχίαν; – Το πολίτευμα το οποίον στηρίζεται επί της περιουσίας των πολιτών και εις το οποίον λαμβάνουν μέρος μόνον οι πλούσιοι, αποκλείονται δε οι πτωχοί. – Ενόησα. – Λοιπόν δεν πρέπει πρώτον να ειπούμεν πώς γίνεται η μετάβασις από την τιμοκρατίαν εις την ολιγαρχίαν; – Ναι. – Και τυφλός όμως το βλέπει, υποθέτω, πώς γίνεται. – Πώς; – Ο χρυσός ο συσσωρευόμενος εις τα ιδιωτικά ταμεία των πολιτών, είναι εκείνος που επιφέρει την καταστροφήν του πολιτεύματος· διότι πρώτον μεν δημιουργούν δαπάνας δια τους εαυτούς των και επομένως παραχαράττουν τον νόμον και αυτοί και αι γυναίκες των. – Φυσικά. – Έπειτα, νομίζω, το παράδειγμα αυτών ωθεί και τους άλλους να τους μιμηθούν και δεν αργούν να γίνουν όλοι οι ίδιοι. – Βεβαίως. – Ακολούθως το πάθος του χρηματισμού τους κυριεύει ολοένα και περισσότερον, και όσο δίδουν μεγαλυτέραν εκτίμησιν εις τον πλούτον, τόσον εκπίπτει η αξία της αρετής· διότι πραγματικώς η αρετή και ο πλούτος δεν έχουν τοιαύτην διαφοράν μεταξύ των, ώστε αν τα βάλωμεν εις τας δύο πλάστιγγας του ζυγού, όσον ανεβαίνει το ένα τόσον θα κατεβαίνη το άλλο; – Και βέβαια. – Ώστε εφ' όσον τιμώνται εις την πόλιν τα πλούτη και οι πλούσιοι, επί τοσούτον θα περιφρονούνται η αρετή και οι χρηστοί άνθρωποι. – Αυτό είναι φανερόν. – Επιδιώκεται όμως πάντοτε ένα πράγμα που το εκτιμούν, απεναντίας δε παραμελείται εκείνο που περιφρονούν. – Έτσι είναι. – Ώστε από φιλόδοξοι και φιλότιμοι που ήσαν εις την τιμοκρατίαν, καταντούν εις το τέλος να γίνουν φιλοχρήματοι και άπληστοι, και τον μεν πλούσιον εγκωμιάζουν και θαυμάζουν και ανυψώνουν εις τα αξιώματα του κράτους, τον δε πτωχόν περιφρονούν. – Αναμφιβόλως.
– Τότε λοιπόν θεσπίζουν διά νόμου ως όρον της συμμετοχής εις την εξουσίαν το ποσόν της περιουσίας, περισσότερον ή ολιγώτερον αναλόγως του βαθμού της ολιγαρχίας, αποκλείοντες της αρχής πάντας, όσων η περιουσία δεν ανέρχεται εις το ορισθέν τίμημα· όλα δε αυτά ή τα επιβάλλουν διά της βίας και των όπλων, ή και απλώς επισείοντες τον φόβον αναγκάζουν και τους άλλους να τα παραδεχθούν· ή δεν είναι έτσι; – Έτσι. – Ιδού λοιπόν εν συντόμω πώς λαμβάνει την σύστασίν του αυτό το πολίτευμα. – Μάλιστα· αλλά ποία είναι τα ήθη του και τα ελαττώματα, τα οποία είπαμεν ότι έχει;
– Πρώτον πρώτον αυτός ο θεμελιώδης όρος του πολιτεύματος· διότι, ειπέ μου, τι θα συνέβαινεν, αν εξελέγοντο οι κυβερνήται των πλοίων επί τη βάσει της περιουσίας των, και απεκλείετο ο πτωχός, με όλην την μεγαλυτέραν εμπειρίαν που θα είχεν εις τα ναυτικά; – Πάρα πολύ κακά θα επήγαινε τότε η τοιαύτη ναυτιλία. – Δεν θα συνέβαινε δε το ίδιον προκειμένου και διά κάθε άλλην αρχήν; – Υποθέτω. – Εκτός ίσως διά την αρχήν της πόλεως· ή και δι' αυτήν επίσης; – Δι' αυτήν ίσα ίσα περισσότερον από κάθε άλλην, αφού είναι το δυσκολώτατον και σπουδαιότατον είδος της αρχής. – Ώστε αυτό το μέγιστον ελάττωμα έχει εν πρώτοις η ολιγαρχία. – Φαίνεται.
– Αλλά τι; αυτό το άλλο σου φαίνεται τάχα μικρότερον; – Το ποίον; – Ότι κατ' ανάγκην η ολιγαρχική πόλις δεν είναι μία, αλλά δύο, η μία μεν των πτωχών και η άλλη των πλουσίων, οίτινες κατοικούν μεν ομού, θέλουν δε το κακόν οι μεν των δε. – Δεν είναι, μα την αλήθειαν, μικρότερον. – Αλλ' ακόμη δεν είναι και αυτό καλόν, ότι δεν ημπορούν ίσως να κάμουν και πόλεμον, διότι είναι ηναγκασμένοι ή να οπλίσουν προς τούτο το πλήθος, οπότε θα εφοβούντο αυτό μάλλον ή τους εχθρούς, ή να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου, οπότε θα εφαίνοντο πραγματικώς ολιγαρχικοί εις την μάχην, εκτός του ότι οι πλούσιοι δεν εννοούν και να συνεισφέρουν χρήματα, αφού είναι φιλάργυροι. – Αλήθεια δεν είναι καλόν. – Τι δε; εκείνο που κατεδικάσαμεν προηγουμένως, να καταγίνωνται δηλαδή οι ίδιοι εις πολλά έργα συγχρόνως και να είναι μαζί και γεωργοί και έμποροι και πολεμισταί, όπως συμβαίνει εις αυτήν την πολιτείαν, σου φαίνεται τάχα πως είναι σωστόν; – Καθόλου μάλιστα.
– Βλέπε τώρα, αν απ' όλα αυτά τα κακά το μεγαλύτερον δεν εμφανίζεται κατά πρώτον εις αυτήν την πολιτείαν. – Το ποίον; – Ότι επιτρέπεται εις τον καθένα να εκποιήση όλην του την περιουσίαν, και εις ένα άλλον να την αγοράση από αυτόν, και εκείνος που την επώλησε να παραμένη εις την πόλιν, χωρίς να είναι πλέον τίποτε δι' αυτήν, ούτε έμπορος, ούτε τεχνίτης, ούτε ιππεύς, ούτε οπλίτης, αλλά να ονομάζεται απλώς πτωχός και άπορος. – Έχεις δίκαιον. – Δεν εμποδίζεται λοιπόν αυτό εις τας ολιγαρχικάς πολιτείας· διότι αλλέως δεν θα ήταν οι μεν υπέρπλουτοι, οι δε πάμπτωχοι. – Σωστά. – Πρόσεξε ακόμη και εις αυτό· όταν, καθ' όν καιρόν ήτο πλούσιος, εξώδευεν αλύπητα ο τοιούτος, είχε από αυτό καμμίαν ωφέλειαν η πολιτεία; εθεωρείτο τότε ένας από τους αρχηγούς της, ή πράγματι δεν ήτο ούτε άρχων ούτε υπηρέτης, αλλ' απλώς εξοδευτής των ετοίμων; – Όπως το λέγεις· δεν ήτο τίποτε άλλο παρά εξοδευτής. – Θέλεις λοιπόν να τον ονομάσωμεν αυτόν, όπως είναι ο κηφήν εις την κυψέλην νόσημα του σμήνους, τοιουτοτρόπως και αυτός νόσημα της πόλεως; – Ακούς εκεί δεν θέλω; – Όμως, ω Αδείμαντε, τους μεν πτερωτούς κηφήνας ο θεός τους έκαμε δίχως κέντρον, ενώ από αυτούς τους δίποδας κηφήνας, εις μερικούς μεν δεν έδωσεν επίσης κέντρον, εις άλλους όμως έδωσε και πολύ φοβερόν μάλιστα· και αυτοί μεν που δεν έχουν, αποθνήσκουν εις τα γηρατειά των πτωχοί, από δε τους άλλους γίνονται όλοι εκείνοι, που ονομάζονται κακούργοι· δεν είναι αλήθεια; – Βεβαιότατα. – Είναι λοιπόν φανερόν, ότι εις μίαν πόλιν, όπου θα ιδής πτωχούς, υπάρχουν κρυμμένοι το δίχως άλλο κλέπται και λωποδύται και ιερόσυλοι και εν γένει εργάται πάσης τοιαύτης κακίας. – Φανερόν. – Τι λοιπόν; εις τας ολιγαρχουμένας πόλεις υπάρχουν πτωχοί; – Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι εκτός των αρχόντων. – Πώς λοιπόν να μη πιστεύωμεν, ότι θα υπάρχουν εις αυτάς και πλήθος κακούργοι με κέντρα, τους οποίους φροντίζουν οι άρχοντες και συγκρατούν διά της βίας; – Βεβαίως. – Και από ποίαν άλλην αφορμήν προέρχεται τούτο, παρά από την απαιδευσίαν και την κακήν ανατροφήν και από την ελαττωματικήν σύστασιν της πολιτείας; – Από καμμίαν άλλην. – Τοιαύτη τις λοιπόν σχεδόν είναι η ολιγαρχουμένη πόλις και αυτά τα ελαττώματά της, ίσως δε και περισσότερα. – Μάλιστα. – Και ας θεωρήσωμεν επομένως τελειωμένην την απεικόνισιν και αυτής της πολιτείας, την οποίαν ονομάζουν ολιγαρχίαν και της οποίας οι άρχοντες γίνονται επί τη βάσει της περιουσίας· τώρα ας εξετάσωμεν και τον άνθρωπον, που της είναι όμοιος, και πώς σχηματίζεται και ποίος είναι ο χαρακτήρ του. – Ας ίδωμεν. – Δεν σου φαίνεται, ότι κατ' αυτόν τον τρόπον μεταπίπτει από του τιμοκρατικού εκείνου εις τον ολιγαρχικόν; – Πώς; – Ο υιός από την παιδικήν του ηλικίαν κατά πρώτον μεν φιλοτιμείται να μιμηθή τον πατέρα του και να βαδίση επί τα ίχνη του· αλλ' ακολούθως, όταν ιδή έξαφνα, ότι ο πατέρας του προσέκρουσεν εις την πόλιν, όπως επάνω εις βράχον, και αφού έκαμε αβαρίαν και της περιουσίας του και του εαυτού του, κατά την διαχείρισιν είτε στρατηγίας τινός ή καμμιάς άλλης αρχής, έπεσε εις τα δικαστήρια και εις τα νύχια των συκοφαντών, και κατεδικάσθη ή εις θάνατον ή εις εξορίαν ή εις την στέρησιν των πολιτικών του δικαιωμάτων και την δήμευσιν της περιουσίας του, – Όπως συμβαίνει φυσικά. – Όταν, λέγω, ιδή όλα αυτά και πάθη και φοβηθή τα ίδια και διά τον εαυτόν του, τότε, νομίζω, και αυτός κρημνίζει κατακέφαλα από τον θρόνον της ψυχής του την φιλοδοξίαν και το θυμοειδές εκείνο, και ταπεινωθείς από την πτωχείαν δεν σκέπτεται άλλο παρά πώς να κάμη περιουσίαν, και κατά μικρόν με πολλάς στερήσεις, μεγάλην οικονομίαν και αδιάκοπον εργασίαν το κατορθώνει· δεν νομίζεις λοιπόν τότε, ότι εις εκείνον τον θρόνον, από τον οποίον εδίωξε την φιλοδοξίαν, θα αναβιβάση την φιλοχρηματίαν και το επιθυμητικόν, το οποίον θα ανακηρύξη μέγαν βασιλέα του και θα του φορέση τιάρας και στρεπτούς και ακινάκας; – Το πιστεύω. – Το δε λογιστικόν βέβαια και το θυμοειδές θα τα ρίψη χάμω δούλους και υποπόδια εκατέρωθεν του θρόνου του, και εις μεν το ένα δεν θα επιτρέπη να σκέπτεται και να συλλογίζεται τίποτε άλλο, παρά πώς θα κάμη από ολιγώτερα περισσότερα τα χρήματά του, το δε άλλο πάλιν τίποτε να μη θαυμάζη και τιμά παρά τον πλούτον και τους πλουσίους και να μην έχη άλλην φιλοδοξίαν παρά την απόκτησιν χρημάτων και οτιδήποτε άλλο οδηγεί προς τούτο. – Δεν υπάρχει άλλη μετάβασις τόσον ταχεία και ισχυρά δι' ένα νέον, όσον από την φιλοδοξίαν εις την φιλοχρηματίαν. – Αυτός λοιπόν δεν είναι ο ολιγαρχικός; – Η μεταβολή τουλάχιστον που τον έκαμε τοιούτον είναι ομοία με την μεταβολήν, εκ της οποίας προήλθεν η ολιγαρχία. – Ας εξετάσωμεν λοιπόν αν είναι όμοιος με αυτήν. – Ας το εξετάσωμεν.
– Πρώτη λοιπόν ομοιότης δεν είναι, ότι εκτιμά τα χρήματα περισσότερον από κάθε άλλο; – Πώς όχι; – Έπειτα, ότι είναι φειδωλός και εργατικός και δεν ικανοποιεί παρά μόνον τας απολύτους ανάγκας και επιθυμίας του και απαγορεύει κάθε άλλην δαπάνην εις τον εαυτόν του και υποδουλώνει όλας τας άλλας επιθυμίας του ως ματαίας. – Πραγματικώς. – Είναι επομένως βρωμερά γλίσχρος, αφού ζητεί από το κάθε τι να κερδίση, με μίαν λέξιν άνθρωπος θησαυροποιός, από εκείνους δα που θαυμάζει το πλήθος· ή δεν είναι αυτός, που ομοιάζει με το ολιγαρχικόν πολίτευμα; – Μάλιστα, διότι και από τα δύο μέρη τα χρήματα είναι που έχουν την μεγαλυτέραν αξίαν και εκτίμησιν. – Διά τον λόγον, ότι καμμίαν προσοχήν, υποθέτω, δεν έδωσεν ο τοιούτος άνθρωπος διά την μόρφωσίν του. – Και εγώ το υποθέτω, διότι άλλως δεν θα ελάμβανεν ένα οδηγόν τυφλόν και δεν θα τον εξετίμα τόσον. – Πολύ ωραία το είπες· πρόσεχε δε τώρα εις αυτό· δεν θα έχωμεν δίκαιον να ειπούμεν, ότι η απαιδευσία του εγέννησεν επιθυμίας ως του κηφήνος, άλλας μεν πτωχικάς, άλλας δε κακούργους, τας οποίας μόλις και μετά βίας προσπαθεί να συγκρατή; – Μάλιστα. – Και γνωρίζεις πού θα ίδης εκδηλουμένας τας κακούργους διαθέσεις των; – Πού; – Όταν αναλάβουν έξαφνα την επιτροπείαν ορφανών, ή τίποτε άλλο ανάλογον, που θα έχουν όλην την ελευθερίαν να καταχρασθούν και να αδικήσουν. – Αλήθεια λέγεις. – Δεν είναι λοιπόν εκ τούτου φανερόν ότι εις τας άλλας του συναλλαγάς, εις τας οποίας ευδοκιμεί θεωρούμενος έντιμος και δίκαιος κατορθώνει, με όχι μικράν επιβολήν επί του εαυτού του να συγκρατήση τας αγρίας επιθυμίας που κρύπτει μέσα του, όχι διότι είναι πεπεισμένος ότι αυτό είναι καλύτερον, ούτε διότι τας χαλιναγωγεί διά του ορθού λόγου, αλλ' εξ ανάγκης και από φόβον, διότι τρέμει μήπως χάση και την άλλην περιουσίαν; – Αναμφιβόλως. – Αλλ' όταν πρόκειται να εξοδεύσουν τα ξένα χρήματα, τότε μα την αλήθειαν, φίλε μου, θα ανακαλύψης εις τους πλείστους εξ αυτών κεκρυμμένας τας φυσικάς εκείνας επιθυμίας του κηφήνος. – Και εις τον υπέρτατον μάλιστα βαθμόν. – Ο τοιούτος λοιπόν άνθρωπος δεν θα είναι απηλλαγμένος εσωτερικών στάσεων, ούτε θα είναι ένας, αλλά διπλούς, διότι αι καλύτεραι και αι χειρότεραι επιθυμίαι, που έχει μέσα του, θα πολεμούν μεταξύ των, θα υπερισχύουν όμως οπωσδήποτε αι καλύτεραι. – Έτσι είναι. – Διά τούτο δε νομίζω θα τηρή ο τοιούτος τα εξωτερικά τουλάχιστον προσχήματα καλύτερα από πολλούς άλλους· η αληθινή όμως αρετή, η οποία προέρχεται από την εσωτερικήν ομόνοιαν και αρμονίαν της ψυχής, θα είναι βέβαια πράγμα τελείως άγνωστον δι' αυτόν. – Το πιστεύω. – Προκειμένου δε περί ευγενούς αμίλλης μεταξύ των πολιτών, ή διά καμμίαν νίκην, ή δι' ό,τι άλλο από τα ωραία αγωνίσματα της φιλοτιμίας, ο φιλοχρήματος κάθε άλλο παρά να λαμβάνη ενεργητικόν μέρος εις αυτά, διότι δεν θέλει να εξοδεύη χρήματα διά την δόξαν και τους τοιούτους αγώνας, και φοβείται να εξεγείρη μέσα του τας εξοδευτικάς επιθυμίας και να τας προσκαλέση εις βοήθειάν του και εις σύμπραξιν· πολεμεί λοιπόν με ολίγιστον μέρος από τα ιδικά του, πράγματι ολιγαρχικώς, και επομένως νικάται μεν πάντοτε, αλλά και πάντοτε μένει πλούσιος. – Έτσι είναι. – Θα αμφιβάλλωμεν λοιπόν ακόμη περί της πλήρους ομοιότητος, που υφίσταται μεταξύ της ολιγαρχουμένης πολιτείας και του φιλοχρημάτου και φειδωλού ανθρώπου; – Καθόλου.
– Έρχεται τώρα η σειρά της δημοκρατίας, να εξετάσωμεν πώς σχηματίζεται και ποίος είναι ο χαρακτήρ αυτής, ούτως ώστε, αφού γνωρίσωμεν και τον χαρακτήρα του ανθρώπου, που της ομοιάζει, να υποβάλωμεν και αυτόν υπό την κρίσιν μας. – Θα ακολουθήσωμεν δηλαδή και εις αυτό την ιδίαν μας μέθοδον. – Ιδού λοιπόν πώς γίνεται η μετάβασις από την ολιγαρχίαν εις την δημοκρατίαν, ένεκα της απληστίας προς επαύξησιν της κεκτημένης περιουσίας, πράγμα το οποίον θεωρείται ως το ανώτατον αγαθόν εν τη ολιγαρχική πολιτεία. – Πώς γίνεται; – Επειδή οι άρχοντες εν αυτή οφείλουν το αξίωμά των εις τα μεγάλα των πλούτη, δεν τους συμφέρει να περιορίσουν διά νόμου την ελευθερίαν των ασώτων νέων, ώστε να μην έχουν το δικαίωμα να σπαταλούν και να καταβροχθίζουν τας περιουσίας των, διά να αγοράζουν αυτοί τα αγαθά των ή να τους δανείζουν με βαρείς τόκους και τοιουτοτρόπως να αυξάνουν ακόμη περισσότερον τα πλούτη των και την υπόληψίν των. – Αναμφιβόλως. – Είναι όμως ήδη φανερόν, ότι αδύνατον συγχρόνως και να τιμούν τον πλούτον εις μίαν πόλιν, και να εξασκούν την εγκράτειαν και την σωφροσύνην, αλλά κατ' ανάγκην ή το ένα θα παραμελούν ή το άλλο. – Εκτός πάσης αμφιβολίας. – Παραμελούντες λοιπόν οι άρχοντες εις τας ολιγαρχικάς πολιτείας και μη φροντίζοντες να περιορίσουν την ακολασίαν, ηνάγκασαν πολλούς, ανθρώπους ίσως εκ φύσεως ευγενών αισθημάτων, να καταντήσουν εις την εσχάτην ένδειαν. – Μάλιστα. – Κάθηνται λοιπόν αυτοί εις την πόλιν με το κέντρον έτοιμον και ωπλισμένοι, άλλοι μεν κατάχρεοι, άλλοι στερημένοι τα πολιτικά τους δικαιώματα, άλλοι και τα δύο μαζί, με την καρδίαν γεμάτην έχθραν και επιβουλήν εναντίον εκείνων, που επλούτησαν με τα λείψανα της περιουσίας των, και εναντίον όλων εν γένει των πολιτών, τρέφοντες σχέδια γενικής ανατροπής των πραγμάτων. – Έτσι είναι. – Εν τω μεταξύ οι χρηματισταί, πεσμένοι με τα μούτρα εις τη δουλειά των, χωρίς να κάνουν πως τους προσέχουν καν αυτούς, περιμένουν τίνος από τους άλλους θα έλθη τώρα η σειρά να πέση εις τα νύχια των, διά να τον αφαιμάξουν, δανείζοντες εις αυτόν και λαμβάνοντες τόκους πολύ περισσοτέρους από το αρχικόν κεφάλαιον και αυξάνοντες τοιουτοτρόπως τον αριθμόν των πτωχών και των κηφήνων εις την {πόλιν}. – Πώς βέβαια να μην τον αυξάνουν; – Δεν εννοούν μολαταύτα ν' ανακόψουν την πρόοδον του κακού, που υποβόσκει, είτε απαγορεύοντες εις τους ιδιώτας, να διαθέτουν όπως τους φανή την περιουσίαν των, είτε και με ένα άλλο μέσον, διά του οποίου προλαμβάνονται όλα αυτά τα κακά. – Και ποίον είναι αυτό το μέσον; – Ένας νόμος, ο οποίος, ελλείψει του πρώτου, θα ηνάγκαζε τους πολίτας να είναι τίμιοι εις τας συναλλαγάς των· διότι αν ήθελέ τις ορίση τα τοιούτου είδους συμβόλαια να γίνωνται επί κινδύνω των δανειστών, και η τοκογλυφία θα εξησκείτο ολιγώτερον αναιδώς εις την πόλιν, και ολιγώτερα από αυτά τα κακά, που είπαμεν τώρα, θα ανεφύοντο εν αυτή. – Πολύ σωστά. – Ενώ τώρα οι άρχοντες δι' όλους αυτούς τους λόγους γίνονται αφορμή να περιέρχωνται εις αυτήν την κατάστασιν οι υπήκοοί των· αυτοί δε οι ίδιοι και τα τέκνα των ζώντες βίον τρυφηλόν και μη γυμνάζοντες ούτε τα σώματα ούτε τας ψυχάς των, καταντούν μαλθακοί και ανίκανοι να αντισταθούν και εις τας ηδονάς και εις τας λύπας. – Πράγματι. – Αλλ' αφού αυτοί οι πατέρες δεν σκέπτονται τίποτε άλλο, παρά πώς να αυξήσουν την περιουσίαν των, είναι δυνατόν να φροντίζουν περί αρετής περισσότερον από την τάξιν των πτωχών; – Όχι βέβαια.