Lugege ainult LitRes'is

Raamatut ei saa failina alla laadida, kuid seda saab lugeda meie rakenduses või veebis.

Loe raamatut: «Φυλλάδες του Γεροδήμου», lehekülg 8

Font:

IB' Η ΝΟΙΚΟΚΕΡΑ

Πέρασε η ώρα με το τρομερό παραμύθι της χαροκαμένης μας της Γιαννούλας. Βγαίνει και το κακόμοιρο το κορίτσι, χλωμό, δακρισμένο, ολότρεμο. Η καρδούλα του θα στραγγίζη αίμα από τον πόνο. Τι την πόνεσες έτσι, καημένη Γιανούλα! Ή τάχα πρέπει να τ' ακούν κ' οι ανήξερές μας οι ρωμιοπούλες, τι παράδεισο τον είχανε οι γριές τους! Μα κι όσοι πάλι τάκουσαν, τι ωφελήθηκαν! Το πολύ χαίρουνταν που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους.

… Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξη το φόβο της. Πρέπει να βλέπη κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάη την καημένη. Άμποτε να της σταθή σε καλό της αυτός ο φόβος!

Ας κρυφοτρέξουμε τώρα ως απάνω, να καμαρώσουμε και τη μάννα της. Ανεσαίνει άνθρωπος εδώ πέρα. Ορθάνοιχτα τα παράθυρα. Μπαινοβγαίνει ο δροσάτος ο μπάτης, και τους φέρνει την υγειά, τη ζωή και τη δύναμη. Χρειαζούμενος είναι κι αυτός για τα βλαστάρια που θα μας δώσης μια μέρα, λυγερή μου κοπέλλα! Είναι η μεγαλήτερη η κόρη τούτη, που ακκουμπάει εκεί στο παράθυρο, και λογιάζει τη θάλασσα. Το ξέρει εκείνη γιατί τη γλυκοκοιτάζει τη θάλασσα. Αυτή της φέρνει τα γράμματα, θα της φέρη και τον καλό της μια μέρα. Τι δεν έδινες νάχης τους στοχασμούς της αυτή την ώρα! Άγιο μυστήριο η αγάπη! Ας τη λατρέψουμε από μακριά, κι ας την αφήσουμε να καίη εκεί ήσυχα, σαν αυτό το καντήλι, σιμά στα κονίσματα.

Μια ματιά στην άλλη την κάμαρα, και φεύγουμε. Βλέπω &δυο& κερές εδώ μέσα. Η μια μεγαλόσωμη, όχι πολύ περασμένη, αγκαλά το φως έρχεται πίσωθέ της και την κάνει και φαίνεται κάτι νεώτερη. Αυτή είναι η αρχόντισσα, η κερά του σπιτιού. Κρίμας που δεν είναι μέρα να καλοδής ταγαθώτατο πρόσωπό της. Η άλλη, που κάθεται δίπλα της και της κρυφομιλεί, αυτή με τα μαύρα, είναι γειτόνισσα, και πρέπει νάρθε να της δηγηθεί τα μύρια της βάσανα. Αύτη την ώρα, που συχάζουν τα σπίτια, που δε φάνηκε ακόμη ο νοικοκύρης, τη διαλέγουν οι χαροκαμένες, οι ζωντοχήρες κ' οι φτωχές να πάνε να πούνε δυο λόγια στις σπλαχνικές τους γειτόνισσες. Ποιος ξέρει πόσην ώραν την κρατάει την αρχόντισσα και της τα λέει αυτά τα δυο λόγια! Κι αυτή την ακούγει με υπομονή, και τη συμπαθεί μ' έναν πόνο, που λες κ' είναι αυταδέρφη της. Αν ανεβαίναμε πιο νωρίς, θ' ακούγαμε θλιβερές ιστορίες και δω. Θ' ακούγαμε πώς η μαυροφόρα, έχει πέντε χρόνια, να δη τον άντρα της. Πως ξενοδουλεύει να ζήση τρία παιδιά. Πως πλάκωσε κ' η αρρώστια, και πως πάει να πεθάνη το μικρότερό της. Κοίταξέ την καλά, τώρα που σηκώθηκε και τοιμάζεται, κι όλο τοιμάζεται να φύγη, κι όλο κρυφομιλεί. Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι. Άλλο μυστήριο τούτο. Όχι της αγάπης που μας φέρνει στον κόσμο, μόνο της άλλης, που μας ανεβάζει στον ουρανό. Που μας κάνει και χύνουμε κόμπο δάκριο, κι απλώνουμε χέρι σ' ένα μισοπνιμένο.

Σωστή χριστιανή η αρχόντισσα. Ο άντρας της, το δεξί της χέρι ποτές δε θα το μάθη τι έδωσε της γειτόνισσας με τάλλο το χέρι της.

Τέτοιες βιολέττες λουλουδίζουν εδώ πέρα πολλές. Θαρρώ δεν πολυπροκόβουνε στις χώρες αυτά τα βουνήσια τα λούλουδα. Εκεί βλέπεις άλλα. Εκεί είναι πολιτισμός. Εκεί μόλις και νοιώση ο καλός ο νοικοκύρης πως σιμώνει το τέλος του, δίνει το μισό το είναι του σ' ένα σπιτάλιο και τελειώνει.

Έτσι τελειώνει κ' η κοκώνα του να πάει στο θέατρο, την ώρα που κάθεται η νοικοκερά μας κι ακούγει γειτόνισσες. Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί. Στη χώρα πάλι, αν είναι λιγάκι απόνετες οι αρχόντισσες, είναι λιγάκι ξέννοιαστες κ' οι γειτόνισσες. Η φτώχεια τους βρίσκει πόρεψη. Α ζούσε στη χώρα η μαυροφόρα μας, γλήγορα θάβρισκε καρδιές να την πονέσουνε. Μα αυτά είναι του πολιτισμού πράματα. Εδώ πάντα βρίσκουμε την αρχόντισσα σπλαχνική, τη γειτόνισσα τίμια και συμμαζεμένη.

… Φωνές ακούγω κάτω. Ήρθε ο άρχοντας. Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο.

ΙΓ' ΦΤΑΝΕΙ ΜΑΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Α δεν είτανε Σαβάτο βράδυ και ξημέρωμα Κεριακή, θα σ' έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτωχικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά. Άλλη με τη ρόκα της, άλλη με το μάγκανο, κι άλλη με το βελόνι· γριές, μεσόκοπες, παντρεμένες, κοπέλλες· να δουλεύουνε με τα χέρια τους, με τις γλώσσες τους, με τ' αυτιά τους. Να βλέπης, ν' ακούς, και να μη χορταίνης· φτάνει να νοστιμεύεσαι παραμύθια, τραγούδια και νοιώσματα.

Καλά όμως που έτυχε Σαβατόβραδο, και θα λείψουμε από τον πειρασμό. Γιατί δεν είναι σαν το χαρέμι εκεί, να βλέπης κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ' αφίνω πια το χωριό».

Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά. Ήρθαμε στην πηγή για να πιούμε, όχι να γείνουμε πλάτανοι και να ριζώσουμε δίπλα της. Τώρα πρέπει να κατεβούμε το ρέμα, να μπούμε στον ποταμό, να πάμε στο πέλαγο. Πρέπει να δούμε τη μεγάλη τη Ρωμιοσύνη. Την είδαμε, θα πης, χίλιες φορές με τα μάτια μας. Μα αυτό δε σημαίνει. Ο σκοπός είναι με &κλειστά μάτια& να τηνε δούμε, με το νου μας να τηνε δούμε τη Ρωμιοσύνη. Τα μάτια πλανεύουνε. Δε μας λεν την αλήθεια πάντα. Κι αν τηνε λεν κάποτες, ο νους παραζαλίζεται, και τι να πρωτοπιστέψη δεν ξέρει. Το καθαυτό το ταξίδι γίνεται με κλεισμένα μάτια, τη νύχτα, μέσα σε τέτοια ρημιά.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΤΗΣ ΦΥΛΛΑΛΑΣ

ΤΡΙΤΗ ΦΥΛΛΑΔΑ
ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Α' ΣΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ

Τώρα και μπρος η δουλειά μας πρέπει να γίνη σοβαρά και συλλογισμένα, γιατί σοβαρός είναι κι ο σκοπός του μυστικού αυτού ταξιδιού. Ίσως, από την πολλή τη λαχτάρα να δουλέψουμε τίμια και προσεχτικά, σκοντάψουμε και μείνουμε με τη λαχτάρα μας μοναχή. Ίσως, αντίς να ξυπνήσουμε μερικούς, τους κοιμίσουμε ακόμα πιο βαθύτερα. Ίσως, αντίς να μας πονέσουν, που είμαστε και μεις αίμα τους, θυμώσουν και μας ρίξουνε στη φωτιά. Αυτά όλα μπορεί να γίνουνε· μα δεν πρέπει και να μας παίρνουν το θάρρος.

Φίλε μου, συφωνάς πως πρέπει ο καθένας μας να κάμει ό,τι μπορεί για τον τόπο του; Α συφωνάς, κόπιασε. Ας μη χάνουμε τον καιρό μας, ας αφίνουμε τους δασκάλους· κι ας μας γράφουν προοίμια.

Ίσια στην Πόλη θα πάμε. Σαν το Φρίξο και σαν την Έλλη θα πετάξουμε, και θα βρεθούμε πας στο γιοφύρι. Ας μη σταθούμε στο δρόμο, αποκάτω μας ας μη δούμε. Θα ζαλιστούμε, και θα πέσουμε μες στη θάλασσα. Ας περάσουμε πεταχτά τις χίλιες ακρογιαλιές που έχουν κατιτίς να ψιθυρίξουν η καθεμιά τους. Ποια να πρωτακούσουμε, και σε ποια να καθίσουμε να θυμηθούμε τις παλιές τις δόξες, τα παλιά τα πάθια! Το ίδιο σα να ζητάμε να μετρήσουμε τα χαλίκια της. Δύσκολη, δύσκολη δουλειά! Τρέμω που τα συλλογιούμαι μονάχα. Ακόμα δε γεννήθηκε το πουλί που θα μας την τραγουδήση την ιστορία μας. Πολλοί μας την τσαμπούνισαν, άλλοι την ψάλανε σα χερουβικό! Μα κανένας ακόμα δε μας την κελάιδησε σαν ταηδόνι.

Ήρθαμε κι από τον τηλέγραφο γληγορώτερα. Τίποτις δεν τον ξεπερνάει στη γληγοράδα το νου, σώνει μονάχα να θέλη να τρέξη ο νους. Λεν πως και το φως πολύ γλήγορα τρέχει. Αυτό δεν το πολυπιστεύω. Δυο χιλιάδες χρόνια έκαμε να τρέξη από την Ανατολή στη Δύση, και Θεός το ξέρει πόσα θα περάσουν ώσπου να ξαναγυρίση το φως στην Ανατολή!

Πες μου αν το είδες ποτέ σου τέτοιο κακό! Εκεί που γλεντίζαμε βράδυ βράδυ με τις χωριατοπούλες, να βρεθούμε μέρα μεσημέρι πάνω σ' αυτό το δαιμονογέφυρο, που λες και πηγαινοφέρνει κολασμένους από τον απάνω κόσμο στον κάτω, μόνο που εδώ είναι κάτω κόσμος κι από τις δυο τις μεριές! Τι φωνές και τι θόρυβος! Όλες οι γλώσσες που μίλησε μάννα σε παιδί από της τέσσερεις άκρες της Ανατολής βουίζουνε γύρω μας.

Ας προσέχουμε όμως. Τίποτις δεν τόχουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κ' ένας Αρμένηδες αυτοί που κοιτάζεις. Αν έχης καπέλλο, βγάλ' το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρώμικα πόδια τους. Πάρ' ένα κουρέλλι από τα παλιόρρουχά τους, και κράτα το φυλαχτό, γιατί είναι από φυλή που άρχισε να φουσκώνη η καρδιά της. Να ξεσκάση γυρεύει· τα κόκκαλά του τοιμάζεται να σπείρη στα έρμα του τα βουνά, τα κόκκαλα, που αυτά μονάχα βγάζουν και θρέφουν τάγιο το δέντρο.

&ΣΗΜ. Αυτές οι φυλλάδες πρέπει να γράφηκαν κατά τα 1889/90. Έξη χρόνια κατόπι σπάρθηκαν τα κόκκαλα που λέει ο Γεροδήμος. Αλλά θα φυτρώση άραγες απάνω τους τάγιο το δέντρο;

Β' ΕΘΝΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ

Γύρισε το πρόσωπό σου κατά τους τέσσερεις μιναρέδες που στέκουνται τριγύρω σε κείνον το θεόρατο τον τρούλλο, να σου πω ένα παραμυθάκι.

Είτανε μια φορά ένας φρόνιμος βασιλιάς. Ίσως το φάντασμά του τριγυρίζει ακόμα εκεί απάνω, μαζί με χίλιους άλλους πορφυροστόλιστους βουρκολάκους· κι αυτός ο φρόνιμος ο βασιλιάς είχε τόση γνώση, που δεν ήξερε πώς να δοξάση το Θεό για την πολλή τη γνώση που του έδωσε, και σαν έχτισε δε θυμούμαι πόσες κατοστές εκκλησιές, καταπιάστηκε κι αυτή την ξακουσμένη την εκκλησιά της Αγιά-Σοφιάς.

Είναι, φίλε μου, να τη βλέπης αυτή την εκκλησιά και να ραγίζ' η καρδιά σου, γιατί στον κόσμο δε στάθηκε απ' αυτή πιο τρομερώτερη ειρωνεία. Οι κλασικοί μας οι προγόνοι είχαν αμέτρητα «τεμένη» της Αφροδίτης, του Βάκχου, της Αθηνάς, γιατί τ' αγαπούσανε και τα τρία· και τη γυναίκα, και το κρασί, και τη γνώση. Οι Βυζαντινοί μας οι προγόνοι, που απ' όλα πιώτερο αγαπήσανε την ανοησία, μήτε μισή κολόννα δεν της έστησαν, μόνο πηγαίνουν και στήνουν αυτό το θεόρατο το μνημείο της «Θείας Σοφίας!», κ' η «Θεία Σοφία» τους παίδεψε αλύπητα για τη μεγάλη αυτή τους την ταρτουφιά! Μήτε στιγμή δεν κατέβηκε να τους βάλη γνώση· μόνο πήγε στον Κίσσαβο, στη Μάνη, και σ' άλλα βουνά, κ' έστησε κει τη φωλιά της σαν ουράνιος αϊτός, και φύλαγε την ώρα να κατέβη στους κάμπους και να βλογήση τη Ρωμιοσύνη.

Σαν περάσανε χρόνια και χρόνια, και γκρεμίστηκε ο μαρμαρένιος ο θρόνος που κάθιζε και καμαρώνουνταν η «Ανοησία», σαν πλάκωσε το μεγάλο το κακό που μαζεύονταν απ' έξω σαν πλημμύρα που τίποτις δεν τη σταματούσε, έτρεξαν τότες όσοι πιστοί στην Αγιά Σοφιά να γλυτώσουν! Το θαρρούσαν ακόμα πως είταν η «Σοφία» κρυμμένη κάτω από κείνους τους θόλους! Ποιος να μη δακρύση, να συλλογιστή μονάχα &την πίστη& του βασανισμένου εκείνου λαού! Ποιος να μην απορέση που δεν έκαμε αληθινά ο Παντοδύναμος θάμα να γλυτώση τις χιλιάδες των χιλιάδων που δεν έφταιγαν οι κακότυχοι, γιατί τους πλάνευαν αρχοντάδες και δασκάλοι κι αυτούς, από χίλια χρόνια και δώθι! Σαν τ' αρνιά στο μαντρί τους βρήκε ο λύκος. Δράμα, που να λιώνης στο μυρολόγι!

Τι είναι που μας κάνει και τη βλέπουμε την Αγιά Σοφιά κι ονειρευούμαστε μεγάλες ιδέες, ακόμα δεν το χώρεσ' ο νους μου. Στόμα να είχε να μας μιλήση ο τρούλλος εκείνος, που όλα τα είδε, τι θα μας έλεγε! Τι κατάρες δε θα ξεφώνιζε στα φαντάσματα που γυρίζουν εκεί απάνω! Τι παρακάλια στους ζωντανούς εδώ κάτω, να τον γκρεμίσουνε, να μην τ' αφήσουν ανωφέλητο το μολύβι του, ίσως κ' έτσι συχωρεθούν τα μεγάλα τα κρίματα που τις έφεραν τις μεγάλες τις συφορές.

– Μολύβι! τι λόγο ξεστόμισες, θα μου πης.

… Όχι, δε θα μου το πης εσύ αυτό! Το ξέρεις εσύ το κρύφιο το βοτάνι που δυναμώνει νου και καρδιά, και μπόδια μπρος του δε βλέπει. Είδος λησμοβότανο είναι κι αυτό, γιατί σε κάνει και λησμονάς – το &εγώ& σου.

Το &εγώ& στέκεται μέσα στην καρδιά του Ρωμιού πιο αψηλά από τους θεόρατους αυτούς μιναρέδες. Τις βλέπεις εκείνες τις αμέτρητες τις στέγες κατά το Φανάρι, το Σκούταρι, όπου κι α ρίξης ματιά; Καθεμιά τους σκεπάζει κι απόνα &εγώ&. Αυτό το &εγώ& τίποτις άλλο δε συλλογιέται μέρα και νύχτα παρά την πέτσα του. Πώς να την καλοθρέφη, και πώς να τη φυλάγη από κάθε κακό. Βήχει ο Χαμίτης; ανατριχιάζει η πέτσα. Μιλά κανένας για τις μεγάλες τις θυσίες που χρειάζουνται τα μεγάλα τα καλά; Η πέτσα τρέμει. Μίλησέ του για τα γλυκά τα ψαράκια που βγάζει το Στενό, δος του δυο τρία καλά σαράφικα μαντάτα, πες του πως η δείνα Πρεσβεία θ' ανακατευτή στο τάδε το ζήτημα, – και ραχατεύει η πέτσα. Έχει, βλέπεις, και τα πολιτικά της η πέτσα. Είναι κι αυτά βυζαντινή μας κληρονομιά. Αιώνες πρι να φανή ο δεύτερος ο Μωχαμέτης, γύριζαν οι μακαρίτηδες τα μάτια τους κατά τη Δύση, και τη ζητούσανε σαν ψωμί τη βοήθεια. Όλο ήρχουνταν η βοήθεια, κι' όλο δεν έφτανε. Κάποτες την έχαναν την υπομονή τους, και φωνάζανε, «μα πού είναι αυτή η βοήθεια;» Η Δύση πάλι, δεν έλεγε όχι, τους έλεγε όμως, «δώσετέ μου &πίστη& και σας δίνω &πατρίδα&». Πολύ σωστά. Εμείς γυρεύαμε &ψυχικό&· αυτοί έλεγαν, όχι, να το κάμουμε &αλίσι βερίσι&.

Θα μου πης πώς κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ' η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοήθεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ' αλήθεια τον ανθρωπισμό. Είτανε μεγαλήτεροι, όχι από μας, που μήτε σπολλάτη δεν είπαμε ποτές τους Εβραίους, τους Φοινίκους, και τους Ινδούς, που μας έδωσαν τα πρώτα τους φώτα, μόνο κι από τους πατριώτες τους, που γύρευαν αλίσι βερίσι. Αυτούς τους έστειλε ο Θεός να μας δείξουν τι θα πη &ληαμονιά του εγώ&. Όσοι από μας κατέβηκαν από τα βουνά με τσαρούχια και με κάππες, το γνώριζαν αυτό το μυστήριο. Μα οι πέτσες που φορούσαν τις γούνες, ένα πράμα μυρίστηκαν, πως έρχεται κάποτες και ξένη βοήθεια.

Αν με καλορωτήσης, θα σου πω πως αυτός ο &Φιλελληvισμός&, χωρίς να το θέλη, μας έκαμε μεγάλο κακό· μας έκαμε να προσμένουμε απ' αλλουνούς τη δουλειά μας. Πες του τού πατριώτη που περνάει από μπρος σου, να μην κατέβη στο «τσαρσί» αύριο, μόνο να σ' αφήση εσένα να του πουλήσης τα τσίτια του, και θ' ανατριχιάση η πέτσα του. Τις δουλειές του τόπου του όμως πρέπει να τις βολέψη ο ξένος. Πώς γίνεται να κινδυνέψη, όχι πια τη ζωή του, μόνο και το &έχει& του για τον τόπο του! Και τι κατάλαβε να καλοπερνάη λέει, ο τόπος, κι αυτός να στερείται! Τι καινούριες θεωρίες είναι πάλι αυτές! Βοήθεια, βοήθεια, φίλε μου. Ευρώπη, διπλωματία, πρεσβείες. Το κάτω κάτω δε γυρεύουν πια και την πίστη μας. Γυρεύουν ίσως κατιτίς πιο χεροπιαστό, μα υπομονή· αγοράζεις από τώρα ένα σπιτότοπο, και παρηγοριέσαι με τα κέρδη που θα μαζέψης όταν έρθουν και θρονιαστούν εδώ πέρα.

Και τούτη λοιπόν η εθνική μας ιδέα καταντάει ύστερα ύστερα στο &Εγώ&. Εκεί καταντούν όλα μας. Εκεί είναι το φαρμάκι που μας θανατώνει κάθε ελπίδα, γιατί μας θανάτωσε και την αρετή, – δεν λέγω τη χριστιανική την αρετή που μας ανεβάζει στον Παράδεισο, μόνο κείνη που μας κατεβάζει στα βάθια της φτώχειας, της πείνας, της κακοπέρασης, της σφαγής και της φωτιάς, ώσπου να μαζευτή η στάχτη που χρειάζεται για να φυτρώση ξανανιωμένος, περήφανος, και λαμπροστόλιστος Φοίνικας.

Γ' Η ΚΑΛΗ ΜΑΣ Η MAΝNΑ

Ας βγούμε παρέξω, κατά τη θάλασσα, ας σταθούμε πάνω σ' αυτό ταραγμένο το βαποράκι που μαζεύει ταξιδιώτες για τα νησιά. Άφινε τους ταξιδιώτες κι ας μαζεύουνται. Ύστερα τους σεριανίζουμε αν προφτάξουμε. Κοίταξε τώρα ολόγυρά σου. Κοίταξε, κι αν μπορής μην απορέσης, πώς γίνεται νάχη τέτοια Κόλαση τόση μορφιά! Ξέρεις σαν τι μου φαίνεται η δοξασμένη αυτή «Επτάλοφος;» Σαν είδος εφτάψυχη αμαρτωλή που έγεινε ρεζίλι στις αγκάλες των παιδιών της και των ψυχοπαιδιών της, που γέρασε στη κακορριζικιά, και πάλι στο μέτωπό της λάμπει μια χάρη, η αναπνοή της – αυτό τ' αγέρι που μας χαδεύει – έχει μια γλύκα και δροσιά, που στέκεσαι και ρωτάς: γίνεται μαθές αυτή η παραλυμένη νάχη τέτοια κάλλη παρθενικά; Τι να τρέχη εδώ!

Φίλε μου, πολύ απλό πράμα· Η Πόλη, καθώς και πολλές άλλες χώρες, έχει μια μάννα που την αγαπάει και τη νοιάζεται· και τη στολίζει μέρα και νύχτα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ· τέτοιες αχάριστες κόρες έχει πολλές εδώ στην Ανατολή αυτή η μεγαλόκαρδη η μάννα – η αθάνατη η &Φύση&. Πού να την αγγίξη αυτή Τούρκος! Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξη, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέση μέσα και να πνιγή, μα κι αν πέση, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο. Όλο τη στολίζει, τη χαδεύει, την ξανανιώνει την κακιά της την κόρη· ως και τα κυπαρίσσια της, που πρέπει να είναι φαρμακωμένες οι ρίζες τους, ως και κείνα τα δροσίζει, τα θρέφει, τα μεγαλώνει.

Γλιστράει η φύση από τα τούρκικα χέρια σα Νεράιδα, κι όλο βαλσαμώνει, ανεσταίνει, ζωντανεύει. Ως κ' εμάς τα καταφρονεμένα δε μας ξεχνάει. Κοίτα τους επιβάτες, τι σπίθες βγάζουν τα μάτια τους! Τέτοια μάννα δεν τα ξεχνάει εύκολα τα παιδιά της. Το φυλάγει το αίμα τους. Θα μας εύρης όλους κ' εδώ Ρωμιούς. Γλώσσα, γούστα, ξυπνάδα, ρωμαίικα όλα. Όπου μπορούσε να βάλη τ' άγιο της χέρι, μας βάσταξε και μας γλύτωσε. Εκεί όμως που βρήκε χαζίρικο θρόνο ο Τούρκος και μπήκε και καλοκάθισε και μας έκαμε κατοικία του, μέσα στα μυστικά τα βάθια της καρδιάς που θησαυρίζει ο άνθρωπος την εθνική την περηφάνεια και τη «λησμονιά του εγώ,» μέσα σε κείνα τα βάθια μήτε φύση μήτε πίστη δεν μπόρεσε να μπη και να διώξη τη βυζαντινή την αδιαφορία και την ταπείνωση· κ' έτσι πηγαίνουν οι Πολίτες το μαύρο τους το δρόμο, από χρόνο σε χρόνο, από αιώνα σ' αιώνα. Χαλνάει ο κόσμος τριγύρω τους, η όψη της γης αλλάζει, – και κείνοι μένουν ακλόνιστοι· μήτε τρίχα τους δεν αλλάζει.

Δ' ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Έπρεπε, φίλε μου, να πιάσουμε από την αρχή τη δουλειά. Όχι από τον Πατριάρχη· στην Αγιωσύνη του πηγαίνουμε και κατόπι.

Αρχή της δουλειάς μας έπρεπε να είναι τα &Γράμματα&. Αυτά είναι που κρατούν τις λαμπάδες και δείχτουνε στο Γένος το μεγάλο του δρόμο. Αυτά έπρεπε πρώτα να πάμε να προσκυνήσουμε, κ' ύστερα να σεριανίσουμε και την Πόλη. Θα μου πης πως τα Σκολειά τα βαρέθηκες. Μα δεν είχα τάλφα βήτα στο νου μου. Γράμματα τώρα πάει να πη Εθνικό Μεγαλείο, Ελληνισμός. Δεν είναι ανάγκη να γυρεύουμε δασκάλους που διδάσκουν την άλφα βήτα, πρέπει να βρούμε τους μεγάλους τους δασκάλους «του Γένους», που κρατούν την τύχη της Ρωμιοσύνης με τα παρέμφατα, και πασκίζουν να διώξουν τα χάλια της με τις δοτικές.

Αφίνουμε λοιπόν το βαποράκι να πάη στην Πρίγκηπο, και πηγαίνουμε στο μέρος που μαζεύονται αυτοί που σου λέγω.

Μια σάλα, μια έδρα στο βάθος, και στη μέση αράδες άδεια καθίσματα. Για την κακή μας την τύχη δε μαζευτήκανε σήμερα. Κρίμας που δε θ' ακούσουμε κατιτίς από κανέναν που ξέρει τι λέει, κ' έχουνε μερικούς τέτοιους εδώ. Κι ακόμα μεγαλήτερο κρίμα που δε θ' ακούσουμε την καθάρια τη Βυζαντινή κορακίστικη, με τις πιο καινούριες αντίκες που βγήκαν από τα σπλάχνα της αρχαιότητας. Στην Αθήνα δεν την ακούς την κορακίστικη τόσο καθάρια. Εκεί ξεχνούν κάποτες οι Καθηγητάδες και σου πετούν και καμιά ρωμαίικη λέξη. Εδώ τέτοιες αταξίες δεν έχει. Κάθε λέξη ζυγιασμένη, κάθε φράση αραδιασμένη με τάξη, που λες και σε Μουσείο τις βλέπεις.

Έτυχε να παραβρεθώ σε τέτοια Πολίτικη Συνεδρίαση μια φορά. Τα

καθίσματα είταν πέρα πέρα γεμάτα· είτανε «Χημεία» το μάθημα.

Καλά την ήξερε τη Χημεία ο Καθηγητής, και τους άρεσε πολύ των

Πολίτιδων η Χημεία. Μιάμιση ώρα κάθουνταν εδώ και τον άκουγαν.

Βλέπεις; από την ουρά έπιασε τη δουλειά κι ο Πολίτης. Αρχίζει την εθνική προκοπή από κει που την τελειώνουν οι άλλοι. Εμείς, που τη μύτη μας δε ξέρουμε να διαφεντέψουμε α μας φοβερίξη με το γρόθο του ξένος, που δεν μπορούμε μήτε να παινευτούμε πως μας θάφτουνε μέσα σε χώμα δικό μας, καθίζουμε σ' αυτά τα θρανιά με ραχάτι κι ακούμε της Χημείας τα θάματα. Καλά που δεν είναι κοντά μας κανένας τους. Θα μας έβγαζε λόγο για τον ιερό το σκοπό της «Παιδείας». Θα μας έλεγε πως αυτή η έδρα που βλέπουμε, κ' οι άλλες που δεν πήγαμε να τις δούμε, είναι «Βωμοί Μουσών», είναι «άγκυραι εθνικής σωτηρίας», είναι «η δύναμις…» Με το συμπάθειο, καθηγητή μου, όμορφα πράματα λες, εμείς όμως συλλογιούμαστε κ' έν' άλλο, πως κάποια απελέκητα ξύλα από την Ύδρα κι από το Σούλι διδάξανε μια φορά το έθνος Χημεία πιο χρήσιμη απ' αυτήνα που άκουσα δω μέσα. Κι όσο για τη δύναμη που μας ψάλλεις, ήθελα να ξέρω πόση τέτοια δύναμη είχανε μαζεμένη μέσα στις κάππες τους εκείνοι που κατέβηκαν από τα βουνά και μας έφτειαξαν κατιτίς. Και για ν' αφήσουμε τους μεγάλους εκείνους πατριώτες στην ησυχία τους, κάμε μας τη χάρη και πες μας με το μελίρρυτο στόμα σου, τι καλό μας έκαμαν ως την ώρα οι μετοχές και τα παρέμφατα, που τα σπείρετε σαν πατάτες στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο; Ως πότε πια θα νανουρίζουμε τακαμάτικο αυτό το έθνος μ' ανωφέλητα λόγια, με παλιές ιστορίες; Πότε θα του βάλουμε σπίρτο στο ρουθούνι να το ξυπνήσουμε; Ξύπνησέ το έτσι το έθνος, κι αυτό μονάχο του θα τις θυμηθή τις περασμένες τις δόξες. Μονάχα τους θάρθουν τα γράμματα κ' οι Χημείες. Ας μάθη πρώτα το έθνος από δουλειά. Ας είναι για την ώρα φιλολογία του τα κλέφτικα τα τραγούδια, και Χημεία του – τη Χημεία του ας ανεβαίνη στο βουνό κι ας τη μαθαίνη. Κ' η λογιότη σου, που ξέρεις και μιλάς τόσο όμορφα, βάλε τσαρούχια και γύριζε από χωριό σε χωριό, και δίδασκε την αληθινή τη Χημεία που ανάβει στήθια, και ξυπνάει τους λαούς.