Tasuta

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

Tekst
Autor:
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Ιφιγένεια εν Αυλίδι
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

Υ Π Ο θ Ε Σ I Σ

 
Του στρατού και του στόλου των Ελλήνων συναθροισθέντος παρά την
Αυλίδα εν τω πορθμώ του Ευρίπου, όπως εκείθεν ομού, υπό την
αρχιστρατηγίαν του Αγαμέμνονος, εκπλεύση κατά της Τροίας προς
εκδίκησιν της υπό του Πάριδος αρπαγής της Ελένης, νηνεμία διαρκής
παρεκώλυε τον απόπλουν αυτού. Τούτο εθεωρήθη ως ένδειξις
δυσμενείας των θεών, ο δε μάντις Κάλχας, εμπνευσθείς
εχρησμοδότησεν ότι τότε μόνον θα ηδύνατο να πλεύση ο στόλος και θα
εκυριεύετο το Ίλιον, εάν ο Αγαμέμνωνεθυσίαζε την θυγατέρα του
Ιφιγένειαν εις τον βωμόν της Αρτέμιδος, προστάτιδος θεάς της
Αυλίδος. Εκάλεσε τότε ο Αγαμέμνωντην σύζυγόν του Κληταιμνήστραν
να φέρη εκ Μυκηνών εις Αυλίδα την Ιφιγένειαν επί τη προφάσει ότι
εσκόπει να δώση αυτήν εις γάμον προς τον Αχιλλέα, πράγματι όμως
προτιθέμενος να υπακούση εις της θεάς την θέλησιν. Τούτο δε και
συνέβη αληθώς. Αλλά καθ’ ην στιγμήν επί παρουσία σύμπαντος του
ελληνικού στρατού, παρατεταγμένου περί τον βωμόν της Αρτέμιδος, η
μάχαιρα της θυσίας κατεφέρετο επί τον λαιμόν της παρθένου, η μεν
κόρη εξηφανίσθη, αντ’ αυτής δ’ έλαφος εφάνη ασπαίρουσα χαμαί και
ραίνουσα διά του αίματός της τον βωμόν της θεάς.
 

Π Ρ Ο Σ Ω Π Α

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, βασιλεύς των Μυκηνών.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ, δούλος αυτού.

ΧΟΡΟΣ γυναικών εκ Χαλκίδος.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ, βασιλεύς της Σπάρτης.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, σύζυγος του Αγαμέμνονος.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ, Θυγάτηρ του Αγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας

ΑΧΙΛΛΕΥΣ, βασιλεύς της Φθίας.

ΕΙΣ ΑΓΓΕΛΟΣ.

Η σκηνή εις το εν Αυλίδι στρατόπεδον και προ της σκηνής του

Αγαμέμνονος.

ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Η ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ και ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ (προς τον εντός της σκηνής Πρεσβύτην)
Ελθέ, γέρον, εδώ προ της σκηνής.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Έρχομαι. Τι νέον έχεις εις τον νουν σου, βασιλεύ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Θα έλθης γρήγορα ή όχι;
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ (εξερχόμενος)
Έρχομαι. Μη νομίσης ότι κοιμώμαι. Ο ύπνος φεύγει• το γήρας μου
και οι οφθαλμοί μου βλέπουσι καλώς.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ποίον άραγε να ήναι το άστρον εκείνο ;
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Είναι ο Σείριος, όστις περά πλησίον της επταστέρου Πλειάδος, εις
το μέσον τουρανού.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ούτε πτηνών κελάδημα ούτε φλοίσβος της θαλάσσης ακούεται. Σιγή
τελείας νηνεμίας κατέχει τον Εύριπον.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Και συ, βασιλεύ, διατί περιφέρεσαι έξω της σκηνής ; Η Αυλίς
κοιμάται και η φρουρά των τειχών δεν ήλλαξεν ακόμη. Ας εισέλθωμεν.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Σε ζηλεύω, γέρον. Ζηλεύω πάντα, όστις διέρχεται ακίνδυνον τον βίον
άγνωστος και άδοξος. Πολύ ολιγώτερον όμως ζηλεύω τους ζώντας εν
μέσω αξιωμάτων και τιμών.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Και όμως αυτά αποτελούν το κάλλος της ζωής.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ψευδές κάλλος! Γλυκείαι είναι τωόντι μακρόθεν αι τιμαί, αλλ' όταν
πλησιάσουν, τότε αισθανόμεθα πόσον είναι αλγειναί. Διότι άλλοτε
μεν η δυσμένεια των θεών, ματαιούσα τας ελπίδας μας, ανατρέπει την
ευτυχίαν ημών, άλλοτε δε καταστρέφουσιν αυτήν αι ποικίλαι και
δυσάρεστοι, γνώμαι των ανθρώπων.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Δεν μοι φαίνονται ορθοί οι λόγοι ούτοι λεγόμενοι παρ’ ανδρός
υπερόχου, οποίος είσαι συ, ω βασιλεύ. Δεν σ' εγέννησε βεβαίως ο
Ατρεύς ίν' απολαύης πάντων των αγαθών του βίου. Και συ ακόμη
οφείλεις να χαίρης και να λυπήσαι ως πας άλλος, διότι και συ
εγεννήθης θνητός. Ό,τι θέλουν οι θεοί, αυτό και θα γίνη, είτε συ
το θέλεις είτε μη. Αλλά βλέπω ότι, ανάψας την λυχνίαν, γράφεις το
γράμμα αυτό, το οποίον εις τας χείρας σου κρατείς, και σβύνεις
πάλιν ό,τι έγραψας. Και αφού εσφράγισας το γράμμα, το
αποσφραγίζεις πάλιν. Και ρίπτεις δακρύων τον λύχνον χαμαί. Έχεις
αληθώς την όψιν παραφρονήσαντος ανθρώπου. Διατί πάσχεις ούτω ; Τι
σε στενοχωρεί τόσον, βασιλεύ ; Φανέρωσόν μοι την αλήθειαν. Θα την
εμπιστευθής εις άνθρωπον αγαθόν και πιστόν. Μήπως δεν έστειλεν εμέ
ο Τυνδάρεως προς την γυναίκα σου, αφωσιωμένον προικώον δούλον;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Άκουσε, γέρον. Η κόρη του Θεστίου Λήδα εγέννησε τρεις θυγατέρας,
την Φοίβην, την Κλυταιμνήστραν, ήτις είναι σύζυγός μου, και την
Ελένην. Ταύτης της Ελένης διεκδικούντες την χείρα ήλθον οι
πλουσιώτατοι της Ελλάδος ηγεμόνες. Δεινώς δε ηπείλουν και
αιματηρώς προς αλλήλους ηγωνίζοντο πώς έκαστος, αποκρούων τους
άλλους, να λάβη αυτός την κόρην ως σύζυγον. Αμηχανία μεγίστη
κατείχε τον Τυνδάρεων, να δώση ή να μη δώση την κόρην του, και εις
ποίον εξ όλων να την δώση όπως διαφύγη συμφοράν. Εσκέφθη τέλος ν'
απαιτήση και απήτησε να ορκισθώσι πάντες εκείνοι οι μνηστήρες, διά
σπονδών επί του καίοντος βωμού τους θεούς επικαλούμενοι, ότι,
οιουδήποτε και αν γίνη η Ελένη σύζυγος, πάντες οι λοιποί θα
υπερασπίσωσιν αυτόν και εάν τις ήθελεν απαγάγει την νεάνιδα εκ του
συζυγικού της οίκου και καταλάβει παρ' αυτή του συζύγου την θέσιν,
θα συνεκστρατεύσωσι κατά του απαγωγέως πάντες ενόπλως και θα
κατασκάψωσι την πόλιν του, είτε Έλλην είναι ούτος είτε βάρβαρος.
Όταν ο όρκος ούτος εξησφάλισε την υπόσχεση ταύτην, έπεισεν ο γέρων
τους μνηστήρας μετά τέχνης συνετής ν' αφεθή ελευθέρα η κόρη όπως
εκλέξη η ιδία ως σύζυγον ένα εξ αυτών, εκείνον προς τον οποίον η
γλυκεία της Αφροδίτης έμπνευσις ήθελε προσελκύσει την καρδίαν της.
Και τότε αυτή εξέλεξεν – είθε να μη τον εξέλεγε ποτέ – τον Μενέλαον.
Μετ' ολίγον όμως ήλθεν εκ Φρυγίας εις Λακεδαίμονα εκείνος, τον
οποίον αι τρεις θεαί εξέλεξαν κριτήν του κάλλους των κατά την εις
το Άργος διαδεδομένην φήμην, νέος περικαλλής, λαμπρά ενδεδυμένος
περίχρυσα ενδύματα βαρβαρικής πολυτελείας και, ερασθείς της
Ελένης, ήτις και αυτή τον ηγάπησεν, επωφεληθείς δε της εκείθεν
αποδημίας τότε του Μενελάου, απήγαγε την Ελένην και έφυγε μετ'
αυτής εις την βουτρόφον χώραν της Ίδης. Αλλ' ο Μενέλαος επανελθών
διατρέχει παράφορος την Ελλάδα και, επικαλούμενος τους
απαγγελθέντας τυνδαρείους όρκους, προσκαλεί τους πάντας εις
εκδίκησιν του αδικήματος. Και τότε οι Έλληνες εξεγερθέντες και
αρπάσαντες τα όπλα συνηθροίσθησαν εδώ εις της Αυλίδος τας
στενοπόρους ακτάς άγοντες πλοία και στρατιάς και ίππους και άρματα
πολλά. Εξέλεξαν δε πάντες εμέ ως αρχιστράτηγον χάριν του
Μενελάου, του οποίου είμαι αδελφός. Ω, είθε να εδίδετο εις πάντα
άλλον το απαίσιον αυτό αξίωμα! Τώρα, ενώ όλος ο στρατός και ο
στόλος είναι προ πολλού συνηθροισμένοι εδώ εις την Αυλίδα, νηνεμία
διαρκής μας εμποδίζει τον απόπλουν και ταλαιπωρούμεθα εδώ αργοί.
Εις την δεινήν αυτήν αμηχανίαν μας, ερωτηθείς εχρησμοδότησεν ο
μάντις Κάλχας ότι τότε μόνον εξ Αυλίδος θ' αποπλεύσωμεν και θα
καταστρέψωμεν την πόλιν των Φρυγών, όταν θυσιασθή η Ιφιγένεια, η
κόρη μου, εις την Αρτέμιδα, προστάτιδα θεάν της χώρας ταύτης.
Άλλως ουδέν εκ τούτων θα κατορθωθή. Όταν ήκουσα τούτον τον
χρησμόν, διέταξα αμέσως τον κήρυκα Ταλθύβιον να κηρύξη μεγάλη τη
φωνή εις το στρατόπεδον ότι απολύω το στράτευμα ολόκληρον, διότι
δεν θα συναινέσω εγώ ποτέ να θανατώσω την κόρην μου. Αλλ' ο
αδελφός μου διά πολλών εντέχνων λόγων με κατέπεισε να υποστώ το
δεινόν τούτο, και τότε έγραψα προς την σύζυγόν μου να στείλη την
κόρην μας εδώ ίνα την δώσω εις γάμον προς τον Αχιλλέα, του οποίου
η έξοχος φήμη θα ήναι τιμή και καύχημα του οίκου μας. Διότι,
έγραψα, ο Αχιλλεύς αρνείται να συμπλεύση μετά των Αχαιών, εάν
πρότερον δεν φέρη την κόρην ημών ως σύζυγόν του εις την Φθίαν.
Τοιούτος ψευδής λόγος μου περί γάμου δήθεν της θυγατρός μας θα
έπειθε την Κλυταιμνήστραν να την φέρη εδώ. Το μυστικόν όμως τούτο
γινώσκουσι μετ' εμού μόνος ο Κάλχας, ο Οδυσσεύς και ο Μενέλαος.
Αλλά μετεμελήθην, γέρον, δι' όσα τότε κακώς πράξας έγραψα, και τα
μεταβάλλω τώρα δι’ αυτού του γράμματος, το οποίον εις την σκιάν
της νυκτός με είδες ν' αποσφραγίζω και πάλιν να σφραγίζω. Εμπρός
λοιπόν, λάβε το γράμμα τούτο και τρέξε εις το Άργος. Θα σου είπω
ό,τι περιέχει, διότι συ είσαι πιστός θεράπων και της γυναικός μου
και του οίκου μου.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Και πρέπει να μοι τα ειπής διά να τη ομιλήσω συμφώνως προς το
γράμμα σου.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τη γράφω λοιπόν : «Κατόπιν της προτέρας μου επιστολής, κόρη της
Λήδας, σοι στέλλω την ανά χείρας ταύτην και σοι λέγω να μη στείλης
την κόρην μας εις την κολπώδη της Ευβοίας ακτήν, την ακύμαντον
Αυλίδα, διότι τους γάμους της Ιφιγενείας απεφασίσαμεν ν'
αναβάλωμεν εις άλλον χρόνον».
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Αλλά δεν σκέπτεσαι ότι ο Αχιλλεύς, βλέπων την αναβολήν ταύτην του
γάμου, θα εξοργισθή κατά σου και κατά της γυναικός σου ; Μήπως δεν
είναι και τούτο κακόν ; Τι λέγεις δι’ αυτό ;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ο Αχιλλεύς ουδέν γνωρίζει περί τοιούτου γάμου. Μόνον το όνομά του,
ουχί δε και αυτός, μετέχει τούτων. Εκείνος δεν γνωρίζει ότι εγώ
εξέφρασα την πρόθεσιν να δώσω την κόρην μου εις την νυμφικήν αυτού
παστάδα.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Δεινή σου η τόλμη, βασιλεύ, να φέρης την κόρην σου επί σφαγήν υπέρ
των Ελλήνων με πρόφασιν ότι θα την δώσης ως σύζυγον προς τον υιόν
θεάς.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Οίμοι, παρεφρόνησα τωόντι και βλέπω ότι πίπτω εις βάραθρον δεινής
συμφοράς. Αλλ’ ύπαγε, γέρον, κίνει τους πόδας σου ταχείς και
νίκησε το γήρας σου.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Σπεύδω, βασιλεύ.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Πρόσεξε μη καθίσης εις δάσους σκιάν ούτε παρά δροσεράς πηγάς
υδάτων, μήπως σε δελεάση του ύπνου η αγκάλη.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Άναξ, μη με αδικής.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Παντού όπου η οδός διχάζεται, παρατήρει καλώς μήπως άμαξά τις,
ελαύνουσα προς των Ελλήνων τα πλοία, φέρει την κόρην μου, και
διέλθη χωρίς να την ίδης. Εάν την συναντήσης, στρέψε την ευθύς
προς τα οπίσω, αρπάζων τους χαλινούς των ίππων και οδήγησον αυτήν
εις τας Μυκήνας πάλιν.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Θα το πράξω. Αλλά πως θα με πιστεύση η κόρη και η σύζυγος σου όταν
θα είπω ταύτα προς αύτας ;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δείξον την επί της επιστολής σφραγίδα μου. Εμπρός ! Ήδη το
ροδόχρουν φως της αυγής λευκαίνεται υπό των τεθρίππων αρμάτων του
Ηλίου. Τρέξε, βοήθησέ με εις την δυστυχίαν μου.
 

(Ο δούλος απέρχεται).

 
 
Ω ! εις τον κόσμον ουδείς υπάρχει μέχρι τέλους ευτυχής και ουδείς
εγεννήθη άλυπος.
 

(Εξέρχεται).

ΠΑΡΟΔΟΣ ΠΡΩΤΗ

Εισέρχεται ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

 
ΧΟΡΟΣ
Στροφή).
 
 
Διά του στενού του Ευρίπου, αφείσαι την πόλιν μας Χαλκίδα, την
ποτιζομένην υπό των παραλίων υδάτων της περιφήμου πηγής Αρεθούσης,
ήλθομεν εδώ, εις την αμμώδη ταύτην της Αυλίδος ακτήν, να ίδωμεν το
στράτευμα των Αχαιών και τα πλοία των ανδρείων νέων, οίτινες, ως
λέγουν, εκστρατεύουσιν υπό τον ευπατρίδην Αγαμέμνονα και τον
ξανθόν Μενέλαον επί χιλίων πλοίων εναντίον της Τροίας διά την
Ελένην.
Ταύτην ο βουκόλος Πάρις απήγαγεν εκ του καλαμώδους Ευρώτα,
δωρηθείσαν αυτώ υπό της Αφροδίτης, ότε παρά διαυγή και δροσερά
ύδατα συνηγωνίσθη αυτή επί κάλλει προς την Ήραν και την Αθηνάν.
 

(Αντιστροφή).

 
Ήλθομεν ευλαβώς εις το πλούσιον τούτο εις θυσίας άλσος της
Αρτέμιδος μ’ ερυθράς εξ αιδούς τας παρειάς όπως θαυμάσωμεν τα
όπλα, τας σκηνάς, τους Έλληνας οπλίτας και το πλήθος των ίππων.
Και είδομεν τους δύο Αίαντας ομού, τον μεν υιόν του Οιλέως, τον δε
του Τελαμώνος γόνον, άνακτα της Σαλαμίνος, μετά του Πρωτεσιλάου
παίζοντας πεσσούς, και τον έγγονον του Ποσειδώνος Παλαμήδην, τον
δεινόν εις το αγώνισμα του δίσκου, ως επίσης Μηριόνην τον
θαυμάσιον πολεμιστήν, τον νησιώτην Λαερτίδην Οδυσσέα μετά του
περικαλλούς Νηρέως. Είδομεν τον Αχιλλέα, τον ως ο άνεμος ωκύποδα,
τέκνον της Θέτιδος και μαθητήν του Χείρωνος, να τρέχη πάνοπλος επί
των χαλίκων του αιγιαλού συναγωνιζόμενος προς τέθριππον άρμα εις
δρόμον ελικοειδή. Και εφώναζεν ο διφρηλάτης Εύμηλος, ηγεμών των
Φερών, παρορμών και κεντών διά των πτερνιστήρων τους νεαρούς του
ωραιοτάτους ίππους, δάκνοντας χρυσοποικίλτους χαλινούς, τους μεν
δύο μεσαίους, λευκοστίκτου τριχώματος, τους δε πλαγίους και εις
τας στροφάς αντιστοίχους, πυρρότριχας και με κνήμας ποιχιλόχρους.
Και έτρεχεν ο Πηλείδης Αχιλλεύς πάντοτε παρά τους τροχούς του
άρματος πάλλων το δόρυ.
 

(Στροφή).

 
Εθαυμάσαμεν το ανέκφραστον εκείνο θέαμα των αναριθμήτων πλοίων,
θέαμα λαμπρόν εις τους απλήστους γυναικείους οφθαλμούς. Πεντήκοντα
πολεμικών πλοίων της δεξιάς πτέρυγος άρχει ο εκ Φθίας Μυρμιδόνειος
ήρως, και φέρουν ταύτα εις την πρώράν των χρυσά Νηρηίδων αγάλματα,
εις δε την πρύμνην το σήμα του Αχιλλείου στρατού.
 

(Αντιστροφή).

 
Παρ' αύτας ίστανται τα πλοία των Αργείων ισαρίθμους έχοντα προς τα
άλλα κώπας, τούτων δε αρχηγοί είναι ο Ταλαός, τέκνον και θρέμμα
του Μηκιστέως, και ο του Καπανέως Σθένελος. Ο δε υιός του Θησέως
άγει εξήκοντα πλοία εξ Αττικής, φέροντα την Παλλάδα επί πτερωτών
ιππηλάτων αρμάτων, έμβλημα θεσπέσιον και λατρευτόν εις τους
ναύτας.
 

(Στροφή).

 
Πεντήκοντα πλοία είδομεν των Βοιωτών φέροντα εκατέρωθεν της πρώρας
σήμα παριστών τον Κάδμον κρατούντα όφιν χρυσούν, ηγείται δε αυτών
ο γιγάντειος Λήιτος. Ισάριθμα δε πλοία έφερεν εκ του ενδόξου
θρονίου των Λοκρών ο υιός του Οιλέως.
 

(Αντιστροφή).

 
Εκ των Κυκλωπείων Μυκηνών ο Ατρείδης Αγαμέμνωνέφερε στρατόν
πολυ-
πληθή επί πλοίων εκατόν, συναρχηγόν έχων και τον Άδραστον,
όστις, φίλος του ων, συνεκστρατεύει και αυτός, ίνα η Ελλάς
ανακτήση την ένεκα βαρβάρου ανδρός καταλιπούσαν τον οίκον του
συζύγου. Είδομεν δε και το σήμα του εκ Πύλου Γερηνίου Νέστορος επί
της πρύμνης των πλοίων του, το παριστών τον γείτονα του Αλφειόν
πόδας έχοντα ταύρου.
 

(Στροφή).

 
Δώδεκα είναι των Αινιάνων τα πλοία υπό τον Γουνέαν. Πλησίον δε
τούτων ίστανται τα των Ηλείων, τους οποίους όλος ο στρατός
αποκαλεί Επειούς, και ηγείται αυτών ο Εύρυτος. Τον δε στόλον των
Ταφίων, τον έχοντα λευκάς τας κώπας, άγει ο Μέγης, ο του Φυλέως
βλαστός, ελθών εκ των αλιμένων Εχινάδων νήσων.
 

(Αντιστροφή).

 
Ο Αίας δε, της Σαλαμίνος το θρέμμα, διά των δώδεκα ευστροφωτάτων
πλοίων του, παρατεταγμένων πλησίον των άλλων, συνάπτει το δεξιόν
του στόλου κέρας προς το αριστερόν. Ω ! ποίον είδον πολεμοχαρές
ναυτικόν στράτευμα ! Αλλοίμονον εις τα πλοία των βαρβάρων, όσα
ήθελον τύχει προ αυτών ! Ουδέν θα επιστρέψη εις την πατρίδα του
πλέον. Τοιαύτης πανελληνίου στρατιάς και ναυτικής δυνάμεως η εικών
θα μείνη εντός μου ανεξάλειπτος.