Lugege ainult LitRes'is

Raamatut ei saa failina alla laadida, kuid seda saab lugeda meie rakenduses või veebis.

Loe raamatut: «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», lehekülg 5

Font:

– Όχι! απεκρίθην εγώ, όστις τον έβλεπον ενώπιόν μου.

Διότι ανελογίσθην όσα μοι έλεγε περί αυτού· παρέβαλον την αγαθότητα του παράφρονος με την βδελυράν πανουργίαν του πρώην ταχυδρόμου, και δεν ήξευρον να εύρω, ποίος εκ των δύο ήτον ο φονεύς του αδελφού μου!

ΜΕΤΑΞΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ

«Rio Grande» ωνομάζετο το ατμόπλοιον, και το όνομα ήρμοζεν εις το πράγμα, διότι ήτο αληθώς μέγα πλοίον, το μεγαλήτερον της εταιρίας. Είχε φθάσει αργότερον του δέοντος εις Πειραιά, και ο ήλιος ανέτειλε πολύ πριν παραλάβη τους εξ Ελλάδος επιβάτας, ενώ, κατά το δρομολόγιόν του, ώφειλε να καταλίπη τον λιμένα δύο ώρας μετά το μεσονύκτιον.

Ανήκων εις εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν τα έχουν καλά με την θάλασσαν, όταν έθεσα τον πόδα επί του καταστρώματος του κολοσσού εκείνου ησθάνθην έν είδος αφοβίας προς το υγρόν στοιχείον, πολύ ομοίας με την αυθάδειαν του μυθολογουμένου εριφίου, εις τας λοιδορίας του οποίου, ως γνωστόν, ο λύκος απήντησε το «ου συ με λοιδορείς, αλλ’ ο τόπος».

Η θάλασσα, αξιοπρεπεστέρα του λύκου, ουδ' εσημείωσε καν την αλαζονείαν μου. Εν τούτοις εγώ την σιωπήν αυτής δεν την απέδωκα εις την ακαταδεξίαν, αλλ’ εις την αδυναμίαν της. Τα ατρεμούντα ύδατα του λιμένος μοι εφαίνοντο απολέσαντα την ευκινησίαν αυτών μόνον και μόνον ως εκ του τεραστίου βάρους του καταπιέζοντος τα στήθη των. Και, μετ' ακραδάντου πεποιθήσεως περί ευπλοίας, έβλεπον εναλλάξ το «Rio Grande» κολακευτικώς, και προκλητικώς τα κύματα. – Α! έλεγον προς αυτά εν τω νω μου. – Αυτόν εδώ τον φίλον δεν θα μου τον παίξετε εις τα δάκτυλά σας, καθώς τα ατμοκίνητα του Γύρου. – Και με την πεποίθησιν ταύτην ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω ποδί κατά μήκος του καταστρώματος.

Επρόκειτο να πλεύσω μέχρι Νεαπόλεως· και επειδή εμέλλομεν αναμφιβόλως να έχωμεν καλοκαιρίαν, ήρχισα να περιεργάζομαι τους συνεπιβάτας μήπως εύρω τινάς γνωστούς, ή καταλλήλους προς σύναψιν σχέσεων. Ο πλους είναι μακρός, εσκέφθην, και θα έχω επαρκή χρόνον να απολαύσω τας καλλονάς της φύσεως κατά μόνας, να συναναστραφώ και ανθρώπους εν κοινώ. Και ενώ εσκεπτόμην ταύτα, βλέπω ένα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργώ τω ποδί, αλλ’ αντιθέτως προς εμέ, με χαμηλόν ταξειδιώτου σκούφον επί κεφαλής, με οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους εις το άκρον του χονδρού αυτού σιγάρου, το οποίον εβύζανε κρατών, ως μοι εφάνη, διά τε των χειλέων και των οδόντων του. – Κάπου είδον αυτόν τον κύριον! – είπον κατ' εμαυτόν, και ητοιμάσθην να χαιρετήσω. Αλλ' εκείνος, πολύ ενησχολημένος με το σιγάρον του, δεν με παρετήρησεν.

Αι φορτωτικοί του πλοίου μηχαναί είχον παύσει τον θόρυβόν των πάσαι, εκτός μιας, ήτις εξηκολούθει αναβιβάζουσα κιβώτια επί κιβωτίων, διαφόρου μεν σχήματος και μεγέθους, αλλά πάντα σεσημασμένα τοις αυτοίς αρκτικοίς γράμμασι, πάντα επιμελώς κεκλεισμένα εντός αδιαβρόχων περικαλυμμάτων του αυτού χρώματος. Εφαίνετο, ότι Αθηναίος τις Ιακώβ μετά των υιών και θυγατέρων, των νυμφών και των γαμβρών, των εγγόνων και των δισεγγόνων του, απήρχετο εις υπερπόντιον παντοτινήν μετοικεσίαν. Καλότυχοι όσοι επρόφθασαν να καταλάβουν κλίνας! είπον κατ' εμαυτόν, και ησθάνθην την περιέργειαν να μάθω τις η πολυμελής οικογένεια, ήτις έπρεπε να συνίσταται τουλάχιστον εκ τριάκοντα ηλικιωμένων προσώπων, εάν υποθέσωμεν, ότι εις έκαστον αυτών ανελόγει έν κιβώτιον. Εν τούτοις τοιαύτη τις συμπαγής συνοδία δεν εφαίνετο επί του καταστρώματος.

Κατήλθον εις τα δωμάτια, όπως βεβαιωθώ συγχρόνως αν κατέχω ακόμη την κλίνην μου, αλλ’ ούτ' εν τη ευρεία και πολυτελεί του πλοίου αιθούση υπήρχε τι προδίδον πολυκοσμίαν.

– Καλά, είπον, αφού εφορτώθησαν αι αποσκευαί, δεν θ' αργήση να επιβιβασθή και ο στρατός. Θα τον ίδωμεν, όπου και αν είναι. – Και ητοιμαζόμην να επιστρέψω εις το κατάστρωμα, ότε ήκουσα ελαφρά ποδοπατήματα γυναικός κατερχομένης τας βαθμίδας της κλίμακος κατά τινα ρυθμόν, προς ον και υπέψαλλεν ηδέως εύθυμον και ζωηρόν άσμα εις γλώσσαν, ης την εθνικότητα μόλις επρόφθασα να διακρίνω, και ευρέθην απέναντι αυτής της αδούσης, ουχί γυναικός, ως εφαντάσθην, αλλ’ αρρενωπού, κατά το φαινόμενον μόλις δεκατετραετούς πλάσματος, κορασίου μάλλον κατά τα ενδύματα παρά κατά την όψιν και την έκφρασιν.

– Καλή μέρα, Κανάτα! – Ανεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν.

– Βάλλω στοίχημα πως δεν μ' ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτα αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της ιδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ' ης την προσέφερεν.

– Καλή μέρα, Mademoiselle!.. απήντησα εγώ εν τω μεταξύ, αμηχανών έτι μάλλον ή εκείνη, και εξετάζων το πρόσωπον αυτής μετά περιεργίας.

– Βέβαια! – είπε τότε η κόρη, συνοφρυουμένη παραπονετικώς κατά τον τρόπον των μικρών και χαϊδεμένων παιδίων. – Επέρασε πολύς καιρός! Είναι τώρα τόσα χρόνια, που ήμην εις την Πόλιν, εις τα Θεραπειά, που επιάναμεν εγώ το ένα σας χέρι και η εξαδέλφη μου το άλλο, και σας εκάμναμεν κ α ν ά τ α μ ε δ ύ ο α υ τ ι ά, και έτσι κρεμασμέναις από το έν και το άλλο μέρος επεριπατούσαμεν εις την άκραν του Βοσπόρου με το φεγγάρι. Ενθυμείσθε τουλάχιστον την εκδρομήν μας εις το Μνήμα του Έλληνος, εις την κορυφήν του αντικρυνού βουνού; ταις τρέλλαις μας με την γρηά την ατσιγγάνα που ήλθε να ιδή ταις τύχαις μας; που επήρε την θείαν μου διά σύζυγόν σας και εμέ διά παιδί σας; Και ενθυμείσθε που κατέβημεν έπειτα εις το Τ ο κ ά τ και επεσκέφθημεν το παλάτι; Και ενθυμείσθε τους στίχους που μου εκάμετε; Ή θέλετε να σας τους ειπώ; Σταθήτε —

Όπου ηλίου ακτίς χρυσή, εκεί άλλ’ άστρα δεν ανατέλλουν· όπου ως ρόδον θάλλεις εσύ, τ' άλλα τ' ανθύλλια δεν με μέλουν.

– Ναι, ναι, ναι! ενθυμούμαι! ανέκραξα τότε, προλαμβάνων την εξακολούθησιν νεανικών μου στιχαρίων. Μα είσθε λοιπόν η mademoiselle…

– Δεν είμαι η mademoiselle, διέκοψεν η κόρη μετά παιδικής αγανακτήσεως, είμαι η Μάσιγγα!

– Αλήθεια, είπον, η Μάσιγγα! Το ζωηρό, το εύμορφο κορίτσι! Πόσον εμεγάλωσες! και τι ωραία που ομιλείς τώρα τα ελληνικά! Δεν θα το επίστευα, πώς ημπορούσες ν' απομάθης την αγγλικήν προφοράν σου. Εύγε σου! Τώρα είσαι αληθινή Ελληνίς!

– Βλέπεις, εσπούδασα εις τας Αθήνας, είπεν η νεάνις μετά τινος στόμφου, τρία χρόνια ήμην υπότροφος εις της κυρίας Κ.

– Τρία χρόνια εν Αθήναις, κ' εγώ να μη το γνωρίζω;

– Και τι σας έμελε να το μάθετε! Καλέ δε βαριέσθε! Πού σκοτίζεσθε σεις δι' ένα τρελλοκόριτσο, καθώς μ' ωνομάζατε. – Είτα ατενίσασά με ασκαρδαμυκτί: – Κάμνει τάχα πως δεν το ήξευρε! ανεφώνησε. Και προχθές εις την εσπερίδα της κυρίας Μ. δεν με είδετε;

– Πώς! είπον, ήσθε λοιπόν εκεί;

– Αν ήμην! Και δεν ωμιλήσατε τόσην ώραν με τον πατέρα μου, και σας έδωκε το επισκεπτήριόν του, με την διεύθυνσίν μας, εις την Καλκούταν;

– Ανόητος που είμαι! ανέκραξα τότε, να μην το καταλάβω πως ήτον ο πατήρ σου! Πίστευσόν με, το όνομα μοι εφάνη γνωστόν, αλλά δεν εκατάλαβα πως έπρεπε να είναι ο πατήρ σου. Ήμην πολύ ανόητος, να μη σε αναζητήσω μεταξύ των δεσποινίδων.

– Ανόητος δεν ήσθε, είπεν η κόρη, σύρουσα την φωνήν αυτής μετά τινος ειρωνείας, αλλά ήσθε πολύ ενασχολημένος με τας μεγάλας κυρίας. Μπαχ!

Και την περιφρονητικήν ταύτην επιφώνησιν κατά των μ ε γ ά λ ω ν κ υ ρ ι ώ ν επρόφερε μετά της αυτής παιδικής ανυποκρισίας και ιταμότητος μεθ' ης εσυνείθιζε πάντοτε να εκφράζηται περί άλλων προσώπων, ότε εξενίζετο παρά τας ακτάς του Βοσπόρου εις τον οίκον της θείας της.

Θα είχον παρέλθει τουλάχιστον επτά έτη αφότου την συνήντησα εκεί μικρόν, ερασμιώτατον και φιλοπαίγμον κοράσιον. Αι μεταξύ βιωτικαί φροντίδες και μελέται δεν είχον επισκοτίσει εν τη μνήμη μου την εικόνα της, όσον θα ενόμιζέ τις ίσως. Το βραχύ χρονικόν διάστημα, καθ’ ο συνέπιπτεν η γνωριμία μας, ήτο και θα είναι πιθανώς η μόνη ευτυχής εποχή της ζωής μου. Ότε μετά ταύτα, μακράν του ανεφέλου ουρανού μας εξορισμένος, εν ερημία φίλων και γνωστών, φυλακωμένος όπισθεν των παγοσκεπών παραθύρων της αξένου Γερμανίας, ανεκάλουν εις την μνήμην μου τας ειδυλλιακάς εκείνας σκηνάς της παρά τον Βόσπορον ευδαιμονίας, δεν ηδυνάμην να χάσω εξ αυτών το ωραιότερόν των κόσμημα, την πλήρη ζωής, αφελείας και χάριτος μορφήν της μικράς μου φίλης. Και ότε, μετά πολυετή εξορίαν επανελθών, εύρον τα πάντα μεταβεβλημένα, τα πάντα διάφορα, οσάκις, μονήρης και σκυθρωπός επεσκεπτόμην τους τόπους των παιδιών και της φαιδρότητος εκείνης, μόνον την εικόνα της Μάσιγγας εύρισκον εν αυτοίς πιστήν και αμετάβλητον, διότι μόνον αυτής η παρουσία δεν ήλθε ν' αντικαταστήση το ίνδαλμα της φαντασίας διά ξηράς πραγματικότητος.

Σήμερον είχον το πρωτότυπον της εικόνος εκείνης ενώπιόν μου. Αλλά το πρωτότυπον τούτο κατέστη εν τω μεταξύ τόσον διάφορον του εξ ου είχον εγώ την εικόνα μου, όσον σπανίως διαφέρει ανεπτυγμένον πρόσωπον από της εν παιδική ηλικία φωτογραφίας του. Το καθ' όλα λεπτόν και τρυφερόν εκείνο παιδίον, με την ανεκφράστως επίχαριν και θελκτικήν όψιν, τους βραχείς ελικοειδείς βοστρύχους επί των ανοικτών ωμοπλατών και τους ισχνούς και αδιακόπους κινουμένους βραχίονάς του, μετεμορφώθη εις χονδροκοπημένον αγοροειδές κοράσιον, το αρρενωπόν και ιταμόν του οποίου πρόσωπον εξέφραζε παν άλλο ή την γνωστήν εκείνην αιδήμονα γλυκύτητα και μετριόφρονα χάριν παρθενικής όψεως. Εν αντιθέσει προς ταύτα, δύο παχείαι μακρόταται πλεξίδες κομψώς εζευγμέναι διά κυανής ταινίας παρείχον εις τα νώτα της νεάνιδος τον μάλλον υπερήφανον κόσμον του γυναικείου σώματος, ενώ τας μικράς και επιμελώς γ α ν τ ω μ έ ν α ς χείρας της εβάρυνον διπλά και τριπλά βραχιόλια πολύτιμα, όπως ήτο πολύτιμος και η καρφοβελώνη η αστράπτουσα διά του στενού ανοίγματος του μακρού της επενδύτου. Ήξευρον ότι ο πατήρ αυτής, Μικρασιανός Έλλην, αλλ’ Αγγλίδα νυμφευμένος, ήτον υπέρπλουτος άνθρωπος, διατελών εις ύπατον και λίαν προσοδοφόρον αξίωμα παρά τη Αγγλική Κυβερνήσει εν Καλκούττη. Η θέα του βαρέος εκείνου χρυσού περί τους βραχίονας μήπω καλώς ανεπτυγμένης κορασίδος ανεκάλεσε τον υπερεξαγγλισθέντα Κροίσον εις την μνήμην μου.

– Και λοιπόν, είπον, Μάσιγγα, ο πατήρ σου ταξειδεύει με το ίδιον ατμόπλοιον; Σαν να μου εφάνη, ότι τον είδα επάνω μ' ένα χονδρό σιγάρον εις το στόμα, μ' ένα σκουφάκι στο κεφάλι του. Και θα ήλθες βέβαια να τον αποχαιρετήσης. Oρίστε;

– Όχι, είπεν η κόρη, ευτυχώς. Αναχωρώ κ' εγώ μαζί του, και μαζί

με την μητέρα μου. Ήλθαν να με πάρουν.

– Ω! αυτό είναι απροσδόκητος ευτυχία! είπον εγώ. Ποτέ δεν

επίστευον, ότι θα έχω τόσην τύχην εις το ταξείδιον τούτο.

– Αλήθεια; Το λογαριάζεις τω όντι δι' ευτυχίαν, είπεν η κόρη, πλαγιάζουσα την κεφαλήν και υπόπτως ατενίζουσά τι, ή με κολακεύεις μόνον; Κύτταξε εδώ, θα ταξειδεύσωμεν μαζί έως εις την Μασσαλίαν, διότι, καθώς ήκουσα, και συ πηγαίνεις εις Παρισίους.

– Τι ιδέα! είπον εγώ επιτιμητικώς, να νομίζης πως σε κολακεύω. Κρίμα μόνον ότι δεν επήρα εισιτήριον διά Μασσαλίαν! Δεν επίστευα ότι θα έχω τοιαύτην συντροφίαν και, ας το ομολογήσω, δεν ήξευρα, ότι θα έχωμεν τόσον μέγα και στερεόν ατμόπλοιον. Αλλά θα πάρω συμπληρωτικόν από Νεαπόλεως και εξής. Χωρίς άλλο θα πάρω! Εκτός, εκτός αν αυτός ο υπερπληθυσμός, που θα πλημμυρήση τα δωμάτια, δεν αναγκάση και σας να βγήτε στην Νεάπολιν.

– Ποίος υπερπληθυσμός;

– Να! αυτή η μετοικεσία Βαβυλώνος. Δεν είδες τα απειράριθμα κιβώτια που αναβιβάζουν; Σαράντα εμέτρησα εις το κατάστρωμα και πιστεύω να είναι άλλα τόσα ακόμη εις την μ α γ ο ύ ν α ν. Εζήτησα να μάθω τίνων είναι, αλλά φαίνεται, ότι δεν έφθασεν ακόμη η Σ ά ρ α και η μ ά ρ α κ α ι η κ ό κ κ ι ν η χ ο υ λ ι ά ρ α.

– Καλέ αυτά είναι δικά μας! ανέκραξεν η κόρη, προπέμψασα την επιφώνησίν της δι' ηχηρού παραδόξως ηδέος και αρμονικού γέλωτος. Δεν είναι άλλοι επιβάται πλέον. Ο πλοίαρχος το είπεν. Άμα αναβιβάσουν τα κιβώτιά μας, αναχωρούμεν.

– Και πόσοι είσθε λοιπόν εσείς; Ηρώτησα εγώ τότε μετ' ανεξηγήτου απορίας.

– Τρεις! Είπεν η κόρη αφελώς. Τρεις και οι υπηρέται.

– Και πόσους υπηρέτας έχετε λοιπόν;

– Α! αυτούς να σας ειπώ δεν τους εμέτρησα. Εγώ ήμην ως προ μιας εβδομάδος εις το σχολείον. Αλλά ξεύρω, ότι ο πατέρας έχει πολλούς υπηρέτας. Πάμε να τον ερωτήσωμεν πόσους! – Και λαβούσα με εξαίφνης από της χειρός ανήλθε την κλίμακα αστραπηδόν μετ' εμού, όστις την παρηκολούθησα πριν το σκεφθώ. Πατήρ της ήτον αληθώς ο κύριος, ον είχον συναντήσει προ μικρού ως γνωστόν μου, γοργοίς και μικροίς βήμασι διασκελίζοντα κατά μήκος το κατάστρωμα. Τον εύρομεν εισέτι περιπατούντα, πάντοτε ταχέως, πάντοτε τας χείρας όπισθεν, τους οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου του, του οποίου το ήμισυ δεν ήτο παρά λευκή τέφρα, αλλά τέφρα στερεώς κρατουμένη εις το ακαές μέρος και ακριβώς το αυτό σχήμα του χονδρού σιγάρου διατηρούσα. Και τούτο φαίνεται ότι ήρεσκεν εις τον καπνιστήν, διότι, όταν ήκουσε την φωνήν της θυγατρός του, πριν αποστρέψη από του άκρου του σιγάρου τους οφθαλμούς, έλαβεν αυτό μετά μεγάλης προσοχής διά της μιας χειρός, και το εκράτησεν ούτως, ώστε να κωλύση την κατάπτωσιν της τέφρας εκείνης.

Τον Κον Π. είχον ήδη γνωρίσει, ως ερρέθη, εν τη εσπερίδι της Κας Μ., πλην όχι ως τον πατέρα της μικράς μου φίλης, αλλ’ ως βαθύπλουτον Καλκουτιανόν, όστις με έκαμε τόσω μάλλον εντύπωσιν, όσον εφάνη παρά δόξαν περιποιητικός και φιλόφρων προς εμέ, προ πάντων, ως έλεγε, διά το ποιητικόν μου τ ά λ α ν τ ο ν. Η δευτέρα μας γνωριμία συνεπλήρωσε το κενόν της πρώτης, εκορύφωσε δε συγχρόνως την ευχαρίστησίν μου, διά τας οποίας μ' επεδαψίλευε φιλοφροσύνας πάντοτε, καθώς έλεγε, διά το ποιητικόν μου τάλαντον.

– Ποτέ δεν έγινεν ωραιότερον ταξείδι, είπον κατ' εμαυτόν, όταν απεχωρίσθημεν. Ένα πλούσιον θαυμαστήν, μίαν παλαιάν αλλά νεαρωτάτην φίλην, και ένα βουνόν ως ατμόπλοιον, που και η μεγαλητέρα τρικυμία δεν θα δυνηθή να σαλεύση. Και με την πεποίθησιν ταύτην, ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω ποδί, ηδονικώς θεώμενος την υπερήφανον του πλοίου πορείαν, το οποίον, ανασπάσαν εν τω μεταξύ την άγκυραν, εξήρχετο των στενών του Πειραϊκού λιμένος.

Πόσοι άραγε την αυτήν πρωίαν δεν ανήλθον υπερήφανοι, ως εγώ, εις το κατάστρωμα του φρουρίου εκείνου, με την καρδίαν πλήρη της αυτής πεποιθήσεως και πόσοι εντός ολίγου δεν ηναγκάσθησαν να κενώσωσιν όλον εκείνον τον στόμφον των εις τα επί τούτω προορισμένα δοχεία! Εγώ τουλάχιστον δεν ήργησα να ομολογήσω, ότι δεν υπάρχει σκάφος εν τω κόσμω, το οποίον να μη χορεύη κατά τον σκοπόν, ον αυλούσιν οι άνεμοι, και να μη πηδά κατά τον ρυθμόν, ον κροτούσι τα κύματα. Αφού, εναντίον πάσης προσδοκίας, ο τεράστιος όγκος του «Rio Grande» απεδείχθη ο ελαφρότερος εν Ατμοπλοίοις χορευτής! Διότι ήτο μεν μακρόν και υψηλόν το πλοίον, αλλ’ ήτον αναλόγως πολύ στενόν. Και τα στενά τα πλοία, ως έλεγον οι ειδήμονες, τα κουνεί η θάλασσα, προ πάντων όταν έχωσι τον άνεμον αντίξοον, ως το ιδικόν μας!

Ταξείδιον υπό τοιαύτας περιστάσεις δεν εύχομαι εις τους ευαισθήτους και ράδιον συγκινουμένους. Απ' εναντίας το συνιστώ εις τους εμπαθείς σατυρικούς και τους είρωνας, διότι ουδαμού αλλού δύνανται να ικανοποιήσωσι την επιχαιρέκακον αυτών φύσιν αριστοτελικώτερον, παρά εν τω μέσω ακινδύνου μεν, τραγικού όμως θεάματος ναυτιωσών και ναυτιώντων.

Εκεί θα συναντήσωσιν ένα αρειμάνιον στρατηγόν. Ο ρωμαλέος και αθλητικός ούτος ανήρ αντεμετώπισε τον θάνατον απειράκις εν τω μέσω του σάλου των επαναστάσεων και των μαχών, και περιεφρόνησεν αυτόν μετά της αξιοπρεπούς εκείνης υπερηφανείας, της φυσικής εις το επάγγελμά του. Αλλά τώρα; Τώρα, ελεεινός και εξουθενωμένος ζ α ρ ώ ν ε ι εις την υπ' αυτού νομιζομένην μάλλον ασφαλή θέσιν της κ α β ί ν α ς του, κάτωχρος και περιδεής και τρέμων εκ φρίκης μήπως και η ειρηνικοτέρα του κίνησις αναρριπίση πάλιν και εξαγριώση την βδελυράν επανάστασιν των ιδίων αυτού εντέρων.

Εκεί θα συναντήσωσι μίαν φιλάρεσκον ταξειδεύτριαν. Προ μικρού εισέτι περιεβόμβουν αποθεούντες αυτήν οι θαυμασταί. Τα περίτεχνά της κάλλη ήσαν τόσαι σαγήναι δι' αυτούς. Το κατάστρωμα ήτον η γιγαντιαία κογχύλη, εφ' ης η θεά Αφροδίτη εφέρετο εν θριάμβω, δουλικώς θεραπευομένη υπό των εκ φύσεως ημιζώων Τριτόνων, ή υπό των, διά της θαυματουργού δυνάμεως του Βάκχου, αποζωωθέντων Τυρρηνών εμπόρων, των μετέπειτα κληθέντων δελφίνων. Και τώρα; Τώρα η θριαμβευτική καλλονή καθηρπάσθη, άρον άρον, από του εν τω ανοικτώ αέρι θρόνου της, και κατεκρημνίσθη εις τας σκοτεινάς λαγόνας του Λεβιαθάν, εις πνιγηράν τινα γωνίαν της Δαντείου Κολάσεως, όπου υφίσταται στρεβλωτικά Ιξίονος μαρτύρια υπό των εν τοις ιδίοις σπλάγχνοις ακαθάρτων πνευμάτων, και αγανακτεί, και απελπίζεται, και κλαίει, ουχί μετανοούσα διά τας αμαρτίας της, αλλά διότι αι σπασμωδικαί εκρήξεις, αι τραγικαί συστολαί και διαστολαί της μορφής αυτής, την κάμνουν να φαίνεται εις τον απέναντί της καθρέπτην δυσειδής, φρικαλέως δυσειδής!

Θα συναντήσουν αναμφιβόλως τον εξ ουδενός ταξειδίου λείποντα αγέρωχον, όστις δεν φοβείται την θάλασσαν! Τον φλύαρον, τον οποίον η θ ά λ α σ σ α δ ε ν π ι ά ν ε ι, ενόσω το πλοίον αγκυροβολεί, ο οποίος όμως μετά τινων ωρών διάπλουν γίνεται ιχθύων αφωνότερος, αρνίου μετριοφρονέστερος, αλλ’ είναι ακόμη αρκετά προφυλακτικός, ώστε να μη καταβή εις το δωμάτιόν του, όπου αι συνεχείς παρακελεύσεις των γειτόνων θα τον ηνάγκαζον αμέσως να χοροστατήση και αυτός εις την κωμικοτραγικήν συναυλίαν των, εκθυμότερον μάλιστα ή ό τι θα επερίμενον εκείνοι.

Και πόσους, πόσους άλλους χαρακτήρας δεν θα ηδύναντο να συναντήσωσιν εν σαλευομένω πλοίω οι περιπαίκται και είρωνες!

Εγώ δεν ζηλώ το απάνθρωπόν των έργον και δεν επιχαίρω επί τοις μαρτυρικοίς βασάνοις των φίλων συνταξειδιωτών μου. Εκφράζω μόνον την ατομικήν μου αγανάκτησιν εναντίον μιας ατελείας της ανθρωπίνης φύσεως, ήτις, όσον επουσιώδης και αν είναι, επακολουθείται υπό σπουδαίων μειονεκτημάτων. Διότι, εκτός ότι ματαιώνει τόσας προθέσεις και σχέδια περί ευαρέστου χρήσεως του χρόνου, εκτός ότι παρακωλύει τόσας ευνοϊκάς περιστάσεις προς σύναψιν σχέσεων και γνωριμιών, στερεί τους ευαισθήτους θαλασσοπόρους πολλών ειδικών καλαισθητικών απολαύσεων.

Μία των απολαύσεων τούτων είναι προ πάντων το μεγαλοπρεπές θέαμα τρικυμίας εν ανοικτώ πελάγει. Οι φιλόσοφοι ουδέποτε λησμονούν να εισαγάγωσιν αυτό ως παράδειγμα του Υψηλού εν ταις Καλολογίαις των· και, δεν ενθυμούμαι τώρα ποίος ζωγράφος ή ποιητής, ταξειδεύων εν φοβερά τρικυμία, παρεκάλεσε τον πλοίαρχον να προσδέση αυτόν στερρώς επί του ημιθραύστου ιστού του κλυδωνιζομένου σκάφους, όπως χωρίς να γείνη ανάρπαστος υπό του άνεμου ή των κυμάτων τέρψη την ψυχήν αυτού διά της υψίστης πνευματικής απολαύσεως, την οποίαν μετ' ολίγον δεν θα ηδύνατο πλέον να τη παράσχη εν τω άλλω κόσμω ο Θεός, με όλην αυτού την παντοδυναμίαν! Όσον αφορά τους φιλοσόφους είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι ποτέ δεν εθαύμασαν αυτοί μίαν τρικυμίαν, έστω και από της ασφαλούς παραλίας. Προς τον καλλιτέχνην εκείνον όμως λέγω: – Όστις και αν είσαι, δος δόξαν τω Θεώ, ο οποίος σε έπλασε μ' εντόσθια δυσπαθέστερα των άλλων. Διότι, α ς σ' έ π ι α ν ε ν η θ ά λ α σ σ α και σ' έβλεπα εγώ αν δεν αφίνεσο μάλλον να σε αρπάξουν και σε πνίξουν τα κύματα, διά ν' απαλλαγής από τα βάσανά σου μίαν ώραν προτήτερα. Αυτό σοι το λέγω εγώ, όστις κατά το ταξείδιον εκείνο επέζησα ν' ακούσω μίαν διαβόητον επί φιλοζωία ογδοηκοντούτιδα γραίαν, ελέγχουσαν ένα θεοφοβούμενον αρχιεπίσκοπον, διότι δεν συγκατετίθετο να εκτελέση ό,τι του εζήτει ως ψ υ χ ι κ ό ν, δηλαδή ν α τ η ν ρ ί ψ η ε ι ς τ η ν θ ά λ α σ σ α ν!

Αφού λοιπόν τοιαύτα τινα συνέβαινον κατά το ταξείδιόν μου, εννοείται ευκόλως, ότι όλαι μου αι προθέσεις, όλαι αι ελπίδες και τα σχέδιά μου εματαιώθησαν. Όχι μόνον τας καλλονάς της φύσεως δεν ηδυνήθην ν' απολαύσω, όχι μόνον νέας γνωριμίας δεν συνήψα, αλλά ούτε τον πολυτάλαντον θαυμαστήν μου, ούτε το χαρωπόν αυτού θυγάτριον, την μικράν μου φίλην, επανείδον πλέον. Μόνον την φωνήν της, ή μάλλον τον αρμονικόν της γέλωτα ήκουον από καιρού εις καιρόν, διά του παραπετάσματος της θύρας μου, οσάκις διήρχετο διά της αιθούσης.

Ο γέλως της Μάσιγγας εξ αυτής της πρώτης στιγμής επροξένησεν εις την ακοήν μου παραδόξως ηδείαν εντύπωσιν. Ποτέ δεν ήκουσα νεάνιδα γελώσαν τόσον ευήχως, τόσον αρμονικώς. Ποτέ δεν εγνώρισα γέλωτα περιέχοντα τόσην έκφρασιν, τόσην ρητορικήν ακρίβειαν και ποικιλίαν. Ημείς οι άλλοι γελώμεν, ως κράζουσιν αι χήνες, αμεταβλήτως σχεδόν εν πάση περιπτώσει. Εν τω γέλωτι της κόρης εκείνης ηδύνασο να διακρίνης όχι μόνον την εκάστοτε αιτίαν αυτού, αλλά και όλας τας φάσεις της θυμικής αυτής καταστάσεως, εξ ης προήρχετο, υφ' ων συνωδεύετο. Θα έλεγες ότι εν αυτή το έργον του γελάν δεν ήτον ανατεθειμένον εις τα σαρκικά νεύρα και τας φυσιογνωμικάς του σώματος κινήσεις, αλλ’ εξετελείτο απ' αρχής μέχρι τέλους παρ' αυτής της ψυχής επί των χορδών μυστηριώδους αρμονικού τινος οργάνου, τούθ' όπερ έκαμνε τον γέλωτα της παρθένου να είναι εκφραστικώτερος, μουσικώτερος, αθλώτερος πάσης ενάρθρου φωνής και λογικής γλώσσης.

Το φαινόμενον τούτο διετέλει εις προφανή αντίφασιν προς τους εξωτερικούς της κόρης χαρακτήρας. Όσον τραχεία και αρρενωπός ήτον η έκφρασις του προσώπου της, τόσον τρυφερά και υπερφυώς γυναικεία εξεδηλούτο η ψυχή αυτής εν τω γέλωτι. Ενόσω την έβλεπες εφέρεσο προς αυτήν ως προς άωρον παιδίον όταν την ήκουες ηναγκάζεσο να την φαντάζεσαι ως το μόνον ιδανικόν ωρίμου παρθενικής τελειότητος.

Τοιουτοτρόπως συνέβη ώστε εγώ, αφ' ης στιγμής εκλείσθην εις τον θαλαμίσκον μου, ήρχισα να βλέπω, να θαυμάζω την μικράν μου φίλην με τα ώτα μου μάλλον παρά με τους οφθαλμούς. Και ευρέθη μετ' ολίγον, ότι τα ώτα δεν συνεφώνουν κατ' ουδένα τρόπον προς τους οφθαλμούς, ούτε ως προς την ηλικίαν, ούτε ως προς την παίδευσιν, ούτε ως προς αυτήν την βιωτικήν πείραν της παρθένου. Και ευρέθη, ότι τα ώτα είχον μάλλον δίκαιον παρά οι οφθαλμοί. Πολλαί λέξεις και φράσεις της παρθένου, ας μέχρι τότε εξελάμβανον ως παιδικής αφελείας κυριολεκτήματα, ευρίσκοντο επιδεκτικαί μεταφορικής εξηγήσεως, θαυμασίως καταλλήλου να δώση εις τας εν αις ελέχθησαν περιστάσεις όλως διάφορον και πολύ σπουδαιοτέραν έποψιν. Τα έτη αυτής μετρούμενα εις τα δάκτυλά μου ευρίσκοντο δεκαεπτά αντί δεκατεσσάρων· λογική και αριθμητική συνεμάχουν μάλλον με τα ώτα παρά με τους οφθαλμούς· και ο γέλως, ο αργυρόηχος αυτής γέλως, εν τω μέσω του θορύβου των κυμάτων, του κρότου των αλύσεων, του συριγμού των κελευστών, των κραυγών και οιμωγών των επιβατών, ο ουράνιος αυτής γέλως εφέρετο ως πνεύμα Θεού επί των υδάτων, καταπραΰνων τ' ανυπότακτα στοιχεία, και ηδύνων τον ύπνον της πασχούσης κεφαλής μου.

Δεν ήξευρον πού ευρισκόμεθα, όταν εκόπασεν ο άνεμος και επήλθε πως η γαλήνη. Αλλά ήτον εσπέρα· αυτό το ενόησα εκ της θέσεως του ηλίου. Και εκ της θέσεως αυτού ενόησα ότι μετ' ολίγον θα έχωμεν ωραίαν και μεγαλοπρεπή δύσιν. Ανήλθον λοιπόν εις το κατάστρωμα ευθύς ως ηδυνήθην.

Έν είδος μισανθρωπικού αισθήματος ενεφώλευεν εν τη καρδία μου· έν πικρόν, απεριγράπτως συγκινητικόν παράπονον εκάθητο επί των χειλέων μου. Παράπονον ασθενούς τρυφερού παιδίου προς την μόνην αυτού μητέρα, την Φύσιν, προς τας αγκάλας της οποίας έλκεται υπ' εμφύτου στοργής, μικρόν αφού έχει υποφέρει τας σκληροτέρας συνεπείας του αλλοπροσάλλου χαρακτήρος της. Ευρισκόμην λοιπόν εις διάθεσιν λίαν ελεγειακήν. Διά τούτο εκάθησα παράμερα και κατά μόνας, αναπνέων την ζωογόνον της εσπέρας αύραν και απλανώς ατενίζων προς την δύσιν και αφίνων τας εικόνας της φαντασίας μου να κινώνται κατά βούλησιν. Υπερήφανος των αιθέρων μονάρχης, ο ήλιος εμεγεθύνετο εφ' όσον επλησίαζε προς τα κύματα, λαμβάνων όψιν ολονέν μεγαλοπρεπεστέραν και απλώνων την βασιλικήν αυτού πορφύραν περί εαυτόν μετά προφανώς αυξανομένης επιδείξεως. Τα σύννεφα, ερυθρωπά εκ της επιβλητικής παρουσίας του κυριάρχου των, περιέστελλον ευλαβώς τας χρυσάς παρυφάς των κυανών στολών των, ως αξιωματικοί λαμβάνοντες από το στόμα βασιλέως το μυστικόν της νυκτός σύνθημα. Ο Ήρως εξετέλεσε τους εις αυτόν προταθέντας άθλους, και υπάγει τώρα να βασιλεύση εις το κράτος της Δρακαίνης, λαμβάνων ως έπαθλον την υποσχεθείσαν αυτώ κόρην της. Το λουτρόν του είναι έτοιμον και το δείπνον παρεσκευασμένον.

Αλλά, πριν κλεισθή όπισθεν αυτών η χ ρ υ σ οκ α γ γ έ λ ω τ η των παλατίων θύρα, λαμβάνει τας τελευταίας μερίμνας περί του ιδίου βασιλείου και των υπηκόων του· δίδει τας αναγκαίας διαταγάς εις τας προ αυτού συνηθροισμένας νεφέλας. – Συ λάβε τους ασκούς σου και δράμε προς την Αίγυπτον. Οι άνθρωποι εκεί έχουν φυτεύσει δένδρα. Τα δένδρα παρεκάλεσαν διά βροχήν. Γνωρίζεις την προς αυτά αδυναμίαν μου· δεν υποφέρω να τα βλέπω διψασμένα. Συ, πλήρωσον τας λαγήνους σου και πέτα εις τας Αθήνας. Η απρονόητος δημαρχία δεν εφρόντισεν ακόμη να υδροδοτήση επαρκώς την πόλιν· οι ανόητοι κάτοικοι ρίπτουν τας ακαθαρσίας επί των οδών και των οικοπέδων· η ακίνητος ατμοσφαίρα επληρώθη μιασμάτων και κονιορτού· μετ' ολίγον θα γεννηθή ο κοιλιακός τύφος, και οι Αβδηρίται των Αθηνών θα αιτιώνται εμέ και τους περί εμέ διά θανάτους, ων αίτιοί εισιν αυτοί και μόνοι. Πήγαινε! βρέξε και ανάβαλε καν το κακόν χάριν της υπολήψεώς μας! – Και ιδού αι νεφέλαι έκυπτον προς την θάλασσαν, και πληρούσαι τους ασκούς και τας λαγήνους των, εφέροντο επί των πτερύγων ανέμων κατ' αντιθέτους διευθύνσεις, αποβαίνουσαι, καθ' όσον απεμακρύνοντο, βαρύτεραι, κυανότεραι.

– Ακριβώς το ίδιο πράγμα κάμνω κ' εγώ! Ανεφώνησέ τις όπισθέν μου, εξαφανίζων τας σιγηλάς εικόνας της φαντασίας μου.

Ήτον ο κ. Π. με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν, τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί το άκρον του σιγάρου του, αλλ’ ιστάμενος τώρα.

– Ακριβώς το ίδιο πράγμα κάμνω κ' εγώ, είπεν, αλλ’ όταν είμαι εις την Καλκούτταν. Όταν δεν είμαι εις την Καλκούτταν, ταξειδεύω. Και όταν ταξειδεύω, δεν ημπορώ να σταθώ.

Και χωρίς να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, εδόθη εκ νέου εις την συνήθη αυτού κίνησιν, με τας χείρας πάντοτε δεδεμένας όπισθεν.

Πρέπει να σημειώσω, ότι τον κ. Π. κανείς δεν είδεν εν τω ατμοπλοίω καθήμενον, εκτός κατά το δείπνον εις την τράπεζαν, και ότι εγώ θα ήμην ίσως ο πρώτος, όστις τον είδε να σταθή επί τινα δευτερόλεπτα. Αφ' ης στιγμής επάτησε τον πόδα επί του καταστρώματος, ήρχισε να κινήται ως εάν ήτο σφαίρα εκκρεμούς ηναγκασμένη να διατρέχη εν ακριβώς ωρισμένω χρόνω το μακρόν διάστημα μεταξύ πρώρας και πρύμνης, τακτικώς και αδιακόπως. Και θα ήτο λίαν επαγωγόν πρόβλημα δι' ένα μαθηματικόν να εύρη ποσάκις ο κ. Π. κατά το ταξείδιον εκείνο διήνυσε το μεταξύ Πειραιώς και Μασσαλίας διάστημα πεζή, ενώ επλήρωσεν εις την εταιρίαν όπως αναθέση τον κόπον τούτον εις έν εκ των πλοίων της.

Την συνήθειαν ταύτην έχουσι πολλοί Άγγλοι· και συχνά θ' απαντήση τις αυτούς διαπλέοντας τον Βόσπορον ή παραπλέοντας τας ακτάς της Ιωνίας, εν ταχυδρομική επί του ατμοπλοίου κινήσει, με τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το οδηγητικόν βιβλίον των. Ο κ. Π. διέφερεν αυτών ίσως κατά τούτο, ότι εκείνοι μεν θαυμάζουσι τας καλλονάς των χωρών δι' ων διαβαίνουσιν εν ταις περιγραφαίς του βιβλίου των, ενώ ο κ. Π. όσον και αν εταξείδευε, δεν είδε κυρίως άλλο τι παρά το άκρον του σιγάρου του.

Ήτο λοιπόν περιττή η διαβεβαίωσις του κ. Π. ότι όταν ταξειδεύη δεν ημπορεί να σταθή. Όστις τον έβλεπεν έπρεπε να το συμπεράνη. Αλλά τι ήτο κυρίως το λεχθέν, ότι και αυτός το ίδιο κάμνει, όταν είναι εις την Καλκούτταν, δεν ηδυνήθην να εννοήσω, και δεν επρόφθασα να τον ερωτήσω. Διά τούτο όταν, εν τη δολιχοδρομία του, επανήλθεν εις το μέρος όπου εκαθήμην, εγερθείς ετάχθην παρ' αυτώ, και, – Με συγχωρείτε, είπον, κύριε Π., αλλά δεν ενόησα καλά τι με είπετε. – Και ήρχισα τρέχων μάλλον ή περιπατών μετ' αυτού.

– Ήθελα να είπω, – απεκρίθη με τους οφθαλμούς πάντοτε ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου, – ήθελα να είπω ότι και εγώ κάμνω ακριβώς το ίδιο πράγμα. Το ίδιο πράγμα κάμνω ακριβώς όταν θέλω να σκεφθώ. Και όταν θέλω να σκεφθώ ιδού τι κάμνω. Σηκώνω τα φρύδια μου υψηλά, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τα σύννεφα, και βλέπω, βλέπω, βλέπω, ως που αρχίζουν αι ιδέαι να καταβαίνουν ωσάν να είναι ποίημα. Ωσάν να είναι ποίημα, διότι και σεις χωρίς άλλο ποίημα εγράφετε. Χωρίς άλλο εγράφετε έν ποίημα εις την δύσιν του ηλίου. Δεν ηξεύρετε πόσον σας εκτιμώ, πόσον σας εκτιμώ διά το τάλαντόν σας!

– Αν εγνώριζεν, εσκεπτόμην κατ' εμαυτόν, πόσον είναι ξεπεσμένη σήμερον η αξία του νομίσματος τούτου παρ' ημίν, θα ηυχαρίστει τον Θεόν, ότι του έδωκεν αγγλικάς λίρας και όχι πλούτον ευφραδείας και ποιητικόν τάλαντον.

– Εγώ, εξηκολούθησεν ο κ. Π., ρεμβάζω πολύ συχνά, αλλά ρεμβάζω πολύ συχνά όταν είμαι εις την Καλκούτταν. Όταν δεν είμαι εις την Καλκούτταν ταξειδεύω· και όταν ταξειδεύω δεν ημπορώ να σταθώ!

Και επέτεινε την ταχύτητα του βήματός του, ως εάν ήθελε να εκφράση την μανίαν των ποδών διά της ταχυτέρας γλώσσης αυτών των ιδίων.

– Έπειτα, εξηκολούθησεν ο κ. Π., τι να σας ειπώ! Τι να σας ειπώ, αφού δεν υπάρχει τίποτε ποιητικόν. Τίποτε ποιητικόν δεν υπάρχει ενταύθα, διότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικόν. Και όταν δεν υπάρχη φύσις, είπεν ο κ. Π. μετ' εμφάσεως δογματικής, δεν υπάρχει ποίησις.

– Βέβαια, είπον εγώ, επιδοκιμάζων το αξίωμα, αφίνων όμως υπεύθυνον διά τον δεύτερον όρον του συλλογισμού του τον κ. Π., όστις δεν εζήτει να εύρη την φύσιν ειμή επί του άκρου του σιγάρου του.

– Άλλο πράγμα η Καλκούττα! – ανεφώνησεν ο κ. Π. ολονέν θερμότερος, και κατά το σύστημα των ατμομηχανών ολονέν ταχύτερος, εις τρόπον ώστε εγώ μόλις τον παρηκολούθουν.

– Άλλο πράγμα η Καλκούττα, διότι εκεί υπάρχει φύσις. Εκεί υπάρχει φύσις, διότι υπάρχουν φυτά, δένδρα, δάση, βουνά, ύδατα, αναπαύσεις και απολαύσεις. Καταλαμβάνετε;

– Καταλαμβάνω, είπον εγώ πειστικώς. Διότι ο κ. Π. εφαίνετο αμφιβάλλων αν επρόφθανα να καταλάβω την ευγλωττίαν του.

– Εδώ όλα είναι ξηρά, εξηκολούθησεν έπειτα, διότι όλα είναι γυμνά, γηραιά, εξηντλημένα, μικρά, πρόστυχα. Διά τούτο άλλο πράγμα η Καλκούττα! Άλλο πράγμα η Καλκούττα!

– Αληθώς! είπον εγώ, πρέπει να είναι άλλο πράγμα. Πολύ θα επεθύμουν να την γνωρίσω.

– Το μόνον εύκολον! ανέκραξεν ο κ. Π. πρώτην φοράν στρέψας τους οφθαλμούς προς εμέ. – Το μόνον εύκολον! Ελάτε να μ' επισκεφθήτε! Ελάτε να μ' επισκεφθήτε, να το μόνον εύκολον! Και ο κ. Π. ετάχυνε τόσον πολύ το βήμα του, ώστε εγώ όστις από τινος έτρεχον κατόπιν του μάλλον παρά συνεβάδιζον αυτώ, ηναγκάσθην να ριφθώ εις την πρώτην επί της οδού ημών καθέδραν, πριν προφθάσω να τον ευχαριστήσω, διότι η σφοδρά εκείνη κίνησις μου εζάλισεν αιφνιδίως την κεφαλήν και κατέστησε το βήμα μου σφαλερόν και παραπαίον. Ο κ. Π. το παρετήρησεν, αλλά βλέπεις, όταν τ α ξ ε ι δ ε ύ η δ ε ν η μ π ο ρ ε ί ν α σ τ α θ ή. Διά τούτο εξηκολούθησε μόνος την δολιχοδρομίαν του.

– Περίεργος ανακάτωσις φύσεων! είπον μετ' ολίγον κατ' εμαυτόν, λεληθότως δανεισθείς την έκφρασιν εκ της εν εμοί επικρατούσης καταστάσεως (ή μάλλον ακαταστασίας). Η φύσις του φιλοξένου Ανατολίτου με την αγάπην αυτού προς την πρασίνην χλόην, τα σκιερά δένδρα, τα σφριγώντα φυτά, τα ευώδη άνθη, τον κελαρυσμόν των υδάτων περί το κισσοσκεπές κ ι ό σ κ ι ό ν του, η φύσις του ευπαθούς Ανατολίτου, όστις ταξειδεύει σύρων όπισθεν αυτού καραβάνιον υπηρετών και κιβωτίων, πεπληρωμένων πάντων εκ προϊόντων της χώρας του, τα οποία δεν εννοεί να στερηθή μετατοπιζόμενος, ανεκατώθη με την φύσιν του φλεγματικού, του εκκεντρικού Άγγλου, ο οποίος δεν ημπορεί να σταθή όταν ταξειδεύη, ο οποίος ευρίσκει τα πάντα μικρά, ουτιδανά και ασήμαντα εκτός της πατρίδος αυτού· διότι δεν λαμβάνει τον κόπον να σηκώση τους οφθαλμούς από του άκρου του σιγάρου του, όπως ίδη την περί αυτόν φύσιν ή τέχνην, και ο οποίος, εν τω εγωισμώ του, σας προσκαλεί εξ Αθηνών να τον επισκεφθήτε – πού; Εις Καλκούτταν! Να ταξειδεύσετε τρεις μήνας διά να περάσετε τρία λεπτά μαζί του. Έχετε καιρόν προς χάσιμον, ή χρήματα προς σπάσιμον, περί τούτου αυτός ουδέ σκέπτεται. Εκείνος καρπούται μυθώδες ετήσιον εισόδημα· και ό τ α ν δ ε ν ε ί ν α ι ε ι ς τ η ν Κ α λ κ ο ύ τ τ α ν τ α ξ ε ι δ ε ύ ε ι. Το θεωρεί λοιπόν φυσικόν να εξοδεύση τις χιλίας λίρας, να υποστή δύο μηνών ναυτίαν, διά να υπάγη να σφίξη την χείρα του Λόρδου. Και θα το θεωρήση ίσως προσβολήν του εάν δεν δεχθήτε. Και δεχθέντες, εάν εύρετε ότι ο Λόρδος ταξειδεύει εις τον βόρειον πόλον, καθ' ον χρόνον σεις κτυπάτε την θύραν του εις Καλκούτταν, βεβαιωθήτε ότι είναι καλός να θεωρήση την επίσκεψίν σας ως οφειλομένην πάντοτε, εφ' όσον εκ του τρόπου, καθ' ον αφήσατε το επισκεπτήριόν σας, λείπει παραμικρά τις, άγνωστος ημίν, αγγλική διατύπωσις!