Tasuta

Άννα Καρένιν

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

– Η κόμησσα Βρόνσκυ ευρίσκεται εις αυτό το βαγόνι, τω είπεν αίφνης ο οδηγός πλησιάσας αυτόν.

Εις το βάθος της ψυχής του, δεν ησθάνετο σεβασμόν προς την μητέρα του, και, χωρίς αμφιβολίαν, ούτε την ηγάπα, αλλ' η ανατροφή ης είχε τύχει και αι τρέχουσαι ιδέαι του ιδιαιτέρου του κόσμου, δεν τω επέτρεπον να σκεφθή να της προσφέρεται διαφορετικά παρά με τας φαινομενικότητας βαθυτάτου σεβασμού και πληρεστάτης υποταγής. Η δε εξωτερική εκδήλωσις των αισθημάτων τούτων ήτο ισχυροτέρα από τον ενδόμυχον αποτροπιασμόν, ον ησθάνετο προς αυτά.

Ο Βρόνσκυ ηκολούθησε τον οδηγόν, ανήλθεν εις το τραίνον, και, καθ’ ήν στιγμήν επρόκειτο να εισέλθη εις το διαμέρισμα όπου ευρίσκετο η μήτηρ του, παρεμέρησε διά να διέλθη μία κυρία.

Με το τακτ του ανθρώπου του κόσμου ο Βρόνσκυ ανεγνώρισε με το πρώτον βλέμμα ότι η κυρία εκείνη ανήκεν εις τας ανωτάτας κοινωνικάς τάξεις. Εζήτησε συγγνώμην και ητοιμάζετο να εξακολουθήση τον δρόμον του, οπότε ησθάνθη ακαταμάχητον πόθον να στραφή διά να την ίδη άπαξ ακόμη, ουχί μόνον διότι η κυρία την οποίαν είχε συναντήσει ήτο ωραιοτάτη, ούτε και διότι είχεν ελκυσθή από την ευπρεπή κομψότητα και την χάριν την σεμνήν ην απέπνεεν ολόκληρος, αλλά διότι η έκφρασις της χαριτωμένης μορφής της, όταν επέρασεν απ' εμπρός του, είχε κάτι το ιδιαιτέρως θωπευτικόν και τρυφερόν.

Όταν υπεστράφη, και η κυρία έστρεψεν επίσης την κεφαλήν προς αυτόν και τα μάτια της προσηλώθησαν φιλίως επ' αυτού, ως να τον ανεγνώριζε, πάραυτα δε εστράφησαν προς το πλήθος κάποιον αναζητούντες εν αυτώ.

Ο Βρόνσκυ εισήλθεν εις το υποδειχθέν αυτώ βαγόνι. Η μήτηρ του, μία γηραιά γυνή ισχνή, με μάτια μαύρα, εμειδία ελαφρώς με τα λεπτά της χείλη.

Ανηγέρθη από το κάθισμά της, παρέδωκε μικρόν δερμάτινον σάκκον εις την θαλαμηπόλον της, έτεινε την μικράν και άσαρκον χείρα της προς τον νέον, είτα δε, ανυψώσασα την κεφαλήν, τον ησπάσθη επί των παρειών.

– Έλαβες το τηλεγράφημά μου; Είσαι καλά;.. Δόξα σοι ο Θεός!.

– Εκάματε καλό ταξείδι; είπεν ο νέος καθεσθείς παραπλεύρως αυτής.

Η κυρία ενώπιον της οποίας ο Βρόνσκυ είχεν παραμερίσει εισήλθεν και αύθις εις το διαμέρισμα.

– Λοιπόν! ευρήκατε τον αδελφόν σας; ηρώτησεν η κόμησσα Βρόνσκυ αποταθείσα προς την ωραίαν ταξειδιώτιδα.

Ο Βρόνσκυ ενεθυμήθη τότε ότι ήτο η Άννα Καρένιν.

– Ο αδελφός σας σάς περιμένει εδώ, είπεν εγερθείς. Με συγχωρείτε διότι δεν σας ανεγνώρισα, προσέθηκε χαιρετήσας.. Έχομεν, άλλως τε, τόσον σπανίας συναντήσεις, ώστε ασφαλώς δεν θα μ' ενθυμείσθε.

– Ω, όχι! είπεν εκείνη· εντούτοις, σας ανεγνώρισα, διότι νομίζω ότι, καθ' όλον το διάστημα του ταξειδίου, η μήτηρ σας και εγώ μόνον περί υμών ωμιλούσαμεν.

Και επέτρεψε να φωτισθή από έν μειδίαμα η συγκρατουμένη ορμητικότης της.

– Και ο αδελφός μου δεν έρχεται λοιπόν; εξηκολούθησεν.

Ο Βρόνσκυ κατήλθεν επί του λιθοστρότου και εφώναξεν:

– Ομπλόνσκυ, εδώ!.

Αλλ' η Άννα Καρένιν δεν ανέμεινε, και, διακρίνασα τον πρίγκηπα, εξήλθε του οχήματρς με βήμα σταθερόν και ελαφρόν.

Μόλις δε ο πρίγκηψ την επλησίασεν η νεαρά γυνή επέρασε τον αριστερόν της βραχίονα περί τον τράχηλόν του, τον προσείλκυσε ζωηρώς προς εαυτήν και τον εφίλησεν ηχηρώς. Η χάρις και η ορμητικότης της χειρονομίας εκείνης συνεκίνησαν τον Βρόνσκυ· δεν την άφινε πλέον από τα μάτια του και εμειδία χωρίς να γνωρίζη διατί.

Αναλογισθείς όμως ότι η μήτηρ του τον ανέμενεν ανήλθε και πάλιν εις το τραίνον.

Είνε ωραιωτάτη, δεν είν' έτσι; ηρώτησεν η κόμησσα. Ο σύζυγός της μου την ενεπιστεύθη και ευχαριστήθην πολύ από την συντροφιάν της. Ωμιλούσαμεν καθ' όλον το διάστημα.. Λοιπόν! και συ; Λέγουν ότι οι έρωτές σου πηγαίνουν θαυμάσια, ε;

– Δεν γνωρίζω, μαμά, τι θέλετε να υπαινιχθήτε, είπεν ο υιός ψυχρώς.

– Η Άννα Καρένιν ανήλθεν αύθις εις το βαγόνι διά ν' αποχαιρετήση την κόμησσαν.

– Λοιπόν! κόμησσα, ευρήκατε τον υιόν σας και εγώ τον αδελφόν μου, είπε φαιδρώς. Εξήντλησα, άλλως τε, ολόκληρον το απόθεμα των διηγήσεών μου και δεν μου μένει πλέον καμμία.

– Θα ειμπορούσα να κάμω μαζί σας τον γύρον του κόσμου χωρίς να στενοχωρηθώ, είπεν η κόμησσα λαβούσα την χείρα της Άννας Καρένιν. Είσθε από τας χαριτωμένος εκείνας γυναίκας που γοητεύεται κανείς τόσον να βλέπη όσον και ν' ακούη.

– Καλήν αντάμωσιν, κόμησσα, σας ευχαριστώ διά την καλήν σας συντροφιά, η ημέρα παρήλθε γρηγορώτατα.

– Χαίρετε, αγαπητή φίλη.. Επιτρέψατε μου να φιλήσω την χαριτωμένην μορφήν σας.

Έκυψεν ελαφρώς και έτεινεν την παρειάν της εις τα χείλη της κομήσσης, είτα δε ηνωρθώθη και έτεινε την χείρα προς τον Βρόνσκυ.

Έθλιψεν ούτος την μικράν χείρα και εμαγεύθη διότι η Άννα Καρένιν απεκρίθη διά μικράς και αφελούς αντιθλίψεως.

– Είνε αληθινά χαριτωμένη, είπεν η κόμησσα.

Ο Βρόνσκυ την παρηκολούθησε διά των οφθαλμών έως ού η γόησσα σιλουέττα της εξηφανίσθη. Την είδε, διά της θυρίδος, να πλησιάζη τον Ομπλόνσκυ, να περνά το χέρι της από τον βραχίονά του και ν' αρχίζη μαζί του συνομιλίαν, εν τη οποία, προφανώς, δεν εγένετο λόγος περί των νέων της γνωριμιών.

Ο Βρόνσκυ διέκρινε κάποιο πείσμα.

– Ειμπορούμε να εξέλθωμεν, μαμά, το πλήθος διελύθη.

Εξελθόντες του βαγονίου, συνήντησαν πολλά πρόσωπα, τα οποία διήρχοντο τρέχοντα και με τας μορφάς τεταραγμένας.

Και ο σταθμάρχης επίσης ευρίσκετο εις κίνησιν με την όψιν συνεσπασμένην.

Πού;.. Προς ποίον μέρος;.. Κατεπλακώθη;. ,. ηρώτων οι διαβάται.

Ο Ομπλόνσκυ, με την αδελφήν του στηριζομένην εις τον βραχίονά του, επέστρεψε και αυτός εις το τραίνον λίαν συγκεκινημένος.

Αι δύο κυρίαι ανήλθον και πάλιν εις το βαγόνι, εν ώ οι δύο άνδρες ανεμιγνύοντο με το πλήθος διά να μάθουν τας λεπτομερείας του δυστυχήματος.

Κάποιος οδοφύλαξ, είτε διότι ήτο μεθυσμένος, είτε υπερβολικά διπλωμένος εντός των ενδυμάτων του λόγω του παγετού, δεν είχεν ακούσει ερχόμενον το τραίνον.

Ο Ομπλόνσκυ και ο Βρόνσκυ είδον το πτώμα παραμορφωμένον. Ο πρώτος συνεκινήθη καταφώρως εκ του θεάματος αυτού και εφαίνετο έτοιμος ν' αναλυθή εις δάκρυα. Αλλά προ της επιστροφής των, αι δύο κυρίαι είχον πληροφορηθή τα διατρέξαντα.

– Α! είναι τρομερόν, αν εγνώριζες, Άννα, τι είδα! είπεν ο Ομπλόνσκυ.

– Ο Βρόνσκυ εσιώπα· η ωραία του μορφή ήτο σοβαρά, αλλ' ήρεμος.

– Αχ! κόμησσα, έξηκολούθησεν ο Ομπλόνσκυ, αν τον εβλέπατε!.. Η γυναίκα του ήτο εκεί.. Ερρίφθη επί του σώματός του.. Λέγουν δε ότι ήτο ο μόνος προστάτης της οικογενείας.

– Δεν θα ειμπορούσεν άρα γε να γείνη τίποτε δι' αυτήν; ηρώτησεν εν συγκινήσει η Άννα Καρένιν.

Ο Βρόνσκυ την ητένισε και κατήλθεν αμέσως του βαγονίου.

– Επιστρέφω αμέσως, μαμά, είπεν από του αντιθέτου μέρους της θυρίδος.

Όταν δ' επανεφάνη, μετά πάροδον ολίγων στιγμών, ανεχώρησαν.

Κατά την έξοδον εκ του σταθμού, ενώ ο Βρόνσκυ εβάδιζεν εμπρός μετά της μητρός του, της Άννας Καρένιν και του Ομπλόνσκυ ερχομένων όπισθεν, ο σταθμάρχης προσέδραμε.

Παρεδώκατε εις τον υποδιευθυντήν, είπε, διακόσια ρούβλια· ευαρεστήσθε να μου ειπήτε διά ποίον ακριβώς τα προορίζετε;

– Διά την χήραν, είπεν, ο Βρόνσκυ υψώσας τους ώμους, δεν την εννοώ αυτήν την ερώτησιν!

– Εδώκατε χρήματα διά την χήραν; εφώνησεν ο Ομπλόνσκυ.

– Αληθινά, τι λαμπρός νέος!,. εξηκολούθησε πιέσας το βραχίονα της αδελφής του υπό τον αγκώνα του.

Η Άννα Καρένιν επέβη αμάξης και ο Ομπλόνσκυ παρετήρησε μετ' εκπλήξεως ότι τα χείλη της νεαράς γυναικός έτρεμον και ότι μετά βίας συνεκράτει τα δάκρυά της.

– Άννα τι έχεις; ηρώτησε μετά μίαν στιγμήν.

– Το επεισόδιον αυτό είνε κακός οιωνός, είπεν εκείνη.

– Τι παιδιαρισμός! υπέλαβεν ο Ομπλόνσκυ. Το ουσιώδες δι' εμέ είναι να σ' έχω πλησίον μου!.. Αναθέτω εις σε όλας μου τας ελπίδας!

– Γνωρίζεις προ πολλού τον Βρόνσκυ; ηρώτησεν εκείνη.

– Ναι, προ πολλού.. άλλως τε, ξεύρεις, ελπίζομεν ότι θα νυμφευθή την Κίττυ.

– Α! αλήθεια! είπεν εκείνη διά φωνής βραδείας. , Λοιπόν!.. ας ομιλήσωμεν περί σου.

Ετίναξε την κεφαλήν ως διά ν' αποδιώξη κάποιαν οχληράν σκέψιν, η οποία την εστενοχώρει.

– Ναι, ας ομιλήσωμεν περί σου! Έλαβον την επιστολήν σου και ιδού εγώ.

– Μάλιστα, όλαι μου αι ελπίδες εις σε στηρίζονται, επανέλαβεν ο Ομπλόνσκυ.

– Εν τοιαύτη περιπτώσει, διηγήσου τα μου όλα.

Και ο Ομπλόνσκυ εξωμολογήθη τας μυστικάς του θλίψεις.

Όταν η άμαξα εσταμάτησεν ενώπιον του μεγάρου του πρίγκηπος, εβοήθησεν ούτος την αδελφήν του να κατέλθη της έθλιψε την χείρα και απεσύρθη διά να μεταβή εις το Υπουργείον.

Όταν η Άννα εισήλθεν εις την οικίαν, η Δόλλυ εκάθητο εις το μικρόν σαλόνι και εδίδασκε γαλλικήν ανάγνωσιν εις το μικρόν της αγοράκι.

Η Δόλλυ εστράφη εις τον θορυβώδη θρουν του ενδύματος και εις τον κρότον των ελαφρών της βημάτων καθ' ήν στιγμήν η Άννα διεσκέλιζε την θύραν, και η μαρασμώδης μορφή της εξέφρασεν ακουσίως όχι χαράν, αλλ' έκπληξιν.

Ηγέρθη και ησπάσθη την ανδραδέλφην της.

– Πώς, ήλθες τόσον γρήγορα; είπε.

– Πόσον είμαι ευτυχής που σε βλέπω, Δόλλυ!

– Και εγώ επίσης, είμαι πολύ ευχαριστημένη.

Εμειδία ασθενώς και ηγωνίζετο ν' αναγνώση επί της μορφής της Άννας, αν η ανδραδέλφη της εγνώριζεν ήδη τα πάντα.

– Αναμφιβόλως, τα γνωρίζει όλα, διελογίσθη, διακρίνασα έκφρασιν συμπαθείας και θλίψεως εις τα βλέμματά της.

Αφού έκαμον μακράν επίσκεψιν εις τα παιδιά, αι δύο γυναίκες επέστρεψαν μόναι εις το σαλόνι διά να πάρουν ένα καφέ.

Η Άννα υπέγειρε το κύπελλόν της, μεθ' ό το αφήκεν αμέσως και πάλιν.

– Δόλλυ, εψιθύρισε, μου τα είπεν όλα.

Η Δόλλυ την ητένισε ψυχρώς. Επερίμενε φράσεις συμπαθείας, αναλόγους προς την περίστασιν, αλλ' η Άννα δεν επρόφερε τοιαύτας.

– Δόλλυ αγαπητή, είπεν αυτή, δεν προτίθεμαι να σου ομιλήσω υπέρ αυτού ούτε να σε παρηγορήσω. Αλλά, καλή μου αγάπη, σε λυπούμαι, σε λυπούμαι με όλη μου τη ψυχή!

Και μέσα εις τα λάμποντα μάτια της, υπό τας πυκνάς βλεφαρίδας ανέβλυσαν αίφνης δάκρυα. Επλησίασε την νύμφην της και επήρε τα δάκτυλά της μέσα εις τα μικρά της αποφασιστικά χέρια.

Η Δόλλυ δεν τα απέσυρε, αλλά η μορφή της παρέμεινεν ανεπιρέαστος.

 

– Δεν υπάρχει παρηγορία δι' εμέ, είπε. Εχάθη το παν!

Αλλά μόλις επρόφερε τας λέξεις ταύτας η έκφρασις της μορφής της κατέστη γλυκυτέρα.

Η Άννα έφερε την ξηράν και άσαρκον χείρα της Δόλλυ εις τα χείλη της και την ησπάσθη.

– Αλλά Δόλλυ, είπε, τι να γείνη, τι να γείνη; Πώς καλλίτερον να ενεργήση κανείς εις την φοβεράν αυτήν περίστασιν;

– Εχάθη το παν, αύτη είνε η αλήθεια! είπεν η Δόλλυ.

Η Δόλλυ εσιώπησε, και επηκολούθησε δυο στιγμών σιγή.

– Τι να κάμω, Άννα; Σκέψου και βοήθησε με· εγώ, τα εσκέφθην όλα και δεν ευρίσκω διέξοδον.

Η Άννα δεν ηδυνήθη να εφεύρη τίποτε, αλλ' η καρδιά της εδονείτο εις κάθε λέξιν, εις κάθε πόνον της νύμφης της.

– Περίμενε.. Σε βεβαιώ ότι όταν μου διηγήθη όσα συνέβησαν, δεν είχον ακόμη εννοήσει όλον το φρικώδες της καταστάσεως. Έβλεπα μόνον αυτόν και την αναστάτωσιν την επελθούσαν εις την οικογένειάν του· ησθάνθην οίκτον προς αυτόν, αλλά τώρα, αφού ωμίλησα μαζί σου, την γυναίκα του, βλέπω διαφορετικά τα πράγματα· διαβλέπω τα μαρτύριά σου και δεν δύναμαι να εκφράσω όλην την συμπάθειαν, την οποίαν αισθάνομαι προς σε, Δόλλυ αγαπημένη μου, συναισθάνομαι τελείως την θέσιν σου, αλλά θα επεθύμουν να μάθω ένα πράγμα.. θα επεθύμουν να μάθω πόσος ακόμη έρως υπολείπεται προς αυτόν εντός της καρδίας σου;.. Συ μόνη γνωρίζεις αν είναι αρκετός ώστε να δύνασαι να συγχωρήσης!.. Αν είναι αρκετός, συγχώρησον!. ,

– Όχι ,. , είπεν η Δόλλυ.

Η Άννα την διέκοψεν ασπασθείσα πάλιν την χείρα της.

– Γνωρίζω τον κόσμον καλλίτερα από σε, είπε. Γνωρίζω πώς οι άνθρωποι ωσάν τον Στίβα εκτιμώσι τα ζητήματα ταύτα. Λέγεις ότι ωμίλει μετ' εκείνης περί σου;.. Όχι, όχι, δεν το έκαμεν αυτό· οι τοιούτοι άνδρες διαπράττουν απιστίας, αλλ' η οικογενειακή εστία και η σύζυγος παραμένουν δι' αυτούς αντικείμενα ιερά. Προς τας τρίτας αυτάς γυναίκας μικράν αισθάνονται εκτίμησιν και τούτο ουδαμώς επιρεάζει τας προς την οικογένειαν σχέσεις των. Γνωρίζουν να χαράττουν γραμμήν διακρίσεως αδιαπέραστον μεταξύ της οικογενείας και της.. Εγώ, δεν τας εννοώ αυτάς τας διακρίσεις, αλλά το γεγονός είναι αυτό.

– Αλλά, την έκαμεν ιδικήν του.

– Άφες με να ομιλήσω, αγαπητή Δόλλυ. Είδα τον Στίβα όταν ήτο ερωτευμένος μαζί σου. Ενθυμούμαι την εποχήν καθ' ήν ήρχετο να μ' ευρίσκη και έκλαιεν ομιλών περί σου, και γνωρίζω ότι καθ' όσον παρετείνετο η μετά σου ζωή του, κατά τοσούτον ανήρχεσο εις την εκτίμησίν του. Τον ειρωνευόμεθα δε διότι εις πάσαν ευκαιρίαν επανελάμβανεν: «Η Δόλλυ είναι εξαιρετική γυναίκα». Υπήρξες δι' αυτόν θεότης και παρέμεινες τοιαύτη, η δε παρεκτροπή του αυτή δεν έχει ρίζας εντός της ψυχής του.

– Αλλά, αν το πράγμα επανελαμβάνετο;

– Δεν δύναται να επαναληφθή κατά την γνώμην μου.

– Μάλιστα.. Αλλά συ, θα συνεχώρεις;

– Ναι, θα συνεχώρουν.. Δεν θα έμενα βέβαια η ιδία, αλλά θα συνεχώρουν.. θα συνεχώρουν ως να μη είχε συμβή τίποτε, απολύτως τίποτε.

– Βεβαίως, διέκοψε ζωηρώς η Δόλλυ, ως να επανελάμβανε κάτι το οποίον πολλάκις είχε σκεφθή… διαφορετικά το τοιούτον δεν θα απετέλει πλέον συγγνώμην. Όταν κανείς συγχωρήση, πρέπει να το πράττη άνευ υστεροβουλίας. Έλα, θα σε οδηγήσω εις το δωμάτιόν σου, προσέθηκεν εγερθείσα.

Εξελθούσα, δε, περιέβαλε την Άνναν εις τους βραχίονάς της.

– Πόσον είμαι ευχαριστημένη, αγάπη μου, διότι ήλθες· αισθάνομαι εμαυτήν καλλίτερα, πολύ-πολύ καλλίτερα!

***

Καθ' όλην την ημέραν η Άννα Καρένιν δεν εδέχθη κανένα και εκράτησε συντροφιά της Δόλλυ και των τέκνων της. Απέστειλε μόνον σημείωσιν προς τον αδελφόν της διά να τον ειδοποιήση να έλθη να συμφάγουν εις το σπίτι.

«Έλα, ο Θεός είναι εύσπλαγχνος!» του έγραψεν.

Ο Ομπλόνσκυ επέστρεψεν εις την οικίαν του διά να φάγη, η δε συνομιλία υπήρξε γενική· ο Ομπλόνσκυ προέβλεπε το δυνατόν της εκ μέρους του εξηγήσεως και ανασυμφιλιώσεως.

Μετά το φαγητόν, η Κίττυ προσήλθε να ίδη την αδελφήν της. Ολίγον εγνώριζε την Άνναν Καρένιν και διηρωτάτο κάπως περιδεής πώς άρα θα την εδέχετο η μεγάλη εκείνη κυρία της Πετρουπόλεως, την οποίαν όλος ο κόσμος ενεκωμίαζε! Παρετήρησε δε αμέσως ότι είχε κάμει καλήν εντύπωσιν. Η Άννα εθαύμαζε την καλλονήν και την νεότητά της και ήδη η Κίττυ ου μόνον υφίστατο την επήρειαν αυτής, αλλά και την ηγάπα σφόδρα, όπως συμβαίνει εις τας νεάνιδας της ηλικίας της εν σχέσει προς τας υπάνδρους νεαράς γυναίκας.

Η Άννα, λόγω της ζωηρότητος και του φυσικωτάτου των κινήσεών της, λόγω της δροσερότητος και πλήρους μορφής της, θα ωμοίαζε μάλλον προς νεαράν εικοσαέτιδα κόρην παρά προς γυναίκα του κόσμου, μητέρα οκταετούς παιδίου, αν δεν υπήρχεν η σοβαρά, και ενίοτε περίλυπος έκφρασις των οφθαλμών της.

Η Κίττυ συνεκινήθη και ειλκύσθη από την σκιάν εκείνην της μελαγχολίας. Μετά το φαγητόν, η Δόλλυ εισήλθεν εις τον θάλαμόν της.. Η Άννα επλησίασε ζωηρώς τον αδελφόν της, όστις ήναπτεν ένα σιγάρο.

– Στίβα, είπεν υποδείξασα εις αυτόν την θύραν διά πλαγίου νεύματος των οφθαλμών. Πήγαινε, και ο Θεός ας σε βοηθήση!

Εννόησεν, απέρριψε το σιγάρο του και εξήλθε του δωματίου.

Η Άννα επέστρεψεν εις το διβάνι, όπου εκάθησε περικυκλωθείσα από όλα τα παιδιά.

– Και πότε θα δοθή αυτός ο χορός; ηρώτησεν η Άννα την Κίττυ.

– Την επομένην εβδομάδα.. Θα είναι ένας από τους χωρούς, εις τους οποίους διασκεδάζει κανείς πάντοτε πολύ.

– Υπάρχουν λοιπόν τοιούτοι χοροί; ηρώτησεν η Άννα μετ' ελαφράς ειρωνείας.

– Αλλόκοτον, αλλ' έτσι είνε, είπεν η Κίττυ, υπάρχουν χοροί εις τους οποίους διασκεδάζει κανείς διαρκώς και άλλοι όπου στενοχωρείται κανείς. Δεν το έχετε παρατηρήσει;

– Όχι, αγαπητή μου, δι' εμέ δεν υπάρχουν πλέον χοροί διασκεδαστικοί.

Η Κίττυ διέκρινεν εκκολαπτόμενον εντός των οφθαλμών της νεαράς γυναικός τον ειδικόν εκείνον κόσμον, όστις ήτο κλειστός δι' αυτήν.

– Θα έλθετε εις τον χορόν! ηρώτησεν η Κίττυ.

– Νομίζω ότι δεν θα δυνηθώ να το αποφύγω.

– Θα ήμην ευχαριστημένη αν είρχεσθε! Θα ησθανόμην άκραν χαράν να σας ίδω εκεί!

– Γνωρίζω γιατί επιθυμείτε να με ίδητε εις αυτόν τον χορόν! Περιμένετε απ' αυτόν πολλά και επιθυμείτε όπως πάντες συμμερισθώσι την χαράν σας.

– Πώς το γνωρίζετε; είνε αλήθεια!

– Κάτι γνωρίζω.. μου αρέσει πολύ.. , συνήντησα τον κύριον Βρόνσκυ εις τον σταθμόν.

– Α; ήτο εκεί; ηρώτησεν η Κίττυ ερυθριάσασα· και τι σας είπεν ο Στίβα;

– Μου απεκάλυψεν όλα τα μυστικά. Ηυχαριστήθην εκ τούτου τα μέγιστα. Συνεταξείδευσα μετά της μητρός του κ. Βρόνσκυ. Ωμίλει μόνον δι' αυτόν, καθ' όλον το διάστημα. Είνε ο αγαπημένος της. Γνωρίζω τας προτιμήσεις των μητέρων, αλλά.

– Τι σας είπε περί αυτού;

– Α! πολλά πράγματα.. ασφαλώς, είνε ο ευνοούμενός της.

Αλλ' είνε φανερόν ότι είνε αληθώς ευγενής καρδία. ,. Ούτω, μοι διηγήθη ότι προυτίθετο να εκχωρήση ολόκληρον την περιουσίαν του εις τον αδελφόν του, και ότι ήδη, από της παιδικής του ηλικίας, είχε εκτελέσει πράξεις ασυνήθεις, είχε σώσει κάποτε μίαν γυναίκα πνιγομένην.. Εν ενί λόγω, είνε ήρως!

Εμειδίασε δε αναλογισθείσα τα διακόσια ρούβλια, τα οποία είχε δώσει εις την γυναίκα του υπό του τραίνου καταπλακωθέντος ανθρώπου. Δεν το ανέφερεν όμως αυτό. Χωρίς να γνωρίζη διατί, της ήτο οδυνηρά η ανάμνησις της πράξεως ταύτης, ησθάνετο ότι ενυπήρχεν εις αυτήν κάτι το οποίον την έθιγε και δι' ό εμέμφετο εαυτήν και το οποίον δεν έπρεπε να συμβή.

– Ο Στίβα μένει επί πολύ πλησίον της Δόλλυ ευτυχώς! προσέθηκε διά ν' αλλάξη θέμα ομιλίας.

Ηγέρθη δε, δυσηρεστημένη κάπως, όπως εφάνη εις την Κίττυ.

– Όχι, εγώ πρώτος! Όχι, εγώ! εφώναζαν τα παιδιά επανερχόμενα εις συνάντησιν της θείας των Άννας.

– Όλα μαζί! είπεν εκείνη.

Έδραμε γελώσα εις συνάντησίν των, τα ενηγκαλίσθη και εκυλίσθη κατά γης μετά της φάλαγγος εκείνης των κατεργαρέων που εχοροπηδούσε και ανεκραύγαζεν εκ χαράς.

Όταν παρετέθη το τσάι, η Δόλλυ επέστρεψεν εις την αίθουσαν μετά του συζύγου της.

– Συνεφιλιώθησαν τελείως! εσκέφθη η Άννα.

Ευτυχής δε διότη αυτή ήτο η αιτία, επλησίασε την Δόλλυ και την ησπάσθη.

Καθ' όλην την εσπέραν η Δόλλυ, κατά την συνήθειά της ειρωνεύετο ελαφρώς τον σύζυγόν της, αλλ' εκείνος εδείκνυτο φιλοπαίγμων, αλλά μετρίως φαιδρός, διά να μη αφήση να υποτεθή, ότι, συγχωρηθείς, είχε χάσει την συναίσθησιν του σφάλματός του.

Κατά την δεκάτην και ημίσειαν εσπερινήν η συνομιλία περί την οικογενειακήν τράπεζαν, πέριξ του σαβομάρ, διεκόπη υπό επεισοδίου συνήθους το καθ' εαυτό, το οποίον εν τούτοις έκαμεν εις όλους εντύπωσιν. Καθώς ωμίλουν περί κοινών φίλων εν Πετρουπόλει, η Άννα ηγέρθη εσπευμένως και είπεν:

– Έχω τας εικόνας των εις το λεύκωμά μου. Ταυτοχρόνως δε θα σας δείξω και τον μικρόν μου Σέργιον, προσέθηκε με μειδίαμα μητρικής υπερηφανείας.

Περί την δεκάτην ώραν, καθ' ήν στιγμήν ο υιός της συνήθιζε να έρχεται να την εναγκαλίζεται προτού μεταβή να κοιμηθή ησθάνετο εαυτήν τεθλιμένην, διότι ευρίσκετο τόσον μακράν από το παιδί της.. Ησθάνετο την ανάγκην να ίδη την εικόνα του και να ομιλήση περί αυτού. Εδράξατο λοιπόν αυτού του προσχήματος και μετέβη να πάρη το λεύκωμα με το αποφασιστικόν και ελαφρόν της βάδισμα.

Η κλίμαξ ήτις έφερεν εις το δωμάτιόν της κατέληγεν εις το διάζωμα της μεγάλης κλίμακος της εισόδου.

Όταν εξήλθε του σαλονιού, κωδωνισμός ηκούσθη εις τον αντιθάλαμον.

– Τι να είνε; ηρώτησεν η Δόλλυ.

– Πολύ γρήγορα διά να έλθουν να με ζητήσουν, είπεν η Κίττυ, και πολύ αργά δι' επίσκεψιν.

– Θα είνε ασφαλώς ταχυδρόμος με επίσημα έγγραφα, είπεν ο Ομπλόνσκυ.

Αλλ' ήδη ο θαλαμηπόλος ανήρχετο διά ν' αναγγείλη, τον επισκέπτην, και η Άννα παρατηρήσασα υπεράνω του κιγκλιδώματος ανεγνώρισε τον Βρόνσκυ.

Αλλόκοτον συναίσθημα ευχαριστήσεως και φόβου ηνάγκασεν εις παλμούς την καρδίαν της. Ο Βρόνσκυ ίστατο όρθιος υπό τον λαμπτήρα, φέρων μανδύαν και κάτι αναζητών εντός του θυλακίου του. Καθ’ ήν δε στιγμήν η Άννα Καρένιν έφθανεν εις το μέσον της κλίμακος, ύψωσε τους οφθαλμούς, την διέκρινε, και η έκφρασις της μορφής του εξεδήλωσε ταραχήν και διστακτικότητα.

Εκείνη έκλινεν ελαφρώς την κεφαλήν και εξηκολούθησε τον δρόμον της, αλλ' ήκουσεν αμέσως την ηχηράν φωνήν του Ομπλόνσκυ καλούντος τον φίλον του να αναβή, και την εύηχον και ήρεμον απάντησιν του τελευταίου τούτου αρνουμένου.

Όταν η Άννα επέστρεψε μετά του λευκώματος, ο Βρόνσκυ είχεν ήδη απέλθει και ο Ομπλόνσκυ διηγείτο ότι είχεν έλθει διά να τον ερωτήση περί τινος δείπνου, το οποίον παρέθετον την επιούσαν εις κάποιαν διερχομένην εκείθεν επίσημον προσωπικότητα.

– Και, με όσα και αν του είπα, δεν ηθέλησε να αναβή. Είχε το ύφος πολύ παράδοξον απόψε.

Η Κίττυ ηρυθρίασεν. Είχε πεποίθησιν ότι αυτή μόνη εγνώριζε διατί είχεν έλθει και διατί δεν ανήλθεν.

«Επέρασεν από το σπίτι μας, δεν μ' ευρήκε και εσκέφθη ότι θα ήμην εδώ· δεν εισήλθε δε, διότι εσκέφθη ότι ήτο πάρα πολύ αργά, και, επίσης, διότι ήτο εδώ η Άννα».

Πάντες ητένισαν αλλήλους χωρίς να προσφέρουν λέξιν και ήρχισαν να φυλλομετρούν το προσκομισθέν υπό της Άννας Καρένιν λεύκωμα.

Αναμφιβόλως δεν υπήρχε τίποτε το αλλόκοτον ή το ανάρμοστον εις το ότι ένας φίλος έρχεται να ζητήση από τον Ομπλόνσκυ, κατά την δεκάτην εσπερινήν ώραν, πληροφορίας επί προσυμπεφωνημένου συμποσίου και αρνείται να εισέλθη εις το σαλόνι. Όλοι εν τούτοις εξέλαβον ως αλλόκοτον το επεισόδιον τούτο, και η Άννα, πλειότερον των άλλων, έκρινεν αυτό ως περίεργον και δυσοίωνον.

* * *

Όταν η Κίττυ, συνοδευομένη υπό της μητρός της, ανήλθε την λαμπρώς φωταγωγημένην κλίμακα, την διάκοσμον από φυτά, μεταξύ δύο στίχων πουδραρισμένων λακέδων, ο χορός μόλις είχεν αρχίσει.

Η Κίττυ μόλις είχε κάμει ολίγα βήματα εντός της αιθούσης, και αμέσως εκλήθη διά το βαλς παρά του διαπρεπεστέρου των χορευτών, του περιφήμου διευθυντού του κοτιγιόν, του ωραίου Κορσούνσκυ, ανδρός νυμφευμένου.

– Εκάματε καλά που ήλθατε ενωρίς, της είπεν ο Κορσούνσκυ, περών τον βραχίονά του περί τον κορμόν της χορευτρίας του, κακή συνήθεια το να έρχεται κανείς αργά.

Εκείνη εστήριξε την αριστεράν χείρα επί του ώμου του καβαλιέρου της, και οι μικροί της πόδες με τα ροδόχροα σανδάλια διωλίσθησαν ελαφρώς και μετ' άκρας προς τον ρυθμόν της μουσικής ακριβείας, επί του λείου παρκέτου.

– Αναπαύομαι βαλσάρων μαζί σας, τι ελαφρότης, τι ακρίβεια! είπεν εκείνος επαναλαμβάνων το φιλοφρόνημα, το οποίον απηύθυνε προς όλας τας χορευτρίας του.

Η Κίττυ εμειδίασε και εξηκολούθησεν ερευνώσα την αίθουσαν υπέρ τον ώμον του συγχορευτού της. Δεν ήτο νεοφώτιστος εις τον χορόν, διά την οποίαν όλα τα πρόσωπα συγχέονται εις εντύπωσιν φαντασμαγορικήν· αλλ' ούτε ήτο από τας εκφύλους εκείνας που σύρονται κάθε βράδυ εις τους χορούς, και αι οποίαι είνε ήδη χορτασμέναι από όλας εκείνας τας γνωρίμους κεφαλάς· η Κίττυ απήλαυεν απλήστως, αλλ' ήτο συνάμα κυρία εαυτής ώστε να δύναται να παρατηρή.

Εις την αριστεράν γωνίαν της αιθούσης, διέκρινε την αριστοκρατίαν της κοινωνίας συγκεντρωμένην κατά μέρος. Εκεί ευρίσκετο η ωραία Λυδία, η σύζυγος του Κορσούνσκυ, καθ' υπερβολήν έξωμος, εκεί και η οικοδέσποινα, και ο Κριβίν με την απαστράπτουσαν φαλάκραν του. Εις τον αυτόν επίσης όμιλον διέκρινε τον Στίβα και, αμέσως κατόπιν, την θελκτικήν σκιαγραφίαν και το ωραίον προφίλ της Άννας Καρένιν… και εκείνος δε εκεί ευρίσκετο.

 

Η Κίττυ δεν τον είχεν επανίδει από της εσπέρας κατά την οποίαν είχεν αποκρούσει την χείρα του Λεβίν. Τον ανεγνώρισαν δε αμέσως τα οξυδερκή της όμματα· και παρετήρησε μάλιστα ότι και εκείνος την εκύτταζε.

– Ένα τουρ ακόμη; Δεν είσθε κουρασμένη, ηρώτησεν ο Κορσούνσκυ ελαφρώς ασθμαίνων.

– Όχι, ευχαριστώ.

– Πού πρέπει να σας οδηγήσω;

– Η κυρία Καρένιν είνε εδώ, προς αυτήν οδηγήσατέ με.

– Εις τας διαταγάς σας, δεσποινίς.

Ο Κορσούνσκυ εξηκολούθησε το βαλς χαλαρώσας το βήμα, και, διευθυνθείς κατ' ευθείαν προς την αριστεράν γωνίαν της αιθούσης, έτεινε την χείρα προς την Κίττυ ίνα την οδηγήση πλησίον της Άννας Καρένιν.

– Εισέρχεσθε εις τον χορόν χορεύουσα; είπεν αύτη προς την Κίττυ.

– Η πριγκήπισσα Κίττυ είναι μία των πιστοτέρων μου συνεργατίδων, είπεν ο Κορσούνσκυ υποκλιθείς ενώπιον της Άννας Καρένιν, ην δεν είχεν ακόμη χαιρετήσει.

Είτα δε, υποκλιθείς έτι βαθύτερον, της επρότεινεν ένα βαλς.

– Γνωρίζεσθε; είπεν η οικοδέσποινα.

– Και ποίος δεν μας γνωρίζει, την σύζυγόν μου και εμέ; ηρώτησεν ο Κορσούνσκυ, μας γνωρίζουν όπως τους άσπρους λύκους.

– Θα με τιμήσετε με ένα βαλς, κυρία;

– Οσάκις μου επιτρέπεται ν' αποφύγω τον χωρόν, τον αποφεύγω, είπεν η Άννα.

– Σήμερον ο χορός είνε υποχρεωτικός, απήντησεν ο Κορσούνσκυ.

Την στιγμήν εκείνην ο Βρόνσκυ επλησίασε τον όμιλον.

– Αφού είναι υποχρεωτικός, ας κάμωμεν ένα τουρ, είπεν η Άννα.

Δεν εφάνη αντιληφθείσα τον χαιρετισμόν του Βρόνσκυ, και εστήριξε ζωηρώς την χείρα επί του ώμου του Κορσούνσκυ.

– Τι σημαίνει αυτό; διελογίσθη η Κίττυ παρατηρήσασα ότι η Άννα είχεν υποκριθή ότι δεν είδε τον Βρόκσκυ.

Ο Βρόνσκυ επλησίασε την Κίττυ, της υπενθύμισεν ότι κρατεί την πρώτην καντρίλλια και εξέφρασε την λύπην του διότι δεν την είδεν επί τόσον καιρόν.

Η Κίττυ τον ήκουεν, αποθαυμάζουσα συγχρόνως την χορεύουσαν Άνναν. Ανέμενε να της προτείνη ο Βρόνσκυ ένα τουρ εις το βαλς, και τον εκύτταζε μετ' εκπλήξεως. Εκείνος ηρυθρίασε και την προσεκάλεσεν αμέσως.

Ο Βρόνσκυ έκαμε μετά της Κίττυ πολλά τουρ. Μεθ' ό η Κίττυ επανήλθε πλησίον της μητρός της, αλλά μόλις είχεν ανταλλάξει ολίγας λέξεις μετά της κομίσσης Νορδστόνε, και ο Βρόνσκυ προσήλθε να την ζητήση διά την πρώτην καντρίλλια.

Ωμίλησαν περί ασημάντων πραγμάτων· άπαξ μόνον η συνομιλία συνεκίνησεν ζωηρώς την Κίττυ… όταν ο Βρόνσκυ την ηρώτησεν αν ο Λεβίν ευρίσκετο εις τον χορόν και της εδήλωσεν ότι του είχεν αρέσει πολύ ο άνθρωπος αυτός.. Μέχρι της τελευταίας καντρίλλιας, ο χορός υπήρξε διά την Κίττυ μαγευτικόν όνειρον χρωμάτων χαρμοσύνων, ήχων και κινήσεως. Δεν επαυε χορεύουσα παρά μόνον όταν ησθάνετο μεγάλην κόπωσιν και ανεζήτει ανάπαυλαν. Χορεύουσα όμως την τελευταίαν καντρίλλια μεθ' ενός των οχληρών εκείνων νεανίσκων, προς ον δεν ηδύνατο ν' αρνηθή μίαν στροφήν, έσχεν ως βιζ-α-βι την Άνναν και τον Βρόνσκυ. Και, εκ νέου, η νεαρά γυνή της παρουσιάσθη υπό αλλοίαν μορφήν· διέκρινε παρά τη Άννα τον ερεθισμόν του θριάμβου, τον οποίον εγνώριζεν εκ πείρας. Παρετήρησεν ότι η Άννα ήτο μεθυσμένη εκ του θαυμασμού τον οποίον εξήγειρεν. Η Κίττυ ήτο εμπειρογνώμων του τοιούτου συναισθήματος, εγνώριζε τα συμπτώματά του και τα διέκρινε παρά τη Άννα: την σπινθηροβόλον και φλογεράν λάμψιν των οφθαλμών, το μειδίαμα της χαράς και του υπερερεθισμού, τα χείλη που συμπτύσσονται ακουσίως, την χάριν, την σταθερότητα και την ελαφρότητα των κινήσεων.

– Τι την εξάπτει τόσον; διελογίσθη, όλοι μαζί ή μόνον ένας;

Και διευκολύνουσα συνάμα την συνομιλίαν με τον νεαρόν της συγχορευτήν, παρετήρει:

– Όχι, δεν την εμέθυσεν ο θαυμασμός του πλήθους, αλλ' ο θαυμασμός ενός μόνου. Και ο άνθρωπος αυτός;.. Είναι δυνατόν να είν' εκείνος;

Κάθε φοράν που ο Βρόνσκυ συνωμίλει μετά της Άννας, τα μάτια της νεαράς γυναικός προσελάμβανον φαιδράν λάμψιν, και το μειδίαμα της ευτυχίας εκύρτωνε τα πορφύρινα χείλη της. Εφαίνετο ότι κατέβαλλεν αγώνα όπως συγκρατή τας εκδηλώσεις ταύτας της χαράς, αλλά διεκρίνοντο οπωσδήποτε επί της μορφής της.

– Αλλ' εκείνος;

Η Κίττυ τον ητένισε και κατελήφθη υπό τρόμου.

Διέκρινε και επ' αυτού τας αυτάς ενδείξεις, ας έβλεπε τόσον καθαρά επί του κινητού καθρέπτου ον απετέλει η μορφή της Άννας. Τι είχεν απογείνει η πάντοτε γαλήνιος έκφρασίς του, η επιφυλακτική του στάσις και η ήρεμος αυτού απάθεια; Τώρα κάθε φοράν που απηυθύνετο προς την Άνναν, εχαμήλωνε την κεφαλήν, ως να ήτο έτοιμος να γονυπετήση ενώπιον αυτής, και, εις το βλέμμα του, ενεφαίνετο μόνη η υποταγή και ο φόβος, ,. Ο χορός και οι παρεστώτες όλοι εκαλύφθησαν υπό ομίχλης εις τα μάτια της Κίττυ. Μόνον δε το αυστηρόν σύστημα της ανατροφής ης είχε τύχει, της έδιδε την δύναμιν να εξακολουθή χορεύουσα, ομιλούσα περί όλων και μειδιώσα ακόμη. Αλλ' όταν διηυθέτησαν τα καθίσματα χάριν της μαζούρκας και όταν μερικά ζεύγη χορευτών προσέτρεξαν από τα μικρά σαλόνια εις το μέγα, η Κίττυ έκαμε κίνημα απελπισίας και φρίκης.

Είχεν αποκρούσει πέντε καβαλιέρους και δεν είχε χορευτάς διά την μαζούρκαν. Και δεν υπήρχε μάλιστα ελπίς να προσκληθή, καθ' όσον, κατόπιν του θριάμβου ον είχε καταγάγει, ουδείς ηδύνατο να υποπτεύση ότι δεν ήτο αγγαζέ. Δεν της έμενε παρά να δηλώση κόπωσιν και να παρακαλέση την μητέρα της να την οδηγήση εις το σπίτι, αλλά δεν είχε το προς τούτο θάρρος και ησθάνετο εαυτήν συντετριμμένην.

Επέρασεν εις ένα μεμακρυσμένο σαλονάκι και αφέθη να καταπέση επί τινος φωτέγι.

– Απατώμαι ίσως, δεν είδα καλά.

Και, εκ νέου, επανείδεν όσα την είχον εκπλήξει.

– Τι σημαίνει τούτο, Κίττυ; είπεν η κόμησσα Νορδστόνε πλησιάσασα αυτήν απαρατήρητος, δεν εννοώ τίποτε.

Το κάτω χείλος της Κίττυ έτρεμεν.. Ηγέρθη αποτόμως.

– Κίττυ, δεν χορεύεις μαζούρκα;

– Όχι, όχι, είπεν η Κίττυ διά φωνής πνιγμέγης εις τα δάκρυα.

– Ενώπιόν μου την εκάλεσε να χορεύσουν μαζούρκα, είπεν η κόμησσα Νορδστόνε, γνωρίζουσα ότι η Κίττυ θα κατενόει ποίος ήτο εκείνος και εκείνη. Και του είπε: «Δεν την χορεύετε με την πριγκήπισσσαν Τσερμπάτσκυ;»

– Α! μου είνε αδιάφορον, μου είνε αδιάφορον αυτό! απήντησεν η Κίττυ.

Η κόμησσα Νορδστόνε μετέβη εις αναζήτησιν του Κορσούνσκυ, μετά του οποίου εχόρευσε την μαζούρκαν, και τον διέταξε ν' αναζητήση την Κίττυ και την καλέση να χορεύση. Αύτη ήνοιξε την μαζούρκαν, και, κατ' ευχήν της δεν ευρέθη εις την ανάγκην να υποστή συνομιλίαν, διότι, καθ' όλον το διάστημα ο Κορσούνσκυ έτρεχε δεξιά και αριστερά ίνα δίδη οδηγίας.

Ο Βρόνσκυ και η Άννα είχον καθήσει σχεδόν απέναντί της.

Η Κίττυ τους έβλεπε μακρόθεν και τους επανεύρισκεν εις της φιγούρες, και όσω μάλλον τους παρετήρει, κατά τοσούτον απέκτα την πεποίθησιν ότι η δυστυχία της ήτο πλήρης. Διέβλεπε ότι ησθάνοντο εαυτούς μόνους μέσα εις την πλήρη κόσμου εκείνην αίθουσαν.

* * *

Μετά τον χορόν, άμα τη αυγή η Άννα Καρένιν απέστειλε τηλεγράφημα προς τον σύζυγόν της αγγέλουσα εις αυτόν ότι ανεχώρει αυθημερόν.

– Πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω! επανελάμβανε προς την νύμφην της διά τόνου τόσον αποφασιστικού, ώστε εφαίνετο ότι είχεν αναμνησθή ότι είχεν αφήσει εις την Πετρούπολη τόσας επειγούσας υποθέσεις, τας οποίας δεν θα ηδύνατο ν' απαριθμήση τελείως. Ναι, αληθώς, οφείλω να φύγω αμέσως σήμερον.

– Ήλθες και εξετέλεσες αγαθήν πράξιν! είπεν η Δόλλυ διερευνώσα την μορφήν της.

Η Άννα την ητένισε με τα μάτια υγρά από τα δάκρυα.

– Μη το λέγεις αυτό, Δόλλυ. Δεν έκαμα τίποτε και τίποτε δεν ηδυνάμην να κάμω.. Τι έκαμα και τι ηδυνάμην να κάμω;.. Συ ευρήκες εντός της καρδιά σου αρκετόν έρωτα διά να συγχωρήσης.

– Αν έλειπες συ, Άννα, ο Θεός γνωρίζει τι ηδύνατο να συμβή! Πόσον είναι ευτυχής, η Άννα!

– Όχι. Γνωρίζεις διατί αναχωρώ σήμερον και όχι αύριον; Ανάγκη να σου κάμω μίαν εξομολόγησιν η οποία με πιέζει είπεν η Άννα παρατηρούσα την Δόλλυ κατάματα.. Γνωρίζεις διατί η Κίττυ δεν προσήλθεν εις τον δείπνον; Με ζηλεύει. Έσφαλα.. υπήρξε αφορμή ο χορός αυτός να μη αποτελέση δι' αυτήν χαράν, αλλά μαρτύριον.. Αλλά πίστευσε ότι δεν είνε ιδικόν μου το σφάλμα.. Ναι.. ένα τίποτε.

Ετόνισε διά συριστικής φωνής τας τελευταίας αυτάς λέξεις.

Αλλά, προφέρουσα ταύτας, ησθάνθη ότι δεν απετέλουν την αλήθειαν· όχι μόνον αμφέβαλε περί εαυτής, αλλά και συνεταράσσετο αναμιμνησκομένη τον Βρόνσκυ και επέσπευδε την αναχώρησίν της επί μόνω τω σκοπώ να μη τον επανίδη.

– Δεν δύνασαι να φανταστής τι γελοίαν τροπήν έλαβε το ζήτημα.. Ήθελον να τον εξωθήσω εις γάμον, και, εξαίφνης, ανέδυσεν εξ αυτού.. κάτι το όλως διαφορετικόν,. Ίσως εν αγνοία μου, χωρίς να το θέλω.