Tasuta

Ιστορίες αλλόκοτες

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

Εφλεγόμην δι' αυτήν υπό πάθους σφοδροτέρου ίσως του ιδικού της, εν στιγμαίς μάλιστα διεγέρσεως, επερχομένης μοι εκ της χρήσεως του οπίου· την εκάλουν μεγαλοφώνως διά του ονόματός της εν τη σιγή της νυκτός και εις τα σκιερά καταφύγια των κοιλάδων κατά την ημέραν, ωσανεί διά της αγρίας ταύτης ενεργείας του σφοδρού μου πάθους έμελλον να την επαναφέρω εις την ζωήν, εξ ης είχεν απέλθει· διά παντός αρά γε; αλλ' ήτο δυνατόν; Κατά τας πρώτας ημέρας του δευτέρου από του γάμου ημών μηνός η λαίδη Ροβένα προσεβλήθη υπό αιφνιδίας νόσου, διαρκεσάσης εφ' ικανόν, κατά τας δεινάς δε νύκτας του πυρετού εις λήθαργον διατελούσα παρελήρει, ομιλούσα περί ήχων και κινήσεων, ους ήκουεν αορίστως εν τω δωματίω, αλλά δεν προσείχα εγώ, αποδίδων τους λόγους της εις την εκ του πυρετού σύγχυσιν των ιδεών της και κυρίως εις την φαντασμαγορικήν επίδρασιν του θαλάμου. Μετά καιρόν τέλος ανέρρωσεν. Αλλά δεν παρήλθε πολύ χρόνος και νέα πάλιν προσβολή, σφοδροτέρα της πρώτης, έρριψε την Ροβέναν εις την θλιβεράν εκείνην κλίνην, και έκτοτε η σύζυγός μου, ούσα φύσει αδυνάτου κράσεως, δεν κατώρθωσε πλέον ν' ανακτήση την προτέραν υγείαν· ο χαρακτήρ του νοσήματος εγίνετο οσημέραι επιφοβώτερος, χωρίς να δύνανται οι ιατροί να παράσχωσι την παραμικράν βοήθειαν, και τέλος κατέστη τούτο χρόνιον, ενώ ταυτοχρόνως ήρχισε να προάγεται εν αυτή και νευρικός ερεθισμός, βαθμηδόν επιτεινόμενος, εξ ου τα κοινότερα των πραγμάτων τη είχον καταστή αντικείμενα τρόμου. Ωμίλει ήδη συχνότερον και μετά πλειοτέρου πείσματος περί ελαφρών κρότων και αλλοκότων κινήσεων επί των παραπετασμάτων, και έλεγεν ότι ταύτα ήσαν η κυρία αιτία του νοσήματός της. Νύκτα τινά μοι εζήτησε μετά περισσοτέρας ζωηρότητος να επιστήσω την προσοχήν μου επί των αφορήτων κρότων, οίτινες την συνετάρασσον· αφυπνίζετο εξ ύπνου ταραχώδους και, ημιεγερθείσα επί της κλίνης, μοι ωμίλει ταπεινοφώνως περί κρότων, ους δεν ηδυνάμην ν' ακούσω, περί κινήσεων, ας δεν ηδυνάμην να ίδω, καθ' ην στιγμήν εγώ, εξηπλωμένος επί τινος παρά την κλίνην της διβανίου, εξήταζα, κατεχόμενος υπό της αγωνίας αορίστου τρόμου, την αλλοίωσιν της ισχνής της φυσιογνωμίας. Ο άνεμος έπνεε σφοδρός όπισθεν των παραπετασμάτων και εδοκίμασα να πείσω την ασθενή, μολονότι εγώ κατά βάθος εδίσταζα, ότι οι ανεπαίσθητοι ήχοι και αι αλλοιούμεναι μορφαί εν τω παραπετάσματι προήρχοντο εκ του όπισθεν πνέοντος ανέμου· η θανάσιμος όμως ωχρότης του προσώπου της με έπεισεν ότι μάτην προσεπάθουν να την εγκαρδιώσω. Εφαίνετο ότι έμελλε να λιποθυμήση, εγώ δ' έσπευσα να λάβω από του παρακειμένου θαλάμου φιαλίδιον ελαφρού οίνου, συστηθέντος υπό των ιατρών. Αλλ' ενώ διηρχόμην υπό το φως του λαμπτήρος εξεπλάγην ένεκα δύο αλλοκότων περιστατικών· ησθάνθην δηλαδή εγγίζον με ψηλαφητόν τι ελαφρώς αλλ' αόρατον ον, και ταυτοχρόνως είδα επί του τάπητος, ακριβώς επ' αυτού του κέντρου του φαεινού κύκλου, ον διέγραφεν επί τούτου το φως του λαμπτήρος, ασθενή και αόριστον σκιάν, ωραιοτάτου τύπου, την οποίαν μόνον ως σκιάς σκιάν ηδύνατό τις να εκλάβη. Διατελών όμως υπό την επίδρασιν του οπίου, ολιγίστην προσοχήν έδωκα, εις δε την Ροβέναν ουδ' ανέφερα περί αυτού.

Λαβών την φιάλην, επέστρεψα παρά τη συζύγω μου και έφερα εις τα χείλη της κύπελλον πλήρες οίνου, όπερ αύτη, συνελθούσα ήδη, εκράτησε διά των ιδίων χειρών, έπειτα δε εξηπλώθην πάλιν επί του σοφά και προσήλωσα το βλέμμα επ' αυτής.

Αίφνης τότε ήκουσα ευκρινώς ελαφρόν κρότον βημάτων επί του τάπητος και προς το μέρος της κλίνης· πάραυτα δε, ενώ η Ροβένα έφερε τον οίνον εις τα χείλη, είδα – ενδεχόμενον να ήτο πλάσμα της φαντασίας μου – είδα να πίπτωσιν εντός του κυπέλλου, ως από αοράτου πηγής, τρεις ή τέσσαρες σταγόνες υγρού διαυγούς και κοκκινωπού. Τας είδα, αλλ' εκείνη δεν τας είχεν ίδει, και έπιε τον οίνον αδιστάκτως, εγώ δε απεσιώπησα το συμβεβηκός, όπερ, μολονότι είχα ίδει εναργώς, εθεώρουν ως προϊόν φαντασίας εξημμένης, ης την νοσηράν ενέργειαν επέτεινον οι τρόμοι της συζύγου μου, το όπιον και η νυκτερινή ώρα. Ευθύς εν τούτοις ως η σύζυγός μου έπιεν, η κατάστασίς της εχειροτέρευσε καταπληκτικώς, την τρίτην δε νύκτα μετά το γεγονός οι υπηρέται προητοίμαζον τα του ενταφιασμού της· εγώ τότε, όλως μόνος προ του σαβανωμένου πτώματος της Ροβένας εντός του φανταστικού εκείνου θαλάμου, ενόμιζα – ίσως τούτο ήτο όνειρον προελθόν εκ του οπίου ότι αλλόκοτοι μορφαί συνεστρέφοντο ως σκιαί περί εμέ. Περιέφερα ανήσυχος το βλέμμα επί των μορφών του παραπετάσματος και των ποικιλοχρόων φώτων του λαμπτήρος, ζητών δε ν' αναπολήσω τα συμβάντα της παρελθούσης νυκτός, διηύθυνα κατά τύχην το βλέμμα επί του σημείου, ένθα είχα ίδει την σκιάν, αλλά δεν εύρον πλέον αυτήν εκεί, και, ανακουφισθείς ολίγον, έρριψα πάλιν το βλέμμα επί της εν τη κλίνη ωχράς και επιβαλλούσης μορφής· ησθάνθην τότε κυριευούσας με πληθύν αναμνήσεων της Λιγείας μου και την καρδίαν μου πλημμυρούσαν, με ορμήν παλιρροίας, υπό του αρρήτου άλγους, το οποίον επίσης με είχε καταλάβει και επί τω θανάτω εκείνης. Η νυξ προυχώρει και εγώ, κατεχόμενος υπό πικροτάτων σκέψεων, ων αντικείμενον είναι εκείνη, η μοναδική μου υπερτάτη λατρεία, έμενα με το βλέμμα προσηλωμένον επί του πτώματος της Ροβένας. Θα ήτο περίπου μεσονύκτιον, ότε αίφνης διέκοψε τους ρεμβασμούς μου λυγμός τις, ταπεινός και ελαφρός, αλλά λίαν ευδιάκριτος, από της νεκρικής κλίνης. Έτεινα το ους κατεχόμενος υπό της αγωνίας δεισιδαίμονος τρόμου, αλλ' ο κρότος είχε παύσει. Παρετήρησα το πτώμα μετ' επιμονής, αλλ' ουδέ την ελαχίστην κίνησιν ηδυνάμην να διακρίνω επ' αυτού. Εν τούτοις ήμην βέβαιος ότι δεν ηπατήθην. Είχα ακούσει εναργέστατα και εν πλήρει συναισθήσει εμαυτού. Συνεκέντρωσα λοιπόν μετά πείσματος την προσοχήν μου επί του πτώματος, και τω όντι διέκρινα καθαρώς ασθενέστατον και μόλις ορατόν ερύθημα, ανελθόν επί των παρειών της, και τας φλέβας των βλεφάρων της εξογκουμένας. Πιεζόμενος υπό απεριγράπτου φρίκης και τρόμου, ησθάνθην την καρδίαν μου συγκοπτομένην και τα μέλη του σώματος μου απονεκρούμενα· αλλ' επί τέλους ανέλαβα το θάρρος μου, σκεφθείς ότι η Ροβένα έζη και ότι ηπατήθην εκλαβών αυτήν ως αποθανούσαν, πάραυτα δε επεμελήθην κατά καθήκον όπως την επαναφέρω εις την ζωήν· επεδόθην δε εις τούτο όλως μόνος, διότι, μη έχων υπηρέτας πλησίον μου, δεν ηδυνάμην και να τους καλέσω, επειδή ουδ' επί στιγμήν ενόουν να ανέλθω εκ του θαλάμου, η δε φωνή μου δεν έφθανε μέχρι των δωμάτων των. Μετ' ου πολύ όμως το πτώμα επανήλθε και πάλιν εις την προτέραν του κατάστασιν, την επί των παρειών χροιάν αντικατέστησεν ωχρότης πλέον ή μαρμαρίνη, τα χείλη συνεσφίγχθησαν και ερρικνώθησαν νεκρικώς, εφ' όλου δε του σώματος διεχύθη θανάσιμος ψυχρότης. Ερρίφθην πάλιν φρικιών επί του διβανίου και αφέθην εις τας προτέρας μου περί Λιγείας ονειροπολήσεις. Μία ώρα διέρρευσεν ούτως, ότε αίφνης ακούω εκ νέου αόριστον κρότον επί της κλίνης. Έτεινα το ους μεθ' υπερτάτου φόβου. Ο κρότος προήρχετο εκ στεναγμού. Και πάλιν ώρμησα προς το πτώμα και είδα, είδα καθαρώς τα χείλη αυτού συσπώμενα, μετ' ου πολύ δε χαλαρωθέντα και αποκαλύψαντα λαμπράν σειράν μαργαριτωδών οδόντων. Η έκστασις και ο βαθύς τρόμος επάλαιον ήδη εν τω πνεύματί μου· η όρασίς μου εσκοτίσθη και το λογικόν με εγκατέλιπε, μόλις δε μετ' επίμονον αγώνα κατώρθωσα ν' ανακτήσω το θάρρος και να παράσχω συνδρομήν, την οποίαν εκ νέου ήδη μοι επέβαλλε το καθήκον. Το μέτωπον, αι παρειαί και ο λαιμός είχαν προσλάβει ελαφράν χροιάν ζωής, δι' όλου δε του σώματος εκυκλοφόρει θερμότης επαισθητή και η καρδιακή χώρα ανεκινείτο αδιοράτως υπό ελαφρών παλμών. Η σύζυγός μου έζη· και μετά πλειοτέρας ήδη ζέσεως προσεπάθουν να την αναστήσω εξ ολοκλήρου. Τη προσέτριψα τας χείρας και τους κροτάφους, και μετήλθα παν ό,τι εκ πείρας και εκ πολυαρίθμων ιατρικών μελετών εγνώριζα, αλλά μάτην· το ερύθημα και οι παλμοί και πάλιν εξηφανίσθησαν, τα χείλη ανέλαβον την προτέραν νεκρικήν έκφρασιν και εν μια στιγμή αποκατέστη και πάλιν επί του πτώματος η παγετώδης του θανάτου ψυχρότης, και προσέλαβεν ήδη τούτο τα χαρακτηριστικά σώματος προ πολλού ενταφιασθέντος. Και εγώ εβυθίσθην εκ νέου εις τας περί Λιγείας ονειροπολήσεις μου, ότε και πάλιν – βεβαιωθήτε ότι ακόμη φρικιώ ενώ χαράττω τας γραμμάς ταύτας – προσέβαλε το ους μου λυγμός από της κλίνης προερχόμενος. Αλλά τίνι τρόπω να εκθέσω τους ανεκφράστους τρόμους της νυκτός εκείνης; ν' αφηγηθώ ποσάκις αλλεπαλλήλως μέχρι της χαραυγής επανελήφθη το αποτρόπαιον δράμα της αναστάσεως, ήτις απέληγε πάντοτε εις θάνατον βεβαιότερον και πλέον ανεπανόρθωτον; ή να είπω ότι εκάστη αυτής νέα αγωνία ωμοίαζε προς πάλην κατ' αοράτου αντιπάλου, ης αποτέλεσμα ήτο νέα παράδοξος αλλοίωσις της φυσιογνωμίας του πτώματος;

Είχεν ήδη παρέλθει το πλείστον της φοβεράς νυκτός, ότε, Θεέ μου! – ήτο πραγματικόν ό,τι έβλεπα! – ότε το πτώμα εκ νέου ανεκινήθη, την φοράν δε ταύτην μετά πλειοτέρας ζωηρότητος, καίτοι αναλαμβάνον από βεβαιοτέρου και φρικωδεστέρου θανάτου. Αφ' ικανής ήδη ώρας εκοιτόμην ακίνητος επί του σοφά, καταβιβρωσκόμενος υπό των σφοδροτέρων συγκινήσεων, η ελαχίστη των οποίων ήτο υπέρτατος τρόμος. Το πτώμα, είπα, ανεκινήθη εκ νέου· το ερύθημα ανήρχετο επί του προσώπου μετά παραδόξου ενεργείας, τα μέλη εχαλαρούντο και, μολονότι τα πάντοτε κλειστά βλέφαρα και αι νεκρικαί ταινίαι παρίστων την Ροβέναν ως νεκράν, εφανταζόμην ότι η σύζυγός μου είχεν ήδη εντελώς αναβιώσει, Αλλ' ό,τι απλώς είχα φαντασθή είδα αυτό μετ' ου πολύ πραγματοποιούμενον, ότε η Ροβένα τυλιγμένη διά του σαβάνου ηγέρθη και, ταλαντευομένη, με βήμα ασθενές και τους οφθαλμούς κλειστούς, ως άνθρωπος διατελών εν ονείρω, προέβη μετά θάρρους εν τω μέσω του θαλάμου. Δεν ετρόμαξα, δεν εκινήθην καθόλου· σμήνος ανεκφράστων σκέψεων, παραχθεισών εν εμοί εκ της θέας του ύφους, της στάσεως και του βαδίσματος του φάσματος, εισέρρευσαν με ορμήν εν τω εγκεφάλω μου, με παρέλυσαν, με απελίθωσαν, Την εθεώρουν ακίνητος, ενώ επί των σκέψεών μου εβασίλευε παράφορος αταξία και ανήσυχος ταραχή. Ήτο αρά γε αύτη η ζώσα Ροβένα; ήτο πράγματι αύτη; η ξανθή και κυανόφθαλμος Ροβένα; Αλλά διατί, ναι, διατί ν' αμφιβάλλω περί τούτου; το στόμα, το οποίον ακόμη συνέσφιγγεν η νεκρική ταινία, πώς ήτο δυνατόν να μη ήτο το στόμα της; και αι παρειαί της, ναι, ήσαν ακριβώς αι ρόδιναι παρειαί της· και ο πώγων με τους λακκίσκους; Αλλ' είχε λοιπόν το ανάστημά της αναπτυχθή κατά την διάρκειαν της νόσου της; Επί τη σκέψει ταύτη κατεκυριεύθην πάραυτα υπό απεριγράπτου παραφοράς, και δι' ενός πηδήματος ευρέθην έμπροσθεν της, εκείνη όμως ωπισθοχώρησε, μόλις την επλησίασα, και αποκαλύψασα την κεφαλήν της από του σαβάνου αφήκε να καταπέση ατάκτως μακρά και άφθονος κόμη, κόμη μελανωτέρα της ως το πτέρωμα του κόρακος μαύρης του μεσονυκτίου ώρας. Και τότε ήρχισε ν' ανοίγη βραδέως, βραδέως τους οφθαλμούς.

 

– Α! Ανεκραύγασα, δεν απατώμαι πλέον! Είναι οι σχιστοί οφθαλμοί, οι μαύροι και παράδοξοι οφθαλμοί του απολεσθέντος έρωτός μου, της λαίδης, &της λαίδης Λιγείας!!&

Ο δαίμων της διαφθοράς

Εις την σπουδήν των ιδιοτήτων και των τάσεων, των πρώτων ελατηρίων της ανθρωπίνης ψυχής, οι φρενολόγοι παρέλειψαν να περιλάβουν μίαν φυσικήν κλίσιν, η οποία αν και υπάρχη εναργέστατα, αλλ' όμως ελησμονήθη ακόμη και από όλους τους ηθικολόγους, οι οποίοι προηγήθησαν των φρενολόγων. Η ατασθαλία του λογικού μας υπήρξεν αιτία της παραλείψεως. Το να έχωμεν αφήσει την ύπαρξίν της να κρύπτεται από τα μάτια μας, τούτο προέκυψεν από έλλειψιν πίστεως – πίστεως εις την αποκάλυψιν ήτοι εις την μαγείαν – να έχωμεν πίστιν, ότι θα εννοήσωμεν από εδώ την πίστιν εν τη αποκαλύψει, είτε την πίστιν εν τη μαγγανεία.

Η ιδέα δεν παρουσιάσθη ποτέ εις το πνεύμα μας εξ αιτίας του περιττεύοντος χαρακτήρος ον έχει η τάσις αυτή, η κλίσις αυτή δεν ανταπεκρίνετο εις καμμίαν ανάγκην τίποτε δεν μας επέτρεπε λοιπόν να την θεωρώμεν ως αναγκαίαν· αν η γνώσις του πρώτου ελατηρίου επεβάλλετο αφ' εαυτής, δεν θα κατορθώναμεν όμως ούτε θα κατορθώσωμεν μέχρι σήμερον να εννοήσωμεν κατά ποίον τρόπον θα ημπορούσε να χρησιμεύση εις τους σκοπούς μας. Είτε προσκαίρως είτε αιωνίως εις τους σκοπούς της ανθρωπότητος. Δεν ημπορεί ν' αρνηθή κανείς ότι η φρενολογία, όπως επίσης κατά το πλείστον και πάντα τα συστήματα της μεταφυσικής, διετυπώθη κατά την μέθοδον του εκ των προτέρων συλλογισμού. Ο άνθρωπος που σκέπτεται διά τον νουν ή τον λόγον – περισσότερον από τον άνθρωπον που περιορίζεται να εννοή και να παρατηρή – προσπαθεί να φαντασθή από παντού τα σχέδια του Θεού, και να του αποδώση σκέψεις.

Αφού αντελήφθη καλά τας προθέσεις του Ιεχωβά, κατασκευάζει επ' άπειρον συστήματα διά την φύσιν του πνεύματος. Όσον διά την φρενολογίαν, παραδείγματος χάριν, έχομεν κατά πρώτον λόγον καθορίσει – όπως είναι εξ άλλου φυσικόν – ότι η πρόθεσις της προνοίας ήτο να τρώγη ο άνθρωπος. Εδώκαμεν λοιπόν εις τον άνθρωπον έν όργανον τροφής, και το όργανον αυτό είναι το μαστίγιον με το οποίον ο Θεός αναγκάζει τον άνθρωπον να τρώγη, είτε θέλει, είτε δεν θέλει.

Η δευτέρα μας ανακάλυψις απέδιδεν εις τα σχέδια του Θεού και τον σκοπόν που είχε διά τον άνθρωπον προς διαιώνισιν του είδους του, και κατά πλειονοψηφίαν σχεδόν, εύρομεν εις τον σκοπόν αυτόν την έδραν πάσης συμπαθείας· και ούτω καθεξής διά την βιοπάλην, την ιδεολογίαν, την δημιουργικότητα· κάθε όργανον με μια λέξι ανταπεκρίνετο είτε εις ένα ηθικόν ένστικτον, είτε εις επιτηδειότητα καθαρώς πνευματικήν. Και εις την τοιαύτην κατανομήν των νόμων της ανθρωπίνης δράσεως, οι μαθηταί του Σπουρτσχάιμ αδίκως ή παραλόγως, γενικώς ή ειδικώς, δεν έκαμαν άλλο παρά ν' ακολουθήσουν, τουλάχιστον κατ' αρχήν, τα ίχνη των προηγουμένων των, καθορίζοντες κάθε σημείον εξ υπαγωγής κατά την ιδέαν μιας εκ των προτέρων γνωστής μοίρας των ανθρώπων, και λαμβάνοντες ως βάσιν τους σκοπούς του Δημιουργού.

Φρονιμώτερα και ασφαλέστερα θα ήτο να θεμελιώσουν την ταξινόμησιν αυτήν (εάν και πάλιν είναι αναγκαία η τάξις) επί του γεγονότος ότι πολλαί πράξεις του ανθρώπου προέρχονται εκ συνηθείας, καί τινες άλλαι είναι εξαιρετικαί, και μόνον εξαιρετικαί, αντί να την θεμελιώσουν επί της ιδέας, ότι η θεότης προέγραψεν εκ των προτέρων την εκπλήρωσιν των γεγονότων τούτων. Εάν δεν δυνάμεθα να μάθωμεν τον Θεόν εις τα ορατά του έργα, τι θα κάμωμεν διά τα ανεξιχνίαστα σχέδιά του τα οποία προκαλούν εις την ζωήν αυτά ταύτα τα έργα; Εάν δεν δυνάμεθα να εισχωρήσωμεν εις τα αντικειμενικά του έργα, πώς θα εγνωρίζαμεν τας υποκειμενικάς διαθέσεις του και τας φάσεις της δημιουργίας του;

Εάν μετεχειρίζοντο την επαγωγήν, δηλαδή την μέθοδον εκ των υστέρων, οι φρενολόγοι θα παρεδέχοντο ως έμφυτον και κύριον νόμον της ανθρωπίνης δράσεως κάτι το παράδοξον, το οποίον θα το ωνομάζαμεν &διαστροφήν&, εκτός εάν υπάρχη και άλλη λέξις η οποία χαρακτηρίζει καλύτερα την σκέψιν μου. Με την σημασίαν που αντιλαμβάνομαι την λέξιν αυτήν, φανερώνει αύτη πραγματικώς ένα ελατήριον άνευ αιτίου, ένα αίτιον στερούμενον αιτίας. Σύμφωνα με την υποβολήν εργαζόμεθα χωρίς καταληπτόν σκοπόν, ή άλλως διότι τα λόγια αυτά θα φανούν αναμφιβόλως αντικρουόμενα ημπορώ να μεταβάλω την πρότασιν δίδων τοιαύτην μορφήν: Σύμφωνα με την υποβολήν εργαζόμεθα διά μόνον το αίτιον άνευ ουδενός σκοπού. Θεωρητικώς δεν υπάρχει λόγος μάλλον άλογος. Αλλά πρακτικώς, τίποτε δεν είναι ισχυρότερον. Μερικά πνεύματα εις μερικάς περιστάσεις είναι απολύτως αδύνατα ν' αντισταθούν. Το γεγονός ότι αναπνέω δεν είναι δι' εμέ ακριβέστερον από αυτό: η αλήθεια είναι ότι μία οιαδήποτε πράξις, ένα κακόν ή ένα σφάλμα είναι πολλάκις η μόνη και αναντίρρητος δύναμις, η οποία μας ωθεί, και η οποία μόνη μας ωθεί εις την εκπλήρωσιν. Και αυτή η βιαία τάσις διά να κάμωμεν το κακόν από την αγάπην προς το κακόν δεν δέχεται την ανάλυσιν ή την αποσύνθεσιν εις δευτερεύοντα στοιχεία. Είναι ένα ελατήριον, ριζικόν, κύριον, – στοιχειώδες. Δεν θα παραλείψω να προσθέσω ότι, εάν η ιδική μας επιμονή προς ωρισμένην δράσιν προέρχεται εκ του ότι αισθανόμεθα ότι η επιμονή μας αύτη είναι ένοχος, η διαγωγή μας τότε είναι απλή μεταβολή των συνηθειών μας συνεπεία φρενολογικής διαμάχης. Αλλ' αρκεί μία στιγμή ν' αποκαλύψωμεν το ψεύδος της ιδέας αυτής. Η κατά φρενοπάθειαν πολεμικότης έχει ως κύριον λόγον την ανάγκην της αμύνης, οία είναι προφύλαξίς μας, λόγου χάριν, κατά του αδίκου . . . Ο νόμος ούτος αφορά αποκλειστικώς την ιδικήν μας βελτίωσιν και την επιθυμίαν προς αυτήν. Έπεται λοιπόν ότι και η επιθυμία της βελτιώσεως θα τροποποιήται εκ παραλλήλου με πάντα άλλον νόμον ο οποίος δεν θα ήτο άλλο τι ειμή μία παραλλαγή της φρενοπαθούς πολεμικότητος. Αλλ' εις την περίστασιν αυτήν, την οποίαν χαρακτηρίζω υπό το όνομα δ ι α σ τ ρ ο φ ή, όχι μόνον η επιθυμία της διατηρήσεως του γένους δεν είναι εις κίνδυνον, αλλ' απεναντίας έν αίσθημα όλως αντίθετον τώρα μόλις λαμβάνει την γένεσιν. Μία έρευνα της ιδικής μας συνειδήσεως είναι προ παντός, ο καλύτερος τρόπος ν' αρνηθώμεν το συζητούμενον επιχείρημα. Όποιος έχει πλήρη εξουσίαν επί της ψυχής του και την εξετάζει κατά βάθος, δεν δύναται ν' αρνηθή την ριζικήν υπόστασιν της περί ης πρόκειται ροπής. Είναι ολιγώτερον πασιφανής ή ακατάληπτος. Δεν ευρίσκεται ανθρώπινον ον, το οποίον εις οιανδήποτε στιγμήν της ζωής δεν εβασανίσθη, παραδείγματος χάριν από την ζωηράν επιθυμίαν του να σκανδαλίση τον ακροατήν του με περιφράσεις. Εκείνος που ομιλεί έχει την συνείδησιν ότι δυσαρεστεί, έχει την μεγαλειτέραν πρόθεσιν να ευχαριστή· είναι συνήθως σύντομος, ακριβής και διαυγής. Η μάλλον λακωνική και φωτεινή έκφρασις τού έρχεται εις τα χείλη και ζητεί να βγη. Αναγκάζεται να μεταχειρισθή βίαν διά να της απαγορεύση την δίοδον· φοβείται και θα ήθελε να προφυλαχθή την αγανάκτησιν του ακροατού. Εν τούτοις είναι υποτελής της ιδέας αυτής, η οποία με τας περιφράσεις και τας παρενθέσεις, γεννά την προστριβήν αυτήν. Η ιδέα αυτή αρκεί: η κλίσις μεταμορφώνεται εις σχέδιον, το σχέδιον εις επιθυμίαν, η επιθυμία εις ανάγκην ακατανίκητον, και η ανάγκη αυτή (με μεγάλην μας θλίψιν, διά τας συνεπείας που θα πηγάσουν) πρέπει να ικανοποιηθή. Είμεθα λοιπόν προ ενός έργου που πρέπει να εκτελεσθή εις βραχύτατον διάστημα. Δεν αγνοούμεν ότι μία επιβράδυνσις θα είναι ολεθρία. Είναι η κυρία κρίσις της υπάρξεώς μας: ως μία φωνή σάλπιγγος, μας συνιστά την άμεσον ενέργειαν και δράσιν. Καιόμεθα, αγανακτούμεν από ανυπομονησίαν να πραγματοποιήσωμεν το έργον αυτό. Η εικασία μόνη των λαμπρών αποτελεσμάτων αρκεί ν' ανάψη την ψυχήν μας. Πρέπει, πρέπει απολύτως ν' αρχίσωμεν το έργον αυτό την ιδίαν ημέραν και εν τούτοις αναβάλλομεν διά την αύριον. Διατί; Δεν ημπορούν παρά ν' απαντήσουν ως εξής: ο λόγος είναι διότι εννοούμεν ότι αυτό είναι διεστραμμένον – διά να μεταχειρισθώ την λέξιν χωρίς να δώσω και την ακριβή σημασίαν. Έρχετται η αύριον και μαζί με αυτήν μία μεγαλειτέρα ανησυχία η οποία μας ωθεί να πράξωμεν το καθήκον μας· αλλ' εν όσω αυξάνει αυτή η στενοχωρία, υπάρχει μία ανώνυμος και αληθώς τρομακτική επιθυμία, σχεδόν απαραβίαστος, μία ακόρεστος επιθυμία ν' αυξήσωμεν ακόμη την αναβολήν μας. Κάθε στιγμή που περνά αυξάνει και την δύναμιν της επιθυμίας αυτής. Διαθέτομεν ακόμη μίαν τελευταίαν ώραν προς δράσιν. Φρικιώμεν υπό την βίαν της μάχης, η οποία θέτει εν ημίν εις αγώνα το ωρισμένον και το αόριστον, την πραγματικότητα και την σκιάν. Αλλ' εάν η μάχη έφθασεν εις αυτό το σημείον, τότε θα υπερισχύση η σκιά, μάτην δε αγωνιζόμεθα. Η καμπάνα αντηχεί, είναι η πένθιμος κωδονοκρουσία της παρελθούσης ευτυχίας μας. Είναι ακόμη η κραυγή του πετεινού διά την σκιάν που τόσον μας παρέλυσεν. Ίσταται, σβύνεται, είναι η απελευθέρωσις! Η παλαιά δράσις μας ενεφανίσθη. Θα εργασθώμεν του λοιπού. Αλλοίμονον! Είναι πολύ αργά!

Είμεθα ορθοί εις το χείλος ενός κρημνού. Αισθανόμεθα την άβυσσον και μας πιάνει ζαλάδα και ίλιγγος. Το πρώτον μας μελέτημα είναι ν' απομακρυνθώμεν από τον κίνδυνον. Αλλά χωρίς κανένα πιθανόν αίτιον παραμένομεν εις την θέσιν. σιγά-σιγά, και διαδοχικώς, η ζάλη μας, ο ίλιγγός μας και η φρίκη μας πυκνούνται εις το σκοτεινόν νέφος ενός αμνημονεύτου αισθήματος. Με διαβαθμίσεις μάλλον ανεπαισθήτους ακόμη, το νέφος αυτό λαμβάνει μίαν μορφήν, όπως ο ατμός επάνω από την φιάλην οπόθεν αναβρύει το πνεύμα των χιλίων και μιας αραβικών νυκτών. Αλλ' από το πνεύμα μας, εις το χείλος της αβύσσου βγαίνει μία μορφή επί μάλλον και μάλλον απτή και τρομερά και όλα τα πνεύματα και όλοι οι δαίμονες των παραμυθιών· και εν τούτοις δεν είναι παρά μία ιδέα, αλλά μία ιδέα τρομερά, μία ιδέα που παγώνει μέχρι του μυελού των οστέων σας, και σας υποβάλλει τας αγρίας ηδονάς της φρίκης. Απλούστατα είναι η σκέψις του τι θα αισθανθώμεν πίπτοντες από ένα τόσον μεγάλο ύψος. Και η πτώσις αυτή, η αιφνίδια εκμηδένισις, διά μόνην την αιτίαν ότι παράγεται απ' αυτήν το μάλλον οδυνηρόν και το μάλλον φρικώδες από όλα τα φρικώδη και όλα τα φοβερά οράματα του θανάτου και της θλίψεως, όσα ποτέ παρουσιάσθησαν εις την φαντασίαν μας – διά μόνην αυτήν την αιτίαν μας είναι επιθυμητή έκτοτε υπερβολικά. Και το γεγονός ότι η κρίσις μάς απομακρύνει από το χείλος της αβύσσου μας προσεγγίζει εις αυτήν με μεγαλυτέραν δύναμιν. Δεν υπάρχει πάθος εις την φύσιν σατανικώτερον και μάλλον ανυπόμονον από το πάθος ενός ανθρώπου, ο οποίος, ενώ φρικιά εις το χείλος μιας αβύσσου, ονειρεύεται να πέση εις αυτήν. Το να σκεφθώμεν τώρα, ή να προσπαθήσωμεν να σκεφθώμεν, έστω και μίαν στιγμήν, σημαίνει ότι θα καταστραφώμεν αναντιρρήτως, διότι η σκέψις μας πιέζει ν' αποφύγωμεν τον κίνδυνον, και αυτή αρκεί πάλιν να μας καταστήση ανικάνους. Εάν δεν ευρίσκεται εκεί ο βραχίων ενός φίλου να μας συγκρατήση, ή, εάν δεν προβώμεν αιφνιδίως εις μίαν προσπάθειαν οπισθοχωρήσεως, θα κρημνισθώμεν αυθωρεί και θα συντριβώμεν.

Αναλύοντες τας πράξεις αυτάς και όλας τας άλλας του αυτού είδους, θα παρατηρήσωμεν ότι προέρχονται μόνον εκ του πνεύματος &της διαστροφής&. Εννοούμεν ότι δεν πρέπει να τας πραγματοποιήσωμεν, και είναι ο μόνος λόγος διά τον οποίον τας πραγμαποιούμεν. Πέραν του λόγου αυτού δεν ημπορούμεν να εύρωμεν νοητόν νόμον και θα ημπορούμεν ανεπιφυλάκτως να θεωρήσωμεν την διαστροφήν αυτήν ως μίαν απ' ευθείας υποβολήν του βασιλέως του Άδου, εάν δεν υπήρχε βεβαιωμένον ότι είς τινας περιστάσεις γίνεται αύτη χάριν του καλού.

***

Ό,τι σας ανέπτυξα διεξοδικώς, σας το ανέπτυξα διά να μου επιτρέψετε οπωσδήποτε να σας απαντήσω εις το ερώτημά σας – να σας εξηγήσω διατί είμαι εδώ και να σας καταστήσω γνωστόν το τι δύναται επί του παρόντος να δικαιολογήση τα δεσμά αυτά, διά των οποίων τυραννούμαι, και την παρουσίαν μου εις το κελλί αυτό του καταδίκου. Άνευ των μακρών αυτών εξηγήσεων ή δεν θα με είχετε εννοήσει καθ' όλην την γραμμήν, ή μάλλον, όπως όλος ο κόσμος, θα με εκλάβετε ως τρελλόν.

Και ιδού σεις, διά ν' απαλλαγήτε ευκολώτερα από εμέ, θα με θεωρήσετε ότι είμαι ένα από τα άπειρα θύματα του δαίμονος της &διαστροφής&. Δεν υπάρχει άλλη πράξις που να εμελετήθη μάλλον επισταμένως. Επί εβδομάδας όλας, επί μήνας, εστάθμισα τους διαφόρους τρόπους προς πραγματοποίησιν της δολοφονίας αυτής Απεμάκρυνα πολλά σχέδια, διότι η εκτέλεσίς των ενείχεν έστω και έν ενδεχόμενον ανακαλύψεως. Μίαν ημέραν τέλος, όταν εδιάβαζα γαλλικά απομνημονεύματα, συνήντησα περίπτωσιν ασθενείας οιονεί θανατηφόρου, που επήλθεν εις μίαν κυρίαν Πιλώ, εξ αιτίας ενός τυχαίως δηλητηριώδους κηρίου. Αμέσως η ιδέα αυτή εδέσποσε της φαντασίας μου. Εγνώριζα ότι το θύμα μου είχε την συνήθειαν να μελετά κλινήρες. – Εγνώριζα εξ άλλου ότι το δωμάτιόν της ήτο πνικτικόν και κακώς αερισμένον. Αλλά δεν είναι ανάγκη να σας επιβαρύνω με ανωφελείς λεπτομερείας, ούτε να σας περιγράψω τα εύκολα στρατηγήματα διά των οποίων κατώρθωσα ν' αντικαταστήσω το κηρί του κηροπηγίου με άλλον ιδικόν μου. Την επαύριον πρωίαν εύρον το πρόσωπον νεκρόν εις το κρεββάτι, και η ιατροδικαστική γνωμάτευσις ήτο ότι: «απέθανεν από την επίσκεψιν του Θεού».

 

Εκληρονόμησα την περιουσίαν του και εκαλοπερνούσα επί πολλά έτη. Ούτε μίαν φοράν δεν επέρασεν από το μυαλό μου ότι ήτο δυνατόν ν' ανακαλυφθή το έγκλημα. Εξηφάνισα επιμελώς και τα υπόλοιπα του κηρίου. Δεν άφησα να υπάρχη ούτε η παραμικροτέρα σκιά υπονοίας, ούτε κατά φαντασίαν, ότι εγώ εδολοφόνησα την γυναίκα. Δεν ημπορεί να φαντασθή κανείς τι μεγάλο αίσθημα ικανοποιήσεως εβλάστανεν εις την καρδίαν μου όταν εφανταζόμην την τελείαν ευμάρειαν της καταστάσεώς μου. Επί πολύ ακόμη εσυνήθισα να ευχαριστούμαι εις το αίσθημα αυτό. Μου παρείχε μεγαλυτέρας ευχαριστήσεις από όλα τα υλικά καλά που το έγκλημα μού έγινεν η πηγή των. Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον ήλθεν η στιγμή όπου η ευχαρίστησις αυτή μετεβλήθη σχεδόν με ανεπαισθήτους βαθμούς εις μίαν τυραννικήν και διεστραμμένην σκέψιν, και η οποία με εκούραζε διότι με ηνώχλει. Μόλις μου επέτρεπε μίαν στιγμήν αναπαύσεως. Είναι πράγμα κοινότατον να έχωμεν τα αυτιά μας κουρασμένα ή μάλλον την μνήμην από ένα είδος βόμβου, ως αντήχησιν ενός αθλίου άσματος, ή κομματιού όπερας με χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Και η νευρική ταραχή δεν είναι μικροτέρα όταν το τραγούδι έχει μίαν ιδικήν του αξίαν, ή εάν το ύφος της όπερας έχη κάποιαν αξίαν.

Έτσι λοιπόν ήρχισα να μελετώ και εγώ την ευμάρειάν μου και να επαναλαμβάνω με χαμηλήν φωνήν την φράσιν αυτήν : «Δεν έχω τίποτε να φοβηθώ».

Μίαν ημέραν, όταν περιεφερόμην κατά μήκος των οδών, επρόφερα σχεδόν με υψηλήν φωνήν τας συνήθεις συλλαβάς. Με μίαν ασυνήθη ευστροφίαν τας επανέλαβα υπό νέαν μορφήν. Δεν έχω να φοβηθώ, – δεν έχω τίποτε να φοβηθώ – μάλιστα, – εφ' όσον δεν θα κάμω την ανοησίαν να καταγγελθώ εγώ ο ίδιος.

Μόλις απήγγειλα τας λέξεις αυτάς, οπότε ένοιωσα να μου περνά πάγος την καρδιά μου.

Είχα μορφώσει κάποιαν πείραν από τας εξάρσεις αυτάς της διαστροφής, αι οποίαι μ' εβασάνιζαν όταν επεχείρουν ν' αναλύσω την φύσιν, και δεν υπωπτευόμην καν ότι δεν θα ημπορούσα καθ' οιονδήποτε λόγον να κατανικήσω τας επιθέσεις των. Και ιδού ότι η πρόσκαιρος αυθυποβολή – το δυνατόν του να καταγγελθώ ο ίδιος – με συνώρευε με την σκιάν αυτήν του θύματός μου και με τραβούσε προς τον θάνατον. Πρώτα-πρώτα επεχείρησα ν' αποσείσω τον λήθαργον αυτόν. Ήρχισα να βαδίζω νευρικά – γρηγορώτερα – ταχύτερα ακόμη – και τέλος ήρχισα να τρέχω. Εδοκίμασα την καταστρεπτικήν ανάγκην να φωνάξω με όλας μου τας δυνάμεις. Κάθε επιδρομή νέας σκέψεως μου προσέθετε και νέους τρόμους. Διότι, αλλοίμονον, ήξευρα πολύ καλά ότι πάσα σκέψις, εις την κατάστασιν που ήμουν, εσήμαινε και την καταστροφήν μου. Σαν ένας τρελλός, επηδούσα από τους δρόμους γεμάτους από ανθρώπους. Τέλος οι διαβάται ετρόμαξαν και ήρχισαν να με καταδιώκουν. Καταλάβαινα τότε ότι η δυστυχία μου επλησίαζεν. Εάν ημπορούσα να ξεσχίσω την γλώσσαν μου θα το έκαμνα. Αλλά μία αγρία φωνή ήχησεν εις τα αυτιά μου, και ένα χέρι ακόμη αγριώτερον με άρπαξεν από τον ώμο. Εγύρισα πίσω, εζήτησα ν' αναπνεύσω και πάλιν. Μίαν στιγμήν υπέστην όλην την φρίκην του πνιγμού· έγινα τυφλός, κουφός, ανόητος· και μοι εφάνη ότι ένας δαίμων αόρατος μου έδινεν από πίσω μια γερή γροθιά. Το μυστικόν, που τόσον καιρόν ήτο κρυμμένον, εβγήκεν από την ψυχήν μου.

Φαίνεται ότι εξεφράσθην με μίαν πολύ καθαράν φωνήν, με ένα διαυγή τονισμόν, και με μίαν μεγάλην ταχύτητα, ωσάν εφοβούμην μήπως διακοπώ προ του τέλους της σύντομης διακηρύξεώς μου, αλλά και θεμελιώδους, αφού με έκαμνε λείαν του δημίου και του Άδου.

Όταν είπα παν ό,τι ήτο αναγκαίον διά να πείσω πληρέστατα την δικαιοσύνην, έπεσα με τα μούτρα χάμω, λιπόθυμος.

Αλλά διατί να είπω περισσότερα; Τώρα ιδού φορτωμένος αλυσίδες εις την φυλακήν αυτήν. Αύριον θα είμαι ελεύθερος. Αλλά πού;

Χοπ-Φρωγκ

Δεν εγνώρισα ποτέ πρόσωπον έχον μεγαλυτέραν από τον βασιλέα αυτόν κλίσιν εις τας απολαύσεις της φάρσας. Εφαίνετο ότι δεν ζη παρά διά να κάμνη φάρσας. Το να διηγηθή κανείς μίαν ιστορίαν του είδους αυτού, και να την διηγηθή μάλιστα καλώς, ήτο η ασφαλεστέρα οδός προς την εύνοιάν του.

Και ιδού πώς εφρόντιζε οι επτά υπουργοί του να είναι βαρυσήμαντοι άνθρωποι τόσο με υπουργικό ταλέντο, όσο και ως φαρσέρ. Όλοι ήσαν ζωηραί αντιγραφαί της Α. Μεγαλειότητος, τόσον διά το πλάτος των, την πολυσαρκίαν των και το ξύγκι των, όσον και διά τα αμίμητα ταλέντα των ως κωμικά πρόσωπα. Ότι πρέπει να είναι κανείς χονδρός διά να κάνη φάρσας, ή ότι να υπάρχη ίσως ωρισμένον το πάχος, το οποίον και μόνον διαθέτει διά την φάρσαν, ποτέ δεν ευρέθην εις κατάστασιν να το λύσω· αλλ' είναι πλέον ή βέβαιον ότι ένας λεπτοκαμωμένος farceur είναι ένα rara avis in terris.

Δι' ό,τι ανήκει εις τας λεπτάς υποχρεώσεις του κωμικού ο βασιλεύς δεν είχε καμμίαν σκοτούραν. Όσον διά την φάρσαν, την έκρινε περισσότερον διά το πλάτος, και ευχαριστείτο διά το μήκος της από έρωτα προς την τέχνην. Αι λεπτότητες τον εκούραζαν. Προτιμότερον ανάστημα εθεώρει τον Γαργαντούα του Ραμπελαί και τον Ζαντίκ του Βολταίρου, και υπεράνω όλων αι φάρσαι με δράσεις ήσαν προτιμότεραι κατά την αισθητικήν του παρά αι ευθυμολογίαι με λόγια.

Εις την εποχήν που αναφέρεται η ιστορία μου, οι επιστημονικοί γελωτοποιοί δεν ήσαν ακόμη τότε του συρμού. Πολλαί μεγάλαι «δυνάμεις» της Ευρώπης είχον ακόμη τους τρελλούς των, οι οποίοι έφερον ακόμη ενδύματα κεντημένα με κουδουνιστά βραχιόλια, και οι οποίοι έπρεπε να ήσαν πάντοτε έτοιμοι να παρέχουν αμέσως επίκαιρα σκώμματα ως αντάλλαγμα των δώρων, τα οποία έπιπτον από το βασιλικό τραπέζι.

Ο βασιληάς μας, αν και δεν είναι ανάγκη να το είπωμεν, είχε τον τρελλόν του. Είναι γεγονός δε, εάν κάποια ανάγκη του επέβαλλεν ένα είδος τρέλλας, ότι αύτη ήρχετο ως αντιστάθμισμα προς την βαρετήν σοφίαν των επτά σοφών του υπουργείου του – διά να εξαιρέσωμεν τον ίδιον. – Εν τούτοις ο τρελλός του, ο από μελέτης γελωτοποιός του, δεν ήτο άλλο παρά τρελλός. Η αξία του, στα μάτια του βασιληά, ετριπλασιάζετο από το παράστημά του που ήταν νάνο και καμπούρικο. Οι νάνοι την εποχήν αυτήν ήσαν τόσον κοινοί εις τας βασιλικάς αυλάς όσον και οι τρελλοί, και πολλοί μονάρχαι δεν ήξεραν πώς να περάσουν τας ημέρας των, τας ημέρας αυτάς που είναι, καθώς γνωρίζομεν, αισθητώς μακρότεραι εις την αυλήν παρά παντού αλλού – εάν δεν είχαν ένα γελωτοποιόν που να τους κάνη να γελάσουν, και ένα νάνον εις βάρος του οποίου να δύνανται να γελάσουν. Αλλά, όπως και άλλοτε είπα, συμβαίνει ενενήκοντα φοράς τοις εκατόν οι γελωτοποιοί να είναι πυγμαίοι, στρογγυλοί και ογκώδεις, και ως εκ τούτου διά τον ιδικόν μας βασιληά ήτο μοναδική ευκαιρία να ευχαριστήται να έχη ως Χοπ-Φρωγκ (το όνομα του τρελλού) ένα τριπλούν θησαυρόν εις ένα και μόνον πρόσωπον.

Συμπεραίνω εκ των προτέρων ότι το όνομα αυτό του Χοπ-Φρωγκ δεν εδόθη εις τον νάνον από εκείνους που τον εκράτησαν εις τα χέρια των κατά την βάπτισιν· το όνομα αυτό εδόθη με την καθολικήν ψήφον όλου του υπουργείου, διότι ήτο ανίκανος να βαδίζη όπως όλος ο κόσμος. Πραγματικώς ο Χοπ-Φρωγκ δεν μπορούσε να κινηθή εάν δεν έκαμνε μίαν απόπειραν κινήσεως – κάτι τι σχετικόν μεταξύ του πηδήματος και του πισοσυρμού – μίαν κίνησιν η οποία ήτο διά τον βασιλέα αστείρευτος πηγή ιλαρότητος και, φυσικά, μία αυτοπρόσωπος ευχαρίστησις, διότι (παρά το πλάτος και τον γελοίον σχηματισμόν του προσώπου του) ο μονάρχης αυτός εθεωρείτο δι' όλην την αυλήν ως τελείως διαμορφωμένος.