Tasuta

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

Tekst
Autor:
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΠΡΑΞΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΣΚΗΝΗ Α’

ΜΕΝΕΛΑΟΣ και ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Είναι δεινή η τόλμη σου αυτή, Μενέλαε, και απρεπής.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Φύγε απ' εδώ ! η πίστις σου προς τον κύριόν σου υπερβαίνει παν
μέτρον.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Δεν εννοείς, ότι κατηγορών με διά τούτο, μ' επαινείς ;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Θα σε κάμω να κλαύσης, εάν εξακολουθήσης πράττων ό,τι κακώς
πράττεις.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Δεν πρέπει ν’ ανοίξης το γράμμα αυτό, το οποίον κρατώ.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Αλλ’ ουδέ συ πρέπει να γίνης αίτιος ολέθρου εις όλην την Ελλάδα.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ήπαγε να συζητής περί τούτου με άλλους. Άφες την επιστολήν.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ποτέ.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Αλλ' εγώ δεν θα σου την αφήσω. Μάθε το καλώς.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Σου σπάζω την κεφαλήν δι αυτής μου της ράβδου.
 
 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Σπάσε την. Είναι τιμή ν' αποθνήσκη τις υπέρ του κυρίου του.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Άφες το γράμμα, σου λέγω. Οι δούλοι πρέπει να λέγωσιν ολίγα.
 

(Αποσπά την επιστολήν από των χειρών του δούλου).

 
ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
 

(κραυγάζων προς τον εν τη σκηνή Αγαμέμνονα )

 
Τρέξε, κύριε μου. Επετέθη κατ' εμού βιαίως ο Μενέλαος και μου
ήρπασε την επιστολήν σου από τας χείρας μου, κωφός εις τα δίκαια
παράπονά μου.
 

ΣΚΗΝΗ Β'

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τι τρέχει; Πόθεν ο θόρυβος αυτός εδώ προ της σκηνής μου ; Και
διατί αυτή η απρεπής λογομαχία;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Eμέ πρέπει ν' ακούσης ως μάλλον αξιόπιστον και όχι τούτον εδώ.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Και συ διατί ήλθες εις λόγους με αυτόν, Μενέλαε, και τον
μεταχειρίζεσαι κατ’ αυτόν τον βίαιον τρόπον;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Προς εμέ στρέψον το βλέμμα, αν θέλης να μάθης την αιτίαν.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Μήπως νομίζεις ότι εγώ, ο υιός του Ατρέως, φοβούμαι να σε ατενίσω;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Βλέπεις αυτήν εδώ την επιστολήν, η οποία περιέχει ολέθρια
πράγματα ;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Την βλέπω. Απόδος αυτήν πρώτον και ύστερον ομίλει.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Δεν θα την αποδώσω ειμή αφού πρώτον φανερώσω εις όλον το στράτευμα
των Ελλήνων ό,τι περιέχει.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Μήπως ετόλμησας να την ανοίξης και έμαθες ό,τι δεν σοι επετρέπετο
να μάθης ;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Βέβαια και να σε δυσαρεστήσω μαθών ό,τι κακόν δι αυτής έπραξας
λάθρα.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ω της αναισχυντίας σου ! Και πού συνέλαβες τον δούλον μου ;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Εκεί όπου ιστάμην περιμένων την άφιξιν της κόρης σου εξ Άργους εις
το στρατόπεδον.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Και δεν είναι αναίσχυντος πράξις αυτή, να κατασκοπεύης τα ιδικά
μου πράγματα;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ήμην ελεύθερος να έχω αυτήν την περιέργειαν. Δεν είμαι βέβαια
δούλος σου εγώ.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ω ! ποίον θράσος ! Μήπως έχεις την αξίωσιν να ελέγχης το πώς εγώ
θέλω να διοικώ τα του οίκου μου ;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ναι, διότι βλέπω ότι είναι ύπουλοι αι σκέψεις σου και άλλα μεν
λέγεις τώρα, άλλα δ' έπραξας και άλλα μελετάς να πράξης.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δεν σου αμφισβητώ την κομψότητα των λόγων. Των πονηρών η γλώσσα
έχει τέχνην ζηλευτήν.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Όσον ο άστατος νους αδικεί και κλονίζει την πίστιν των φίλων. Ναι,
θέλω να σ' ελέγξω και ας μη σε παραφέρη η οργή, ώστε ν' αποφεύγης
την αλήθειαν. θα σοι ομιλήσω σαφώς και συντόμως. Ενθυμείσαι καθ'
ον χρόνον προσεπάθεις να λάβης την αρχηγίαν των Ελλήνων προς το
Ίλιον, φαινόμενος μεν προς αυτήν αδιάφορος, πράγματι όμως επιθυμών
και επιδιώκων αυτήν πάση δυνάμει, πόσον ταπεινώς εφέρεσο προς
πάντας; Ενθυμείσαι πόσον ήσο τότε δαψιλής εις χειραψίας, ότι τας
θύρας του ανακτόρου σου είχες εις πάντα πολίτην ανοικτές και
εχαιρέτιζες ανεξαιρέτως όλους, και αυτούς ακόμη τους μη θέλοντας,
ζητών με τους φιλόφρονας εκείνους τρόπους ν' αγοράσης το αξίωμα;
Όταν όμως κατώρθωσες να λάβης το αξίωμα τούτο, ω, τότε αμέσως
μετεβλήθη το ήθος σου. Δεν ήσο πλέον φίλος προς τους φίλους τους
προτέρους. Εκλείσθης εις τον οίκον σου και δυσκόλως και σπανίως
ηδύνατο τις να σε πλησιάση. Οι άνδρες όμως οι χρηστοί και οι
μεγαλεπήβολοι δεν πρέπει να μεταβάλλωσιν ούτω τρόπους
συμπεριφοράς, αλλά τότε μάλιστα οφείλουσι να ήναι σταθεροί προς
τους φίλους, όταν ευτυχούντες δύνανται και να ωφελώσιν αυτούς. Και
ιδού ότι ευθύς εξ αρχής εδείχθης κακός. Όταν δε ήλθες εδώ εις την
Αυλίδα και ο πανελλήνιος στρατός ηναγκάσθη να μείνη εδώ ελλείψει
ουρίου άνεμου, οι δε Έλληνες ηξίουν να διαλυθή ο στόλος, ίνα μη
ανωφελώς καθήμεθα εδώ, συ κατάπληκτος και αμηχανών προ της θείας
ταύτης συμφοράς, ένεκα της οποίας έχανες την ευκαιρίαν της
φιλοδοξίας σου, όπως, άρχων χιλιαρίθμου στόλου, καλύψης διά
δοράτων την πεδιάδα του Πριάμου, ήρχεσο και με ηρώτας «Τι να
πράξω; Πως να εύρω τρόπον να μη χάσω την αρχηγίαν ταύτην και την
εξ αυτής μεγίστην δόξαν;» Όταν δε ο Κάλχας εχρησμοδότησε να
θυσιάσης την κόρην σου εις την Αρτέμιδα και τότε μόνον θ'
αποπλεύση ο στόλος, συ μετά χαράς εδέχθης να θυσιάσης την κόρην.
Και τότε, ουδενός αναγκάζοντος – μη το αρνηθής – αλλ'
αυτοπροαιρέτως και προθύμως συ ο ίδιος εμήνυσας προς την γυναίκα
σου να στείλη την κόρην σου εδώ υπό την πρόφασιν ότι θα δώσης
αυτήν εις γάμον προς τον Αχιλλέα. Και όμως ύστερον μεταμεληθείς
συλλαμβάνεσαι τώρα άλλα γράφων, ότι, δηλαδή ουδέποτε θα γίνης
φονεύς της θυγατρός σου. Ο αήρ, όστις μας περιβάλλει ταύτην την
στιγμήν, είναι αυτός εκείνος, όστις ήκουσεν όσα είπας τότε. Ω,
πόσοι άλλοι πράττουσιν ό,τι και συ χάριν των υψηλών αξιωμάτων! Και
ενώ ιδία προαιρέσει αναρριχώνται και κατακτώσιν αυτά, ύστερον
αισχρώς υποχωρούσιν άλλοτε μεν παρασυρόμενοι υπό μωρών συμβουλών
των κολάκων, άλλοτε δε και κατ' ανάγκην, ως ανάξιοι να κυβερνήσωσι
το κράτος των. Κρίμα εις την ταλαίπωρον Ελλάδα, ήτις, θελήσασα ν'
αποδυθή εις ένδοξον αγώνα, θα υποχωρήση τώρα αφίνουσα τους
ουτιδανούς αυτούς βαρβάρους να την εμπαίζωσι γελώντες εξ αιτίας
σου και της κόρης σου ! Ένεκα προσωπικών υποχρεώσεων ποτέ δεν
πρέπει ν’ αναγορεύη τινά ο πολίτης προστάτην της χώρας του ούτε
στρατηγόν. Ο στρατηλάτης πρέπει να έχη νουν, άρχων δε της πόλεως
δύναται νάναι μόνος ο συνετός ανήρ.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Μέγα κακόν η μεταξύ αδελφών έρις και λογομαχία.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Άκουσον τώρα και εμέ να σοι είπω συντόμως δυσαρέστους αληθείας,
χωρίς να σε προσβλέπω με βλέμμα εξ ίσου επηρμένον και αναιδές,
αλλά πολύ μετριοπαθέστερον, διότι είσαι αδελφός μου, ο δε χρηστός
ανήρ ευλαβώς πάντοτε φέρεται. Ειπέ μοι, σε παρακαλώ, πόθεν αυτή
σου η παραφορά και οι πλήρεις οργής φλογοβόλοι οφθαλμοί σου; Ποίος
σε αδικεί ; Τι ζητείς; θέλεις να έχης ωραίαν γυναίκα; Δεν δύναμαι
να σοι την δώσω, αφού, όταν την είχες, κακώς την εφύλαξας. Έπειτα
πως θέλεις να τιμωρηθώ εγώ ο μη πταίσας διά τα ιδικά σου σφάλματα
; ή μήπως ενοχλεί τον εγωισμόν σου η φιλοδοξία μου ; θέλεις να
έχης εις τας αγκάλας σου ωραίαν γυναίκα και, διά να το κατορθώσης,
παραβλέπεις πάσαν λογικήν και πάσαν ευπρέπειαν. Αλλά βεβαίως του
κακού ανδρός κακοί είναι και οι πόθοι. Είμαι άραγε παράφρων εγώ,
διότι κακήν άπαξ απόφασιν λαβών μετεμελήθην ύστερον φρονιμώτερον
σκεφθείς ; ή μήπως συ μάλλον παραλογίζεσαι θέλων ν' ανακτήσης
άπιστον σύζυγον, την οποίαν πρέπει να ευχαριστής τον θεόν ότι
σου την αφήρεσεν; Εάν ώμοσαν τότε τον Τυνδάρειον όρκον οι
ερωτόληπτοι μνηστήρες, δεν το έπραξαν βέβαια ούτε διά της ιδικής
σου ενεργείας ούτε προς χάριν σου? το έπραξαν διότι έκαστος ήλπιζε
δι’ εαυτόν. Λάβε λοιπόν αυτούς τώρα και εκστράτευσον, αν θέλης.
Είναι μωροί και επομένως έτοιμοι να σε ακολουθήσωσι. Δεν είναι
όμως άφρων ο θεός, αλλ' εννοεί καλώς και διακρίνει τους
κατηναγκασμένους και κακώς δοθέντας όρκους. Δεν θα θανατώσω δε τα
τέκνα μου εγώ, διά να δώσω εις σε την άδικον ευχαρίστησιν να
εκδικήσης την αρπαγήν μιας αθλίας συζύγου, ενώ εμέ θα
κατασπαράττωσι νυχθημερόν ο πόνος και τα δάκρυα, ότι έχυσα το αίμα
της προσφιλούς μου θυγατρός ως κακούργος. Σοι ωμίλησα συντόμως και
σαφώς, θα πράξω δε το πρέπον ως προς τ’αφορώντα εις εμέ, εάν δεν
θελήσης να συνετισθής.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Αντίθετα ταύτα προς τα πρότερον ρηθέντα, αλλ' ορθότερα, διότι οι
γονείς πρέπει βέβαια να προστατεύωσι τα τέκνα των.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Οίμοι! Eνόμιζον ο δυστυχής ότι είχον φίλους και όμως ηπατώμην.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Θα είχες τοιούτους, εάν δεν εζήτεις να τους καταστρέψης.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Και πώς άλλως θα μοι δείξης ότι συ και εγώ εγεννήθημεν εκ του
αυτού πατρός ;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Φρονίμως μετά σου συμπράττων αλλ' όχι και συμπαραλογιζόμενος.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Οι αληθείς φίλοι συμπονούσιν εις τας συμφοράς των φίλων των.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ζήτει παρ' εμού δικαίως ό,τι θέλεις, αλλά μη με λυπείς παραλόγως.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Δεν εννοείς λοιπόν ότι ο πόνος μου είναι πόνος όλων των Ελλήνων ;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εκ θείας, ως φαίνεται, οργής νόσος φρενών κατέχει και σε και όλην
την Ελλάδα.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Υπερηφανεύου λοιπόν διά την αρχηγίαν σου και ότι επρόδωκας τον
αδελφόν σου. Όσον δι' εμέ, θα ζητήσω άλλο μέσον και εις άλλους
φίλους, αληθείς εκείνους, θα προσφύγω.
 

ΣΚΗΝΗ Γ’

ΑΓΓΕΛΟΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
Αρχηγοί των Πανελλήνων, ήλθον εδώ εκ Μυκηνών συνοδεύων την
Ιφιγένειαν, την κόρην σου• ήλθε δε μετ' αυτής και η μήτηρ της, η
σύζυγος σου Κλυταιμνήστρα, και ο υιός σου Ορέστης. Πόσον θα χαρής
ότι θα τους ίδης μετά τόσον μακράν από της πατρίδος σου αποδημίαν
! Επειδή όμως ο δρόμος ήτο πολύς, έμειναν ίν' αναπαυθώσι παρά τα
δροσερά ύδατα πηγής, αυταί και οι ίπποι, και εκάθισαν να
προγευματίσωσιν επί της χλόης του λειμώνος, εγώ δε μόνος ήλθον προ
αυτών, ίνα σοι αναγγείλω τούτο. Γνωρίζει δε ήδη ο στρατός την
άφιξιν της θυγατρός σου, διότι διεδόθη αμέσως η φήμη και έρχονται
πολλοί ίνα ίδωσι την κόρην σου. Τους ευτυχείς ανθρώπους, βλέπεις,
όλοι τιμώσι και σπεύδουν να τους ίδουν. Διά να έλθη, λέγουν, η
κόρη του εδώ, φαίνεται ότι περί γάμου τινός πρόκειται ή κάτι άλλο
θα συμβαίνη, εκτός αν ο βασιλεύς Αγαμέμνωνέφερε την κόρην του
ποθήσας να την επανίδη. Άλλοι δε πάλιν έλεγον ότι έφερον την νέαν
εις προτελετήν του γάμου της εδώ παρά τη θεά της Αυλίδος Αρτέμιδι.
Αλλά ποίος άραγε να ήναι ο γαμβρός; Εμπρός λοιπόν, ετοίμασον τα
κάνιστρα διά την θυσίαν. Στεφανώσατε με άνθη την κεφαλήν. Συ δε,
άναξ Μενέλαε, ετοίμαζε τα της τελετής του γάμου, και ας ηχήσουν οι
αυλοί εις το στρατόπεδον και ο έρρυθμος κτύπος των ποδών, διά το
χαρμόσυνον αυτό της κόρης γεγονός.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Αρκούσι ταύτα. Τώρα είσελθε εις την σκηνήν και ας διευθετήση τα
λοιπά η καλή τύχη.
 

(Ο Άγγελος απέρχεται).

ΣΚΗΝΗ Δ'

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ, ΧΟΡΟΣ

 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Οίμοι! Τι να είπω τώρα ο ταλαίπωρος ; Πόθεν ν’αρχίσω ; Ω, εις ποία
μαύρα βάραθρα έπεσα! θεός δυσμενής, αλλά πολύ σοφώτερος, όλα τα
σχέδια μου κατεσύντριψε. Πόσον προτιμότερον να γεννηθή τις εκ
γένους ταπεινού ! Κλαίει ελευθέρως και ανακουφίζεται τουλάχιστον
εκφράζων ό,τι αισθάνεται. Αλλ' εις ημάς τους ευγενούς καταγωγής,
ουδέν εκ τούτων επιτρέπεται. Επαιρόμεθα διά τον όγκον του γένους
μας, ενώ ουδέν άλλο είμεθα ειμή δούλοι του άλλου. Ιδού τώρα εγώ ως
βασιλεύς μεν εντρέπομαι να δακρύσω, ως πατήρ δ' εντρέπομαι να μη
δακρύσω υπό την θύελλαν αυτήν των συμφορών. Τι να είπω τώρα προς
την μητέρα της, πώς να την δεχθώ ; Με ποίον βλέμμα θα την ατενίσω,
αυτήν, ήτις απρόσκλητος ελθούσα εδώ συνεπλήρωσε την δυστυχίαν μου;
Και όμως τι το φυσικώτερον να συνοδεύση η μήτηρ την κόρην της
ερχομένην εις την χαράν του γάμου της και να παραδώση φαιδρά και
ευτυχής το προσφιλές της τέκνον εις εμέ τον πατέρα του, τον
κακούργον πατέρα ; Και τι θα είπω προς την κόρην μου, την
ταλαίπωρον παρθένον ; Παρθένον είπα ; Αλλά μόλις έλθη εδώ θα την
αρπάσει εις τας αγκάλας του ως σύζυγον ο Αδης. Και αυτή, ικέτις
προ εμού, θα μοι είπη:– Πατέρα μου, θέλεις λοιπόν να με θανατώσης
συ; Αυτός είναι ο γάμος, τον οποίον μοι ητοίμαζες; Ω! είθε και συ
και πας φίλτατός σου τοιούτους γάμους να τελέσητε. –Και ο Ορέστης
μου παρών θα κλαίη χωρίς να εννοή, νήπιον ακόμη το πτωχόν. Ω, εις
ποίαν φρικώδη συμφοράν μ’έρριψε του Πάριδος ο γάμος !
 
 
ΧΟΡΟΣ
Τον ακούω και οίκτον δι' αυτόν αισθάνομαι. Καίτοι ξένη, δεν
δύναμαι να μη λυπηθώ διά την δυστυχίαν του ξένου τούτου βασιλέως.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Αδελφέ, δος μοι να σφίγξω την χείρα σου !
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ιδού, λάβε την. Είσαι συ ο ευτυχής κ' εγώ ο άθλιος.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Εις του Πέλοπος το όνομα ορκίζομαι, πατρός του πατρός μας, και εις
του Ατρέως, όστις μας εγέννησεν, ότι σοι λέγω κατ' ευθείαν απ'
αυτής της καρδίας μου αμιγές πάσης προσποιήσεως και προσθήκης ό,τι
φρονώ και αισθάνομαι. Είδον εκ των οφθαλμών σου ρέοντα τα δάκρυα
και εδάκρυσα και εγώ συγκινηθείς εξ οίκτου. Ανακαλώ, αδελφέ, όσους
πρότερον σοι είπον λόγους και δεν θέλω ν' αυξάνω τον πόνον σου.
Συμμερίζομαι την θλίψιν και τας σκέψεις σου και σε προτρέπω να μη
θανατώσης το τέκνον σου και να μη εξαγοράσης διά τοιαύτης θυσίας
την ιδικήν μου ευτυχίαν. Διότι είναι άδικον συ μεν να στενάζης,
εγώ δε να χαίρω, ν' αποθνήσκωσιν οι του οίκου σου και οι ιδικοί
μου ν' απολαύωσι του φωτός της ζωής. Και τωόντι, τι λείπει εις εμέ;
Εάν έχω πόθον συζύγου, μήπως δεν δύναμαι να λάβω άλλην ; Εγώ να
καταστρέψω τον αδελφόν μου διά ν' ανακτήσω την Ελένην, ν’
ανταλλάξω το αγαθόν μου αντί κακού ; Ωμίλουν προ ολίγου αληθώς ως
νέος απερίσκεπτος πριν εξετάσω και αντιληφθώ καλλίτερον τι είναι
να φονεύση τις τα τέκνα του. Αλλά τώρα, καταμετρών την φοβεράν
αλήθειαν, αισθάνομαι εις την ψυχήν μου έλεος βαθύ διά την
ταλαίπωρον κόρην, κόρην αδελφού μου, μέλλουσαν να θυσιασθή χάριν
μιας τοιαύτης συζύγου μου. Και ποία σύγκρισις δύναται να υπάρξη
μεταξύ της Ελένης και της θυγατρός σου; Όχι, ας διαλυθή και ας
απέλθη έξ Αυλίδος ο στρατός όθεν ήλθε. Συ δε, αδελφέ, παύσε
δακρύων και προκαλών και εις εμέ ομοίως δάκρυα. Εάν ο χρησμός
έδωκε και εις εμέ δικαίωμα επί της ζωής της κόρης σου, εγώ
παραιτούμαι και σοι αποδίδω το δικαίωμα τούτο. Αληθώς μεταβάλλω
όσα είπον πρότερον, αλλά το πράττω μεταπειθόμενος εξ ακαταμαχήτων
λόγων. Με μετέπεισεν η προς τον αδελφόν μου αγάπη. Είναι άξιον
χρηστού ανδρός να εκλέγη πάντοτε τα βέλτιστα.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Ιδού λόγοι ευγενείς και αρμόζοντες εις απόγονον του Ταντάλου, του
υιού του Διός. Είσαι τωόντι άξιος των προγόνων σου, Ατρείδη.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εύγε, Μενέλαε, ότι παρά τας προσδοκίας μου και επαξίως σου αυτού
ωμίλησας ορθώς. Των αδελφών τας έριδας διεγείρει πάντοτε ο έρως
και η οικογενειακή πλεονεξία. Αλλ' εγώ αποστρέφομαι τοιαύτην
συγγένειαν πικράν εις αμφοτέρους. Εν τούτοις αμείλικτος τύχη
απαιτεί της κόρης μου τον φόνον.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Τι λέγεις ; Και ποίος θα σε αναγκάση ποτέ να θανατώσης την κόρην
σου;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ολόκληρον το στράτευμα των Ελλήνων.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Όχι, ποσώς. Αρκεί να την στείλης οπίσω εις το Άργος
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
θα ηδυνάμην να το πράξω χωρίς να παρατηρηθή. Δεν θα κατορθώσω όμως
ν' αποφύγω άλλο τι.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ποίον; Δεν πρέπει να φοβήσαι τόσον τα πλήθη.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ο Κάλχας θ' ανακοινώση τον χρησμόν εις το στράτευμα.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Αλλά δεν θα το πράξη βέβαια, εάν προ τούτου αποθάνη και ουδέν
ευκολώτερον τούτου.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Οι μάντεις είναι γένος μοχθηρόν και φιλόδοξον.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Και τούτο μισητόν και άχρηστον.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δεν φοβείσαι όμως έν άλλο πράγμα, το οποίον εγώ σκέπτομαι;
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Εάν δεν το ακούσω, δεν δύναμαι να γνωρίζω τι εννοείς.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ο γόνος του Σισύφου γνωρίζει τα πάντα.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Εννοείς τον Οδυσσέα• αλλ' αυτός δεν θα θελήση βέβαια να βλάψη ούτε
σε ούτ' εμέ.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Είναι πολύ πανούργος, ως γνωρίζεις, και πάντοτε συντάσσεται μετά
του πλήθους.
 
 
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Τωόντι. Έχει και το μέγα κακόν να ήναι λίαν φιλόδοξος.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Φαντάσθητι λοιπόν τον Οδυσσέα να σταθή εν τω μέσω του
συνηθροισμένου στρατεύματος, να διακηρύξη δημοσία τον χρησμόν του
Κάλχαντος και να με κατηγορήση ότι, ενώ πρώτον υπεσχέθην να
θυσιάσω την κόρην μου εις την Αρτέμιδα, τώρα αρνούμαι να το πράξω.
Όλον τον στρατόν τότε εξεγείρων εις παραφοράν βεβαίως θά διατάξη
τους Έλληνας να θανατώσωσι μεν και σε και εμέ, να σφάξωσι δε την
κόρην μου. Αλλά, και αν ακόμη καταφύγω εις το Άργος, θα έλθουν εις
αυτάς τας κυκλωπείους Μυκήνας και κατασκάψαντες την πόλιν θα μας
αρπάσωσιν όλους εκείθεν. Ιδού η εικών της συμφοράς μου. Ω, εις
ποία φρικώδη δεινά οι θεοί μ’ εβύθισαν τον δυστυχή ! Προσπάθησον
καν, Μενέλαε, διατρέχων το στρατόπεδον, να μη μάθη από τούδε η
Κλυταιμνήστρα ό,τι μέλλει να συμβή μέχρις ου ο Άδης μου καταπίη
την κόρην μου. Ούτω τουλάχιστον θα έχω να κλαύσω ολιγώτερον.
 

(Προς τον Χορόν)

 
Σεις δε, ξέναι, κρατείτε μυστικόν ό,τι ηκούσατε.
 

(Ο Αγαμέμνωνκαι ο Μενέλαος απέρχονται).

ΠΑΡΟΔΟΣ ΔΕΎΤΕΡΑ
 
ΧΟΡΟΣ
 

(Στροφή).

 
Ευδαίμονες όσοι απολαμβάνουσι μετά σωφροσύνης και μετριότητος της
Αφροδίτης τα δώρα και εν ηρεμία ψυχής δέχονται το παράφορον πάθος,
όπερ ο χρυσοκόμης Έρως εις την καρδίαν ακοντίζει τόξα τανύων
διττά, τα μεν μακαρίας γλυκύτητος, τα δε πόνου ολεθρίου. Ω ωραία
Κύπρις, απότρεψον τα δεύτερα ταύτα βέλη από των ιδικών μας
θαλάμων. Μοι αρκεί να έχω μετρίαν καλλονήν, αγνούς όμως θέλω τους
πόθους μου, και δεν ζητώ τον σφοδρόν αλλά τον μέτριον έρωτα.
 

(Αντιστροφή).

 
Διάφοροι είναι οι χαρακτήρες και τα ήθη των ανθρώπων, μία όμως και
απλή η αρετή. Εις απόκτησιν δε της αρετής φέρει ασφαλώς η υγιής
ανατροφή και η εκπαίδευσις. Η αιδώς είναι της σοφίας γνώρισμα,
αύτη δε έχει και την υπέροχον χάριν να φωτίζη τον νουν προς
διάγνωσιν του καθήκοντος, του οποίου η εκπλήρωσις παρέχει αθάνατον
κλέος. Είναι μέγα αγαθόν να θηρεύη την αρετήν η μεν γυνή φεύγουσα
τον αθέμιτον έρωτα, ο δε ανήρ ασκών τας κοσμούσας αυτόν ποικίλας
δυνάμεις, δι’ ων αι πόλεις κραταιούνται.
 

(Επωδός).

 
Ω Πάρις, διατί να έλθης εις την Ελλάδα συ, όστις ανετράφης βοσκός
λευκών αγελάδων εις την τρωικήν Ίδην συρίζων βάρβαρα μέλη, και δι'
αυλού φρυγικού επεχειρήσας εδώ να ψάλης ήχους Ολυμπίους; Έζης
βόσκων εκεί καλάς γαλακτοφόρους δαμάλεις, ότε η περί κάλλους έρις
των θεαινών σ' εκάλεσε κριτήν εις την Ελλάδα προ των ελεφαντίνων
ανακτόρων των. Και όταν οι οφθαλμοί σου αντίκρυσαν τους οφθαλμούς
της Ελένης, αντήλλαξαν έρωτος φλόγα. Η έρις εκείνη των θεαινών,
άλλην έριδα γεννήσασα, φέρει τώρα την Ελλάδα μετά στόλου και
στρατού κατά της ακροπόλεως της Τροίας.