Tasuta

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

Tekst
Autor:
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'

ΑΧΙΛΛΕΥΣ και ΧΟΡΟΣ





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Πού είναι ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων; Τις εκ των θεραπόντων του

θ' απαντήση περί τούτου εις εμέ τον Πηλείδην Αχιλλέα, όστις ήλθον

εδώ εις την σκηνήν του να τον εύρω ; Όλοι μεν αναμένομεν εδώ αργοί

παρά τον Εύριπον, δεν είναι όμως ίση η αδημονία εις όλους. Άλλοι

εξ ημών, άγαμοι όντες, αφήκαν ερήμους εις την πατρίδα τους οίκους

των, άλλοι όμως έχουσιν εκεί και γυναίκα και τέκνα. Τόσον

ακατάσχετος είναι ο πόθος, τον οποίον αυτοί οι θεοί ενέπνευσαν εις

την Ελλάδα διά την εκστρατείαν ταύτην. Και εγώ μεν θα είπω διά

ταφορώντα εις εμέ αυτόν ό,τι θεωρώ δίκαιον, πας άλλος δε ας είπη

επίσης ό,τι κρίνει διά τα καθ' εαυτόν. Εγώ, αφήσας την Φάρσαλον

και τον Πηλέα τον πατέρα μου, μένω εδώ εις τον Εύριπον, μόλις

διαπνεόμενον υπό αύρας ασθενούς, και μετά κόπου συνέχω τους

ανυπομονούντας Μυρμιδόνας. Αλλ' αυτοί, αδιαλείπτως

δυσανασχετούντες, μοι επαναλαμβάνουσιν : – Έως πότε λοιπόν,

Αχιλλεύ, θα περιμένωμεν εδώ ; Πότε τέλος πάντων θ' αποπλεύση ο

στόλος κατά του Ιλίου ; Πράξε ταχέως ό,τι θα πράξης ή άλλως

απόσυρε τον στρατόν και φέρε τον εις την πατρίδα, χωρίς να

περιμένης και να υφίστασαι τας αναβολάς των Ατρειδών.



ΣΚΗΝΗ Β’

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Υιέ της θεάς Θέτιδος, ήκουσα εκ της σκηνής τους λόγους σου και

εξήλθον να σε ίδω.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ (εν εκπλήξει).

Ω θεία αιδώς! Τις είναι η περικαλλής αυτή γυνή, η ενώπιον μου

ισταμένη ;





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ουδόλως παράδοξον ότι δεν με γνωρίζεις, αφού μέχρι τούδε ήσο ξένος

προς ημάς. Χαίρω δε βλέπουσα ότι είσαι τόσον σεμνός.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Τις είσαι ; Διατί ήλθες εις των Ελλήνων το στρατόπεδον, γυνή συ,

εν μέσω ενόπλων ανδρών ;





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Είμαι κόρη της Λήδας, Κλυταιμνήστρα ονομάζομαι και είμαι σύζυγος

του βασιλέως Αγαμέμνονος.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Βραχείς και απέριττοι οι λόγοι σου. Εγώ τώρα αποσύρομαι, διότι μοι

επιβάλλει η αιδώς να μη συνομιλώ με γυναίκα.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Μείνε? διατί φεύγεις ; Δος μοι την χείρα σου ως πρωτόλειον του

ευτυχούς σου γάμου.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Τί λέγεις ; Εγώ να σοι δώσω την χείρα μου ; Αλλά εντρέπομαι τον

Αγαμέμνονα να εγγίσω ό,τι δεν μοι επιτρέπεται.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Διατί δεν σοι επιτρέπεται, αφού λαμβάνεις εις γάμον την θυγατέρα

μου, υιέ της θαλασσίας θεάς Νηρηίδας ;





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Περί ποίου γάμου ομιλείς ; Εκπλήττομαι, βασίλισσα. Πλάνη τις ίσως

υπαγορεύει τους λόγους σου.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Σύνηθες είναι να συστέλλεται τις ενώπιον των νέων φίλων, και

μάλιστα όταν περί γάμου πρόκηται.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Αλλ' ουδέποτε εγώ, βασίλισσα, υπεσχέθην γάμον μετά της θυγατρός

σου, ούτε εκ των Ατρειδών εγένετο προς εμέ τοιαύτη πρότασις.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Αλλά τότε τί άραγε συμβαίνει; Ευλόγως λοιπόν σ' εκπλήττουν οι

λόγοι μου, αφού και εμέ εκπλήττουσιν οι ιδικοί σου.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Σκέφθητι, πώς άραγε συμβαίνει τούτο. Και οι δυο τους αυτούς λόγους

έχομεν να ανακαλύψωμεν την αιτίαν της πλάνης, διότι ουδείς εξ ημών

βεβαίως ψεύδεται.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Μήπως είμαι θύμα απάτης δεινής; να ετοιμάζω ανύπαρκτον γάμον ως

βέβαιον ήδη; Ω, η ιδέα αύτη μοι προξενεί εντροπήν.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Κάποιος, φαίνεται, επεχείρησε να εμπαίξη και σε και εμέ,

βασίλισσα. Αλλά μη δίδης εις τούτο προσοχήν, και μη στενοχωρήσαι.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Χαίρε, Αχιλλεύ. Δεν δύναμαι πλέον να σε ατενίζω κατά πρόσωπον,

αφού έστω και ακουσίως μου, σοι είπον λόγους ψευδείς αναξίως

εξαπατηθείσα.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Το αυτό αισθάνομαι κ' εγώ, βασίλισσα. Εισέρχομαι εις την σκηνήν

αυτήν προς αναζήτησιν του συζύγου σου.



(Ενώ ο Αχιλλεύς προχωρεί ίνα εισέλθη εις την σκηνήν, εξέρχεται εξ





αυτής ο γέρων δούλος}.



ΣΚΗΝΗ Γ’

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Στάσου, Αιακίδη. Έχω να είπω τι προς σε τον υιόν της θεάς και προς

σε, κόρη της Λήδας.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Τις είσαι συ, όστις, ανοίξας την θύραν, με καλείς; Πως φαίνεσαι

περίφοβος;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Είμαι δούλος. Δεν υπερηφανεύομαι διά τούτο βέβαια. Άλλ' ούτως

ηθέλησεν η τύχη.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Τίνος είσαι δούλος ; Ιδικός μου βέβαια δεν είσαι. Τα ιδικά μου

πράγματα δεν είναι κοινά με τα του Αγαμέμνονος.





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Είμαι δούλος αυτής, ήτις ίσταται προ της σκηνής ταύτης. Διότι εις

αυτήν μ' έδωκεν ο πατήρ της, ο Τυνδάρεως.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Περιμένω. Λέγε, διατί μ' εσταμάτησες εδώ, τί θέλεις να μοι είπης ;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Μόνοι άραγε είσθε σεις οι δύο εδώ, οι παρά την σκηνήν ιστάμενοι ;





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Λέγε ως να είμεθα μόνοι. Έξελθε όμως πρώτον της βασιλικής σκηνής.





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Ω τύχη καλή και πρόνοια μου, σώσατε εκείνους τους οποίους θέλω να

σώσω.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Ομιλεί περί μέλλοντος κινδύνου και οι λόγοι του εμφαίνουν φόβον.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Σ' εξορκίζω εις την προς εμέ πίστιν σου, μη αναβάλλεις να μοι

είπης ό,τι έχεις.





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Συ γνωρίζεις καλώς πόσην αφοσίωσιν έχω προς σε και προς τα τέκνα

σου.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ναι, τωόντι, σε γνωρίζω πιστόν και αρχαίον λάτρην του οίκου μου.





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Και ότι ο βασιλεύς Αγαμέμνωνέλαβε και εμέ μεταξύ των πραγμάτων

της προικός σου.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΉΣΤΡΑ

Αληθώς, ήλθες μαζή μου εις το Άργος και είσαι έκτοτε ιδικός μου

υπηρέτης.





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Ναι, ούτως έχει. Είμαι δε αφωσιωμένος εις σε περισσότερο ή εις τον

σύζυγόν σου.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Φανέρωσε μου λοιπόν ό,τι έως τώρα μου κρύπτεις.





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Την κόρην σου θέλει να θανατώση διά της ιδίας του χειρός ο πατήρ

της.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Πώς; Τι λόγον, γέρον, επρόφερες, τον οποίον αποτινάσσει μετά

φρίκης η ψυχή μου ; Είσαι παράφρων βέβαια.





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Ναι, σοι λέγω, θέλει να την φονεύση πλήττων δι’ εγχειριδίου τον

λευκόν λαιμόν της ατυχούς.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ω της δυστυχίας μου ! Παρεφρόνησε λοιπόν ο σύζυγός μου ;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Όχι, έχει σώας τας φρένας, ουχί όμως και ως προς ταφορώντα εις σε

και την κόρην σου. Μόνον ως προς αυτά παραφρονεί.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Διατί; Ποίος δαίμων μοχθηρός τον ωθεί εις έγκλημα τοιούτο;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Θείος χρησμός, ως λέγει τουλάχιστον ο Κάλχας, διά να δυνηθή ν'

αποπλεύση ο στρατός.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Πού; Ω ! ταλαίπωρος εγώ, ταλαίπωρος κ’ εκείνη την οποίαν μέλλει να

φονεύση ο πατήρ της !





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Εις τον οίκον του Δαρδάνου, διά ν' αναλάβη εκείθεν την Ελένην ο

Μενέλαος.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Και είναι πεπρωμένον ν’ αποθάνη η Ιφιγένεια διά να επανέλθη η

Ελένη εις τον οίκον της ;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Τώρα γνωρίζεις τα πάντα. Θα θυσιάση την κόρην σου ο πατήρ της εις

την Άρτεμιν.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Πρόφασις λοιπόν ήτο ο γάμος, διά τον οποίον μ’έφεραν εδώ εκ του

Άργους;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Ναι, διά να φέρης την κόρην μετά χαράς ως μέλλουσαν να υπανδρευθή

τον Αχιλλέα.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ω δυστυχής μου κόρη, ήλθες λοιπόν προς θάνατον εδώ ως και εγώ η

μήτηρ σου !





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Είναι αξία δακρύων πολλών η συμφορά και των δύο σας, δεινή δε του

Αγαμέμνονος η πράξις.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Η δυστυχής εχάθην. Ακατάσχετα πλέον μου πλημμυρούσι τους οφθαλμούς

τα δάκρυα.





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Και είναι πολύ οδυνηρά τα δάκρυα της μητρός, ήτις χάνει τα τέκνα

της.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Συ δε, γέρον, πόθεν έμαθες ταύτα ;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Ηρχόμην φέρων προς σε ΔΕΥΤΕΡΑν επιστολήν κατόπιν της πρώτης, την

οποίαν είχες λάβει.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Επιστολήν ίνα έλθω ή ίνα μην έλθω φέρουσα την κόρην μου προς

θάνατον;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Ίνα μη την φέρης• διότι τότε είχεν επανέλθει ο σύζυγος σου εις τον

ορθόν νουν.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Αλλά τότε διατί δεν μοι έφερες την επιστολήν εκείνην ;





ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ

Διοτι μοι την αφήρεσεν ο Μενέλαος, όστις είναι ο αίτιος όλων

τούτων των κακών.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ήκουσας ταύτα, υιέ της Νηρηίδος και του Πηλέως;





ΑΧΙΛΛΕΑΣ

Ήκουσα την δεινήν σου συμφοράν, βασίλισσα. Αλλ' εγώ δεν θ' ανεχθώ

την προς εμέ ύβριν ταύτην.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

θα θανατώσουν, Αχιλλεύ, την κόρην μου εξαπατήσαντές με διά ψευδούς

μετά σου γάμου της.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Εξοργίζει κ' εμέ η πράξις αύτη του συζύγου σου τόσον, ώστε δεν θα

μείνω ανεκδίκητος.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Δεν ερυθριώ, θνητή εγώ, να πέσω προ των γονάτων σου του εκ θεάς

γεννηθέντος. Και πως να μείνω πλέον αξιοπρεπής ; Τι άλλο

σπουδαιότερον να με κάμψη δύναται ή η ζωή του τέκνου μου ;

Υπερασπίσθητι, της Θέτιδος υιέ, την δυστυχή μητέρα και εκείνην

ήτις, ψευδώς μεν άλλ' ελέχθη οπωσδήποτε, ότι θα ήτο σύζυγός σου.

Την έστεψα εγώ με άνθη ως νύμφην, ίνα σοι την φέρω εις γυναίκα,

και τώρα την συνοδεύω επί σφαγήν. Όνειδος θα ήναι διά σε, εάν δεν

την υπερασπίσης, διότι, και αν ακόμη δέν συνεζεύχθης εις γάμον

μετ' αυτής, ωνομάσθης όμως τουλάχιστον φίλτατος σύζυγος της

δυστυχούς παρθένου. Εις την παρειάν σου αυτήν, την οποίαν εγγίζω,

εις την δεξιάν σου χείρα, την οποίαν σφίγγω, εις της μητρός σου το

όνομα σ' εξορκίζω, μη την αφήσης ανυπεράσπιστον. Το όνομά σου αυτό

μ' έφερεν εδώ προς τον όλεθρον. Υπερασπίσθητι λοιπόν το ίδιον σου

όνομα. Δεν έχω η δυστυχής βωμόν να καταφύγω άλλον παρά τα γόνατά

σου. Ουδένα φίλον έχω εδώ περί εμέ. Όσον διά τον Αγαμέμνονα,

ήκουσας την σκληράν απόφασίν του. Είμαι, ως βλέπεις, ασθενής γυνή

εν μέσω ναυτικού στρατεύματος εξ ανδρών απειθαρχήτων, θρασέων μεν

προς το κακόν, χρησίμων όμως εις το αγαθόν, αρκεί να το θελήσωσιν.

Εάν λοιπόν συ εκτείνης προστάτιδα υπέρ εμού την χείρά σου,

εσώθημεν, άλλως απωλέσθημεν.





ΧΟΡΟΣ

Είναι δεινόν το τίκτειν, διότι παράγει πάντοτε τόσην στοργήν προς

τα τέκνα, ώστε χάριν αυτών αι μητέρες πάντα πόνον υφίστανται.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Η γενναιόφρων ψυχή μου, ω βασίλισσα, ορμά συμπαθής προς την

λύπην σου, διότι έμαθε να πονή εις τας συμφοράς των άλλων ως και

να χαίρη εις τα ευτυχήματά των. Είναι συνετοί οι άνθρωποι οι

γνωρίζοντες να διάγωσι τον βίον εν μέτρω ορθώ. Υπάρχουν

περιστάσεις, καθ' ας η τελεία φρόνησις είναι δυσάρεστος, αλλά και

άλλαι, κατά τας οποίας είναι αναγκαία. Εγώ δε ανατραφείς υπό του

Χείρωνος, του ευσεβεστάτου των ανθρώπων, έμαθον να ήμαι ειλικρινής

το ήθος και το αίσθημα. Διά τούτο τότε μόνον θα υπακούσω εις τους

Ατρείδας, εάν διοικώσι καλώς. Και εδώ ως και εις την Τροίαν

ελεύθερος μένων θα πολεμήσω γενναίως όσον εξαρτάται απ' εμού. Σε

δε, ήτις τόσον άλγος εκ των φιλτάτων σου υπέστης, θ' ανακουφίσω

περιβάλλων σε διά τις συμπαθείας μου, όση είναι δυνατή εις άνδρα

νεαρόν ως εγώ. Και δεν θα σφαγή ποτέ υπό του πατρός της η κόρη

σου, αφού άπαξ ωνομάσθη μνηστή μου. Δεν θα επιτρέψω εις τον

βασιλέα σύζυγόν σου να μεταχερισθή εμέ ως όργανον εις τους σκοπούς

του, διότι άλλως αληθής φονεύς της θυγατρός σου, έστω και άοπλος,

θα είναι το ιδικόν μου όνομα, όπερ την έφερεν εδώ. Ο σύζυγός σου

είναι ένοχος • αλλά και εμού η αθωότης θ' αμαυρωθή, εάν η δύστηνος

κόρη χάριν εμού και του μετ' εμού γάμου της απολεσθή, τόσον

αδοκήτως και αναξίως εξαπατηθείσα. Εάν ο σύζυγος σου την θανατώση

διά του εμού ονόματος, ο μεν Μενέλαος θα ελογίζετο εις το

μέλλον ανδρείος, εγώ δε ο αθλιέστατος των Ελλήνων και ανήρ

ουτιδανός, ουχί τέκνον του Πηλέως, αλλά κακούργου τινός. Μα τον

Νηρέα, τον ανατραφέντα επί των κυμάτων της θαλάσσης, πατέρα της

μητρός μου Θέτιδος, ουδέ διά της άκρας των δακτύλων του ο

Αγαμέμνωνθα εγγίση την κόρην σου, ουδ’ αυτήν καν την εσθήτα της

θα θίξη. Άλλως, η μεν Σίπυλος, εξ ης οι δύο στρατηλάται κατάγονται

θα γίνη εις το μέλλον πόλις ένδοξος και ισχυρός κατά των βαρβάρων

προμαχών, το δε όνομα της Φθίας, τής πατρίδος μου, σιγή και αδοξία

θα καλύψη. Α ! όχι. Πικρά δι’ αυτόν θα εύρη ο Κάλχας της θυσίας τα

εφόδια. Τι μάντις είναι αυτός, αφού κατά το πλείστον μαντεύει

ψευδώς και, οσάκις αποτύχουν αι προρρήσεις του, διεκφεύγει

εντέχνως ; Δεν λέγω ταύτα, διά να λάβω την θυγατέρα σου εις

σύζυγον. Μυρίαι κόραι θηρεύουν γάμον μετ εμού. Τα λέγω, διότι ο

Αγαμέμνωνμε προσέβαλε δεινώς. Εάν ήθελε να κάμη χρήσιν του

ονόματός μου, ίνα φέρη την κόρην εδώ, ώφειλε πρώτον να ζητήση

τούτο παρ' εμού. Συ δε, βασίλισσα, ασμένως τότε θα εδέχεσο να μοι

δώσης την θυγατέρα σου εις γάμον και εγώ προθύμως θα εδεχόμην να

συνεκστρατεύσω μετά των λοιπών Ελλήνων προς το Ίλιον. Τώρα όμως

εις ουδέν με υπολογίζουν οι αρχιστράτηγοι, και ελευθέρως πράττουν

ό,τι θέλουν, είτε καλόν είτε κακόν. Αλλά ταύτα ταχέως θα λυθώσι

διά της σπάθης μου, την οποίαν και πριν ακόμη φθάσω εις το Ίλιον,

δεν θα διστάσω να βάψω εδώ εις το αίμα, εάν τις μου αφαιρέση την

κόρην σου. Μένε λοιπόν ήσυχος. Εάν προσέφυγες προς εμέ ως προς

θεόν, χωρίς θεός να ήμαι, θα γίνω τοιούτος διά σε.





ΧΟΡΟΣ

Ωμίλησας, Πηλείδη, επαξίως σου και της σεπτής θαλασσίας θεάς, ήτις

σ' εγέννησεν.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ.

Ω, πως να σ’ επαινέσω τόσον, ώστε ούτε ως κόλακα αλλ' ούτε πάλιν

ως φειδωλήν εις την ευγνωμοσύνην μου να με θεωρήσης; Διότι οι

χρηστοί άνθρωποι, όταν υπερμέτρως παρ’ άλλων επαινώνται,

αποστρέφονται τους επαινούντας. Εντρέπομαι να σ' ενοχλώ διά των

στεναγμών του άλγους μου, πάσχουσα εγώ μόνη, σε, όστις δεν

μετέχεις της ιδικής μου συμφοράς. Είναι όμως ίδιον ευγενούς ανδρός

να βοηθή τους δυστυχούντας, έστω και αμέτοχος των παθημάτων των.

Αχιλλεύ, λυπήσου μας, διότι αληθώς είμεθα άξιαι λύπης. Σε

ωνειρεύθην γαμβρόν μου, και το γλυκύ μου τούτω όνειρον διελύθη

οικτρώς. Εάν η κόρη μου θανατωθή, σκέφθητι ότι ο θάνατος της θα

ήναι οιωνός απαίσιος διά τον μέλλοντα γάμον σου, και πρόλαβε το

κακόν τούτο. Αλλά. τι λέγω; Συ το είπες ήδη, άριστα εκδηλώσας την

απόφασίν σου απ' αρχής μέχρι τέλους των λόγων σου. Όταν συ

θελήσης, η κόρη μου βεβαίως θα σωθή. θέλεις τώρα να έλθη και αυτή

να περιπτυχθή τα γόνατα σου ως ικέτις ; Ανάρμοστον βεβαίως είναι

τούτο εις μίαν κόρην αλλ’ εάν το εγκρίνης, θα έλθη αιδήμων μεν

αλλά και μετά της ελευθερίας, ήτις αρμόζει εις την ειλικρίνειάν

της. Εάν, όμως και εν απουσία της λάβω την υπόσχεσίν σου, ας μείνη

εις τα δώματα της η κόρη, διότι κοσμεί αυτήν η σεμνότης. Η αιδώς

πρέπει να τηρήται, αλλ' εφ' όσον μόνον είναι δυνατόν.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Όχι, βασίλισσα, μη φέρης προ εμού την κόρην σου. Δεν πρέπει να

δώσωμεν αφορμήν εις ψευδείς κακολογίας, διότι στρατός μένων

συνηγμένος και αργός πολεμικών ασχολιών, αγαπά να κακολογή τους

άλλους. Είτε με ικετεύετε, είτε μη, είναι το αυτό δί' εμέ. Έθεσα

ήδη προ εμού σκοπόν μέγαν, ν' αγωνισθώ όπως σας απαλλάξω του

δεινού κινδύνου. Αρκέσθητι εις τούτο και μόνον πειθομένη ότι σοι

ωμίλησα ειλικρινώς. Ν' αποθάνω, εάν οι λόγοι μου είναι ψευδείς και

δόλιοι.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ευτύχει, Αχιλλεύ, συ ο βοηθών τους δυστυχούντας.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Άκουσον με τώρα, ίνα το πράγμα αισίως αποβή.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Λέγε, τι θέλεις; Σε ακούω προθύμως.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Ας προσπαθήσωμεν ακόμη να πείσωμεν τον πατέρα εις φρονιμωτέρας

αποφάσεις.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Αλλ' είναι σκληρός και τον στρατόν φοβείται.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Και όμως ο ορθός λόγος έχει μεγάλην την δύναμιν.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ασθενής η ελπίς. Αλλά λέγε τι πρέπει να πράξω.





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Ικέτευσέ τον κατά πρώτον να μη θανατώση την κόρην. Εάν επιμένη,

έλθε τότε προς εμέ. Διότι πιθανόν να πεισθή, και τότε ουδεμία

ανάγκη θα υπάρξη της ιδικής μου ενεργείας, αφού η κόρη ούτω θα

σωθή. Καί εγώ μεν θα ήμαι τότε προσφιλέστερος προς τον φίλον μου

Αγαμέμνονα, ο δε στρατός δεν θα με κατηγορήση, εάν διά του λόγου

μόνον και ουχί διά της βίας ενεργήσω. Όταν δε το πράγμα αποβή

καλώς, έστω και άνευ εμού, η ευχαρίστησις θα ήναι κοινή και εις σε

και εις τους φίλους.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ορθώς λέγεις, και θα πράξω ό,τι μοι υπαγορεύεις. Εάν όμως και μετά

τούτο αποτύχω πάλιν, πού θα σ' επανίδω ; Πού να τρέξω η ταλαίπωρος

να εύρω την βοηθόν σου χείρα;





ΑΧΙΛΛΕΥΣ

Άγρυπνος εγώ φύλαξ θα σε ακολουθώ όπου πρέπει, ίνα μη σε ίδη τις

διατρέχουσαν το στρατόπεδο των Ελλήνων παράφορον εκ της οδύνης και

καταισχυνθή το γένος του πατρός σου, διότι ο Τυνδάρεως ήτο μέγας

μεταξύ των Ελλήνων και θα ήτο ανάξιον αυτού να κακολογηθή το όνομά

του.





ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

θα γίνη ό,τι λέγεις. Διάτασσε και εγώ θα υπακούσω. Εάν θεοί

υπάρχουν, θα σε ανταμείψουν διά πάσης ευτυχίας, διότι είσαι

δίκαιος ανήρ. Εάν δεν υπάρχουν, μάταιος πας κόπος.



(Ο Αχιλλεύς και η Κλυταιμνήστρα απέρχονται.)

 



ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΕΤΑΡΤΗ



ΧΟΡΟΣ



(Στροφή).





Ω, πόσον ήτο γλυκύς ο γαμήλιος παιάν του λιβυκού αυλού, της

χορευτικής κιθάρας και των καλαμίνων συρίγγων, ο διαχυθείς ανά το

δασώδες Πήλιον, ότε αι καλλιπλόκαμοι Πιερίδες Μούσαι, ελθούσαι εις

τους γάμους του Πηλέως και εξυμνούσαι διά μολπών μελωδικών την

Θέτιδα και τον Αιακίδην επί του όρους των Κενταύρων, εχόρευον κατά

το συμπόσιον των θεών κτυπώσαι το έδαφος διά των χρυσών αυτών

σανδάλων, ενώ ο γόνος του Δαρδάνου, ο εκ Φρυγίας Γανυμήδης, του

οποίου το κάλλος ήτο εις τον Δία τόσον προσφιλές, ήντλει εκ των

χρυσών κρατήρων το νέκταρ ! Τότε και αι πεντήκοντα κόραι του

Νηρέως εχόρευον εις τους γάμους εκείνους ελισσόμεναι εν κύκλω παρά

την λευκήν άμμον του αιγιαλού.



(Αντιστροφή).





Εστεμμένος διά φύλλων ελάτης και ο θίασος των εχόντων σώμα ίππου

και ανθρώπου Κενταύρων ήλθε και αυτός, ίνα μετάσχη του γεύματος

των θεών και του βακχ