Tasuta

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

Tekst
Autor:
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ

ΣΚΗΝΗ Α'

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ και ΧΟΡΟΣ

 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
 

(εξερχομένη της σκηνής του Αγαμέμνονος)

 
Ήλθον ζητούσα τον βασιλέα σύζυγόν μου, όστις, εγκαταλιπών τα
δώματά του προ πολλού, είναι απών. Και η κόρη μου η δυστυχής
οδύρεται και κλαίει μαθούσα την θανάσιμον τύχην, την οποίαν ο
πατήρ της μελετά δι' αυτήν. Αλλ’ ιδού, ενώ περί αυτού λαλώ,
έρχεται ο Αγαμέμνωναυτός, όστις ετοιμάζεται να διαπράξη
ανοσιούργημα κατά του ιδίου του τέκνου.
 

ΣΚΗΝΗ Β'

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ.

 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Επικαίρως σ' ευρίσκω εδώ, βασίλισσα, έξω της σκηνής, ίνα σοι είπω
εν απουσία της κόρης ημών λόγους τους οποίους δεν αρμόζει ν'
ακούωσιν αι μελλόνυμφοι παρθένοι.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποίον είνε αυτό το επίκαιρον, περί του οποίου λέγεις, ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ύπαγε και στείλε την κόρην να έλθη μετ' εμού εις την θυσίαν, διότι
τα της θυσίας ταύτης είναι ήδη έτοιμα, και ο ιερός σίτος και το
καθαρτήριον πυρ και τα νεαρά μοσχάρια, των οποίων το μέλαν αίμα
πρέπει προ του γάμου να χυθή ενώπιον του βωμού της Αρτέμιδος.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Οι λόγοι σου είναι αγαθοί, είθε όμως να ηδυνάμην και τας πράξεις
σου να ονομάσω τοιαύτας !
 

(Ανοίγει την θύραν της σκηνής).

 
Έξελθε, κόρη μου. Γνωρίζεις τώρα κάλλιστα τι ο πατήρ σου μέλλει να
πράξη διά σε. Έξελθε και λάβε μαζή σου υπό τον πέπλο σου τον
αδελφόν σου, τον μικρόν Ορέστην.
 

(Η Ιφιγένεια εμφανίζεται επί της θύρας μετά του Ορέστου)

 
Ιδού, ήλθεν ευπειθής εις την πρόσκλησίν σου. Όσον διά τα λοιπά, θα
ομιλήσω και επί παρουσία της.
 

ΣΚΗΝΗ Γ’

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ μετά του 0ΡΕΣΤ0Υ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Διατί κλαίεις, κόρη μου; Διατί δεν έχεις πλέον φαιδράν την όψιν,
αλλά προσήλωσας το βλέμμα εις το έδαφος και εκάλυψας το πρόσωπον
διά του πέπλου σου;
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ω της δυστυχίας μου ! Πόθεν ν' αρχίσω λαλούσα ; Είναι τόσον εξ
ίσου μεγάλα τα δεινά μου, ώστε και το τελευταίον ακόμη εξ αυτών
ευλόγως διεκδικεί την πρώτην θέσιν.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Αλλά τι συμβαίνει λοιπόν ; Διατί και αι δύο παρίστασθε ενώπιον μου
κατεχόμεναι υπό τόσης συγχύσεως και ταραχής;
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αποκρίσου ειλικρινώς, Αγαμέμνων, εις όσα θα σ' ερωτήσω.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ουδεμία ανάγκη να με παρακάλεσης προς τούτο. Είμαι πρόθυμος ν’
ακούσω τα ερωτήματά σου.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Είναι αληθές ότι θέλεις να θανατώσης την ιδικήν σου και ιδικήν μου
θυγατέρα ;
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τι είπες ; Ω ! πολύ φρικτόν λόγον επρόφερες και εφαντάσθης άμα,
βασίλισσα.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μη ταράττεσαι. Μάλλον αποκρίσου μοι εις ό,τι σε ηρώτησα.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εάν θέλης να σοι απαντώ λογικώς, πρέπει συ πρώτη ευλόγους
ερωτήσεις να μοι απευθύνης.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Είναι τοιαύται. Μη διεκφεύγης λοιπόν, αλλ' αποκρίσου.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ω μοίρα και τύχη και δαίμον μου απαίσιε !
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όχι σου μόνον, αλλά και εμού και αυτής εδώ της κόρης, όλων
δυσμοίρων.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Αλλά ποίος σε ηδίκησε ;
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Συ ερώτας εμέ περί τούτου ; Α ! η τέχνη σου στερείται τέχνης,
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εχάθην. Το μυστικόν μου επροδόθη.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Περιττόν να κοπιάζης ομιλών• έμαθον καλώς ό,τι μέλλεις καθ’ ημών
να διαπράξης. Γνωρίζω τα πάντα. Εξ αυτής της σιωπής σου, εξ
αυτών των στεναγμών σου ελέγχεσαι ομολογών την αλήθειαν.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ιδού σιωπώ. Τι το όφελος να προσθέσω διά ψεύδους και αναισχυντίαν
εις τας άλλας συμφοράς;
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Άκουσον λοιπόν, θα σοι ομιλήσω απροκαλύπτως τώρα και άνευ
αινιγματωδών και πλαγίων περιφράσεων. Ως πρώτην κατά σου
κατηγορίαν μου προτάσσω ότι μ’ ενυμφεύθης παρά την θέλησίν μου
φονεύσας τον πρώτον μου σύζυγον Τάνταλον και απαγαγών εμέ διά της
βίας. Συνέτριψας δε κατά γης την κεφαλήν του βρέφους μου αποσπάσας
αυτό βιαίως από των μαστών μου. Τότε οι αδελφοί μου Διόσκουροι,
επί λευκών ίππων αναβάντες, επήλθον κατά σου εκδικηταί• αλλ' ο
γέρων πατήρ μου Τυνδάρεως σ' έσωσε, προσφυγόντα προς αυτόν ικέτην,
και ιδού συ εκ νέου σύζυγός μου. Θα ομολογήσης βέβαια ότι,
συνδιαλλαγείσα προς σε, υπήρξα έκτοτε και διά σε και διά τον οίκον
μου γυνή ανεπίληπτος. Σύζυγος δε σώφρων και πιστή, εμερίμνων
πάντοτε προς ευδαιμονίαν του οίκου σου, ώστε συ και εισερχόμενος
εις αυτόν να χαίρης και εξερχόμενος να θεωρής σεαυτόν ευτυχή.
Γνωστόν είναι πόσον σπάνιον εύρημα διά τον άνδρα αποτελεί τοιαύτη
σύζυγος και πόσον εξ εναντίας πολυάριθμοι είναι αι κακαί γυναίκες.
Σου εγέννησα αυτόν τον υιόν και τρεις θυγατέρας• εκ τούτων δέ συ
επιχερείς τώρα να με αποστερήσης της μιας τόσον ασπλάγχνως. Εάν
σ'ερωτήση τις προς ποίον σκοπόν θα την θανατώσης, ειπέ, τί θ'
απαντήσης; θέλεις ν' απαντήσω εγώ αντί σου ; Διά ν' αναλάβη την
Ελένην ο Μενέλαος. Ω της μωρίας, να δίδη τις τα τέκνα του εις
αντάλλαγμα ανοσίας γυναικός ! Ν’ αγοράζη τα μισητότατα διά των
φιλτάτων ! Ειπέ μοι, εάν τώρα εκστρατεύσας με αφήσης εις τον οίκον
σου και απουσιάσης εις την ξένην γην επί έτη μακρά, ποίον άραγε
αίσθημα νομίζεις ότι θα μου πληροί την καρδίαν, όταν θα βλέπω εκεί
τα καθίσματα κενά, έρημα τα δώματα των θυγατέρων μου, και θα
κάθημαι μόνη κλαίουσα και θρηνολογούσα την κόρην μου αυτήν
αδιαλείπτως ; «Κόρη μου, θα λέγω σ’ εθανάτωσε ο πατήρ σου, αυτός
όστις σ' εγέννησεν, αυτός ο ίδιος, όχι διά ξένης αλλά διά της
ιδίας του χειρός. Ιδού ποίαν ευεργεσίαν αυτός αναχωρών έκαμε προς
τον οίκον του». Και όταν επιστρέψης εκ της εκστρατείας εις την
πατρίδα, η υποδοχή, την οποίαν εγώ και αι υπόλοιποι θυγατέρες θα
σου κάμωμεν, θα ήναι η πρέπουσα εις την τοιαύτην πράξην σου. Ω,
προς θεών, μη μ' εξαναγκάσης να φανώ κακή προς σε και μη αδικήσης
και τον εαυτόν σου συ ο ίδιος. Σκέψου προς στιγμήν, εάν θυσιάσης
την κόρην σου ποίας άραγε ευχάς θα προφέρεις κατά τας στιγμάς της
θυσίας ; ποίον δώρον θα ζητήσης παρά της θεάς σφάζων το τέκνον
σου; Βεβαίως δυστυχής θα είναι η επάνοδός σου όσον μυσαρά η
εντεύθεν αναχώρησίς σου. Αλλά μήπως είναι δίκαιον να ευχηθώ εγώ
αγαθόν τι δια σε; θα ήτο το αυτό ως να εθεώρουν αδίκους τους θεούς
ζητούσα παρ' αυτών αγαθά υπέρ κακού συζύγου. Όταν δ' επανέλθης εις
το Άργος, νομίζεις ότι θα εναγκαλισθής τότε τα τέκνα σου ; Όχι,
τούτο πλέον θα ήναι διά σε αδύνατον. Διότι ποίον εκ των τέκνων σου
θα σε ατενίση τότε μετά στοργής, αφού θα φοβήται μήπως το φονεύσης
και αυτό, προτιμών αυτό των άλλων ; Ειπέ μοι, εύλογος τις άραγε
ανάγκη να διηγόρευσε τοιαύτην απόφασίν ή μήπως η φιλοδοξία σου,
διά να επαίρεσαι ως τάχα βασιλεύς και αρχιστράτηγος; Εάν ήσο
δίκαιος, θα έλεγες προς τους Έλληνας: «θέλετε να εκπλεύσωμεν κατά
της Τροίας ; Ας ρίψωμεν κλήρον τίνος εξ ημών η θυγάτηρ πρέπει ν'
αποθάνη». Αυτό απήτει η ισότης, και όχι να προσφέρης μόνος συ την
κόρην σου εις τους Έλληνας θύμα προς σφαγήν. Ή, τουλάχιστον,
ώφειλε μάλλον ο Μενέλαος να θανατώση την κόρην του Ερμιόνην χάριν
της μητρός της, διότι η υπόθεσις αποβλέπει αυτόν τον ίδιον. Τώρα
όμως εγώ μεν, ήτις υπήρξα πιστή σύζυγός σου, θα στερηθώ της κόρης
μου, η δε απιστήσασα θα ευδαιμονή έχουσα εις τον εν Σπάρτη οίκον
της αβλαβή την θυγατέρα της. Αποκρίσου μοι, εάν σφάλλωμαι. Εάν
όμως οι λόγοι μου ήναι ορθοί, ω, τότε έσω λογικός και μη θανατώσης
την ιδικήν σου και ιδικήν μου κόρην.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Πείσθητι, άναξ, εις τους λόγους της. Οι γονείς πρέπει ν'
αγωνίζωνται ομού προς σωτηρίαν των τέκνων των. Ουδείς δύναται ν’
αμφιβητήση τούτο.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ω πάτερ μου, εάν είχον την δύναμιν της φωνής του Ορφέως, ώστε
ψάλλουσα να πείθω τας πέτρας να με υπακούουν και διά των λόγων μου
να γοητεύω τους ανθρώπους, θα το έπραττον και κατά την στιγμήν
αυτήν. Αλλά, αφού τοιαύτην δύναμιν δεν έχω, τα δάκρυα μου λάβε
καν, τα μόνα τα οποία να σοι δώσω δύναμαι. Αντί ικετηρίου κλάδου
ελαίας ρίπτω εις τα γόνατά σου το σώμα μου αυτό, το οποίον αυτή
εδώ σοι εγέννησε, και σε ικευτεύω, μη με θανατώσης τόσον νέαν.
Είναι τόσον γλυκύ το φως της ζωής ! Ω, μη με στείλης να βλέπω τα
υπό την γην. Πρώτη εγώ σε απεκάλεσα πατέρα και συ πρώτην εμέ κόρην
σου. Δεν ενθυμείσαι ότι πρώτη εγώ καθήμενη εις τα γόνατα σου σ'
εφίλουν και σ' εθώπευα ως και συ εμέ ; Και μοι έλεγες: – «Άραγε θ’
αξιωθώ να να σε ιδώ ποτέ, κόρη μου, ευτυχή ευτυχούς ανδρός σύζυγος
πλήρη ζωής και ακμής, επαξίως της καταγωγής σου;» – Εγώ δε πάλιν
θωπεύουσα την γενειάδα σου, ως και τώρα, διά της χειρός μου
έλεγον:– «Κ’ εγώ θα σε υποδεχθώ άραγε ποτέ, γέροντα πλέον, πατέρα
μου, εις την οικίαν μου, και θα σοι αποδώτω ευγνώμων τους τόσους
κόπους, τους οποίους κατέβαλες, διά να με αναθρέψης; » Εγώ τα
ενθυμούμαι όλα αυτά, αλλά συ τα ελησμόνησας, αφού θέλεις να με
θανατώσης. Ω, μα τον Πέλοπα, μα τον Ατρέα τον πατέρα σου και μα
την μητέρα μου αυτήν, η οποία πρώτον πόνον δι' εμέ ησθάνθη όταν μ'
εγέννα και δεύτερον τούτον σήμερον ότε με χάνει, ποίαν σχέσιν έχω
εγώ με τον γάμον του Πάριδος και της Ελένης ; Διατί να χαθώ εγώ,
πατέρα μου, δι' αυτούς ; Κύτταξέ με με βλέμμα συμπαθές, φίλησέ με,
να φέρω τουλάχιστον μαζή μου προς ενθύμησιν το βλέμμα και το
φίλημά σου εκεί όπου θα υπάγω, εάν δεν εισακούσης την παράκλησίν
μου. Ορέστη, αδελφέ μου, είσαι πολύ μικρός ώστε να βοηθήσης την
αγαπητήν σου αδελφήν, αλλά κλαύσε και συ και παρακάλεσε τον πατέρα
μας να μη θανατώση την αδελφήν σου. Τας συμφοράς αισθάνονται κάπως
και τα νήπια. Ιδού, πατέρα μου, και αυτός ακόμη ο Ορέστης σε
ικετεύει έστω και σιωπών. Λυπήσου με και φείσθητι της ζωής μου.
Να, και τα δύο φίλτατά σου τέκνα, αυτός μεν νήπιον ακόμη, εγώ δε
νέα ήδη, σε ικετεύομεν απτόμενοι του γενείου σου. Α ! θα νικήσω,
αν τούτο μόνον ακούσης το οποίον θα σοι ειπώ : Είναι τόσον γλυκύ,
πατέρα μου, αυτό το φως της ζωής, και τόσον ψυχρά και σκοτεινά τα
υπό την γην ! Παράφρων είναι όστις ποθεί τον θάνατον! Καλλίτερον
να ζη τις δυστυχής παρά ν' αποθάνη ευτυχής.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Ιδού το έργον σου, αθλία Ελένη. Παλαίουσιν οι Ατρείδαι προς τα
τέκνα των χάριν σού και των ερώτων σου.
 
 
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εγώ αγαπώ τα τέκνα μου, αλλ' έχω και αρκούσαν σύνεσιν, όπως εννοώ
ποία πράγματα είναι άξια οικτιρμού και ποία όχι, διότι άλλως θα
ήμην παράφρων. Είναι δι’ εμέ δεινώς αλγεινόν, βασίλισσα, το να
τολμήσω ταύτα, αλλ' εξ ίσου αλγεινόν και το να μη τα τολμήσω.
Διότι υπέρτατον καθήκον μοι επιβάλλει να το πράξω. Ίδετε περί ημάς
πόσος είναι ο εδώ συνηθροισμένος στόλος και στρατός, πόσοι
βασιλείς των Ελλήνων κατάφρακτοι εξ όπλων και χαλκών ασπίδων, και
όμως μη δυνάμενοι ν’ απέλθωσι, κατά των τειχών του Ιλίου ουδέ να
κυριεύσωσι την περίφημον ακρόπολιν της Τροίας, εάν εγώ δεν θυσιάσω
σέ, κόρη μου, ως λέγει ο μάντις Κάλχας. Τόσον λυσσώδης πόθος
παραφέρει τον στρατόν των Ελλήνων να πλεύσωσιν ως τάχιστα κατά της
χώρας των βαρβάρων και εκδικήσωσι την αρπαγήν της ελληνίδος
συζύγου, ώστε, εάν εγώ απειθήσω εις την προσταγήν της θεάς, θα
φονεύσουν και τας εν Άργει θυγατέρας μου και υμάς εδώ και εμέ
αυτόν ακόμη. Όχι, κόρη μου, δεν υπακούω εγώ δουλικώς εις τον
Μενέλαον ούτε πράττω τι διότι αυτός το θέλει. Υπακούω εις μόνην
την Ελλάδα, ήτις κατ' ανάγκην αναπόδραστον απαιτεί παρ' εμού εκών
άκων να σε θυσιάσω. Η ανάγκη της πατρίδος είναι πολύ ανωτέρα ημών
πρέπει δε, κόρη μου, εφ' όσον εξαρτάται από σου και απ' εμού, να
διατηρώμεν ελευθέραν την πατρίδα μας και, Έλληνες όντες, να μη
ανεχθώμεν ώστε βάρβαροι ν' αρπάζουν τας συζύγους μας.
 

(Απέρχεται).

 

ΣΚΗΝΗ Δ'

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ—ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ—ΧΟΡΟΣ

 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Φεύγει! Αχ, κόρη μου, και σεις, ξέναι, ω της δυστυχίας μου,
ταλαίπωρος εγώ! Φεύγει, παιδί μου, και σε παραδίδει εις του Άδου
τας αγκάλας.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ω της δυστυχίας μου, μητέρα μου ! Κλαίω κ’ εγώ διά των ιδίων λόγων
ως και συ, αφού ο αυτός πόνος μας κατασπαράττει και τας δύο.
Σβύνεται πλέον δι' εμέ το φως τούτο του ηλίου. Οίμοι, οίμοι,
χιονόβλητοι κοιλάδες της Τροίας και σεις βουνά της Ίδης, όπου ο
Πρίαμος, αποσπάσας από της μητρικής αγκάλης έρριψέ ποτε προς
θάνατον το απαλόν βρέφος Πάριν, όστις διά τούτο ελέγετο Ιδαίος υπό
των Φρυγών! Ω! είθε αυτός, όστις ως βουκόλος εν μέσω βοών
ανετράφη, είθε να μη ήρχετο ποτέ να κατοικήση παρά τα ύδατα τα
διαφανή, όπου κείνται των Νυμφών αι κρήναι και ανθούσι λειμώνες
χλοεροί, όπου αι θεαί δρέπουν υακίνθους και ρόδα καλλίχροα, και
όπου ήλθε ποτέ η Παλλάς, η πανούργος Αφροδίτη και η Ήρα μετά του
Ερμού, του αγγέλου του Διός, επαιρόμεναι η μεν Αφροδίτη διά τους
πόθους ους εμπνέει, η Παλλάς διά το δόρυ της, η δε Ήρα ως σύνευνος
του υπερτάτου των θεών Διός, ίνα συναγωνισθώσιν επί καλλονή. Και ο
αγών εκείνος, ω καλαί νεάνιδες, εις μεν τους Έλληνας έφερε κλέος,
εις εμέ δε τον θάνατον, θυσιαζομένην ήδη εις την Άρτεμιν χάριν της
προς την Τροίαν εκστρατείας. Και τώρα, μητέρα μου, μητέρα μου
αγαπητή, ο γεννήσας με πατήρ φεύγει και με αφίνει έρημον. Ω την
ταλαίπωρον, πόσον πικρά δι' εμέ υπήρξεν αυτή η απαισία Ελένη ! με
φονεύουν, μητέρα μου, με σφάζει αδίκως άδικος πατήρ. Ω, είθε να μη
εδέχετο ποτέ εις αυτούς εδώ τους κόλπους της η Αυλίς τα σκάφη των
χαλκεμβόλων τούτων κατά της Τροίας πλοίων ή να μη έστελλεν
αντίθετον εις αυτά ο Ζευς τον άνεμον εδώ εις τον Εύριπον, ο Ζευς,
όστις κατ' αρεσκείαν τρέπει την αύραν, εις άλλα μεν πλοία προς
χαράν, εις άλλα δε προς λύπην, άλλα στρέφει κατά την ανάγκην, άλλα
κινεί προς το πέλαγος και άλλα αναγκάζει ν' αναβάλλουν τον
απόπλουν περιμένοντα. Ω, πόσον βασανισμένον είναι το γένος των
ανθρώπων και πόσον αγωνιά παλαίον κατά της ανάγκης ! Οίμοι, πόσας
συμφοράς και πόνους έφερεν εις την Ελλάδα η κόρη του Τυνδάρου !
 
 
ΧΟΡΟΣ
Σε λυπούμαι, ταλαίπωρε κόρη, ότι αθώαν σε σπαράσσει αδίκως τύχη
άσπλαχνος.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μητέρα μου, βλέπω πλήθος ανδρών να πλησιάζη εδώ.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Είναι ο Αχιλλεύς, ο υιός της θεάς, διά τον οποίον ήλθες εδώ εις
την Αυλίδα.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Θεραπαινίδες, ανοίξατε μου γρήγορα την θύραν να κρυβώ εις την
σκηνήν.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πως φεύγεις, κόρη μου ;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Εντρέπομαι να ιδώ τον Αχιλλέα.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Διατί;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Η δυστυχής έκβασις του μελετηθέντος γάμου μοι φέρει εντροπήν.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δεν επιτρέπουν τώρα αι περιστάσεις τοιαύτην συστολήν. Εάν
δυνάμεθα ακόμη να ενεργήσωμεν μετά τινος ελπίδος, ας μείνη κατά
μέρος η σεμνότης.