Tasuta

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

Tekst
Autor:
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΣΚΗΝΗ Ε'

ΑΧΙΛΛΕΥΣ ακολουθούμενος υπό ανδρών ενόπλων και ΟΙ ΑΝΩΤΕΡΩ.

 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Δύστηνε βασίλισσα, της Λήδας τέκνον ....
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δύστηνος τωόντι.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Φήμη φοβερά διατρέχει των Ελλήνων το στρατόπεδον.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποία φήμη; Λέγε μοι.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Περί της θυγατρός σου.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ω του απαισίου σου λόγου !
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Φωνάζουν ότι πρέπει, να σφαγή.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και δεν υπάρχει κανείς ο αντιλέγων;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Κ' εγώ ο ίδιος διέτρεξα κίνδυνον.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποίον κίνδυνον, φίλε ;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Να λιθοβοληθώ.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Διότι θέλεις να σώσης την κόρην μου;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Ναι.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και ποίος θα ετόλμα να σ' εγγίση καν;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Όλοι οι Έλληνες.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και ο στρατός των Μυρμιδόνων πού ήτο;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Αυτός πρώτος ήτο ενάντιος μου.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Α! απελπισία, κόρη μου! Είμεθα χαμένοι.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Με απεκάλουν έρμαιον του γάμου μου.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και συ τι τοις απήντησας ;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Ότι δεν πρέπει ν' αποθάνη η μέλλουσα μου σύζυγος.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΉΣΤΡΑ
Ορθώς. Εύγε!
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Την οποίαν ο πατήρ της μοι εμνήστευσε.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και σοι την έφερεν εδώ εξ Άργους.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Αλλ’ αι κραυγαί των εκάλυψαν την φωνήν μου.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Είναι δεινόν κακόν η εξέγερσις του πλήθους.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Και όμως εγώ θα σε υπερασπίσω, βασίλισσα.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πώς ; θα πολεμήσης μόνος συ κατά πολλών ;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Βλέπεις τούτους τους οπλίτας μου;
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Είθε τα αισθήματά σου να στέψη η επιτυχία !
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
θα τα στέψη.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και δεν θα θυσιασθή λοιπόν η κόρη μου ;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Εμού ζώντος, όχι.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αλλά θα έλθουν εδώ να μου αρπάσουν το τέκνον μου.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
θα έλθη πλήθος απειράριθμον έχον τον Οδυσσέα επί κεφαλής.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Του Σίσυφου τον απόγονον ;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Αυτόν τον ίδιον.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αυτός διέταξε τούτο εις τον στρατόν ή ο στρατός τον εξηνάγκασε ;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Και αυτός ήθελε και ο στρατός τον εξέλεξε προς τούτο.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ω της αισχράς εκλογής προς δολοφονίαν μιας κόρης !
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Αλλ' εγώ θα τον αναχαιτίσω, μείνε ήσυχος.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και αν η κόρη δεν θελήση να τον ακολουθήση, θα την αρπάση αυτός
διά της βίας;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Ναι, σύρων αυτήν από της ξανθής της κόμης.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και εγώ τι πρέπει να πράξω τότε, Αχιλλεύ;
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Να κρατής την κόρην σφικτά ανθισταμένη.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ω ! αν αρκεί τούτο μόνον, θα σωθή το τέκνον μου.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Βεβαίως θα σωθή οπωσδήποτε.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Άκουσε, μήτερ μου, τους λόγους όσους θα σοι είπω. Αδίκως οργίζεσαι
κατά του πατρός μου. Μάταιον είναι να επιμένωμεν ζητούσαι τα
αδύνατα. Η προθυμία του φίλου τούτου προς υπεράσπισιν ημών είναι
βεβαίως αξία της ευγνωμοσύνης μας• σκέφθητι όμως ότι είναι πιθανώτατον
ημείς μεν να μη τύχωμεν σωτηρίας, αυτός δε να συκοφαντηθή
προς τον στρατόν και να πάθη. Άκουσε τι σκέπτομαι. Απεφάσισα, μήτερ,
ν' αποθάνω και θέλω ν' αποθάνω τον ευκλεή τούτον θάνατον αποστρέφουσα
απ’ εμού πάντα άλλον ίδιον αγενούς ψυχής πόθον. Σκέψου πόσον
ορθόν είναι ό,τι λέγω. Ολόκληρος η μεγίστη Ελλάς στρέφει ήδη προς
εμέ το βλέμμα, ως προς την μόνην δι' ης και του στόλου τον απόπλουν
και της Τροίας την καταστροφήν θα επιτελέση αναγκάζουσα τους βαρβάρους
διά τιμωρίας τρομεράς να μη αρπάζωσι πλέον εις το μέλλον γυναίκας εκ
της ευδαίμονος Ελλάδος, ως ήρπασεν ο Πάρις την Ελένην. Διά του
θανάτου μου θα επιτευχθώσι πάντα ταύτα, και θα μείνη εις το μέλλον
επίζηλος η δόξα μου ότι δι' εμού ηλευθερώθη η Ελλάς. Διατί να
φοβούμαι θάνατον τοιούτον; Δεν μ' εγέννησας συ διά τον εαυτόν σου
μόνον μ' εγέννησας κτήμα κοινόν εις όλην την Ελλάδα. Ίδε πόσοι
άνδρες αναρίθμητοι, φέροντες πολέμου πανοπλίαν, πόσοι ατρόμητοι
ναυβάται ορμώσι κατά των εχθρών ίν' αποθάνωσιν υπέρ της Ελλάδος,
της υβρισθείσης πατρίδος μας. Διατί εγώ η μίαν μόνην έχουσα ζωήν,
να γίνω χάριν αυτής πρόσκομμα εις την γενικήν ταύτην ηρωϊκήν
θυσίαν; Είναι τούτο δίκαιον; Έχομεν άραγε ν' αντιτάξωμεν εις τούτο
εύλογόν τινα λόγον; Έπειτα σκέψου και τούτο, ότι δεν αρμόζει
βέβαια ο Αχιλλεύς να παλαίση καθ' όλων των Ελλήνων και ν' αποθάνη
χάριν εμού, χάριν μιας γυναικός. Η ζωή ενός ανδρός είναι
πολυτιμοτέρα της ζωής μυρίων γυναικών ομού. Εάν η Άρτεμις επόθησε
να λάβη την ζωήν μου, δύναμαι άραγε εγώ, μία θνητή, να εμποδίσω
την εκπλήρωσιν του πόθου τούτου της θεάς; Αδύνατον. Δίδω λοιπόν
την ζωήν μου εις την Ελλάδα, θυσιάσατέ με, εκπορθήσατε την Τροίαν.
Η μνήμη μου θα ζήση επί μακρόν και αυτή θα ήναι δι' εμέ και γάμος
και τέκνα και δόξα. Οι Έλληνες, μήτερ μου, είναι φυσικόν και
πρέπον να άρχουν των βαρβάρων, και ουχί των Ελλήνων οι βάρβαροι,
διότι ούτοι μεν εγεννήθησαν δούλοι, εκείνοι δ' ελεύθεροι.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Γενναίον είναι το φρόνημά σου, κόρη, σκληρά όμως διά σε η
τύχη και η Άρτεμις.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Ευδαίμονα θα με καθίστων οι θεοί, ω κόρη του Αγαμέμνονος, εάν εγώ
σ’ ελάμβανον ως σύζυγόν μου. Ζηλεύω την Ελλάδα ότι έχει σε, και σε
ότι ανήκεις εις την Ελλάδα. Ωμίλησας αξίως της πατρίδος μας, διότι
υποκύπτουσα εις την θείαν θέλησιν, ήτις είναι ανωτέρα της θελήσεώς
σου, είπες και τους λόγους δι’ ους η θυσία σου αύτη είναι και
ωφέλιμος και αναγκαία. Όσω μάλλον ανακαλύπτω τον ευγενή σου
χαρακτήρα, τόσον ισχυρότερος γεννάται εν εμοί ο πόθος του μετά σου
γάμου, διότι είσαι τωόντι ευγενής το φρόνημα. Θέλω να σε σώσω και
σύζυγόν μου να σε φέρω εις τον οίκον μου. Μάρτυς μου έστω η Θέτις,
πόσον άλγος θα αισθανθώ, εάν δεν κατορθώσω να σε σώσω μαχόμενος
κατά των Ελλήνων, διότι ο θάνατος, κόρη, το γνωρίζεις, είναι
μέγιστον κακόν.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ό,τι είπον είναι η ακλόνητος απόφασίς μου. Αρκούσιν αι μάχαι και
οι φόνοι, των οποίων εγένετο αίτιος η κόρη του Τυνδάρου. Συ δε,
φίλε, ούτε ν’ αποθάνης πρέπει ούτε να φονεύσης τινά. Άφες να σώσω
την Ελλάδα, εάν δυνηθώ.
 
 
ΑΧΙΛΛΕΥΣ
Μεγαλόφρονες οι λόγοι σου. Δεν έχω πλέον τι ν' αντιτάξω, αφού
ούτως απεφάσισας. Το φρόνημα σου είναι ευγενές, διατί να μη είπω
την αλήθειαν ; Εάν όμως μεταμεληθής τυχόν, σοι το λέγω ίνα το
γνωρίζης, θα έχω τους οπλίτας μου τούτους πλησίον του βωμού, ίνα
μη αφήσω να σε θανατώσουν. Και θα δύνασαι να κάμης χρήσιν της
υποσχέσεώς μου ταύτης κατά την στιγμήν, καθ' ην θα ίδης υψουμένην
προ του λαιμού σου την μάχαιραν. Δεν θα σε αφήσω, κόρη, ν'
αποθάνης απερίσκεπτος, άλλά θα υπάγω εκεί από τούδε μετά των
οπλιτών μου τούτων, περιμένων την έλευσίν σου.
 

(Απέρχεται ακολουθούμενος υπό των οπλιτών).

ΣΚΗΝΗ Ε'. (*)

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ, ΧΟΡΟΣ

 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Διατί, μητέρα μου, κλαίεις σιωπώσα;
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Έχω η δυστυχής εις την ψυχήν μου πόνον αρκετόν προς τόσα δάκρυα.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Παύσε, μη εξασθενής το θάρρος μου, και άκουσε μίαν μου παράκλησιν.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λέγε, κόρη μου, και δεν θα σου αρνηθώ ό,τι μου ζητήσης.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
θέλω να μη κόψης τας τρίχας της κόμης σου ούτε να φορέσης μαύρα
δι’ εμέ.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τι λέγεις, παιδί μου ; Εγώ η οποία θα σε χάσω; . . .
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Δεν θα με χάσης, όχι. Η κόρη σου θα ζη διά παντός, και η δόξα της
θα ήναι και ιδική σου δόξα.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Πως ; εγώ να μη πενθήσω εις τον τάφον σου ;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Τάφος δι εμέ ουδείς θα υπάρχη.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ουδείς ; Αλλά μήπως δεν θάπτουν εις τάφον τους νεκρούς ;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Μνήμα μου θα ήναι ο βωμός της Αρτέμιδος, της κόρης του Διός.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ορθώς λέγεις, θα πράξω, κόρη μου, κατά την θέλησίν σου.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Και θα πράξης καλώς, διότι εγώ, ως ευεργέτις της Ελλάδος, θα ήμαι
ευτυχής.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και τι θέλεις να είπω εκ μέρους σου εις τας αδελφάς σου ;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Να μη τας ενδύσης ούτε αύτας εις τα μαύρα.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποίον γλυκύν σου λόγον θέλεις να φέρω προς αυτάς;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Να ήναι ευτυχείς. Αυτόν δ' εδώ τον Ορέστην να μου τον αναθρέψης
εις άνδρα ισχυρόν.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λάβε τον εις τας αγκάλας σου και φίλησέ τον. Τον βλέπεις διά
τελευταίαν φοράν.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
 

(ασπαζομένη τον Ορέστην)

 
 
Ω αγαπημένε μου αδελφέ! Έκαμες και συ ό,τι ηδύνασο διά την
προσφιλή σου αδελφήν.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Έχεις τίποτε να μοι παραγγείλης, ίνα το πράξω προς χάριν σου εις
το Άργος ;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ναι, να μη μνησικακής κατά του πατρός μου και συζύγου σου.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αυτός θα έχη να υποστή δεινόν αγώνα προς την ιδίαν εαυτού
συνείδησιν διά σε.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Με θανατώνει μεν αλλ’ ακουσίως και χάριν της Ελλάδος.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δολίως όμως και ανάνδρως, αναξίως δε του Ατρέως.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Και ποίος θα με φέρη, μήτερ μου, εις τον βωμόν; Διότι δεν θέλω να
με σύρουν από της κόμης βιαίως.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Εγώ θα έλθω μαζή σου.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Όχι, όχι συ. Δεν πρέπει.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Θα έλθω εγώ κρατούσα σε από των πέπλων.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Πείσθητι, μήτερ. Μείν' εδώ. Αυτό και διά σε και δι' εμέ είναι το
καλλίτερον. Ας με συνοδεύση είς εκ των υπηρετών τούτων του πατρός
μου εις τον λειμώνα της Αρτέμιδος, όπου θα σφαγώ.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λοιπόν, παιδί μου, φεύγεις ;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Διά να μη επιστρέψω πλέον.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Και αφίνεις την μητέρα σου ;
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Το βλέπεις, χωρίς να ήσαι αξία τοιούτου κακού.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Στάσου, μη μου φεύγεις.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Παύσε, μητέρ μου, τα δάκρυα.
 

(Προς τον Χορόν)

 
Σεις δε, νεανίδες, υμνήσατε την Άρτεμιν, την κόρην του Διός,
τελούμενης της θυσίας μου, ίν' ακούση τον ύμνον σας όλον το
ελληνικόν στρατόπεδον εις ευτυχίαν του. Ας φέρουν τα ιερά
κάνιστρα, ας ρίψουν εις το πυρ της θυσίας τον καθαρτήριον σίτον,
ίν' αναδώση την φλόγα ο βωμός, ο δε πατήρ μου ας επιθέση την
δεξιάν του χείρα επί του βωμού. Έρχομαι να δώσω σωτηρίαν και νίκην
εις τους Έλληνας. Φέρετε με, την πορθητήν του Ιλίου και της
Τροίας, εις τον βωμόν. Δόσατέ μου στεφάνους ανθέων να στέψω την
κόμην μου, όπως ούτως εστεμμένη ραντισθή διά του ύδατος της
θυσίας. Χορεύσατε κύκλω του βωμού και του ναού υμνούσα την
μακαρίαν άνασσαν θεάν Αρτέμισα, της οποίας την θείαν προσταγήν διά
του αίματος και της θυσίας μου θα εκτελέσω.
Ω μήτερ μου, μήτερ σεβαστή, τα δάκρυα μου χύνω από τούδε διά σε,
διότι κατά την ώραν της θυσίας δεν επιτρέπονται δάκρυα.
Ψάλλετε μαζή, καλαί κόραι, ψάλλετε την Άρτεμιν, προστάτιν της
αντίπεραν της Χαλκίδος γης και πόλεως, όπου τα κραταιά πλοία και
όπλα των Ελλήνων παρέμειναν έως τώρα ακίνητα εξ αιτίας εμού εις
τον πορθμόν και τους όρμους της Αυλίδος ταύτης.
Ω Άργος, γενέτειρα μου Πελασγία γη και Μυκήναι, όπου ανετράφην !
 
 
ΧΟΡΟΣ
Επικαλείσαι την πόλιν του Περσέως, κτίσμα των Κυκλωπείων χειρών.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Συ μ' έθρεψες προς δόξαν των Ελλήνων, και διά τούτο προθύμως θ'
αποθάνω.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Και θα ήναι το κλέος σου αιώνιον.
 
 
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Χαίρε, ημέρα φαεινή, θεόπεμπτον φως του ηλίου ! Φεύγω εις ζωήν
άλλην και εις άλλην μοίραν. Χαίρε και πάλιν, προσφιλές μου φως !
 

(Απέρχεται. Η Κλυταιμνήστρα εισέρχεται εις την σκηνήν).

ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄

ΧΟΡΟΣ

(Στροφή).

 
Ίδετε την νικήτριαν του Ιλίου και των Φρυγών πως προχωρεί
εστεμμένη ήδη την κεφαλήν προς το ιερόν ύδωρ της θυσίας και προς
τον βωμόν της θεάς, ίν' αποθάνη εκτινάσσουσα από του σφαζομένου
ωραίου της λαιμού πυκνάς ρανίδας αίματος.
Σε περιμένουν, κόρη, εκεί ο πατήρ σου, κρατών το δροσερόν ύδωρ της
ιεράς πηγής, και ο βωμός και ο στρατός των Ελλήνων, ο ανυπόμονος
να φθάση εις την πόλιν του Ιλίου.
 

(Αντιστροφή).

 
Αλλ' ας υμνήσωμεν την κόρην του Διός, την Άρτεμιν, την άνασσαν
θεάν, όπως η θυσία αύτη αποβή εις ευτυχίαν. Ω θεά σεβασμία, τώρα,
ότε ανθρωπίνου θύματος απήλαυσας, φέρε τον στρατόν των Ελλήνων εις
την χώραν των Φρυγών και εις τα τείχη των απίστων Τρώων και
αξίωσον τον Αγαμέμνονα να επιθέση διά των ελληνικών λογχών εις την
κεφαλήν αυτού τον λαμπρότατον στέφανον της νίκης εις αείμνηστον
δόξαν.
 

ΣΚΗΝΗ Ζ'

ΑΓΓΕΛΟΣ, ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ και ΧΟΡΟΣ

 
ΑΓΓΕΛΟΣ
Κόρη του Τυνδάρου, Κλυταιμνήστρα, έξελθε της σκηνής ν' ακούσης
ό,τι θα σοι είπω.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ήκουσα την φωνήν σου και έσπευσα να εξέλθω έντρομος η δυστυχής και
φοβουμένη μήπως έρχεσαι να μοι αναγγείλης και άλλην τινά ίσως νέαν
συμφοράν.
 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
Όχι, αλλά θαυμάσια και μέγιστα συμβάντα έρχομαι να σοι αναγγείλω
περί της θυγατρός σου.
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λέγε λοιπόν αμέσως, μη βραδύνης. Λέγε τάχιστα.
 
 
ΑΓΓΕΛΟΣ
Θα σοι τα εκθέσω σαφώς, καλή μου δέσποινα, και απ’ αρχής, εκτός αν
σφάλμα τι του νου ταράξη την ακριβή σειράν των λόγων μου.
Όταν εφθάσαμεν οδηγούντες την κόρην σου εις το Ιερόν άλσος της
Αρτέμιδος, της κόρης του Διός, και εις τους διανθείς λειμώνας,
όπου ίστατο πυκνόν των Ελλήνων το στράτευμα, ευθύς πλήθος Αργείων
αθρόον ήλθε προς ημάς, ο δε βασιλεύς Αγαμέμνων, μόλις παρετήρησε
την κόρην του προχωρούσαν προς σφαγήν, εστέναξε, στρέψας δε την
κεφαλήν προς τα οπίσω και καλύψας το πρόσωπον διά του μανδύου του,
έκλαιε σφοδρώς. Η νεάνις τότε, σταθείσα πλησίον του πατρός της,
«Πάτερ μου, τω είπεν, ιδού ήλθα και δίδω εκουσίως το σώμα μου ίνα
θυσιασθή υπέρ της πατρίδος μου και υπέρ ολοκλήρου της Ελλάδος εις
τον βωμόν της θεάς, αφού τοιούτος είναι ο χρησμός. Ευτυχήσατε όλοι
διά της θυσίας μου. Η νίκη τα όπλα σας ας στέψη και νικηταί να
επανέλθητε εις την πατρώαν γην. Δεν θέλω να μ' εγγίση κανείς.
Σιωπώσα και μετά θάρρους θα προσφέρω τον λαιμόν μου εις την
μάχαιραν». Ταύτα είπεν, όλους δε κατέλαβε θάμβος, ότε ήκουσαν τους
λόγους της παρθένου και είδον την γενναιότητα αυτής και την
αρετήν. Τότε ο Ταλθύβιος, εις τον οποίον ανήκεν η περί τούτου
μέριμνα, σταθείς εν τω μέσω, επέβαλεν εις τον στρατόν σιγήν και
ευλαβή προσήλωσιν, ο δε μάντις Κάλχας, γυμνώσας από του κολεού
οξείαν μάχαιραν, έθεσεν αυτήν εντός ολοχρύσου κανίστρου και
εστεφάνωσε με άνθη την κεφαλήν της κόρης. Ο δε Πηλείδης Αχιλλεύς,
λαβών το κάνιστρον και το δοχείον του ιερού ύδατος της θυσίας,
περιήλθε κύκλω τον βωμόν της θεάς και είπεν : «Ω κόρη του Διός,
κυνηγέ των θηρίων, συ, ήτις διατρέχουσα τον ουρανόν φωτίζεις την
γην κατά τας νύκτας, δέξου το θύμα τούτο, το οποίον ο στρατός των
Ελλήνων και ο βασιλεύς Αγαμέμνωνσοι προσφέρομεν, άχραντον αίμα
κόρης ωραίας, και ευδόκησον να πλεύση ο στόλος ημών αβλαβής και να
εκπορθήσωμεν διά των όπλων την ακρόπολιν της Τροίας».
Και οι Ατρείδαι και όλος ο στρατός ίσταντο σιωπώντες με το βλέμμα
εστραμμένον προς την γην. Ο δε ιερεύς λαβών την μάχαιραν και
προσευχηθείς παρετήρει τον λαιμόν της κόρης ίνα εύρη που έπρεπε να
καταφέρη την πληγήν. Άλγος οξύ εσπάραττε την καρδίαν μου και δεν
ετόλμων να υψώσω από της γης το βλέμμα. Αίφνης ετελέσθη ανήκουστον
θαύμα.
Όλοι ήκουσαν ευκρινώς τον κτύπον της πληγής, αλλ' ουδείς είδε πως
εξηφανίσθη από της γης καταποθείσα η κόρη. Ο ιερεύς, εκπέμπων
κραυγήν καταπλήξεως, και ο στρατός ολόκληρος αντιβοά ομοίως εις το
απροσδόκητον εκείνο θέαμα, έργον θείας θελήσεως, το οποίον και
αυτοί ακόμη οι ιδόντες δεν ηδύναντο να το πιστεύσουν. Έλαφος
μεγίστη και ωραιοτάτη έκειτο επί της γης ασπαίρουσα και το αίμα
της ερράντιζε μέχρι βάθρου ολόκληρον τον βωμόν της θεάς. Τότε ο
Κάλχας είπε μετά χαράς προφανούς: Ω αρχηγοί του πανελληνίου τούτου
στρατού, ίδετε ποίον θύμα η θεά έφερεν εδώ εις τον ίδιον αυτής
βωμόν: μίαν έλαφον, θρέμμα των ορέων. Αυτήν μάλλον επροτίμησε της
κόρης, ίνα μη δι’ αίματος ευγενούς μιάνη τον βωμόν της. Την θυσίαν
ταύτην εδέχθη ευχαρίστως η θεά και τώρα παρέχει πλέον εις ημάς
ούριον τον άνεμον όπως ο στόλος αποπλεύση κατά του Ιλίου».
Εις τους λόγους τούτους πάντες οι ναύται αναθάρρησαντες έσπευσαν
προς τα πλοία, διότι ανάγκη σήμερον αμέσως αφίνοντες πλέον τους
όρμους της Αυλίδος να διαπλεύσωμεν το Αιγαίον πέλαγος.
Όταν δ' αι φλόγες του Ηφαίστου απηνθράκωσαν πλέον το θύμα, ο
Κάλχας ποοσηυχήθη υπέρ της επανόδου του στρατού εις την Ελλάδα.
Μ' έστειλε λοιπόν ο Αγαμέμνωννα σοι εκθέσω ταύτα πάντα ως και την
ευμενή τύχην, την οποίαν η εύνοια των θεών τω απένειμε,
περιποιούσαν εις αυτόν αθάνατον δόξαν καθ' όλην την Ελλάδα. Εγώ
δε, όστις παρών είδον ιδίοις όμμασι τα γεγονότα ταύτα, σοι λέγω
ότι η κόρη σου προφανώς απέπτη προς τους θεούς. Παύσε λοιπόν να
λυπήσαι και να μνησικακής κατά του συζύγου σου. Τα έργα των θεών
είναι εις τους ανθρώπους απροσδόκητα, εκείνους δε τους οποίους
αγαπώσιν οι θεοί, τους σώζουν από των κακών. Και ιδού διατί η αυτή
σημερινή ημέρα είδε την κόρην σου θνήσκουσαν και αναζώσαν άμα.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Πόσον χαρμόσυνοι δι' εμέ είναι οι λόγοι ούτοι του αγγέλου, ω
βασίλισσα, αφού λέγει ότι το τέκνον σου μένει ήδη ζωντανόν εν μέσω
των θεών!
 
 
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ω αγαπητή μου κόρη, ποίος άραγε εκ των θεών σε ανήρπασε ; Ποίον
χαιρετισμόν τώρα πρέπει να σου απευθύνω ; Πώς δε να πεισθώ ότι δεν
είναι μύθοι αυτά όσα μου λέγουν προς παρηγορίαν μου, διά να παύση
το πικρότατον πένθος μου, ότι σ' έχασα διά παντός;
 
 
ΧΟΡΟΣ
Ιδού έρχεται και ο βασιλεύς Αγαμέμνων, ίνα τους αυτούς λόγους σοι
επαναλάβη.
 
*Η έκδοση έχει δύο συνεχόμενες σκηνές Ε’