Tasuta

Κύκλωψ

Tekst
Autor:
Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΣΚΗΝΗ Γ'

ΟΙ ΑΥΤΟΙ – ΟΔΥΣΣΕΥΣ

(Ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του εμφανίζονται όπως ανηγγέλθησαν από

τον Σειληνόν).

 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ξένοι, κανένας από σας μπορούσε να μας δείξη
  πού ένα ποτάμι θαύρωμε τη δίψα μας να σβύση
  και αν μπορή κανένας σας να μας πουλήση κάτι
  να φάμε γιατί – ναυαγούς – μας θέρισεν η πείνα.
 

(Βλέπει, καλλίτερα τους Σατύρους).

 
  Αλλά τι βλέπω; έτυχα σε τόπο που λατρεύει
  τον Βάκχο. Βλέπω Σάτυροι στην είσοδο του άντρου…
  Και πρώτα·πρώτα χαιρετώ τον γεροντότερό σας.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Χαίρε, ω ξένε. Από που και ποιός είσαι πες μας.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Απ' την Ιθάκη. Ο Οδυσσεύς, των Κεφαλλήνων άναξ.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Σε ξέρω, του Σισύφου γυιός και ξακουστός στα λόγια.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ναι, εγώ είμαι εκείνος, γέροντα. Αλλ' όμως μη με βρίζεις.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Και πώς εδώ ευρέθηκες στη Σικελία;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                          Γυρίζω
  από της Τροίας τον πόλεμο.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                      Και πώς; Δεν τον γνωρίζεις
  τον δρόμο της πατρίδας σου;
 
 
ΟΔΥΣΣΕYΣ
                      Τον ξέρω, αλλά του ανέμου
  από τον δρόμο μ' έβγαλε η ορμή!…
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                                         Αλλοίμονο σας
  την ίδια τύχη είχαμε..
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                      Και συ τα ίδια είχες;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Ναι. Εκυνηγούσα τους ληστάς που αρπάξανε τον Βάκχο.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ποιά είναι η χώρα που είμαστε, και ποιοί την κατοικούνε;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Η Αίτνα, το ψηλότερο της Σικελίας μέρος.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Και πού είναι της πόλεως τα τείχη και οι πύργοι;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Δεν είναι τίποτε απ' αυτά. Άνθρωποι δεν υπάρχουν.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Και ποιοί λοιπόν την κατοικούν; Άγρια θηρία ίσως;..
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Οι Κύκλωπες, σε σπήλαια κι' όχι σε σπίτια μέσα.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ποιοί κυβερνούν; Ή είν' εδώ ο όχλος κυβερνήτης;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Είναι βοσκοί. Κανένας τους δεν υπακούει στον άλλο.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Πώς ζούνε; Στάχυα σπέρνουνε της Δήμητρας στη γη τους;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Με γάλα ζούνε και τυρί και με το κρέας των ζώων.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Πιοτό του Βάκχου έχουνε, κρασί από ταμπέλια;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Καθόλου. Είναι αχάριστη η γη που κατοικούνε.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Είναι άρά γε φιλόξενοι; Τους δέχονται τους ξένους;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Λένε ότι γλυκύτερο είναι το κρέας των ξένων.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Τι λες; ώστε αλήθεια, εδώ είναι ανθρωποφάγοι;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Κανείς δεν βρέθηκε εδώ που να μην τονε σφάξουν.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Κι' ο Κύκλωψ που να βρίσκεται; Μήπως στο σπήλαιο μέσα;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Στην Αίτνα με τους σκύλλους του επήγε για κυνήγι.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ξέρεις τι θέλω από σε, για να σωθούμε όλοι;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Δεν ξέρω· αλλά πρόσταξε. Προς χάριν σου θα γίνη.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Πουλήσατε μας τρόφιμα που έχουμε ανάγκη.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Σου είπα πως δεν έχουμε παρά μονάχα κρέας.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Κι' αυτό καλό· την πείνα μας μπορεί να ησυχάση.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Μα και γιαούρτι και τυρί και γάλα γελαδίσιο.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Τώρα να γίνη η αγορά ενόσω είναι μέρα.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Και συ όμως για πληρωμή πόσο χρυσάφι δίνεις;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Χρυσάφι όχι. Έχω κρασί για πληρωμή να δώσω.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Αυτό είναι καλλίτερο. Καιρό έχομε να πιούμε.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ο Μάρων μου το έδωκε, ο γυιός του Διονύσου
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Εκείνος που ανέθρεψα εγώ στην αγκαλιά μου;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ο γυιός του Βάκχου, αν ζητάς καλλίτερα να μάθης.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Και στο καράβι το άφησες, ή το κρατείς μαζή σου;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Το έχω μέσα στο ασκί ετούτο, γέροντα μου.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Αυτό ούτε το στόμα μου δεν φτάνει να γεμίσω.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Έχω ακόμα δυο φορές τόσο και άλλο τόσο.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Καλή είναι η βρύση όπως λες· την χαίρεται η καρδιά μου
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Θέλεις λιγάκι απ' αυτό να δοκιμάσης πρώτα;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Καλά το λες. Η δοκιμή την όρεξι ανοίγει.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Καλά που έφερα, μαζή με τον ασκό, ποτήρι.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Βάλε μου, κουδουνίζοντας, να πιω να το θυμάμαι.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Να, πάρε!
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                  Μωρέ τ' είναι αυτό; Τι μυρωδιά την έχει;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Είδες;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
      Δεν είδα· εμύρισα.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                      Πιε τώρα, όχι με λόγια
  μονάχα να το επαινής.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                                          Μούρχεται να χορέψω.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Σου βράχηκε ο λάρυγγας καλά;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                                         Έως τα νύχια
  τη γλύκα του αισθάνθηκα.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                      Μαζή μ' αυτό και χρήμα,
  αν θέλης, θα σου δώσωμε.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                      Άδειασε το ασκί σου
  και κράτα το χρυσάφι σου.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                       Φέρ το τυρί σας τώρα
  και πρόβατο νεογέννητο.
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
                      Αμέσως θα το κάμω
  και αν πης για τον αφέντη μου, διόλου δεν με μέλει.
  Για ένα ποτήρι απ' αυτό δίνω όλα τα κοπάδια
  του Κύκλωπα και δέχομαι στη θάλασσα να πέσω
  σαν νοιώσω πως βλέφαρα βαρύνει το μεθύσι.
  Όποιος δεν πίνει το κρασί, σωστά τρελλός θα είναι.
  Γιατί μονάχα το κρασί στον έρωτα σε σπρώχνει
  και στο χορό, και λησμονείς κάθε κακό στον κόσμο.
  Και τώρα που το ευρήκα εγώ δεν θα το παραιτήσω
  κι' ας κάνη ό,τι θέλει ο Κύκλωπας με τώνα του το μάτι!
 

(Εισέρχεται εις το σπήλαιον διά να φέρη το τυρί και το κρέας).

ΣΚΗΝΗ Δ'

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ – ΟΔΥΣΣΕΥΣ

 
ΧΟΡΟΣ
  Και τώρα ας πούμε τίποτα ως νάρθη να τα φέρη.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Λέγετε ό,τι θέλετε σαν φίλοι σ' ένα φίλον.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Την Τροία την επήρατε, καθώς και την Ελένη;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Όλην την οικογένεια πιάσαμε του Πριάμου.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Και όταν η νέα έπεσε στα χέρια σας, βεβαίως
  όλοι θα την χορτάσατε καθείς με τη σειρά του
  γιατί αυτής της άρεσε άνδρες πολλούς ν' αλλάζη,
  η άπιστη που τα βρακιά του Πάρι όταν είδε
  να κατεβαίνουνε πλατιά στης γάμπαις του και όταν
  ένα χρυσό περιδέραιο εις τον λαιμόν του είδε
  τάχασε αμέσως κι' άφησε τον άνδρα τον καλό της.
  Είθε να μη βρισκότανε στη γη καμμιά γυναίκα
  παρά για μένα μοναχά.
 

ΣΚΗΝΗ Ε'

Οι αυτοί – Εμφανίζεται ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ

 
  Πάρε απ' τα κοπάδια μας, ω βασιλιά, ό,τι βγάζουν
  πάρε αρνάκια τρυφερά, και βούτυρο και γάλα
  και άφθονα τυριά μαζή. Και φύγετε αμέσως
  μακρυά από το σπήλαιον. Άφησε το κρασί σου
  για πληρωμή, Ω, τ' είναι αυτό; τι βλέπω εκεί κάτω
  Ω, δυστυχία! ο Κύκλωπας. Και τώρα; τι θα γίνη;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Αλλοίμονο, εχαθήκαμε. Πού να κρυφτούμε τώρα;
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Κρυφτήτε μέσα στη σπηληά. Μπορεί να μη σας νοιώση!
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Μου φαίνεται στα δίχτυα του μας ρίχνει η συμβουλή σου
 
 
ΣΕΙΛΗΝΟΣ
  Όχι, γιατ' έχει η σπηλιά πολλούς κρυψώνες μέσα.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Κι' όμως δεν πρέπει· αν μάθαινε η Τροία πως ένα άνδρα
  έτσι εφοβηθήκαμε θα μας παραπονοιόταν.
  Εγώ με την ασπίδα μου πολλές φορές ως τώρα
  χιλιάδες Φρύγας έβαλα μπροστά. Και τώρα αν να πεθάνω
  είναι γραφτό, τουλάχιστον θα πέσουμε σαν άντρες,
  Ή την ζωή αν σώσωμε, μα τίμια θα σωθούμε.
 

(Αποσύρονται εις το βάθος)