Tasuta

Κύκλωψ

Tekst
Autor:
Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΣΚΗΝΗ ΙΑ'

 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ—ΧΟΡΟΣ
                                         Ελάτε τώρα,
  παιδιά του Βάκχου ευγενικά, εκείνος πάει μέσα
  σε λίγο από το κρασί σ' ύπνον βαρύν θα πέση
  κι' απ' το άτιμο λαρύγγι του της σάρκαις θα ξεράση
  που έφαγε πρωτήτερα. Μέσα ο δαυλός καπνίζει
  και τίποτα δεν μένει πια παρά στο μάτι μέσα
  να μπη. Ελάτε, δείξετε πως είσθε άνδρες. Θάρρος!
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Πέτρα η καρδιά μας θα γενή και σίδερο. Προχωρεί
  μέσ' στη σπηληά πριν τίποτα κακό ο πατέρας πάθη.
  Και μείνε ήσυχος για εδώ, θα είναι όπως τα θέλεις.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Ω Ήφαιστε, ω βασιλιά της Αίτνας, κάψε τώρα
  του γείτονα σου του κακού το μάτι, μια για πάντα
  από αυτόν ναπαλλαχθής. Και συ παιδί της Νύχτας
  ω Ύπνε, έλα κάθησε στα μάτια του θηρίου
  που το μισούνε οι θεοί. Έπειτα από την νίκη
  της Τροίας μην αφήσετε ο Οδυσσεύς να πάθη
  κ' οι σύντροφοι του, άδικα από χέρια ενός ανθρώπου
  που ούτε τους θεούς τιμά ούτε θνητούς φοβάται.
  Άλλως θα το πιστέψουμε ότι η τύχη είναι
  θεός, και ότι οι θεοί είναι κατώτεροι της.
 

(Εισέρχεται εις το σπήλαιον).

ΣΚΗΝΗ ΙΒ'

ΧΟΡΟΣ (μόνος)

 
ΧΟΡΟΣ
                                      Θα τον πιάση απ' το λαιμό
                                            σαν τανάλια ο πόνος
                                          το θεριό που τρέφεται
                                           απ' ανθρώπων σάρκαις
                                       και της κόρες των ματιών
                                               η φωτιά θα κάψη.
                                               Ο δαυλός επύρωσε
                                              της δρυός κλωνάρι
                                       μέσ' στη στάχτη καρτερεί
                                           στη φωτιά κρυμμένος.
                                             Έλα, Μάρων, γύρισε
                                              το μυαλό του τώρα
                                           και για την εκδίκησι
                                           βοήθησε μας. Βγάλτου
                                            το μονάχο μάτι του.
                                           γίνου ο θάνατος του.
                                          Πάλι θέλομε να ιδούμε
                                              τον θεό τον Βάκχο
                                          με στεφάνια από κισσό
                                                τον επιθυμούμε.
                                            Θέλομε του Κύκλωπος
                                           την ερημιά ναφήσωμε.
                                            Θάρθη η ώρα άρα γε·
                                              τέτοιας ευτυχίας;
 

ΣΚΗΝΗ ΙΓ'

ΟΙ ΑΥΤΟΙ—ΟΔΥΣΣΕΥΣ

 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Για το θεό ησυχάσατε, ω Σάτυροι. Σωπάτε
  κλείσετε πια το στόμα σας. Σας το απαγορεύω.
  να πάρετε αναπνοή, να κλείσετε τα μάτια
  να φτύσετε, μη άξαφνα ξυπνήση ο Κύκλωψ μέσα
  πριν ο δαυλός στο μάτι του χωθή.
 
 
ΧΟΡΟΣ
                                         Να μη σε μέλη,
  μια λέξι δεν θα βγάλωμε, και την αναπνοή μας
  θα την κρατήσωμε.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                  Εμπρός, απ' τη φωτιά τραβήχτε
  το ξύλο γιατί επύρωσε καλά και μέσ' στο άντρον
  πηγαίνετε
 
 
ΧΟΡΟΣ
      Καλλίτερα δεν είναι να ορίσης
  ποιοί πρώτα θα τραβήξουμε απ' τη φωτιά το ξύλο
  και ποιοι θα το βυθίσουνε στον Κύκλωπος το μάτι
  για να μην κάνωμε άτακτα καθένας ότι τύχη;
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
  Εμείς μακρυά βρισκόμαστε απ' της σπηληάς τη θύρα
  και αδύνατον να φτάσωμε το ξύλο ως το μάτι.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Κ’ εμείς εκουτσαθήκαμε άξαφνα.
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
                          Πώς το ίδιο
  μαζή μ' εμάς επάθατε; γιατί εμάς τα πόδια
  εκεί που εστεκόμαστε στραβώσανε.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                                         Α, έτσι
  εκεί που εστεκόσαστε;
ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
                      Αλήθεια! Και τα μάτια
  γεμίσανε δεν ξέρω τι, σαν σκόνη ή σαν στάκτη.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Άνανδροι, φοβιτσάρηδες. Για τίποτε δεν είσθε.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Είνε ανανδρία την ράχη μας αν αγαπάμε; Είναι
  κακό, που δεν δεχόμαστε να φάμε τέτοιο ξύλο
  που να μας βγουν τα δόντια μας; Ξέρομε ένα τραγούδι
  ένα τραγούδι μαγικό του Ορφέως που μπορούσε
  να κάμη μόνος του ο δαυλός να πάη και να κάψη
  το μάτι το μονάκριβο του Γίγαντος.
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                          Αλήθεια
  από καιρό σας ήξερα πως τέτοιοι είσθε· τώρα
  σας έμαθα καλλίτερα. Βλέπω πως είναι ανάγκη
  να πάρω τους συντρόφους μου να με βοηθήσουν. Όμως
  αν δύναμι στα χέρια σας δεν νοιώθετε, με λόγια
  τουλάχιστον βοηθήστε μας και προσευχή που θάρρος
  να δώση στους συντρόφους μου το χρέος των να κάμουν.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Αυτό το κάνομε. Για μας θα κινδυνεύσουν άλλοι,
  ενώ εμείς με προσευχή θα βγάζωμε το μάτι
  του Κύκλωπος.
 

(Ο Οδυσσεύς εισέρχεται εις το σπήλαιον).

ΣΚΗΝΗ ΙΔ'

ΧΟΡΟΣ (μόνος)

 
ΧΟΡΟΣ
                                    Θάρρος! Με θάρρος σπρώχνετε
                                               μη χάνετε καιρό.
                                      Βυθίστε μέσ' στο μάτι του
                                         αυτού όπου τους ξένους
                                             ωσάν θηρίο έτρωγε.
                                            Χτυπάτε! Κάψετέ τον
                                           της Αίτνας τον βοσκό
                                       και φύγετε έπειτα γοργοί
                                      μην τύχη κι' απ' τον πόνο
                                          σας κάμη τίποτα κακό.
 

(Ακούεται η φωνή του Κύκλωπος).

 
ΚΥΚΛΩΨ
  Αλλοίμονο μου! Μούκαψαν το μάτι!…
 
 
ΧΟΡΟΣ
                                         Ω τι τραγούδι
  ωραίο! Ξανατραγούδηστο, ω Κύκλωψ.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
 

(Εξερχόμενος και κρατών το μάτι του)

 
                                         Δυστυχία!
  τι προσβολή μου έγινε· εχάθηκα!
 

(Προς τους Έλληνας:)

 
                                         Αλλ' όμως
  μη σας περνάει από τον νου πως θα σωθήτε, αχρείοι.
  Δεν φεύγετε απ' τα χέρια μου. Εις της σπηληάς τη θύρα
  εδώ στη μέση θα σταθώ και θα σας πιάσω όλους.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Τι τρέχει; τι είναι η φωνές αυτές, ω Κύκλωψ;
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Τι είναι;
  Εχάθηκα
 
 
ΧΟΡΟΣ
                  Τι έπαθες; Πώς είσαι έτσι;
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Είμαι
  χειρότερα απ' ό,τι βλέπετε.
 
 
ΧΟΡΟΣ
                      Μήπως απ' το μεθύσι
  έπεσες στη φωτιά;
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                      Ο Κανείς μ' έκαμε όπως είμαι.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Κανείς; Δεν σούκαμε λοιπόν κανείς κακό;
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                                         Σας λέω
  πως ο Κανείς μου έκαψε το μάτι
 
 
ΧΟΡΟΣ
                                        Ώστε δεν είσαι
  στραβός.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Είθε να είσαστε και σεις ωσάν εμένα.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Πώς γίνεται να είσαι στραβός αφ' ού το λες ο ίδιος
  πως δεν σε στράβωσε κανείς;
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                                        Με περιπαίζεις; Έλα
  λέγε που είναι ο Κανείς
 
 
ΧΟΡΟΣ
                      Μα, πουθενά δεν είναι.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Λοιπόν ο ξένος, να στο πω για να το καταλάβης,
  ο ξένος με κατέστρεψε ο άτιμος, εκείνος
  που μούδωσε να πιω κρασί για να με καταβάλη.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Είναι, αλήθεια το κρασί αγωνιστής γενναίος.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Για το θεό, εφύγανε ή μέσα είναι ακόμα;
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Όχι, στο βράχο στέκονται χωρίς να βγάζουν λέξι.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Από ποιο χέρι;
 
 
ΧΟΡΟΣ
                  Απ' το δεξί.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Πού;
 

(Διευθύνεται προς τον βράχον)

 
ΧΟΡΟΣ
                                        Απάνω εις τον βράχο
  τους έπιασες;
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                  Άλλο κακό μ' ευρήκε. Το κεφάλι
  στον βράχο απάνω έσπασα.
 
 
ΧΟΡΟΣ
                      Να τους! θα σου' ξεφύγουν.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Ώστε δεν ήτανε εκεί που ελέγατε;
 
 
ΧΟΡΟΣ
                                        Δεν σου είπα
  εκεί.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
      Λέγε λοιπόν που είναι.
 
 
ΧΟΡΟΣ
Γύρω γύρω τρέχουν
  αριστερά σου.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                  Αλλοίμονο! Με περιπαίζουν τώρα
  στη δυστυχία μου.
 
 
ΧΟΡΟΣ
                  Ήρθανε· μπροστά σου πια δεν είναι
  Κανείς.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
      Κανείς; Ω άθλιε που βρίσκεσαι;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
                                         Μακρυά σου
  Ο Οδυσσεύς είμαι εγώ και ξέρω να φυλάξω
  τον εαυτόν μου.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                  Πώς; Λοιπόν άλλο όνομα έχεις τώρα;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Το όνομα που μού' δωσε ο πατέρας μου σου λέω.
  Ήταν καιρός ναρθώ εγώ και να σε τιμωρήσω
  για τους ανθρώπους που έτρωγες. Τι θα ωφελούσε η δόξα
  ότι την Τροία εκάψαμε, αν δεν ετιμωρούσα
  τον φόνον των συντρόφων μου;
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
                                        Αλλοίμονο σ' εμένα.
  Ήρθ' ο καιρός ο παλαιός χρησμός να γίνη. Γιατί αλήθεια
  μου είχαν 'πη, ότι εσύ όταν η Τροία πέση
  κι' όταν γυρίσης απ' αυτήν το φως μου θα μου σβύσης.
  Μα και για σένα ο χρησμός είπε πως θα τραβήξης
  μαρτύρια στη θάλασσα πολύν καιρόν ακόμα;
 
 
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
  Κλαίγε και στέναζε· αφορμή και για τα δυο σου δίνω.
  Τώρα εγώ κι' οι φίλοι μου τραβούμε στ' ακρογιάλι
  και πέρνω το καράβι μου κι' από της Σικελίας
  τη θάλασσα, τη πλώρη μου για την πατρίδα βάζω.
 
 
ΚΥΚΛΩΨ
  Ά όχι. Γιατί αυτήν εδώ την πέτρα θα σηκώσω
  κι' όλους τους ναύτας σου και σε θα θρυμματίσω. Απάνω
  στο βράχο εκείνον θ' ανεβώ, αν και τυφλός περνώντας
  μέσα από το σπήλαιο που είναι ανοιχτό τριγύρω.
 
 
ΧΟΡΟΣ
  Κ' εμείς ναύταις θα γίνωμε στου Οδυσσέως το πλοίο
  και εις τον Βάκχον έπειτα θα αφιερωθούμε.