Tasuta

Βέρθερος

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

8 Ιουλίου.

Τι παιδί που είναι ο άνθρωπος! Πόσο ψοφάει για μια ματιά! Τι παιδί που είναι! Είχαμε πάει εις το Βαλάιμ. Η κυρίες επήγαν έξω με την άμαξα, και κατά τους περιπάτους μας επίστευα πως εις τα μαύρα μάτια της Καρολίνας.. Είμαι τρελλός, πολυλογώ, (γιατί αρχίζω τώρα να νυστάζω), ιδές, η κυρίες ανέβηκαν, και εστεκόμεθα γύρω στην άμαξα, ο νέος Β.. ο Σελστάντ, ο Αουδράνος και εγώ. Τότε από την θυρίδα της αμάξης μιλούσαν με τα παλληκάρια, που ήσαν βεβαίως αρκετά ελαφρά και μάταια. – Εζητούσα τα μάτια της Καρολίνας· αχ! εγύριζαν από τον ένα εις τον άλλον! Αλλ' εις εμέ! εμέ! εμέ! που αυτά μόνον και μόνον επρόσμενα, δεν έπεφταν! – Η καρδιά μου της έλεγε «μυριάκις έχαιρε!» Και αυτή δεν 'με έβλεπεν! Η άμαξα επέρασε και έν δάκρυ μού στεκότουν στα μάτια. Την ακολουθούσα με τα βλέμματα, και είδα την κόμην της Καρολίνας να κλίνη προς τα έξω της θυρίδος, και εστράφη για να ιδή, αχ! εμέ αρά γε! – Φίλτατε! εις αυτήν την αβεβαιότητα μετεωρίζομαι, τούτο είναι η παρηγοριά μου· ίσως εμένα εγύρισε να ιδή! Ίσως! – Καλήν νύκτα! Ω, τι παιδί που είμαι!

10 Ιουλίου.

Να έβλεπες τι γελοίον πρόσωπον που παίζω, όταν ομιλούν περί αυτής!

Όταν δε μ' ερωτούν αν μου αρέση! Την λέξη αυτή την μισώ εξόλης της ψυχής μου. Τι άνθρωπος πρέπει να είναι εκείνος που να μη του αρέση η Καρολίνα, που να μη του κατέχη όλον τον νουν, όλα τα αισθήματα!

Αρέσει! Τώρα ύστερα μ' ερώτησεν ένας αν μου αρέση ο Οσσιανός!

11 Ιουλίου.

Η κυρία Μ.. είναι πολύ κακά· παρακαλώ τον θεόν για τη ζωή της, επειδή συμπάσχω με την Καρολίναν. Σπανίως την βλέπω στο σπίτι της φίλης μου, και σήμερον μου διηγήθη ένα θαυμάσιο γεγονός. – Ο γέρων Μ.. είναι φιλάργυρος, μικροπρεπής, εξηνταβελόνης, που σ' όλη τη ζωή κατεβασάνιζε και περιώριζε τη γυναίκα του· αυτή όμως ήξερε πάντα να τα βολεύη. Προ ολίγων ημερών, όταν ο ιατρός απελπίσθη για τη ζωή της, αυτή επροσκάλεσε τον άνδρα της (η Καρολίνα ήτο εις το δωμάτιον) και του μίλησε έτσι: πρέπει να σου ομολογήσω ένα πράγμα, τα οποίον μετά τον θάνατόν μου μπορούσε να προκαλέση σύγχυσιν και έριδας. Ως τώρα εδιοίκησα το σπίτι με τόσην τάξιν και οικονομίαν, όσον ήτο δυνατόν αλλά θα με συγχωρέσης ότι σε εξηπάτησα σ' αυτά τα τριάντα χρόνια. Προώρισες εις τας αρχάς του γάμου μας ένα μικρόν ποσόν για τα έξοδα του μαγειρείου και των λοιπών οικιακών αναγκών. Όταν το νοικοκυριό μας έγεινε μεγαλύτερο, η εργασία μας επήγε πιο καλά, δεν επείσθης ν' αυξήσης αναλόγως το εβδομαδιαίον μου ποσόν. Κοντολογής, ξέρεις πως τον καιρό που το νοικοκυριό μας ήτο πολύ μεγάλο απαιτούσες να περάσω την εβδομάδα με επτά φιορίνια. Το εδέχθην τότε άνευ αντιλογίας και τα περιπλέον έπαιρνα κάθε εβδομάδα από το χρηματοκιβώτιον, επειδή κανείς δεν υπέθετεν ότι η κυρία θα έκλεπτε το ταμείον. Τίποτε δεν κατεσπατάλησα και, χωρίς να το ομολογήσω, θα μπορούσα θαρραλέα να μεταβώ εις την αιωνιότητα, αν δεν ήτο αδύνατον, εκείνη που έπειτα από εμέ θα διευθύνη το σπίτι να μη ευρεθή εις αμηχανίαν, γιατί συ πάντοτε θα επέμενες πως η πρώτη σύζυγός σου επαρκούσε με αυτά.

Ωμίλησα με την Καρολίναν περί της απιστεύτου αποτυφλώσεως του ανθρωπίνου νου, ώστε αυτός να μη υποπτεύη ότι κάτι άλλο υποκρύπτεται, όταν ένας με επτά φλωρίνια εξαρκή εκεί όπου γίνονται τριπλάσια έξοδα. Αλλ' εγνώρισα εγώ ο ίδιος ανθρώπους, που και του προφήτου την αιώνια λήκυθο θα παρεδέχωνται ότι υπάρχει εις το σπήτι τους χωρίς να εκπλαγούν.

13 Ιουλίου.

Όχι, δεν απατώμαι! αναγινώσκω εις τα μαύρα της μάτια αληθές ενδιαφέρον για μένα και για την τύχην μου. Ναι, αισθάνομαι και εις τούτο δύναμαι να πιστεύσω την καρδιά μου, ότι αυτή – ω, δύναμαι ημπορώ να εκφράσω την ουράνια αυτή λέξη; – ότι με αγαπά!

Με αγαπά! – Και πόσον ακριβός γίνομαι έτσι εγώ εις τον εαυτόν μου, πόσον – εις σε δύναμαι να το είπω, συ το αισθάνεσαι πόσον λατρεύω τον εαυτόν μου, αφ' ότου εκείνη με αγαπά! Είναι αρά γε τούτο προπέτεια, ή αίσθημα της πραγματικής καταστάσεως – Δεν γνωρίζω τον άνθρωπον από τον οποίον κάτι εφοβούμην εις την καρδιά της Καρολίνας· και όμως – όταν ομιλή περί του μνηστήρος της, όταν με τόση ζέση, με τόσην αγάπην γι' αυτόν – Ομιλεί – τότε ομοιάζω με άνθρωπον που του αφαιρούνται όλαι οι τιμαί και τα αξιώματα και που του αφαιρείται το ξίφος.

16 Ιουλίου

Αχ, τι φωτιά τρέχει μέσα στις φλέγες μου, όταν το δάκτυλό μου απροσδοκήτως εγγίξη το ιδικό της, όταν τα πόδια μας υπό την τράπεζαν συναντώνται! Τραβιώμαι πίσω, σαν από φωτιά, και πάλιν μία μυστηριώδης δύναμις με τραβάει μπροστά – επέρχεται ζάλη, εις όλας τας αισθήσεις μου. – Ω! και η αθωότης της, η απλή ψυχή δεν αισθάνεται πόσον αύται αι μικραί οικειότητες με βασανίζουν! Όταν μάλιστα εις την ομιλίαν θέτη το χέρι της επάνω στο δικό μου, και εις την ζωηρότητα του διαλόγου έρχεται πλησιέστερα προς εμέ, ώστε η ουρανία του στόματός της πνοή να φθάση εις τα χείλη μου – νομίζω ότι καταπίπτω σαν κεραυνόπληκτος. – Και, Γουλιέλμε, αν τολμήσω ποτέ τούτον τον ουρανόν, ταύτην την εμπιστοσύνην! – Με εννοείς. Όχι, η καρδία μου δεν είναι τόσον διεφθαρμένη! Ασθενής! αρκετά ασθενής! – Και δεν είναι τούτο διαφθορά;

Μου είνε ιερά. Κάθε επιθυμία καταπαύει εις την παρουσίαν της. Δεν ξεύρω ποτέ τι αισθάνομαι όταν βρίσκωμαι πλησίον της· και με γιατρεύει από κάθε ταλαιπωρίαν, ταραχή και μελαγχολία, μόλις παίξη την πρώτη νότα.

Καμμία λέξις περί της μυθικής μαγικής δυνάμεως της μουσικής δεν μου είναι απίθανος. Πόσον και το απλούν άσμα με συγκινεί! Και πόσον ηξεύρει να μου παίζη αυτό το κομμάτι, συχνά εις καιρόν, που μου έρχεται να πάρω ένα πιστόλι και να πετάξω τα μυαλά μου στον αέρα! Η πλάνη και το σκότος της ψυχής μου διαλύονται και αφανίζονται, και αναπνέω πάλιν ελευθερώτερα.

18 Ιουλίου.

Γουλιέλμε, τι είναι για την καρδιά μας ο κόσμος χωρίς έρωτα; Ό,τι είναι μαγικόν φανάρι χωρίς φως! Μόλις εισάγεις το λυχναράκι και αι πλέον ποικιλόχροοι εικόνες φαίνονται εις τον λευκόν σου τοίχον! Και αν τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά πρόσκαιρα φαντάσματα, ουχ ήττον πάντα μας καθιστά ευταχείς όταν σαν ζωηρά παιδιά στεκώμεθα προ αυτού και ενθουσιαζώμεθα από τα θαυμαστά αυτά φαινόμενα. Σήμερον δεν μπόρεσα να πάω στης Καρολίνας μία συντροφιά, την οποίαν δεν ηδυνάμην να αποφύγω, με εμπόδισε. Τι να έκαμνα; έστειλα τον υπηρέτην μου εκεί έξω, διά να έχω τουλάχιστον πλησίον μου ένα άνθρωπον ο οποίος την είχε πλησιάσει σήμερον. Με πόσην ανυπομονησίαν τον επερίμενα, με πόσην χαράν τον επανείδα. Μου ήλθε να τον πιάσω από το κεφάλι να τον φιλήσω αλλ' εντράπηκα.

Διηγούνται περί της Βονωνίας πέτρας ότι, όταν την θέτουν εις τον ήλιον, προσελκύει τας ακτίνας του και φέγγει για λίγο ακόμα την νύκτα. Έτσι μου συνέβη με τον νέον αυτόν. Το αίσθημα ότι τα μάτια της είχαν πέσει επάνω εις το πρόσωπόν του, εις τα μάγουλά του, εις τα κουμβιά και τις ραφές του φορέματός του, μου κατέστησεν όλ' αυτά τόσον ιερά, τόσον πολύτιμα! Εις την στιγμήν αυτήν δεν θα έδιδα τον νέον ούτε αντί χιλίων ταλλήρων. Τόσον ευχαριστούμην από τη παρουσία του. – Ο Θεός να σε φυλάξη να μη γελάσης γι' αυτά! Γουλιέλμε, είναι φαντασία όταν είμεθα ευτυχείς;

19 Ιουλίου.

Θα την ιδώ! αναφωνώ κάθε πρωί όταν σηκώνομαι και ατενίζω μ' όλην την φαιδρότητα προς τον ωραίον ήλιον· θα την ιδώ! Και τότε για όλη την ημέρα δεν έχω πλέον άλλην επιθυμίαν. Το παν, το παν πνίγεται εις αυτήν την απαντοχή.

20 Ιουλίου.

Την ιδέαν σας να πάω με τον πρέσβυ… δεν δύναμαι ακόμη να συμμερισθώ. Δεν αγαπώ πολύ την υποταγήν, και ξεύρομεν όλοι ότι εκείνος ο κύριος είναι προς τούτοις ανυπόφορος. Η μήτηρ μου, λέγεις, θα επεθύμει να με ίδη σε καριέρα· αυτό μ' έκαμε να γελάσω. Δεν είμαι λοιπόν και τώρα σε καριέρα; και το κάτω κάτω δεν είναι το ίδιον αν μετρώ πιζέλια ή φακές; Το παν εις τον κόσμον καταλήγει εις ματαιότητα, και ο άνθρωπος, που χάριν των άλλων χωρίς τούτο, μα είναι δικό του πάθος, ιδία του ανάγκη, βασανίζεται για χρήματα ή τιμάς ή άλλο τι, είναι πάντοτε μωρός.

24 Ιουλίου.

Επειδή ενδιαφέρεσαι τόσον πολύ να μη αμελώ την ζωγραφική μου θα προτιμούσα καλύτερα ν' αποσιωπήσω όλως διόλου το πράγμα, παρά να σου πω ότι προ πολλού πολύ λίγο καταγίνομαι.

Ποτέ ως τώρα δεν υπήρξα πλέον ευτυχής, ποτέ αίσθημά μου για τη φύση ως τα λιθαράκια και ως τη χλόη δεν ήσαν πληρέστερον και πλέον ενδόμυχον. και όμως – δεν ηξεύρω πως να εκφρασθώ, η παραστατική μου δύναμις είναι τόσον αδύνατος, το παν τόσον πλέει και αιωρείται μπρος στην ψυχή μου: ώστε καμμίαν εικόνα δεν δύναμαι να συλλάβω· αλλά φαντάζομαι ότι, αν είχα πηλόν ή κερί, θα διέπλασσα καλύτερα. Θα λάβω και πηλόν, αν αυτή η κατάστασις διαρκέση περισσότερον, και θα ζυμώσω, και ας γείνουν και πήττες.

Της Καρολίνας την εικόνα τρεις φορές την άρχισα και τις τρεις εντροπιάσθηκα. Τούτο με λυπεί τόσο μάλλον όσο προ ολίγου καιρού επετύγχανα πολύ εις την ομοιότητα. Έπειτα λοιπόν την εσκιαγράφησα, και τούτο ας μου αρκέση.

20 Ιουλίου.

Πολλές φορές ως τώρα απεφάσισα να μη τη βλέπω τόσον συχνά. Ναι, ποιός μπορεί να φυλάξη την απόφασή του! Κάθε μέρα υπόκειμαι εις τον πειρασμόν και ορκίζομαι: «αύριο μια φορά δεν θα πας», και όταν έρχεται το πρωί ευρίσκω μίαν ακατανίκητον αιτίαν, και πριν το καταλάβω, ευρίσκομαι πλησίον της. Ή μου είπε την εσπέραν: θα έλθετε βέβαια αύριο: – Ποιος μπορούσε να μην πάη; Ή μου δίδει μίαν παραγγελίαν και ευρίσκω πρέπον να της φέρω μόνος μου την απάντησιν; ή η ημέρα είναι πολύ ωραία, πηγαίνω εις το Βαλάιμ, και όταν πλέον είμαι εκεί, μισή μόνον ώρα είναι έως σ' αυτής! – Είμαι πάρα πολύ πλησίον εις την ατμοσφαίραν της. – Έν βήμα και είμαι εκεί. Η γιαγιά μου έλεγεν παραμύθι για ένα βουνό από μαγνήτη· τα πλοία, τα οποία επλησίαζαν πάρα πολύ, έχαναν διά μιας όλα τα σιδερικά των, τα καρφιά επετούσαν προς το βουνό, και οι ταλαίπωροι ταξιδιώτες εσκοτώνοντο ανάμεσα στα σανίδια που έπεφταν το ένα πάνω στ' άλλο.

30 Ιουλίου.

Ο Αλβέρτος έφθασε, και εγώ θα πάω· και αν ήτον ο κάλαιστος, ο ευγενέστατος άνθρωπος, εις τον οποίον θα ήμουν πρόθυμος να υποτάσσωμαι υπό πάσαν έποψιν, θα μου ήτο ανυπόφορον να τον βλέπω προ των οφθαλμών μου να έχη τόσας τελειότητας. – Αρκεί, Γουλιέλμε, ο μνηστήρ ήλθεν. Ένας καλός, αξιαγάπητος νέος, τον οποίον πρέπει ν' αγαπά κανείς. Ευτυχώς δεν ήμουν εκεί κατά την υποδοχήν! Αυτό θα μου κατεξέσχιζε την καρδιά. Προς τούτοις είναι τόσο τίμιος, και δεν εφίλησεν ούτε μια φορά την Καρολίνα μπροστά μου. Γι' αυτό ας τον ανταμείψη ο Θεός! Για το σέβας που έχει στην κόρη πρέπει να τον αγαπώ. Με ευνοεί, και υποθέτω ότι αυτό είναι έργον της Καρολίνας μάλλον παρά του ιδίου του αισθήματος· διότι ως προς αυτό η γυναίκες είναι επιτήδειες, και έχουν δίκαιον: όταν δύνανται να διατηρούν δύο εραστάς σε καλή αναμεταξύ τους σχέση, είναι πάντα δικό τους κέρδος, όσον σπανίως και αν κατορθώνεται.

 

Εν τούτοις δεν δύναμαι ν' αρνηθώ εις τον Αλβέρτον την υπόληψίν μου. Η εξωτερική του απάθεια ευρίσκετο σε μεγάλην αντίθεσι προς την ανησυχίαν του χαρακτήρος μου, που δεν δύναται να κρυφθή. Έχει πολύ αίσθημα, και εννοεί τι κειμήλιον είναι η Καρολίνα γι' αυτόν. Φαίνεται, ότι σπανίως δυσθυμεί, και ξεύρεις πως είναι το μόνον αμάρτημα που υπερβολικά το αποστρέφομαι εις τον άνθρωπον.

Με θεωρεί ως άνθρωπον με νουν και η αφοσίωσίς μου εις την Καρολίναν, η αληθινή μου χαρά, που αισθάνομαι εις όλας τας πράξεις της, αυξάνει τον θρίαμβόν του, και την αγαπά τόσον περισσότερον. Αν δε ίσως την βασανίζη ενίοτε με μικρή ζηλοτυπία, τούτο δεν το εξετάζω· εγώ τουλάχιστον αν ήμουν εις την θέσιν του, δεν θα έμενα ασφαλής απ' αυτόν τον διάβολο.

Ας είναι κ' έτσι! η ευχαρίστησίς μου να είμαι πλησίον τις Καρολίνας πάει. Μωρίαν να ονομάσω τούτο ή αποτύφλωσιν; – Τι χρειάζονται ονόματα, αφού αυτό το πράγμα μιλή! – Ήξευρα όλα, ότι τώρα ηξεύρω, πριν έλθη ο Αλβέρτος· ήξευρα πως δεν μπορούσα να έχω αξίωσι γι' αυτήν, ούτε είχα καμμίαν – δηλαδή εφόσον είναι δυνατόν, απέναντι τόσου θελγήτρου να μη επιθυμήση κανείς τίποτε – και τώρα ο ανόητος εκπλήττομαι, ότι ο άλλος πράγματι έρχεται και μου παίρνει την κόρη.

Τρίζω τα δόντια μου, και χλευάζω την αθλιότητά μου, και περιφρονώ διπλασίως και τριπλασίως εκείνους που μπορούν και λέγουν: «να το ξεχάσω», αφού δα δεν γίνεται αλλοιώς. – Γλύτωσέ με απ' αυτά τα ξόανα, – Γυρίζω εις τα δάση, και όταν έρχωμαι εις την Καρολίναν και ο Αλβέρτος κάθεται πλησίον της στον κήπο στο κιόσκι και δεν δύναμαι να φύγω, τότε φέρομαι σαν τρελός και κάμνω χίλιες δυο ανοησίες. – Δι' όνομα του Θεού, μου είπε σήμερον η Καρολίνα, σε παρακαλώ, μη [κάμεις] καμμίαν σκηνήν, σαν εκείνην της χθεσινής βραδειάς. Είσθε φοβερός όταν είσθε έτσι εύθυμος. – Αναμεταξύ μας, καιροφυλακτώ την στιγμήν, όταν αυτός έχει ασχολίες· ω! ευθύς ευρίσκομαι πλησίον της, και είμαι πάντοτε ευχαριστημένος όταν την ευρίσκω μόνην.

8 Αυγούστου

Σε παρακαλώ, αγαπητέ Γουλιέλμε, δεν είχα σε υπ' όψιν όταν απεκάλουν ανυποφόρους τους ανθρώπους που απαιτούν από μας υπομονήν εις άφευκτα κακά. Αληθινά δεν εφανταζόμουν ότι ηδύνασο να είσαι παρομοίας γνώμης. Και κατά βάθος έχεις δίκαιον.

Ένα μόνον, φίλτατέ μου! Εις τον κόσμον πολύ σπανίως γίνεται κάτι με το είτε – είτε· αι ενέργειαι, και αι επιχειρήσεις έχουν τόσον ποικίλας αποχρώσεις, όσαι παραλλαγαί υπάρχουν μεταξύ της γρυπής μύτης σαν του γερακιού και της μύτης της πλακουτσής. Δεν θα σου κακοφανή, λοιπόν, όταν παραδέχωμαι όλον τον συλλογισμόν σου, και όμως ζητώ να ξεφύγω από το είτε – είτε.

Είτε έχεις ελπίδα, λέγεις διά την Καρολίναν, είτε δεν έχεις καμμίαν. Καλά! Κατά μεν την πρώτην περίπτωσιν ζήτει να την πραγματοποιήσης, ζήτει να την φθάσης εις την εκτέλεσιν των πόθων σου· κατά δε την δευτέραν δείξου άνδρας, και προσπάθησε ν' απαλλαγής από ένα δυστυχισμένο αίσθημα που δεν δύναται να μη εξολοθρέψη όλας τας δυνάμεις σου. – Άριστέ μου φίλε! καλά το είπες και – εύκολα.

Και δύνασαι ν' απαιτήσης από τον δυστυχή εκείνον, που η ζωή του τρώγεται ολοένα από χρονίαν αρρώστεια, δύνασαι ν' απαιτήσης απ' αυτόν να θέση τέλος διά μιας εις τα βάσανά του μ' ένα μαχαίρι; Και μήπως το κακόν, το οποίον κατατρώγει τας δυνάμεις του, δεν του αφαιρεί συγχρόνως και το θάρρος να ελευθερωθή απ' αυτό;

Μπορούσες με μιαν ανάλογη παραβολή ν' αποκριθής: Ποιος δεν θα επροτιμούσε να στερηθή μάλλον το χέρι του παρά διστάζοντας και οκνεύοντας να διακυβεύση την ζωήν του; – Δεν ξεύρω! – και ας μη χρονοτριβούμε σε παραβολές. Αρκεί – Ναι, Γουλιέλμε, έχω πολλάκις στιγμές θάρρους που αναβρύει και ξετινάζει και τότε φθάνει να ήξευρα, πού; – θα επήγαινα εκεί.

Βράδυ.

Το ημερολόγιόν μου, που από καιρό το είχα αμελήσει, σήμερα μου έπεσε πάλιν εις τα χέρια, και εξεπλάγην, πώς εν συνειδήσει επροχώρησα εις όλα αυτά, βήμα προς βήμα! Πώς έβλεπα τόσον καθαρά, πάντα την κατάστασή μου, και όμως εφέρθην σαν παιδί· τώρα ακόμη τόσον καθαρά βλέπω, και όμως δεν υπάρχει κανένα φαινόμενον βελτιώσεως.

10 Αυγούστου.

Θα μπορούσα να περνώ την πιο καλή κ' ευτυχισμένη ζωή, αν δεν ήμουν μωρός. Τόσον ευνοϊκαί περιστάσεις που είναι αυταί, εις τας οποίας τώρα ευρίσκομαι, δεν συνενούνται εύκολα διά να τέρψουν την ψυχήν ενός ανθρώπου. Αχ! τόσον είναι βέβαιον ότι η καρδία μας μόνη είναι ο δημιουργός της ευτυχίας της. – Να είμαι μέλος της πλέον αξιαγαπήτου οικογενείας· ν' αγαπώμαι από τον γέροντα σαν παιδί του, από τα μικρά σαν πατέρας, και από την Καρολίνα! – έπειτα ο καλός Αλβέρτος, ο οποίος με καμμιά σκυθρωπότητα, με καμμιά κακοτροπία δεν διαταράσσει την ευτυχίαν μου· ο οποίος με εγκάρδια φιλιά με περιβάλλει· εις τον οποίον εγώ, μετά την Καρολίναν, είμαι το αγαπητότατον όν εις τον κόσμον! – Γουλιέλμε, είναι χαρά Θεού να μας ακούη κανείς όταν πηγαίνωμεν περίπατο και συνδιαλεγώμεθα περί της Καρολίνας· τίποτε στον κόσμο δεν ευρέθη γελοιωδέστερον απ' αυτή τη σχέση, και όμως απ' αυτήν μου έρχονται συχνάκις δάκρυα εις τους οφθαλμούς.

Όταν μου διηγήται για την αγαθή του μητέρα· πώς επί της κλίνης του θανάτου παρέδωκεν εις την Καρολίναν το σπίτι της και τα τέκνα της, και του εσύστησε την Καρολίναν• πώς από τον καιρό εκείνο ένα όλως διόλου άλλο πνεύμα εμψύχωσε την Καρολίναν· πώς αυτή ως προς την φροντίδα του νοικοκυριού της και ως προς την σοβαρότητα έγεινεν αληθινή μητέρα· πώς καμμίαν στιγμήν του καιρού της δεν επέρασε χωρίς ενεργόν αγάπην, χωρίς εργασίαν και όμως η φαιδρότης της, η ευθυμία της ποτέ δεν την άφησαν, – Περιπατώ πλησίον του, και μαζεύω άνθη στο δρόμο· τα συμπλέκω με πολλήν προσοχήν εις ανθοδέσμην, – και τα ρίπτω εις το ποτάμι, που τρέχει δίπλα, και τα παρακολουθώ με το βλέμμα πώς ήρεμα κατέρχονται. – Δεν ηξεύρω αν σου έγραψα ότι ο Αλβέρτος θα μένη εδώ και θα λάβη μίαν θέση με καλό μισθό από την Αυλήν, όπου αγαπάται πολύ. Ως προς την προθυμίαν εις υποθέσεις, ολίγους είδα ομοίους του.

12 Αυγούστου.

Βέβαια ο Αλβέρτος είναι ο κάλλιστος άνθρωπος υπό τον ουρανόν. Χθες μου συνέβη μαζί του μία θαυμασία σκηνή. Επήγα διά να τον αποχαιρετήσω· γιατί μου ήλθεν η όρεξη να κάμω ένα γύρον έφιππος εις τα βουνά, αφ' ότου τώρα και σου γράφω· και καθώς πηγαινοέρχομαι εις το δωμάτιον, μου πίπτουν εις τα μάτια τα πιστόλιά του. – Δάνεισέ μου τα πιστόλια, είπα, για το ταξείδι μου. – Ευχαρίστως, είπεν, αν θέλης να λάβης τον κόπον να τα γεμίσης· εγώ τα έχω κρεμασμένα μόνον διά τον τύπον. Έλαβα έν απ' αυτά, και εκείνος εξακολουθούσε: Αφ' ότου η επιμέλειά μου σ' αυτά μου την κατάφερε τόσον άσχημα, δεν θέλω πλέον να έχω σχέσιν με τέτοια πράγματα. – Ήμουν περίεργος να μάθω την ιστορίαν. – Έμεινα, διηγήθηκε, επί τρεις περίπου μήνας εις την εξοχήν εις ένα φίλον, είχα ένα ζευγάρι πιστόλια αγέμιστα, και εκοιμώμην ήσυχος. Μίαν φοράν μετά μεσημβρίαν, ενώ έβρεχε και εκαθήμην άεργος, δεν ηξεύρω πώς μου κατεβαίνει: πιθανόν να μας επιτεθούν, μπορεί να χρειασθούμε τα πιστόλια, και μπορεί.. – ηξεύρεις δα πώς γίνονται αυτά. – Τα έδωκα εις τον υπηρέτην διά να τα καθαρίση και να τα γεμίση· και αυτός χαριεντίζεται με τα κορίτσια, θέλει να τα τρομάξη, και ο Θεός το ξεύρει πώς, το όπλον πίπτει, ενώ η βέργα ήτον ακόμη εις την κάννην, και εξακοντίζει την τουφεκόβεργαν εις την άκρη του δεξιού χεριού ενός κοριτσιού, και της συντρίβει τον αντίχειρα. Τότε είχα τις φωνές και τα κλάματα, και κοντά εις αυτά είχα να πληρώσω ακόμη και την θεραπείαν, και από τότε αφίνω κάθε όπλον αγέμιστον. Ω φίλτατέ μου, τι είναι η πρόνοια; Δεν μπορεί κανείς να μάθη να διαφεύγη τον κίνδυνον! Μολονότι – Ηξεύρεις όμως ότι αγαπώ πολύ τον άνθρωπον έως εις τα μολονότι του· γιατί, όπως δεν το ξέρουμε, κάθε γενικόν αξίωμα δεν έχει και εξαιρέσεις; Αλλά τόσον δίκαιος είναι ο άνθρωπος αυτός! Όταν νομίζη ότι είπε κάτι απερίσκεπτον, γενικόν, αμφίβολον, τότε δεν σου παύει να το περιορίζη, να το τροποποιή, να προσθέτη και ν' αφαιρή, έως ότου τέλος δεν μείνη τίποτε πλέον από το πράγμα. Και απ' αυτή την αφορμή των όπλων εβυθίσθη πάρα πολύ εις τα καθέκαστα· τελευταίον δεν τον επρόσεχα πλέον, έπεσα εις φαντασίας και με αλλόκοτον σχήμα επίεσα το στόμιον του πιστολιού πάνωθε από το δεξί μάτι στο μέτωπον. Ντροπή! είπεν ο Αλβέρτος, ενώ μου κατέβασε το πιστόλι, τι σημαίνει τούτο; – Δεν είναι γεμάτον, είπα. – Και έτσι πάλιν, τι σημαίνει; επρόσθεσεν ανυπόμονος. Δεν δύναμαι να εννοήσω πώς μπορεί κανένας να είναι τρελλός, ώστε να αυτοχειριασθή· μόνη η σκέψις μού διεγείρει απέχθειαν.

– Πώς σεις οι άνθρωποι, ανεφώνησα, διά να μιλήσετε περί ενός πράγματος, επιφωνείτε ευθύς: τούτο είναι ανόητον, τούτο είναι σοφόν, αυτό είναι καλόν, αυτό είναι κακόν! Και τι θέλουν να πουν όλα αυτά; Έχετε ερευνήσει τας εσωτερικάς σχέσεις πράξεώς τινος; Ηξεύρετε να αναπτύσσετε με ακρίβειαν τας αιτίας γιατί έγεινε, γιατί έπρεπε να γείνη! Αν εκάμνετε αυτό, δεν θα είσθε τόσον γλήγοροι εις τας κρίσεις σας.

– Αλλά θα παραδεχθής, είπεν ο Αλβέρτος, πως μερικαί πράξεις μένουν εγκληματικαί, κι' ας συμβή από οποιονδήποτε λόγον.

Ύψωσα τους ώμους, και συγκατένευσα. – Όμως, αγαπητέ μου, εξηκολούθησα, υπάρχουν και εδώ εξαιρέσεις. Είναι αλήθεια ότι η κλοπή είναι αμάρτημα· αλλ' ο άνθρωπος, που για να σώση τον εαυτόν του και τους ιδικούς του από βέβαιη πείνα παραδίδεται εις την αρπαγήν, αξίζει συμπάθειαν μάλλον παρά τιμωρίαν! Ποιος ρίχτει τον πρώτον λίθον κατά του συζύγου, που εις δικαίαν οργήν κατασφάζει την άπιστον γυναίκα του και τον ουτιδανόν της διαφθορέα; κατά της κόρης, που εις ηδονικωτάτην ώραν παραδίδεται εις τις αχαλίνωτες τέρψεις του έρωτος: Οι νόμοι μας αυτοί, οι ψυχρόαιμοι εκείνοι λεπτολόγοι, συγκινούνται, και αναστέλλουν την τιμωρίαν των.

– Αυτό είναι όλως διόλου άλλο, επρόσθεσεν ο Αλβέρτος, διότι άνθρωπος τον οποίον αφαρπάζουν τα πάθη του χάνει όλον το λογικόν του και θεωρείται, ως μέθυσος ως παράφρων·

– Α! σεις οι φρόνιμοι άνθρωποι! εφώναξα χαμογελώντας Πάθος! Μέθη! Μανία! Στέκεσθε τόσον απαθείς και ακοινώνητοι, οι ηθικοί άνθρωποι! Κατηγορείτε τον μέθυσον, αποστρέφεσθε τον παράφρονα, αντιπαρέρχεσθε, ως λευίτης, και ευχαριστείτε τον Θεόν, ως ο Φαρισαίος, ότι δεν σας έκαμεν ένα απ' αυτούς. Πλέον ή άπαξ ήδη εμέθυσα, ουδέποτε τα πάθη μου ήσαν μακράν της μανίας, και ούτε διά το έν ούτε διά το άλλο μετανοώ· γιατί έμαθα κατά τον δικό μου στοχασμό να εννοώ πως όλοι οι έκτακτοι άνθρωποι που έκαμαν κάτι μεγάλο, κάτι που εφαινότουν αδύνατο δεν μπορούσε στην αρχή παρά να κηρυχθούν μέθυσοι και μανιακοί.

Αλλά και στην καθημερινή ζωή είναι ανυπόφορο ν' ακούη κανείς να φωνάζουν καθενός σχεδόν για μια κάπως γενναία, ευγενή, απροσδόκητη πράξη: ο άνθρωπος αυτός είναι μέθυσος, είναι τρελλός! Ντραπήτε, σεις οι εγκρατείς! Ντραπήτε σεις οι σοφοί!

– Αυτά είναι πάλιν από τις φαντασίες σου, είπεν ο Αλβέρτος. Είσαι εις όλα υπερβολικός, και τουλάχιστον έχεις αναμφιβόλως άδικον, παραβάλλοντας την αυτοκτονίαν περί της οποίας τώρα ο λόγος, προς μεγάλας πράξεις, ενώ δεν μπορεί κανείς να την θεωρήση παρά ως αδυναμίαν. Γιατί βέβαια ευκολώτερο είναι ν' αποθάνη κανείς παρά να υποφέρη καρτερικά ζωήν γεμάτη βάσανα.

Εκόντευα να διακόψω την ομιλίαν· διότι κανένας άλλος συλλογισμός δεν με δαιμονίζει τόσον, όταν μου παρουσιάζεται κανείς με ασήμαντον ρητορικόν τύπον, όταν εγώ ομιλώ εξ όλης μου της καρδίας. Εκρατήθηκα όμως γιατί συχνά ήδη το είχα ακούσει, και συχνά είχα αγανακτήσει, και του απήντησα με κάποιαν ζωηρότητα: Ονομάζεις αυτό αδυναμίαν! Σε παρακαλώ, μη εξαπατηθής από το φαινόμενον. Ένα λαόν, που στενάζει υπό τον ανυπόφορον ζυγόν τυράννου, θα τον ονομάσης αδύνατον, όταν τέλος αναβράση και σκάση τα δεσμά του; Άνθρωπος που τρομάζοντας γιατί επήρε φωτιά το σπίτι του, αισθάνεσαι να εντείνωνται όλες του αι δυνάμεις και μ' ευκολίαν αποκομίζει βάρη, τα οποία ήσυχος μόλις δύναται να κινήση, άνθρωπος, που αγριεύοντας από μια προσβολή, τα βάνει με έξη και τους νικά, αυτοί θα ονομάζονται αδύνατοι; Και φίλε μου, αν η έντασις είνε ισχύς, γιατί η υπερέντασις να είναι το εναντίον; – Ο Αλβέρτος με προσέβλεψε και είπε: Μη σου κακοφαίνεται, τα παραδείγματα, που φέρεις, δεν φαίνονται να τεριάζουν. – Ημπορεί, είπα εγώ· με εμέμφθησαν συχνά, ως τώρα, ότι ο συνειρμός των ιδεών μου ενίοτε επλησίαζε προς φλυαρίαν. Ας ιδούμε λοιπόν, αν δυνάμεθα με άλλον τρόπον να παραστήσωμεν εις τον εαυτόν μας τι συμβαίνει εις την καρδίαν του ανθρώπου που αποφασίζει ν' απορρίψη το άλλως ευάρεστον φορτίον της ζωής. Γιατί μόνον όταν συναισθανώμεθα κ' εμείς ένα πράγμα, τότε έχομεν το δικαίωμα να μιλούμε γι' αυτό.

Η ανθρωπίνη φύσις, εξηκολούθησα, έχει τα όριά της· δύναται να υποφέρη χαρές, θλίψες, πόνους μέχρις ενός βαθμού, καταστρέφεται δε ευθύς όταν ο βαθμός αυτός ξεπερασθή. Εδώ λοιπόν δεν είναι το ζήτημα, αν ένας είναι ασθενής ή ισχυρός, αλλ' αν δύναται εις το μέτρον του πάθους του ν' αντέχη, είτε είνε τούτο ηθικόν είτε σωματικόν και εγώ ευρίσκω τόσον παράδοξον το να λέγουν πως ο άνθρωπος που αφαιρεί την ζωήν του είναι δειλός, όσον άτοπον θα ήτο να λέγεται δειλός εκείνος που αποθνήσκει από κακοήθη πυρετόν.

 

– Παράδοξον! πολύ παράδοξον! εφώναξεν ο Αλβέρτος. – Όχι τόσον, όσον υποθέτεις, απήντησα εγώ. Παραδέχεσαι ότι ονομάζομεν ασθένειαν θανάτου εκείνην, διά της οποίας τόσον προσβάλλεται η φύσις, ώστε αι δυνάμεις της εν μέρει μεν να χάνωνται, εν μέρει δε ν' αδρανούν, ώστε να μη είναι ικανή ν' αναλάβη πάλιν ούτε με μίαν ευτυχή επανάστασιν ν' αποκαταστήση εκ νέου την τακτικήν κυκλοφορίαν της ζωής. Τώρα, αγαπητέ μου, ας εφαρμόσωμεν τούτο εις το πνεύμα. Κύτταξε τον άνθρωπον εις τον κύκλον του, πώς εντυπώσεις επενεργούν επ' αυτού, πώς ιδέαι στερεώνονται μέσα του, έως ότου τέλος έν αυξανόμενον πάθος του αφαιρεί όλη την ήσυχη ψυχική δύναμη, και τον φέρει εις όλεθρον.

Μάταια ο απαθής, ο φρόνιμος άνθρωπος διαβλέπει την κατάστασιν του δυστυχούς, μάταια τον συμβουλεύει! Τα ίδιο, όπως και ένας υγιής, που στέκεται παρά την κλίνην του ασθενούς, δεν δύναται να του ενστάξη ουδέ το ελάχιστον από τας δυνάμεις του.

Για τον Αλβέρτο όλ' αυτά που είπα ήσαν πάρα πολύ γενικά. Του ενθύμησα ένα κορίτσι το οποίον προ ολίγου χρόνου ηύραν νεκρό μέσα στο νερό, και του επανέλαβα την ιστορίαν της. – Ένα καλό νεαρό πλάσμα, που είχε μεγαλώσει εις τον στενόν κύκλον οικιακών ενασχολήσεων, ωρισμένης εβδομαδιαίας εργασίας, που δεν εγνώριζεν άλλην έποψιν τέρψεως παρά τις Κυριακές με το στολισμό του, τον οποίον ολίγον κατ' ολίγον είχεν αποκτήσει, να πηγαίνη περίπατον μαζί με τις όμοιές της, γύρω στην πόλη, να χορεύη ίσως δύο τρεις φορές τον χρόνο, και προς τούτοις με όλην την ζωηρότητα του εγκαρδιωτάτου ενδιαφέροντος να κουβεντιάζη πολλές ώρες με μια γειτόνισσα περί της αφορμής μιας φιλονεικίας, μιας συκοφαντίας. Έως ου η θερμή της φύσις αισθάνθηκε τέλος εσωτερικώτερες ανάγκες, αι οποίαι διά των κολακειών των ανδρών αυξάνονται. Οι προτερινές της ηδονές της γίνονται ολίγον κατ' ολίγον άνοστες, έως ότου τέλος συναντά ένα άνθρωπον, προς τον οποίον ελκύεται υπό αγνώστου αισθήματος, ακαθέκτως, εις τον οποίον τώρα αναθέτει όλες τις ελπίδες της, λησμονεί γύρω της τον κόσμον, τίποτε δεν ακούει, τίποτε δεν βλέπει, τίποτε δεν αισθάνεται παρά αυτόν, τον μόνον, μόνον αυτόν ποθεί, τον μόνον. Μην έχοντας διαφθαρή από τις μάταιες ευχαριστήσεις ασταθούς ματαιότητος, διευθύνει τας επιθυμίας της ακριβώς προς τον σκοπόν· θέλει να γείνη δική του, θέλει δι' αιωνίου συνδέσμου να επιτύχη όλην την ευτυχίαν που της λείπει, ν' απολαύση όλας μαζί τας ηδονάς που εποθούσε. Επανειλημμένη υπόσχεσις, η οποία επισφραγίζει την βεβαιότητα όλων των ελπίδων της, τολμηρά θωπεύματα που αυξάνουν τας επιθυμίας της, περιπλέκουν όλην την ψυχήν της· κολυμβά εις μίαν αμυδράν συνείδησιν, εις μίαν προαίσθησιν όλων των ηδονών, ευρίσκεται είς μεγίστην έντασιν, απλώνει τέλος τους βραχίονάς της για να περιπτυχθή όλας της τας επιθυμίας – και ο ερωμένος της την αφίνει. Ναρκωμένη, αναίσθητη, στέκεται προ αβύσσου· το παν είναι σκότος γύρω της, καμμία ελπίς, καμμία παρηγορία, καμμία προσδοκία! γιατί την άφησεν εκείνος εις τον οποίον μόνον αισθανότουν την ύπαρξίν της. Δεν βλέπει τον εκτεταμένον κόσμον ο οποίος κείται προ αυτής, ουδέ τους πολλούς οι οποίοι ηδύναντο να της αναπληρώσουν την απώλειαν, αισθάνεται τον εαυτόν της ολομόναχον, αισθάνεται πως ο κόσμος την εγκατέλειψεν· εγκαταλελειμμένη υπό του κόσμου, και τυφλή, στενοχωρημένη υπό της φοβεράς ανάγκης της καρδιάς της, κατακρημνίζεται, ώστε μέσα στο θάνατο, που τα πάντα περιλαμβάνει, να καταπνίξη όλα τα βάσανά της. – Αυτή, Αλβέρτε, είναι η ιστορία τόσων πολλών ανθρώπων! Δεν είναι το ίδιο, όπως και η ασθένεια; Η φύσις δεν ευρίσκει καμμίαν διέξοδον εκ του λαβυρίνθου των περιπλόκων και αντιθέτων δυνάμεων, και ο άνθρωπος πρέπει ν' αποθάνη. Αλλοίμονον εις εκείνον που θα ηδύνατο να είναι θεατής και να ειπή: η ανόητη! αν επερίμενεν, αν άφινε τον καιρόν να επενεργήση, η απελπισία του θα επραΰνετο, θα ευρίσκετο άλλος κανένας να την παρηγορήση. Είναι το ίδιον σαν να έλεγε κανείς: ο ανόητος πεθαίνει από πυρετόν! Αν επερίμενεν, ως που αι δυνάμεις του ν' αναλάβουν, οι χυμοί του να καλυτερεύσουν, η ταραχή του αίματός του να κατευνασθή, όλα θα επήγαιναν καλά, και θα εζούσε σήμερον.

Ο Αλβέρτος, εις τον οποίον η παραβολή δεν ήτον ακόμη φανερά, αντέταξε μερικά, και μεταξύ άλλων ότι ωμίλησα μόνον για ένα άμυαλο κορίτσι· πώς όμως ηδύνατο να δικαιολογηθή ένας άνθρωπος νουνεχής, που δεν είναι τόσω περιωρισμένος, που έχει πλατύτερη μάθηση και πείραν, ώστε να μπορή να κρίνη! – Φίλε μου, ανεφώνησα, ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, και το λίγο μυαλό που θα έχη κανείς, ολίγην ή ουδεμίαν σημασίαν έχει, όταν τα πάθη μαίνωνται, και η συνθήκες της ανθρωπότητος τον πιέζουν. Αλλά περισσότερα γι' αυτό ας μιλήσουμε καμμίαν άλλη φορά, είπα κ' επήρα το καπέλλο μου να φύγω. Ω! ήταν τόσο γεμάτη η καρδιά μου, – και εχωρισθήκαμε χωρίς να νοιώσουμε ο ένας τον άλλον. Πόσον δύσκολα εις αυτόν τον κόσμον εννοεί ο ένας τον άλλον.

15 Αυγούστου.

Είναι όμως βέβαιον ότι εις τον κόσμον τίποτε άλλο δεν κάμνει τον άνθρωπον αναγκαίον όσον η αγάπη. Η Καρολίνα αισθάνομαι ότι δεν θα ήθελε να με χάση, και τα παιδιά δεν έχουν άλλη σκέψη παρά πότε θα ξανάρθω κάθε πρωί. Σήμερα επήγα εκεί, για να κουρδίσω το πιάνο της Καρολίνας, δεν μπόρεσα όμως να το κουρδίσω γιατί τα μικρά με επαίδευαν να τους ειπώ παραμύθι, και η ίδια η Καρολίνα είπε πως έπρεπε να κάμω τη θέλησή τους. Τους έκοψα το βραδινό ψωμί, που τώρα το λαμβάνουν από μένα όχι με λιγώτερη ευχαρίστηση παρά από την Καρολίνα, και τους διηγήθηκα το περίφημο παραμύθι της πριγκηπέσσας, που υπηρετείται από μαγευμένα χέρια. Μαθαίνω πολλά, σε βεβαιώ, έτσι και εκπλήττομαι για τας εντυπώσεις που τους προξενεί. Επειδή κάποτε αναγκάζομαι να εφεύρω κανένα επεισόδιο, που κατά τη δεύτερη φορά το λησμονώ, ευθύς μου λέγουν ότι την προηγούμενη φορά ήτο διαφορετικά, ώστε τώρα γυμνάζομαι να τους τα διηγούμαι αμετάβλητα και με την ίδιαν φωνή. Έτσι έμαθα πως ένας συγγραφεύς με δεύτερη αλλοιωμένη έκδοση της ιστορίας του, όσο καλύτερη και αν είναι αυτή ποιητικώς, θα βλάψη κατ' ανάγκην το βιβλίον του. Η πρώτη εντύπωσις μας ευρίσκει προθύμους, και ο άνθρωπος είναι καμωμένος ώστε και περί του πλέον αλλοκότου να μπορή κανείς να τον πείση, αλλ' αυτό έτσι αμέσως στερεά προσκολλάται εις τον νουν του, ώστε αλλοίμονον εις εκείνον που θελήση να το εξαλείψη και να το σβύση!

13 Αυγούστου.

Έπρεπε λοιπόν να είναι έτσι εις τον κόσμον, ώστε ό,τι κάμνει την ευδαιμονίαν του ανθρώπου να γίνεται πάλιν πηγή της δυστυχίας του;

Το μεστόν, θερμόν αίσθημα της καρδιάς μου προς την ζώσαν φύσιν, που με τόσην ηδονή με κατέκλυζε, που μου παρουσίαζε τον κόσμο γύρω σαν παράδεισο μου καθίσταται τώρα ανυπόφορος βασανιστής, ολέθριος δαίμων, που παντού με καταδιώκει. Όταν άλλοτε από το ύψος του βράχου απέβλεπα εις την εύφορον κοιλάδα, από του ποταμού μέχρι των λόφων εκείνων, και το παν γύρω μου έβλεπα να βλαστάνη και να αναβλύζη· όταν έβλεπα τα βουνά εκείνα ενδυμένα από τους πρόποδας μέχρι των κορυφών με υψηλά πυκνά, δένδρα, τας κοιλάδας εκείνας με τους ποικίλους ελιγμούς των να ισκιώνωνται από τα τόσο όμορφα δάση και ο γλυκύς ποταμός παρέρρεε μεταξύ των ψιθυριζόντων καλαμιών, και κατώπτριζε τα προσφιλή νέφη, που μετέωρα στον ουρανό εσέρνονταν από τον γλυκό, εσπερινό αγέρα· όταν άκουα τότε τα πτηνά γύρω μου να εμψυχώνουν το δάσος και μυριάδες σμήνη κωνώπων εύθυμα εχόρευαν εις τας τελευταίας ερυθράς ακτίνας του ηλίου, και το τελευταίον σπαράσσον βλέμμα του αποσπούσε τον βομβούντα κάνθαρον από το χόρτον του· και ο συριγμός και η γύρω μου κίνησις με έκαμναν προσεχτικόν εις το έδαφος, και το βρύον, που από τον τραχύν του βράχου εκβιάζει την τροφήν του, και το σπάρτον, που βλαστάνει εκεί πέρα στον ξηρόν αμμώδη λόφον, μου εξάνοιγε την εσωτερικήν, διάπυρον, ιεράν ζωήν της φύσεως· πώς εδεχόμην όλα αυτά εις την θερμή μου καρδιά, αισθανόμουν τον εαυτόν μου μέσα στην πλημμυρούσαν αφθονίαν ως αποθεωμένον, και αι λαμπραί μορφαί του απείρου κόσμου εκινούντο εις την ψυχήν μου ζωογονούσαι το παν. Υπερφυή βουνά με περιέβαλλαν, άβυσσοι έκειντο εμπρός μου, και χείμαρροι εκρημνίζοντο κάτω, οι ποταμοί έρρεαν κάτωθέ μου, και δάση και όρη αντηχούσαν και έβλεπα όλες τις αδιερεύνητες δυνάμεις να εργάζωνται και να πλάττουν εις τα βάθη της γης· και επί της γης και υπό τον ουρανόν τα γένη των πολυειδών δημιουργημάτων να φρίσσουν από ζωήν. Το παν, το παν να πληθύνεται διά μυρίων μορφών και τους ανθρώπους έπειτα εις τας καλύβας των ν' ασφαλίζωνται κάμποσοι μαζί και να συνοικίζωνται και να εξουσιάζουν εις την ιδέαν των τον απέραντον κόσμον! Μωρέ, που το παν θεωρείς τόσον μικρόν επειδή συ είσαι τόσον μικρός! – Από ταπρόσβατα βουνά διά της ερήμου, την οποίαν κανένα πόδι δεν επάτησε, έως το τέλος του αγνώστου ωκεανού πνέει το πνεύμα του αιωνίως δημιουργούντος, και χαίρε για κάθε σκόνη που το αισθάνεται και ζη. – Αχ, τότε, πόσες φορές επεθύμησα με τις πτέρυγες ενός περιγιάλι του απείρου ωκεανού, να πιω από το αφρίζον ποτήρι του απείρου εκείνην την πλημμυρίζουσαν ηδονήν της ζωής, και μια μόνη στιγμή εις την περιωρισμένη δύναμη του στήθους μου, να αισθανθώ μίαν σταγόνα της μακαριότητος του όντος, που το παν μέσα του και από μέσα του παράγει.