Tasuta

Βέρθερος

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

19 Οκτωβρίου.

Αχ, αυτό το κενόν; αυτό το φοβερόν κενόν! που αισθάνομαι εδώ εις το στήθος! – Σκέπτομαι συχνά· αν συ μια φορά μόνο μπορούσες να πιέσης αυτή μου την καρδιά, όλον αυτό το κενόν θα εγέμιζε.

26 Οκτωβρίου

Ναι, αγαπητέ! βεβαιούμαι, ολοένα και περισσότερο βεβαιούμαι ότι από την ύπαρξιν ενός πλάσματος ολίγον εξαρτάται, πολύ ολίγον. Ήλθεν εις της Καρολίνας μία φίλη της, και εγώ μπήκα εις το παρακείμενον δωμάτιον, διά να λάβω ένα βιβλίον· δεν μπορούσα ν' αναγνώσω, και τότε έλαβα μια πέννα για να γράψω. Τας άκουσα να μιλούν σιγά· διηγούντο μεταξύ των ασήμαντα πράγματα, νέα της πόλεως: Πως αυτή πανδρεύεται, πως εκείνη είναι ασθενής, πολύ ασθενής, έχει ξηρό βήχα, τα κόκκαλα φαίνονται εις το πρόσωπόν της και της έρχονται λιποθυμίες· ουδέ λεπτό δεν δίνω για την ζωήν της, έλεγεν η άλλη. Ο Ν.Ν. και αυτός είναι κακά, έλεγεν η Καρολίνα. Είναι πρισμένος, είπεν η άλλη. – Και η ζωηρά μου φαντασία με έφερε στο κρεββάτι αυτών των αθλίων· τους έβλεπα με πόσην αηδίαν έστρεφαν τα νώτα εις την ζωήν, πώς αυτοί – Γουλιέλμε! και τα γυναικάρια ωμιλούσαν περί τούτων, ως ομιλούν δα – περί του ότι ένας ξένος πεθαίνει. – Και όταν παρατηρώ γύρω μου, και κυττάζω το δωμάτιον και τριγύρω μου τα ενδύματα της Καρολίνας και τα χαρτιά του Αλβέρτου, και αυτά τα έπιπλα, προς τα οποία τώρα είμαι τόσον οικείος, και ακόμη προς τούτο το μελανοδοχείον και σκέπτομαι: Ιδές, τι είσαι τώρα εις αυτό το σπίτι! Ολωσδιόλου οικείος. Οι φίλοι σου σε τιμούν! αποτελείς πολλάκις την χαράν των, και φαίνεται εις την καρδιά σου.

Εν τούτοις δεν δύναμαι ν' αρνηθώ εις τον Αλβέρτον την υπόληψίν μου. Η εξωτερική του απάθεια ευρίσκετο σε μεγάλην αντίθεσι προς την ανησυχίαν του χαρακτήρος μου, που δεν δύναται να κρυφθή. Έχει πολύ αίσθημα, και εννοεί τι κειμήλιον είναι η Καρολίνα γι' αυτόν. Φαίνεται, ότι σπανίως δυσθυμεί, και ξεύρεις πως είναι το μόνον αμάρτημα που υπερβολικά το αποστρέφομαι εις τον άνθρωπον.

Με θεωρεί ως άνθρωπον με νουν και η αφοσίωσίς μου εις την Καρολίναν, η αληθινή μου χαρά, που αισθάνομαι εις όλας τας πράξεις της, αυξάνει τον θρίαμβόν του, και την αγαπά τόσον περισσότερον. Αν δε ίσως την βασανίζη ενίοτε με μικρή ζηλοτυπία, τούτο δεν το εξετάζω· εγώ τουλάχιστον αν ήμουν εις την θέσιν του, δεν θα έμενα ασφαλής απ' αυτόν τον διάβολο.

Ας είναι κ' έτσι! η ευχαρίστησίς μου να είμαι πλησίον της Καρολίνας πάει. Μωρίαν να ονομάσω τούτο ή αποτύφλωσιν; – Τι χρειάζονται ονόματα, αφού αυτό το πράγμα μιλή! – Ήξευρα όλα, ότι τώρα ηξεύρω, πριν έλθη ο Αλβέρτος· ήξευρα πως δεν μπορούσα να έχω αξίωσι γι' αυτήν, ούτε είχα καμμίαν – δηλαδή εφόσον είναι δυνατόν, απέναντι τόσου θελγήτρου να μη επιθυμήση κανείς τίποτε – και τώρα ο ανόητος εκπλήττομαι, ότι ο άλλος πράγματι έρχεται και μου παίρνει την κόρη.

Τρίζω τα δόντια μου, και χλευάζω την αθλιότητά μου, και περιφρονώ διπλασίως και τριπλασίως εκείνους που μπορούν και λέγουν: «να το ξεχάσω», αφού δα δεν γίνεται αλλοιώς. – Γλύτωσέ με απ' αυτά τα ξόανα. – Γυρίζω εις τα δάση, και όταν έρχωμαι εις την Καρολίναν και ο Αλβέρτος κάθεται πλησίον της στον κήπο στο κιόσκι και δεν δύναμαι να φύγω, τότε φέρομαι σαν τρελλός και κάμνω χίλιες δυο ανοησίες. – Δι' όνομα του Θεού, μου είπε σήμερον η Καρολίνα, σε παρακαλώ, μη [κάμεις] καμμίαν σκηνήν, σαν εκείνην της χθεσινής βραδειάς. Είσθε φοβερός όταν είσθε έτσι εύθυμος. – Αναμεταξύ μας, καιροφυλακτώ την στιγμήν, όταν αυτός έχει ασχολίες· ω! ευθύς ευρίσκομαι πλησίον της, και είμαι πάντοτε ευχαριστημένος όταν την ευρίσκω μόνην.

8 Αυγούστου

Σε παρακαλώ, αγαπητέ Γουλιέλμε, δεν είχα σε υπ' όψιν όταν απεκάλουν ανυποφόρους τους ανθρώπους που απαιτούν από μας υπομονήν εις άφευκτα κακά. Αληθινά δεν εφανταζόμουν ότι ηδύνασο να είσαι παρομοίας γνώμης. Και κατά βάθος έχεις δίκαιον.

[??? ]ρηση που απέτυχε· τότε το ανυπόφορο βάρος της δυσθυμίας θα μου φαινότανε μισό. Αλλοίμονό μου! Αισθάνομαι πάρα πολύ ζωηρά ότι εγώ είμαι ο μόνος ένοχος, όχι ένοχος! Φτάνει που η πηγή κάθε αθλιότητος, είναι κρυμμένη σε μένα, καθώς άλλοτε ήταν η πηγή κάθε ευδαιμονίας. Δεν είμαι ο ίδιος που άλλοτε πετούσα ψηλά με τα πολλά αισθήματα, που κάθε μου βήμα παρακολουθούσε ένας παράδεισος, που είχα καρδιά ένα ολόκληρο κόσμο με αγάπη να με περιτριγυρίζη; Και αυτή η καρδιά είναι νεκρή· δεν έχει πια ενθουσιασμούς, τα μάτια μου εστέγνωσαν και αι αισθήσεις μου που δεν ευχαριστούνται πια από δάκρυα που δροσίζουν, μου ρυτιδώνουν κακόρεχτα το μέτωπό μου. Υποφέρω πολύ, γιατί έχασα ό,τι ήταν η μόνη ηδονή της ζωής μου· την ιερή ζωοποιό δύναμη, που μ' αυτήν έπλαθα κόσμους γύρω μου· πάει! – Όταν από το παράθυρό μου κυττάζω στο μακρινό λόφο, πώς ο πρωινός ήλιος σκορπά από πάνω του την ομίχλη και φωτίζει το ήσυχο λιβάδι, και το ήμερο ποτάμι έρχεται προς εμένα ανάμεσα των ιτιών, που βρίσκονται στις όχθες του ξεγυμνωμένες από φύλλα, – ω! όταν τότε η λαμπρή τούτη φύση μου φαίνεται χωρίς ψυχή, σαν μια βερνικωμένη εικόνα, και όλη η ηδονή ούτε σταλαματιά ευδαιμονίας μπορεί να τραβήξη από την καρδιά το μυαλό μου, και ο άνθρωπος ολόκληρος φαίνεται μπρος στο πρόσωπο του Θεού σαν στερεμένη βρύση, σαν άδειο βαρέλι ρίχτηκα συχνά κατά γης και εζήτησα από τον Θεό δάκρυα καθώς ένας γεωργός βροχή όταν ο ουρανός είναι μολυβένιος απάνω του και η γύρω του γη χάνεται από τη δίψα.

Αλλ' αχ! το αισθάνομαι· ο Θεός δεν δίνει βροχή και ήλιο στις ορμητικές παρακλήσεις και εκείνοι οι καιροί που με βασανίζει η ανάμνησί τους, γιατί άλλοτε ήταν τόσον ευτυχισμένοι παρά μόνο γιατί με υπομονή επερίμενα το πνεύμα του, με καρδιά γεμάτη απόκρυφη ευγνωμοσύνη, δεχόμουνα την ηδονή, που μου έδινε!

8 Νοεμβρίου.

Με εμάλωσε για το παραστράτημά μου! αχ, με τόση ερασμιότητα! Τις παρεκτροπές μου πως κάποτε από ένα ποτήρι κρασί παρασύρομαι και πίνω ένα μπουκαλάκι! Μη το κάνετε! είπε· να συλλογισθήτε την Καρολίνα! Να συλλογισθώ! είπα· και είναι ανάγκη να μου το διδάξετε αυτό; Συλλογίζομαι! – δεν συλλογίζομαι. Είσαστε πάντα στην ψυχή μου. Σήμερα καθόμουνα στο μέρος, όπου προχθές κατεβήκατε από την άμαξα. – Αυτή εμίλησε για κάτι άλλο – για να μη μιλήσω περισσότερο γι' αυτό πράμα. Αγαπημένε μου; Είμαι χαμένος! Μπορεί να με κάμη ό,τι θέλει.

12 Δεκεμβρίου.

«Αγαπητέ Γουλιέλμε, είμαι σε μια κατάσταση, που θα ήτανε και εκείνοι οι δυστυχείς για τους οποίους πιστεύουν πως εκυριεύθηκαν από το δαίμονα. Κάποτε με πιάνει κάτι τι· δεν είνε αδημονία, ούτε επιθυμία, είνε μία εσωτερική άγνωστη ταραχή, που απειλεί να ξεσχίση το στήθος μου και που μου κλείνει το λάριγγα! Αλλοίμονο! αλλοίμονο! και έπειτα περιπλανώμαι στην τύχη ανάμεσα στις φοβερές σκηνές αυτής της εποχής, που είναι έχθρα στους ανθρώπους.

«Χθες το βράδυ έπρεπε να βγω. Έξαφνα γίνηκε παγωνιά και φυσούσε νοτιάς· μου είπαν ότι ο ποταμός είχε ξεχειλίσει, όλα τα ρυάκια επλημμύρισαν, καθώς και κάτω στο Βαλάιμ η αγαπημένη κοιλάδα!

«Τη νύκτα μετά τις ένδεκα έτρεξα εκεί έξω. Ήτανε φοβερό το θέαμα να βλέπω από το βράχο στο φως του φεγγαριού να στριφογυρνούν τα κύμματα που κυλούν να σκάφτουν τη γη, να σκεπάζουν τους αγρούς, τα λιβάδια, τους θάμνους και όλα και να σχηματίζεται από τη μία άκρη της κοιλάδος έως την άλλη μια αγριεμμένη θάλασσα στο φύσημα του ανέμου! Και όταν τότε ξαναφάνηκε το φεγγάρι και στεκότανε πάνω από το μαύρο σύννεφο και κυλούσε μπρος μου το κύμα με μια φοβερή λαμπρή αντανάκλαση και αντηχούσε· τότε με κατέλαβε φρίκη και πάλι πόθος! Αχ! με ανοικτά τα χέρια στεκόμουνα μπρος στην άβυσσο και η πνοή μου ερχότανε κάτω, κάτω! Τι ηδονή! εκεί κάτω τα βάσανά μου, τα πάθη μου να τα γκρεμίσω! εκεί κάτω να κυλιέμαι με βογγητό σαν τα κύμματα! Ω! – και δεν έχεις τη δύναμη να σηκώσης το πόδι από τη γη, να τελειώσης όλα τα βάσανά σου! – Δεν ήρθε ακόμη η ώρα μου – το αισθάνομαι! Ω Γουλιέλμε; Με πόση χαρά θα έδινα τη ζωή μου για να περάσω μέσα από τα σύννεφα σε κείνη την ανεμοζάλη, να πιάσω τα κύματα! Α! δεν θ' απολαύση άρα γε ο φυλακισμένος μια φορά αυτή την ηδονή; Και καθώς μελαγχολικός έβλεπα κάτω σε μια θέση που με την Καρολίνα κάτω από μια ιτιά είχα αναπαυθή σε περίπατο ένα καλοκαίρι – και αυτή ήτανε καταπλημμυρισμένη και μόλις την κατάλαβα Γουλιέλμε! Και τα λιβάδια της; έλεγα· και ο κήπος της στο εξοχικό σπίτι της; πόσο κατεστράφηκε τώρα από τον ορμητικό χείμαρρο η σκιά μας! έλεγα. Και μια ακτίνα του παρελθόντος εισέδυσε στη ψυχή μου, όπως ένας αιχμάλωτος που ονειρεύεται κοπάδια, λιβάδια και δόξες! Εστάθηκα! – Δεν κατηγορώ τον εαυτόν μου γιατί έχω το θάρρος να πεθάνω. Έπρεπε – τώρα κάθομαι εδώ σαν γρηά που μαζεύει τα ξύλα της από τους φράχτες και το ψωμί της ζητιανεύοντας από πόρτα σε πόρτα, για να ευκολύνη και να παρατείνη για μια στιγμή ακόμη την ετοιμοθάνατη και άχαρη ύπαρξή της».

14 Δεκεμβρίου.

«Τι είναι αυτό, αγαπητέ μου; φοβούμαι και τον εαυτόν μου! Η αγάπη μου προς αυτήν δεν είναι αδελφική, αγνοτάτη, καθαροτάτη; Αισθάνθηκε ποτέ η ψυχή μου μιαν ένοχο επιθυμία; Δεν θέλω να ορκισθώ.. Και τώρα αυτά τα όνειρα!.. Ω; πόσον αληθινά αισθανόντανε οι άνθρωποι εκείνοι που τις τέτοιες αντίθετες ενέργειες απόδιδαν σε ξένες δυνάμεις! Αυτή τη νύκτα – τρέμω να το πω – την κρατούσα στην αγκαλιά μου, σφιγμένη καλά στο στήθος μου και εσκέπαζα με αναρίθμητα φιλιά το στόμα που εψιθύριζε λόγια αγάπης. Το μάτι μου έπλεε στη μέθη του ιδικού της! Θεέ μου είμαι αξιοτιμώρητος που αισθάνομαι και τώρα ακόμη ευτυχίαν όταν θυμάμαι αυτές τις φλογερές ηδονές; Καρολίνα! Καρολίνα! – Τετέλεσται! αι αισθήσεις μου συγχέονται, από οκτώ ημέρες δεν έχω πια τη δύναμη να σκεφθώ, τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα· πουθενά δεν είμαι καλά και είμαι καλά παντού! Δεν εύχομαι τίποτε, δεν ζητώ τίποτε· θα ήταν το καλύτερο να φύγω».

Η απόφαση ν' αφήση τον κόσμο είχε επικρατήσει τον καιρό αυτό στην ψυχή του Βερθέρου σιγά σιγά. Από όταν ξαναγύρισε στην Καρολίνα, αυτός ήτανε ο σκοπός του και η τελευταία του ελπίδα, αλλά είχε αποφασίσει η πράξη του αυτή να μην είναι πρόωρη και απερίσκεπτη, να κάμη το διάβημα με αληθινή πεποίθηση και με τη δυνατή αταραξία. Η αμφιβολίες του, ο πόλεμος προς τον εαυτό του φαίνονται από ένα γραμματάκι, που είναι ίσως η αρχή γράμματος προς τον Γουλιέλμο, και που ευρέθηκε στα χαρτιά του χωρίς ημερομηνία: «Η παρουσία της, η τύχη της, το ενδιαφέρον της για τη δική μου τύχη τραβούν τα τελευταία δάκρυα από το αποξηραμένο μυαλό μου. Να σηκώσω την κουρτίνα και να περάσω από πίσω! αυτό είναι όλο: Και γιατί να διστάζω και να φοβούμαι; Γιατί δεν ξέρει κανείς τι θα βρη από πίσω και γιατί δεν ξαναγυρίζει: Και ακόμη, επειδή είναι ιδιότης του πνεύματός μας, να υποθέτωμε το χάος και το σκότος εκεί που δεν γνωρίζομε τίποτε βέβαιο!»

 

Τελευταία αυτή η θλιβερή ιδέα του έμπαινε περισσότερο στο μυαλό του, και η απόφαση του έγεινε σταθερή και αμετάκλητη, καθώς μας δείχνει αυτή η διφορούμενη επιστολή που έγραψε στο φίλο του.

20 Δεκεμβρίου.

«Ευχαριστώ τη φιλία σου, Γουλιέλμε, που πήρες έτσι τα λόγια μου. Ναι, έχεις δίκηο· για μένα θα ήτανε καλύτερα να έφευγα. Η πρότασή σου να επιστρέψω σε σας δεν μ' αρέσει καθόλου. Τουλάχιστον ήθελα ακόμη να κάμω ένα γύρο, μάλιστα αφού ελπίζομε ένα διαρκές κρύο και καλούς δρόμους. Είμαι επίσης πολύ ευχαριστημένος που θέλεις να έλθης να με πάρης. Άργησε όμως ακόμη δέκα πέντε μέρες και περίμενε νέο γράμμα μου θα σου δώση χρήσιμες λεπτομέρειες. Τίποτε δεν πρέπει να κοπή πριν ωριμάση και έχει μεγάλη σημασία δέκα πέντε μέρες περισσότερες ή λιγώτερες. Πες στη μητέρα μου να προσεύχεται για το γυιό της και ακόμη πως της ζητώ συγχώρηση για κάθε λύπη που της επροξένησα. Αυτή ήταν η τύχη μου, να δίνω λύπη σ' εκείνους που έπρεπε να δώσω χαρά. Έχε γεια, πολυαγαπημένε μου φίλε! Έχε όλη την ευλογία του Θεού! Χαίρε».

Ό,τι συνέβηκε αυτόν τον καιρό στην ψυχή της Καρολίνας, ποια ήταν τα αισθήματά της προς τον άνδρα της, προς τον δυστυχισμένο φίλο της, δύσκολα τολμούμε με λόγια να εκφράσωμε· αλλά μπορούμε, ύστερα από όσα ξέρομε για τον χαρακτήρα της, να σχηματίσωμε μέσα μας μια ιδέα, και μια ωραία γυναικεία ψυχή μπορεί να μπη στη θέσι της και να εννοήση ό,τι κι' αυτή αισθάνθηκε.

Είναι βέβαιο ότι αυτή είχε σταθερή απόφαση να κάνη το παν για να απομακρύνη τον Βέρθερο· και αν ανέβαλλε, ήτανε από μια εγκάρδια, φιλική επιείκεια, γιατί ήξερε πόσο θα του εκόστιζε και ακόμη ότε αυτό θα του ήτανε ίσως αδύνατο. Κατά την εποχή αυτή αναγκάσθηκε να το κάνη σοβαρά. Ο άνδρας της σιωπούσε εντελώς γι' αυτή τη σχέση, καθώς και αυτή πάντα είχε σιωπήσει· αλλά ήθελε περισσότερο να του αποδείξη με έργα πως είχε αισθήματα αντάξια των δικών του.

Την ίδια μέρα που ο Βέρθερος είχε γράψει στο φίλο του το ύστερο γράμμα ήταν μια Κυριακή προ των Χριστουγένων· ήρθε το βράδυ στην Καρολίνα και την βρήκε μοναχή. Τακτοποιούσε μερικά παιγνιδάκια που είχε ετοιμάσει για τα μικρά της αδελφάκια ως δώρα των Χριστουγέννων. Αυτός εμίλησε για την ευχαρίστηση που θα έπαιρναν τα μικρά και για τον καιρό που ενόμιζε πως βρισκότανε στον παράδεισο όταν άνοιγε η πόρτα απροσδόκητα και έβλεπε ένα δένδρο στολισμένο με κέρινα κουβαράκια, γλυκίσματα και μήλα: – Και σεις, είπε η Καρολίνα, ενώ έκρυβε τη στενοχώρια της σ' ένα αγαπητό μειδίαμα, και σεις επίσης θα έχετε τα δώρα σας αν είσαστε πολύ φρόνιμος· ένα κέρινο κουβαράκι και ακόμη κάτι άλλο. – Και τι εννοείτε με το «φρόνιμος;·» είπε· τι να κάνω; πώς μπορώ να είμαι, καλή μου Καρολίνα; Την Πέμπτη το βράδυ, απάντησε αυτή, η βραδειά των Χριστουγέννων· τότε έρχονται τα παιδιά με τον πατέρα μου και παίρνει ο καθένας το δώρο του· τότε ελάτε και σεις – αλλά όχι προτήτερα. – Ο Βέρθερος έμεινε έκπληκτος. – Σας παρακαλώ, εξακολούθησε, δεν μπορεί να γείνη διαφορετικά· σας παρακαλώ χάριν της ησυχίας μου· αυτό δεν μπορεί να μείνη έτσι· όχι, δεν μπορεί! – Έστρεψα τα μάτια μου απ' αυτήν και επήγαινε στο δωμάτιο εδώθε κείθε και εμουρμούριζε μέσα από τα δόντια του: «δεν μπορεί να μείνη έτσι». Η Καρολίνα, που αισθάνθηκε την τρομερή κατάσταση που τον έβαλαν τα λόγια της, προσπάθησε με πολλές ερωτήσεις να δώση άλλο δρόμο στις σκέψεις του, αλλά του κάκου. – Όχι, Καρολίνα, ανεφώνησε, δεν θα σας ξαναϊδώ! – Γιατί λοιπόν Βέρθερε; αποκρίθηκε εκείνη· μπορείτε, πρέπει να μας ξαναϊδήτε μόνον κρατείστε τον εαυτόν σας. Ω! γιατί γεννηθήκατε με αυτή τη σφοδρότητα με αυτό το ακράτητο επίμονο πάθος για κάθε τι που μια φορά πιάσετε! Σας παρακαλώ, εξηκολούθησε παίρνοντας το χέρι του, κρατείστε τον εαυτόν σας. Πόσες ευχαριστήσεις μπορούν να σας δώσουν ο νους σας, η γνώσεις σας, τα προτερήματά σας! να είστε άνδρας! βγάλετε αυτή τη θλιβερή αφοσίωσι από μία γυναίκα που δεν μπορεί να κάνη τίποτε άλλο για σας παρά να σας λυπάται. – Ο Βέρθερος έτριξε τα δόντια του και την εκύτταξε σκυθρωπά. Εκείνη κρατούσε το χέρι του. – Σταθήτε ατάραχος για μια στιγμή Βέρθερε! είπε. Δεν αισθάνεσθε ότι απατάτε τον εαυτό σας, ότι καταστρέφεστε εκούσια; Γιατί λοιπόν, Βέρθερε, εμέ ίσια ίσια; εμένα που ανήκω σ' άλλον; ακριβώς εμένα; Φοβούμαι, φοβούμαι πολύ πως μόνο το αδύνατο του να με αποκτήσετε σας κάνει να με επιθυμήτε με τόση ορμή. – Έβγαλε ο Βέρθερος το χέρι του από το δικό της και την κύτταξε με ένα μάτι απλανές και δυσαρεστημένο. – Σοφά! πολύ σοφά! εφώναξε. Ο Αλβέρτος έκαμε άρα γε αυτήν την παρατήρηση; Είναι βαθειά, πολύ βαθειά! υπάρχει λοιπόν σ' όλον τον κόσμο κανένα κορίτσι που να μπορή να εκπληρώση τις επιθυμίες της καρδιάς σας; Αποφασείστε να την ζητήσητε και σας υπόσχομαι πως θα την βρήτε. Από πολύν καιρό με στενοχωρεί και για σας και για μας ο περιορισμός που εκούσια υποβληθήκατε αυτούς τους τελευταίους μήνες. Πάρτε το απόφαση. Ένα ταξείδι θα σας διασκεδάση, είμαι βέβαιη. Ζητείστε και βρήτε ένα αντικείμενον άξιο της αγάπης σας· έπειτα ξαναγυρίστε και ας απολαύσωμε όλοι μαζύ την ευτυχία που προξενεί μια αληθινή φιλία! – Αυτά θα μπορούσε, είπε εκείνος με ένα ψεύτικο γέλοιο, να τα τυπώση κανείς και να τα συστήση σε όλους τους δάσκαλους. Αγαπητή Καρολίνα, αφήστε μου ακόμη λίγο καιρό σε ησυχία, όλα θα διορθωθούν! – Ένα πράγμα μόνον σας ζητώ, Βέρθερε: να μην έλθετε πρώτα από τη βραδειά των Χριστουγέννων.! – Πριν να προφθάση ν' απαντήση εμπήκε στην κάμαρα ο Αλβέρτος. Είπαν το «καλησπέρα» με ψυχρότητα και άρχησαν να περιπατούν μαζί στο δωμάτιο με αμηχανία. Ο Βέρθερος άρχησε μιαν ασήμαντη ομιλία που τελείωσε σε λίγο, και ο Αλβέρτος το ίδιο. Έπειτα ερώτησε τη γυναίκα του για μερικές παραγγελίες που τις είχε δώσει και όταν άκουσε πως δεν έγειναν ακόμη, της είπε κάτι λέξεις, η όποιες φάνηκαν στον Βέρθερον πολύ ψυχρές, μα και πολύ σκληρές. Ήθελε να φύγη, αλλά δεν μπορούσε. Έμεινε ως τις οκτώ, ενώ ο θυμός του και η δυσαρέσκειά του όλο κι' εμεγάλωναν· ήρθαν να βάλουν τραπέζι και πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι του. Ο Αλβέρτος τον προσκάλεσε να μείνη, αλλ' αυτός παίρνοντας αυτήν την πρόσκληση για μια ασήμαντη ευγένεια τον ευχαρίστησε με ψυχρότητα και βγήκε.

Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω. Τελευταία ερίχτηκε με τα φορέματά του στο κρεββάτι· έτσι τον βρήκε ο υπηρέτης του όταν κατά τις ένδεκα ετόλμησε να μπη στην κάμαρα και να ρωτήση αν ήθελε να του βγάλη τα παπούτσια του. Τον άφησε να του τα βγάλη, αλλά του απηγόρευσε να έλθη στην κάμαρα το άλλο πρωί πριν να τον φωνάξη.

Τη Δευτέρα το πρωί, είκοσι μίαν Δεκεμβρίου, έγραψε το ακόλουθο γράμμα στην Καρολίνα, που το βρήκαν μετά το θάνατό του σφραγισμένο στο γραφείο του και της το έδωκαν, θα γράψω εδώ μερικά μέρη, με τη σειρά που φαίνεται από τα περιστατικά πως τα έγραφε:

«Είναι αποφασισμένο, Καρολίνα: θέλω να πεθάνω. Σου το γράφω ήρεμος, χωρίς ρωμαντική υπερβολή, το πρωί της ημέρας που για τελευταία φορά θα σε ιδώ. Όταν θα διαβάσης αυτό το γράμμα αγαπημένη μου, ο κρύος τάφος θα σκεπάζη πια τα παγωμένα λείψανα του δυστυχισμένου ανήσυχου, που για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του δεν έχει άλλη γλυκύτερη ενασχόληση παρά να μιλή μαζί σου. Επέρασε μια νύχτα τρομακτική, όμως, αλλοίμονο! μια νύκτα ευεργετική. Αυτή εστερέωσε, έκανε οριστική την απόφασή μου: Θέλω να πεθάνω.

»Όταν χθες σε αποχωρίστηκα ευρισκόμενος σε κείνη την τρομερή επανάστασι όλης μου της ζωής, ενώ τόσες συγκινήσεις εκυρίευαν την καρδιά μου και αισθανόμουν τον εαυτό μου παγωμένο από φρίκη μπρος στην άχαρη και δίχως ελπίδα ύπαρξή μου κοντά σου.. μόλις και μετά βίας μπόρεσα να φθάσω στο δωμάτιό μου. Εγονάτισα, έξω φρενών, και, ω Θεέ μου! μου έδωκες την τελευταίαν τέρψη των πιο πικρών δακρύων! Μύρια σχέδια και φαντασίαι εκινούντο ζωηρά στην ψυχή μου· επί τέλους έμεινε στερεά και ολόκληρη η τελευταία, η μόνη σκέψις: «Θέλω να πεθάνω!.. » Εκοιμήθηκα και αυτό το πρωί· όταν σηκώθηκα ήσυχος, την βρίσκω πάντα στερεά, ολόκληρη και δυνατή: «θέλω να πεθάνω!,. » Δεν είναι αυτό απελπισία, είναι η βεβαιότης υπέφερα ό,τι μπορούσα να υποφέρω και ότι θυσιάζομαι για σένα. Ναι, Κορολίνα! γιατί να το σιωπήσω; Πρέπει ένας από τους τρεις μας να εξαφανισθή και αυτός θα είμαι εγώ! Ω πολυαγαπημένη μου! σ' αυτή την κατασπαραγμένη καρδιά μου συχνά εισέδυσε η τρελλή ιδέα.. να γείνη το τυχερό μου; Όταν ανεβαίνης στο βουνό καμμιάν ωραία καλοκαιρινή βραδειά, τότε θυμού εμένα, πως ανέβαινα τόσες φορές από την κοιλάδα, και τότε ρίξε βλέμμα προς το κοιμητήριο εκεί πέρα στον τάφο μου, που επάνω του ο άνεμος θα κινή τα ψηλά χόρτα εις τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, Ήμουν ήσυχος όταν άρχισα· τώρα, τώρα κλαίω σαν παιδί βλέποντας να έρχωνται γύρω μου αυτές η ζωντανές εικόνες.. »

Κατά τις δέκα ώρες ο Βέρθερος εφώναξε τον υπηρέτη του. Ενώ ντυνότανε του είπε ότι θα έφευγε σε λίγες μέρες και του έδωσε τη διαταγή να καθαρίση τα ρούχα του και να τα ετοιμάση όλα για δέμα. Τον επρόσταξε επίσης να ζητήση τους λογαριασμούς και μερικά δανεισμένα βιβλία και να προπληρώση για δύο μήνες σε μερικούς πτωχούς το μερίδιό τους, τους οποίους εσυνήθιζε να δίνη ένα μικρό ποσό καθ' εβδομάδα.

Είπε να φέρουν το φαγητό στο δωμάτιό του και, αφού έφαγε επήγε έφιππος έξω στον έπαρχο, τον οποίον δεν ηύρε στο σπίτι του. Περπατούσε συλλογισμένος στον κήπο εδώ κ' εκεί και φαινότανε ότι ήθελε σ' αυτές τις τελευταίες του στιγμές να μαζέψη στην ψυχή του όλη τη δυσθυμία των αναμνήσεων.

Τα παιδιά δεν τον άφιναν πολύ σε ησυχία, τον ακολουθούσαν, επηδούσαν επάνω του, και του διηγούντο ότι, όταν περάση η αυριανή ημέρα και έπειτα η μεθαυριανή και ακόμη μια μέρα, θα έπαιρναν από την Καρολίνα τα δώρα των Χριστουγέννων, και του διηγούντο τα θαύματα που έπλαττε η μικρά τους φαντασία. «Αύριο! εφώναξε, και έπειτα μεθαύριο και έπειτα μια ημέρα ακόμη» και τα αγκάλιασε όλα τρυφερά. Και εκεί που έφευγε το πιο μικρό ήθελε ακόμη να του πη κάτι στο αυτί. Του εμπιστεύθηκε πως όλα τα μεγαλύτερά του αδέλφια είχαν γράψει ωραίες ευχές για τον καινούριο χρόνο – τόσο μεγάλες! – μια για τον μπαμπά, μια για τον Αλβέρτο και την Καρολίνα, και μια άλλη για τον κύριο Βέρθερο· θα της έδιναν την πρωτοχρονιά το πρωί-πρωί.

Σ' αυτές τις λέξεις αισθάνθηκε τον εαυτό του νικημένο από συγκίνηση· έδωκε σε κάθε παιδί κάτι τι, ανέβηκε στο άλογό του, άφησε χαιρετίσματα στο γέρο και έφυγε με δάκρυα στα μάτια.

Κατά τις πέντε ήρθε στο σπίτι και είπε στην υπηρέτρια να κυττάξη τη φωτιά και να την διατηρήση έως την νύκτα. Στον υπηρέτη είπε να βάλη εις το κάτω μέρος του μπαούλου βιβλία και ασπρόρρουχα και να περιτυλίξη τα φορέματά του. Τότε έγραψε πιθανώς την ακόλουθη περικοπή του τελευταίου γράμματος προς την Καρολίνα:

«Συ δεν με περιμένεις! νομίζεις πως θα υπάκουα και μόλις την παραμονή των Χριστουγέννων να σε ξαναϊδώ. Ω Καρολίνα, ή σήμερα ή ποτέ! Την παραμονή των Χριστουγέννων θα κρατής τούτο το χαρτί στο χέρι σου, θα τρέμης και θα το βρέχης με τα γλυκά σου δάκρυα. Θέλω… πρέπει!.. = Ω ευχαριστούμαι που έλαβα την απόφαση».

Η Καρολίνα εν τούτοις είχε πέσει σε παράξενη κατάσταση. Έπειτα από τον τελευταίο της διάλογο με τον Βέρθερο, κατάλαβε πόσο δύσκολο θα της ήτο ν' αποχωρισθή απ' αυτόν, και τι θα υπέφερεν εκείνος αν απομακρυνότανε απ' αυτήν.

Είχε πη μπρος στον Αλβέρτο κατά τύχην ότι ο Βέρθερος δεν θα ερχότανε προ της παραμονής των Χριστουγέννων και ο Αλβέρτος επήγε έφιππος σ' ένα υπάλληλο των περιχώρων, οπού είχε να τελειώση υποθέσεις, και οπού έπρεπε να μείνη την νύκτα.

Η Καρολίνα καθότανε μόνη, κανένα από τα αδέλφια της δεν ήταν κοντά της, παρεδόθηκε σε σκέψεις, που ήσυχες περιεπλανώντο στις σχέσεις της. Έβλεπε λοιπόν τον εαυτόν της δεμένο για πάντα με τον άνδρα, του οποίου εγνώριζε την αγάπη και την πίστη, στον οποίον ήτανε αφωσιωμένη με την καρδιά της, του οποίου η ησυχία, του οποίου η πίστη εφαίνετο ότι ωρίσθηκε επίτηδες από τον ουρανό για να θεμελιώση στην ευτυχία της ζωής της μιαν αγαθή γυναίκα· αισθανότανε τι θα ήταν αυτός πάντοτε σ' αυτήν και τα παιδιά της. Αλλά, από το άλλο μέρος, της είχε γίνει ο Βέρθερος τόσο προσφιλής, ευθύς από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας των είχε φανή τόσον ωραία η συμφωνία των ψυχών τους· πολύχρονη, συχνή μ' αυτόν συναναστροφή, τόσες καταστάσεις τις οποίες μαζί επέρασαν, όλ' αυτά της είχον προξενήσει μίαν ανεξάλειπτη εντύπωση στην καρδιά της. Κάθε τι, που ενδιαφερότανε και εσκέπτετο, ήταν συνειθησμένη, να το μοιράζεται μαζί του και η απομάκρηνσή του απειλούσε να ανοίξη ένα χάσμα που θα ήταν αδύνατο ν' αναπληρωθή. Ω, αν μπορούσε στη στιγμή να τον κάνη αδελφό της! πόσο ευτυχισμένη θα ήτανε! Αν μπορούσε να τον παντρέψη με μία από τις φίλες της, αν μπορούσε να ελπίζη ν' αποκαταστήση εντελώς πάλι τη σχέση του προς τον Αλβέρτο!

 

Εσκέφθηκε με τη σειρά όλες τις φιλενάδες της, και σε κάθε μία εύρισκε ένα ελάττωμα· δεν εύρισκε καμμιά στην οποία να μπορούσε να τον παραχωρήση.

Από όλες αυτές τις σκέψεις της εκατάλαβε βαθειά, χωρίς και αυτή να το καταλάβη καλά, ότι η κρυφή της καρδιάς της επιθυμία ήτανε να τον κρατήση για τον εαυτόν της· και όμως έλεγε μέσα της ότι δεν μπορούσε, ότι δεν έπρεπε να τον κρατήση· η καθαρή της, ωραία ελαφριά και εύστοργη ψυχή της αισθανόταν την πίεση της μελαγχολίας, στην οποία η ελπίς της ευτυχίας ήτον αποκλεισμένη. Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της.

Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του! Από μέρους της ευχαρίστως θα διέταζε να του πουν πως δεν ήτο εκεί, και όταν μπήκε του εφώναξε με είδος ζωηρής ταραχής: – Δεν εφυλάξετε το λόγο σας. Δεν υποσχέθηκα τίποτε, ήτον η απόκρισή του. – Έπρεπε τουλάχιστον να υπακούσετε στην παράκλησή μου, είπεν εκείνη· σας παρεκάλεσα για την ησυχία και των δυο μας.

Όλη η δύναμη αυτών των λόγων τον εκυρίεψε τον δυστυχισμένο. Εγονάτισε εντελώς απελπισμένος μπρος στην Καρολίνα, έδραξε τα χέρια της, τα επίεσε στα μάτια του, προς το μέτωπό του, και προαίσθημα του φοβερού του σκοπού εφαίνετο πως διαπέρασε την ψυχή της Καρολίνας. Η αισθήσεις της καταταράχθηκαν, έσφιγγε τα χέρια του, τα έσφιγγε στο στήθος της, έγειρε με μελαγχολικό πάθος προς αυτόν και τα θερμά μάγουλά τους πλησίασαν. Ο κόσμος χανότανε γι' αυτούς. Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. – Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. – Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.

Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα. Ο Βέρθερος ετέντωνε προς αυτήν τα χέρια, δεν τολμούσε να την εμποδίση. Ήταν ξαπλωμένος κατά γης με το κεφάλι επάνω στον καναπέ και έμεινε σ' αυτή τη θέση περισσότερο από μισή ώρα, έως ότου ένας θόρυβος τον έφερε στον εαυτό του. Ήταν η υπηρέτρια, που ήρθε να στρώση το τραπέζι. Ο Βέρθερος επήγαινε στο δωμάτιο δω κ' εκεί και, όταν έμεινε μόνος, πάλι επήγε στην πόρτα της κάμαρας και φώναξε με σιγανή φωνή: «Καρολίνα! Καρολίνα! μόνο μια λέξη ακόμη! ένα αποχαιρετισμό!» Αυτή σιωπούσε. Εκείνος περίμενε και παρεκάλει και ξαναπερίμενε· τέλος αποσπάσθηκε από τη θέση του και εφώναξε: «Χαίρε! Καρολίνα! χαίρε για πάντα! »

Έφθασε στην πόλη της πόλεως. Οι φύλακες, που τον είχαν πια συνηθίσει, τον άφηναν να περάση χωρίς να πουν τίποτε. Έπεφτε χιονόνερο και μόλις κατά της ένδεκα εκτύπησε πάλι την πόρτα. Ο υπηρέτης παρατήρησε, όταν ο Βέρθερος ήλθε στο σπίτι του, ότι του έλειπε το καπέλλο. Δεν ετόλμησε να του πη τίποτε, τον έγδυσε ήταν όλος βρεγμένος. Έπειτα βρήκαν το καπέλλο του επάνω σ' ένα βράχο που βλέπει στην κατωφέρεια του λόφου κατά την κοιλάδα και είνε ακατανόητο πώς ανέβηκε εκεί τη σκοτεινή και βροχερή νύκτα χωρίς να πέση.

Έπεσε στο κρεββάτι του και κοιμήθηκε πολύ. Ο υπηρέτης τον βρήκε να γράφη όταν το πρωί στο κάλεσμά του τού έφερε τον καφέ. Επρόσθεσε αυτά εις το γράμμα της Καρολίνας:

«Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά ανοίγω αυτά τα μάτια. Αχ! δεν θα δουν πια τον ήλιο. Θολερή, συννεφιασμένη ημέρα τον κρατεί σκεπασμένο και ο ουρανός είναι σκοτεινός. Έτσι έχε πένθος, φύσις· το παιδί σου, ο φίλος σου, ο εραστής σου πλησιάζει στο τέλος του. Ω Καρολίνα! Είναι μοναδικό αίσθημα και όμως μοιάζει πολύ με αμυδρό όνειρο, που βρίσκω όταν λέγω: «Αυτό είναι το τελευταίο μου πρωί. Το τελευταίο!» Καρολίνα, δεν καταλαβαίνω καθόλου τη λέξη τελευταίο. Δεν είμαι τώρα σ' όλη μου τη δύναμη; και αύριο θα είμαι ξαπλωμένος στη γη χωρίς αυτή. Να πεθάνω! Τι θα πη αυτό; Λες, ονειρευόμαστε όταν μιλάμε για τον θάνατο. Είδα πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν. Αλλά είνε τόσον περιορισμένη η ανθρωπότης, ώστε δεν έχει καμμία αίσθηση για την αρχή και το τέλος της υπάρξεώς της. Τώρα ακόμη ανήκω σε σένα, αγαπημένη μου! και σε μια μόνη στιγμή – χωρισμένοι, χαμένοι ο ένας για τον άλλον.. Όχι, Καρολίνα, όχι! Πώς μπορώ να εκλείψω;.. ή πώς μπορείς να χαθής; αφού τώρα υπάρχομε!.. Να εκλείψω.. Τι θα πη αυτό; Είναι πάλι μια λέξη! ένας ήχος χωρίς σημασία! δεν λέει τίποτε στην ψυχή μου!.. Νεκρός, Καρολίνα, καταχωμένος στην κρύα γη, τόσο στενά! τόσο σκοτεινά! Είχα μια φίλη, που ήτανε το παν για μένα στην λησμονημένη νεότητά μου· αυτή πέθανε και εγώ ακολούθησα το λείψανό της και στεκόμουνα στον τάφο, όταν κατέβαζαν το φέρετρο, και τα σχοινιά έτριζαν, εχαλαρώνοντο και ανεσύροντο· όταν έπειτα έπεφτε η φτυαριά, το χώμα και το πένθιμο φέρετρο έδινε ένα σιγανό ήχο που γινότανε ολοένα σιγανώτερος ως ότου στο τέλος σκεπάστηκε εντελώς. Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. – Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε! Για πρώτη φορά χωρίς αμφιβολία αισθάνθηκα αυτό το ηδονικό αίσθημα να καταφλέγη όλη μου την ύπαρξη. «Μ' αγαπά: μ' αγαπά!» Καίει ακόμη στα χείλη μου η ιερά φωτιά που έρρευσε χείμαρρος από τα δικά σου· νέα θερμή ηδονή είναι στην καρδιά μου. Συγχώρησέ με! συγχώρησέ με!

Αχ, ήξερα πως με αγαπούσες, το ήξερα από αυτό το πρώτ' αντίκρυσμα του γλυκού σου βλέμματος, από την πρώτη πίεση του χεριού σου· αλλ' όμως όταν πάλι ήμουν μακριά σου, όταν έβλεπα τον Αλβέρτο στο πλευρό σου, έπεφτα πάλι στη θλίψη και στον πυρετό της αμφιβολίας.

»Θυμάμαι τα λουλούδια που μου έστειλες όταν δεν μπόρεσες στην άθλια εκείνη συναναστροφή να μου πης μια λέξη, ούτε καν να μου προσφέρης το χέρι;

»Ω! τη μισή νύκτα ήμουνα γονατισμένος μπρος σ' αυτά και μου επεσφράγισαν την αγάπη σου. Όμως αχ! αυτές η εντυπώσεις πέρασαν, καθώς φεύγει λίγο λίγο από την ψυχή του πιστού το αίσθημα της χάριτος του Θεού του, που χορηγήθηκε εις όλο το ουράνιο στερέωμά του στα θεία ορατά σημεία

»Όλ' αυτά είναι τα φθαρτά, αλλ' ούτε αυτή η αιωνιότης θα αφήση τη φλογερή ζωή, που απήλαυσα χθες στα χείλη σου, που την αισθάνομαι μέσα μου! Με αγαπά! Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα».

»Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμο – ναι γι' αυτόν τον κόσμο – αμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου. Αμαρτία; Καλά και τιμωρώ τον εαυτό μου γι' αυτό· την εδοκίμασα με όλη της την ουρανία ηδονή αυτή την αμαρτία, βάλσαμο ζωής και δύναμη ερρόφησα στην καρδιά μου. Απ' αυτή τη στιγμή είσαι δική μου, δική μου, Καρολίνα! Πηγαίνω πρώτος! πηγαίνω στον πατέρα μου και στον πατέρα σου. Σ' αυτόν θα παραπονεθώ και αυτός θα με παρηγορήση, έως ότου έλθης, και θα πετάξω να σε προϋπαντήσω, να σε δράξω και θα μένω κοντά σου, μπρος στο πρόσωπο του απείρου, σ' ένα αιώνιον εναγκαλιασμό.