Tasuta

Μια Αναζήτηση για Ήρωες

Tekst
Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18

Ο Θορ άνοιξε τα μάτια του σιγά σιγά. Στην αρχή ήταν ζαλισμένος και προσπαθούσε να καταλάβει που βρισκόταν. Ήταν ξαπλωμένος πάνω σε άχυρα και για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν βρίσκονταν πίσω στους στρατώνες. Στηρίχτηκε στον ένα του αγκώνα και με το βλέμμα του έψαξε να βρει τους άλλους.

Ήταν κάπου αλλού. Απ’ ό,τι φαινόταν ήταν ένα ιδιαίτερα περίτεχνο πέτρινο δωμάτιο σαν να ήταν μέσα σ’ ένα κάστρο. Σε ένα βασιλικό κάστρο.

Πριν μπορέσει να το επεξεργαστεί στο μυαλό του, μια μεγάλη δρύινη πόρτα άνοιξε και ο Ρις μπήκε μέσα. Στο βάθος, μπορούσε να ακούσει τον μακρινό θόρυβο από ένα πλήθος κόσμου.

«Επιτέλους, είναι ζωντανός», ανακοίνωσε ο Ρις με ένα πλατύ χαμόγελο και τρέχοντας προς το μέρος του, άρπαξε το χέρι του και τον τράβηξε να σηκωθεί όρθιος.

Ο Θορ έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του, σε μια προσπάθεια να μειώσει τον φοβερό πονοκέφαλο που δυνάμωνε γρήγορα.

«Έλα, πάμε, όλοι περιμένουν να σε δουν», του είπε και τον τράβηξε.

«Στάσου μια στιγμή, σε παρακαλώ», του είπε ο Θορ προσπαθώντας να συνέλθει. «Πού βρίσκομαι; Τι έγινε;»

«Είμαστε πίσω στην Αυλή του Βασιλιά – και ετοιμαζόμαστε να σε ανακηρύξουμε ως τον ήρωα της ημέρας!» είπε εύθυμα ο Ρις καθώς κατευθύνονταν προς την πόρτα.

«Ήρωα; Τι εννοείς; Και… πώς έφτασα εδώ;» ρώτησε προσπαθώντας να θυμηθεί.

«Εκείνο το τέρας σε χτύπησε και σ’ έκανε να χάσεις τις αισθήσεις σου. Έμεινες αναίσθητος για πολύ. Έτσι, έπρεπε να σε κουβαλήσουμε ως εδώ περνώντας από την γέφυρα του Φαραγγιού. Αρκετά δραματικό. Ποτέ δεν περίμενα να γυρίσεις πίσω μ’ αυτό τον τρόπο!» είπε ο Ρις γελώντας.

Βγήκαν έξω στους διαδρόμους του κάστρου και καθώς βάδιζαν, ο Θορ μπορούσε να δει ανθρώπους όλων των ειδών – άντρες, γυναίκες, ιππότες, φρουρούς, ακόλουθους – να έχουν τα μάτια τους καρφωμένα επάνω του, σαν να τον περίμεναν να ξυπνήσει. Όμως έβλεπε και κάτι καινούργιο στα μάτια τους, κάτι σαν σεβασμό. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κάτι τέτοιο. Ως τώρα, όταν κάποιοι τον κοίταζαν, τις περισσότερες φορές, έβλεπε περιφρόνηση στα μάτια τους. Τώρα όμως τον κοίταζαν σαν να ήταν ένας απ’ αυτούς.

«Τι ακριβώς συνέβη;» Ο Θορ βασάνιζε το μυαλό του για να θυμηθεί.

«Δεν θυμάσαι τίποτα;» τον ρώτησε ο Ρις.

Ο Θορ προσπάθησε να σκεφτεί.

«Θυμάμαι ότι έτρεξα στο δάσος. Πολέμησα με το τέρας. Και μετά..» Υπήρχε κενό.

«Έσωσες τη ζωή του Έλντεν», του είπε ο Ρις. «Χωρίς να φοβηθείς καθόλου, έτρεξες μόνος σου μέσα στο δάσος. Δεν ξέρω γιατί ξόδεψες την ενέργειά σου να σώσεις τη ζωή αυτού του φαντασμένου. Αλλά το έκανες. Ο Βασιλιάς είναι πολύ, πολύ ευχαριστημένος μαζί σου. Όχι γιατί τον νοιάζει για τον Έλντεν. Αλλά τον ενδιαφέρει η ανδρεία. Και του αρέσει να τιμά τέτοιες πράξεις. Κατά τη γνώμη του, είναι σημαντικό να αναδεικνύονται γεγονότα σαν αυτό, ώστε να εμπνέονται και οι άλλοι. Τέτοιες ιστορίες ευχαριστούν τον Βασιλιά και έχουν καλό αντίκτυπο στην Λεγεώνα. Ο Βασιλιάς επιθυμεί να δίνει εορταστικό χαρακτήρα σ’ αυτές. Και εσύ βρίσκεσαι τώρα εδώ για να βραβευθείς».

«Να με βραβεύσουν;» ρώτησε ο Θορ έκπληκτος. «Αλλά δεν έκανα τίποτα!»

«Έσωσες τη ζωή του Έλντεν».

«Απλά αντέδρασα. Έκανα αυτό που μου έλεγε το ένστικτό μου».

Ο Θορ ένιωθε αμηχανία. Δεν πίστευε ότι η πράξη του άξιζε ανταμοιβή. Στο κάτω κάτω, αν δεν ήταν ο Έρεκ, τώρα θα ήταν νεκρός. Καθώς η σκέψη αυτή πέρασε απ’ το μυαλό του, ένιωσε, για άλλη μια φορά, βαθιά ευγνωμοσύνη για τον Έρεκ. Ήλπιζε ότι μια μέρα θα μπορούσε να του το ξεπληρώσει.

«Και τι έγινε με την υπηρεσία περιπολίας μας;» ρώτησε ο Θορ. «Δεν την φέραμε εις πέρας».

Ο Ρις ακούμπησε καθησυχαστικά το χέρι του στον ώμο του Θορ.

«Φίλε, έσωσες τη ζωή ενός αγοριού. Ενός μέλους της Λεγεώνας. Αυτό είναι πιο σημαντικό από την περιπολία μας», είπε ο Ρις γελώντας. «Αρκετά λοιπόν για την ‘ήσυχη’ πρώτη περιπολία μας!» πρόσθεσε.

Στο τέλος ενός ακόμα διαδρόμου, δύο φρουροί άνοιξαν μια πόρτα για να περάσουν και πριν προλάβει ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του, ο Θορ βρέθηκε μέσα στην βασιλική αίθουσα. Εκεί, έπρεπε να βρίσκονταν τουλάχιστον εκατό ιππότες που στέκονταν γύρω σ’ όλη την αίθουσα με τα πανύψηλα ταβάνια και τα πολύχρωμα βιτρό. Ολόγυρα στους τοίχους, υπήρχαν παντού όπλα και πανοπλίες, κρεμασμένα σαν έπαθλα. Βρίσκονταν στην Αίθουσα των Όπλων. Ήταν το μέρος συνάντησης των πιο σπουδαίων ιπποτών, όλων των αντρών του Αργυρού Τάγματος. Η καρδιά του Θορ χτύπαγε δυνατά καθώς εξέταζε προσεκτικά τους τοίχους με τα φημισμένα όπλα και τις πανοπλίες των θρυλικών και ηρωικών ιπποτών. Όλη του τη ζωή άκουγε φήμες γι’ αυτό το μέρος και ήταν όνειρό του μια μέρα να το δει με τα ίδια του τα μάτια. Συνήθως, δεν επιτρέπονταν να μπαίνουν εδώ οι ακόλουθοι – κανείς άλλος εκτός από το Αργυρό Τάγμα.

Και όταν μπήκε, αυτό που τον εξέπληξε ακόμα περισσότερο ήταν πως αληθινοί ιππότες γύρισαν και τον κοίταξαν – αυτόν – απ’ όλα τα σημεία της αίθουσας. Και οι ματιές τους ήταν ματιές θαυμασμού. Ο Θορ δεν είχε δει ποτέ του τόσους πολλούς ιππότες μαζεμένους σε μια αίθουσα και ποτέ του δεν είχε νιώσει τέτοια αποδοχή. Ήταν σαν να περπατούσε μέσα σ’ ένα όνειρο. Πόσο μάλλον που μόλις λίγα λεπτά πριν κοιμόταν ακόμα.

Ο Ρις πρέπει να πρόσεξε την απόλυτη έκπληξη στο πρόσωπο του Θορ.

«Οι καλύτεροι του Αργυρού Τάγματος έχουν συγκεντρωθεί εδώ για να σου απονέμουν φόρο τιμής».

Ο Θορ ένιωσε υπερηφάνεια αλλά και δυσπιστία. «Να τιμήσουν, εμένα; Αλλά, εγώ, δεν έκανα τίποτα».

«Λάθος», ακούστηκε μια φωνή.

Ο Θορ ένιωσε ένα βαρύ χέρι στον ώμο του και γύρισε. Ήταν ο Έρεκ που του χαμογελούσε πλατιά.

«Έχεις δείξει ανδρεία, θάρρος και τιμή πέρα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από εσένα. Παραλίγο να θυσιάσεις τη ζωή σου για να σώσεις  έναν από τους αδελφούς μας. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που θέλουμε για τους άντρες της Λεγεώνας, αλλά και για τους άντρες του Αργυρού Τάγματος.

«Μου έσωσες τη ζωή», ο Θορ είπε στον Έρεκ. «Αν δεν ήσουν εσύ, το τέρας θα με είχε σκοτώσει. Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω».

Ο Έρεκ τον κοίταξε χαμογελώντας.

«Το έχεις ήδη κάνει», του απάντησε. «Θυμάσαι την κονταρομαχία; Τώρα είμαστε πάτσι».

Ο Θορ βάδιζε στον μακρύ διάδρομο προς τον θρόνο του Βασιλιά ΜακΓκιλ που ήταν στο άλλο άκρο της αίθουσας με τον Ρις στη μια πλευρά του και τον Έρεκ στην άλλη. Ένιωθε εκατοντάδες μάτια πάνω του και είχε την αίσθηση ότι όλο αυτό ήταν ένα όνειρο.

Ολόγυρα στον Βασιλιά στέκονταν δεκάδες σύμβουλοί του μαζί με τον γιο του τον Κέντρικ. Καθώς ο Θορ πλησίασε, η καρδιά του γέμισε με υπερηφάνεια. Δεν πίστευε πως μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα είχε την τύχη να ξαναμιλήσει με τον Βασιλιά και ότι τόσο σπουδαίοι άντρες είχαν συγκεντρωθεί εκεί για χάρη του.

Έφτασαν μπροστά στο Θρόνο του Βασιλιά. Ο ΜακΓκιλ σηκώθηκε όρθιος, ενώ ένας πνιχτός ψίθυρος ακούστηκε σ’ όλη την αίθουσα. Η σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο του ΜακΓκιλ μετατράπηκε σ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Μετά έκανε τρία βήματα μπροστά, και προς μεγάλη έκπληξη του Θορ, τον έσφιξε στην αγκαλιά του.

Δυνατές ζητωκραυγές ακούστηκαν σ’ όλη την αίθουσα.

Μετά, έκανε ένα βήμα πίσω και κρατώντας τον Θορ από τους ώμους, χαμογέλασε πλατιά.

«Προσέφερες εξαιρετική υπηρεσία στη Λεγεώνα», είπε.

«Ένας υπηρέτης έβαλε στο χέρι του Βασιλιά ένα ψηλό ποτήρι που ο Βασιλιάς ύψωσε λέγοντας με την βροντερή φωνή του:

«ΣΤΟ ΘΑΡΡΟΣ!»

«ΣΤΟ ΘΑΡΡΟΣ!» φώναξαν όλοι μαζί οι εκατοντάδες άντρες στην αίθουσα. Ακολούθησε ένας ψίθυρος, και μετά η αίθουσα ησύχασε πάλι.

«Προς τιμή των σημερινών κατορθωμάτων σου…», φώναξε ο Βασιλιάς, «…σου απονέμω ένα εξαιρετικό δώρο».

Ο Βασιλιάς έκανε μια χειρονομία και ένας υπηρέτης πέρασε μπροστά. Φορούσε ένα μακρύ γάντι πανοπλίας πάνω στο οποίο κάθονταν ένα μεγαλοπρεπές γεράκι. Το πουλί γύρισε και κοίταξε τον Θορ – σαν να τον γνώριζε.

Η ανάσα του Θορ κόπηκε εντελώς στη θέα του γερακιού. Ήταν το ίδιο ακριβώς γεράκι που είχε δει στον ύπνο του, με το σώμα του που είχε το χρώμα του ασημιού και την μια μαύρη λωρίδα να κατεβαίνει στο μέτωπό του.

«Το γεράκι είναι το σύμβολο του βασιλείου μας και της Βασιλικής Οικογένειάς μας», είπε ο ΜακΓκιλ με τη βροντερή φωνή του. «Είναι ένα αρπακτικό πουλί, αλλά έχει υπερηφάνεια και τιμή. Είναι ένα πουλί με ικανότητες, αλλά και πονηριά. Είναι πιστό αλλά άγριο και πετάει πιο ψηλά απ’ όλα τα άλλα ζώα. Είναι επίσης ένα ιερό πλάσμα. Λέγεται ότι όποιος έχει στην κατοχή του ένα γεράκι, κατέχεται κι’ αυτός από αυτό. Θα σε οδηγεί σε κάθε σου πορεία. Θα φεύγει μακριά σου, αλλά πάντα θα ξανάρχεται. Τώρα είναι δικό σου».

Ο άντρας που κρατούσε το γεράκι πλησίασε κοντά του και έβαλε ένα βαρύ, αλυσόπλεκτο γάντι που κάλυπτε το χέρι και τον καρπό του Θορ και μετά ακούμπησε επάνω το πουλί. Ο Θορ ένιωσε σαν να ηλεκτρίστηκε μόλις το γεράκι ανέβηκε στο χέρι του. Δεν μπορούσε να κουνηθεί και είχε εκπλαγεί από το πόσο βαρύ ήταν. Ο Θορ αγωνίζονταν να κρατηθεί ακίνητος καθώς το πουλί κουνιόταν ασταμάτητα πάνω στο χέρι του. Ένιωθε τα νύχια του να χώνονται βαθιά μέσα στο αλυσόπλεκτο γάντι, που, ευτυχώς, προστάτευε το χέρι του. Το πουλί γύρισε, τον κοίταξε κατάματα και έκρωξε. Ο Θορ το κοίταξε κι’ αυτός στα μάτια και αισθάνθηκε μια μυστικιστική σχέση μαζί του. Απλά ήξερε ότι θα ήταν μαζί του για όλη του τη ζωή.

«Και πώς θα την ονομάσεις;» ρώτησε ο Βασιλιάς, ενώ έπεσε σιωπή στην αίθουσα.

Ο Θορ βασάνισε το μυαλό του που είχε σχεδόν σταματήσει να δουλεύει.

Προσπάθησε να σκεφτεί γρήγορα. Έφερε στο μυαλό του όσα ονόματα ήξερε από διάσημους πολεμιστές του βασιλείου. Γύρισε τη ματιά του και είδε τις επιγραφές στου τοίχους με ονόματα μαχών και τοποθεσιών του βασιλείου. Τα μάτια του έπεσαν σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Ήταν ένα μέρος μέσα στο Δακτυλίδι, ένα μέρος που δεν είχε πάει ποτέ, αλλά πάντα άκουγε ότι ήταν ένα ισχυρό, μυστικιστικό μέρος. Το όνομα του φάνηκε κατάλληλο.

«Θα την ονομάσω Εστοφελή», είπε ο Θορ δυνατά.

«Εστοφελή!» φώναξε και το πλήθος που φαίνονταν ευχαριστημένο με το όνομα.

Και σαν να απαντούσε, το γεράκι έκρωξε για άλλη μια φορά.

 

Ξαφνικά η Εστοφελή, χτύπησε τα φτερά της και ανοίγοντάς τα πέταξε ψηλά ως την κορυφή του πανύψηλου ταβανιού και βγήκε έξω από ένα ανοιχτό παράθυρο. Ο Θορ την κοίταζε καθώς έφευγε.

«Μην ανησυχείς..», του είπε ο άντρας που είχε φέρει μέσα το γεράκι, «…θα επιστρέφει πάντα σε σένα».

Ο Θορ γύρισε και κοίταξε τον Βασιλιά. Ποτέ δεν του είχαν δώσει δώρο στη ζωή του, πόσο μάλλον ένα τόσο σπουδαίο δώρο. Δεν ήξερε τι να πει, πώς να τον ευχαριστήσει. Ήταν πολύ συγκινημένος.

«Βασιλιά μου», είπε, σκύβοντας το κεφάλι του. «Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω».

«Το έχεις κάνει ήδη», είπε ο ΜακΓκιλ.

Το πλήθος ζητωκραύγασε για άλλη μια φορά και η ένταση στο δωμάτιο εξαφανίστηκε. Μια ζωηρή συζήτηση άρχισε ανάμεσα στους άντρες και πολλοί ιππότες πλησίασαν τον Θορ που δεν ήξερε που να πρωτοκοιτάξει.

«Αυτός είναι ο Άλγκοντ, από την Ανατολική Επαρχία», είπε ο Ρις, και τον σύστησε σε έναν από αυτούς.

«Και αυτός είναι ο Καμέρα, από τους Χαμηλούς Βάλτους.... και αυτός ο Μπάσικολντ από τα Βόρεια Οχυρά…»

Σύντομα τα ονόματα μπερδεύτηκαν στο μυαλό του Θορ που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλοι αυτοί οι ιππότες ήθελαν να τον γνωρίσουν. Ποτέ δεν είχε αισθανθεί τόση αποδοχή και τόση τιμή στη ζωή του, ενώ ταυτόχρονα ένιωθε ότι δεν θα ξαναζούσε ποτέ μια τέτοια μέρα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που είχε την αίσθηση ότι αξίζει.

Αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει και την Εστοφελή.

Καθώς ο Θορ γυρνούσε προς κάθε κατεύθυνση, χαιρετώντας ανθρώπους που τα ονόματά τους δεν μπορούσε να συγκρατήσει, ένας αγγελιοφόρος τον πλησίασε βιαστικά περνώντας μέσα από το πλήθος των ιπποτών. Κρατούσε ένα μικρό πάπυρο τυλιγμένο σε ρολό και τον έβαλε στο χέρι του Θορ.

Ο Θορ το ξετύλιξε και διάβασε τα όμορφα λεπτεπίλεπτα γράμματα:

Συνάντησέ με στην πίσω αυλή. Πίσω από την πύλη.

Ο Θορ μπορούσε να μυρίσει το λεπτό άρωμα που αναδύονταν από τον ροζ πάπυρο και προσπάθησε να καταλάβει από ποιον ήταν. Δεν είχε υπογραφή.

Ο Ρις έσκυψε πάνω από τον ώμο του, το διάβασε και γέλασε.

«Φαίνεται ότι έχεις αρχίσει να αρέσεις στην αδελφή  μου», του είπε χαμογελώντας. «Εγώ στη θέση σου θα πήγαινα. Δεν της αρέσει να την κάνουν να περιμένει».

Ο Θορ αισθάνθηκε πως έγινε κατακόκκινος.

«Η πίσω αυλή είναι μόλις περάσεις από αυτήν εδώ την πύλη. Βιάσου. Είναι γνωστό ότι αλλάζει γνώμη εύκολα». Κοίταξε τον Ρις που συνέχισε να του χαμογελά. «Και θα μου άρεσε πολύ να σε έχω στην οικογένειά μου».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Ο Θορ προσπάθησε να ακολουθήσει τις οδηγίες του Ρις καθώς στριφογύριζε για να βρει το σωστό δρόμο μέσα στο κάστρο που ήταν γεμάτο κόσμο, αλλά δεν ήταν εύκολο. Υπήρχαν πολλά δρομάκια και στροφές, πολλές κρυφές πίσω πόρτες και πολλοί διάδρομοι που φαίνονταν ότι οδηγούσαν και πάλι σε άλλους διαδρόμους.

Στο μυαλό του έφερνε ξανά και ξανά τις οδηγίες του Ρις και καθώς κατέβηκε άλλη μια μικρή σκάλα, έστριψε σε άλλον ένα διάδρομο και τελικά σταμάτησε μπροστά σε μια αψιδωτή πόρτα με κόκκινο πόμολο – αυτή που του είχε περιγράψει ο Ρις – και την έσπρωξε για να ανοίξει.

Βγήκε βιαστικά έξω και τον θάμπωσε το δυνατό φως του ήλιου της καλοκαιρινής ημέρας. Ένιωσε όμορφα που ήταν στον καθαρό αέρα, έξω από την κλεισούρα του κάστρου, και στο φως του ήλιου που έλουζε το πρόσωπό του. Μισόκλεισε τα μάτια του για να αντέχουν στο δυνατό φως και κοίταξε γύρω του. Μπροστά του απλώνονταν οι βασιλικοί κήποι, τόσο μακριά όσο έφτανε η ματιά του. Έβλεπε φράχτες από όμορφα κουρεμένους θάμνους σε διάφορα σχήματα να δημιουργούν ίσιες σειρές, ενώ στριφογυριστά μονοπάτια βρίσκονταν ανάμεσά τους. Υπήρχαν σιντριβάνια, ασυνήθιστα δέντρα, περιβόλια με ώριμα καλοκαιρινά φρούτα και εκτάσεις με λουλούδια κάθε μεγέθους, σχήματος και χρώματος. Το θέαμα του έκοψε την ανάσα. Ήταν σαν να περπατούσε μέσα σε έναν πίνακα ζωγραφικής.

Ο Θορ κοίταξε παντού για κάποιο ίχνος της Γκουέντολιν με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Η πίσω αυλή ήταν άδεια και ο Θορ υπέθεσε ότι αυτή ήταν χώρος μόνο για την βασιλική οικογένεια, μακριά από τη δημόσια θέα, και προστατευμένος με ψηλούς πέτρινους τοίχους. Παρ’ όλα αυτά, κοίταξε παντού αλλά δεν μπόρεσε να την βρει.

Αναρωτήθηκε αν όλο αυτό ήταν μια φάρσα. Που πιθανόν ήταν. Πιθανόν να ήθελε να αστειευτεί μαζί του, με έναν απλό χωριάτη, έτσι για να διασκεδάσει εις βάρος του. Στο κάτω κάτω, πώς θα μπορούσε κάποια της δικής της κοινωνικής τάξης να ενδιαφερόταν γι’ αυτόν;

Ο Θορ έσκυψε και διάβασε ξανά το σημείωμα. Μετά το ξανατύλιξε γεμάτος ντροπή. Του έκαναν πλάκα. Τι ανόητος που ήταν να έχει τόσο μεγάλες ελπίδες. Ένιωθε βαθιά πληγωμένος.

Ο Θορ γύρισε και ετοιμάστηκε να ξαναμπεί μέσα στο κάστρο με σκυφτό το κεφάλι. Μόλις έφτασε στην πόρτα, άκουσε μια φωνή σαν καμπανούλα.

«Πού νομίζεις ότι πας εσύ; είπε χαρούμενα η φωνή. Ακουγόταν σαν κελάηδημα πουλιού.

Ο Θορ αναρωτήθηκε αν ήταν η φαντασία του. Κοίταξε ολόγυρά του, και τότε την είδε να κάθεται στην σκιά κάτω από έναν τοίχο του κάστρου. Του χαμογέλασε, ντυμένη με τα καλύτερα βασιλικά της ρούχα που είχαν πολλές πτυχές από άσπρο σατέν και ροζ δαντέλα στις άκρες. Φαινόταν ακόμα πιο όμορφη απ’ ό,τι την θυμόταν.

Ήταν εκείνη. Η Γκουέντολιν. Το κορίτσι που ονειρευόταν από τη στιγμή που την είχε γνωρίσει, με τα γαλάζια αμυγδαλωτά της μάτια, τα μακριά κόκκινα μαλλιά και με ένα χαμόγελο που του φώτιζε την καρδιά. Φορούσε ένα μεγάλο άσπρο και ροζ καπέλο, που σκίαζε το πρόσωπό της, αλλά κάτω απ’ αυτό τα μάτια της έλαμπαν. Για μια στιγμή αισθάνθηκε την ανάγκη να γυρίσει να κοιτάξει πίσω μήπως στεκόταν και κάποιος άλλος πίσω του.

«Ε..χμ..», άρχισε ο Θορ. «Δεν… ξέρω… χμ… πήγαινα μέσα».

Για άλλη μια φορά ένιωθε σαστισμένος μπροστά της. Του ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να συγκεντρώσει τις σκέψεις του και να τις  εκφράσει.

Εκείνη γέλασε και ήταν ο πιο όμορφος ήχος που είχε ακούσει στη ζωή του.

«Και γιατί να ξαναμπείς μέσα;» ρώτησε με παιχνιδιάρικη διάθεση. «Μόλις ήρθες».

Ο Θορ τα είχε εντελώς χαμένα και η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος.

«Δεν… δεν… μπορούσα να σε βρω», της είπε αμήχανα.

Εκείνη γέλασε ξανά.

«Λοιπόν, νάμαι. Δεν θα έρθεις να μου δώσεις το χέρι σου να σηκωθώ;»

Άπλωσε το ένα χέρι της προς το μέρος του. Ο Θορ έτρεξε, έσκυψε ελαφρά, άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της. Ηλεκτρίστηκε από το άγγιγμα του δέρματός της. Αυτό το απαλό, μαλακό και αδύναμο χεράκι ταίριαζε τέλεια μέσα στο δικό του. Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Για μια στιγμή άφησε το χέρι της να μείνει μέσα στο δικό του και μετά σηκώθηκε. Του άρεσε η αφή από τα ακροδάχτυλά της μέσα στην παλάμη του και ήλπιζε να μην τράβαγε το χέρι της ποτέ.

Τράβηξε το χέρι της και μετά πέρασε το μπράτσο της μέσα από το δικό του και τον έπιασε αγκαζέ. Πηγαίνοντας ελαφρά μπροστά από εκείνον, του έδειχνε το δρόμο μέσα στα στριφογυριστά μονοπάτια του κήπου. Πέρασαν από ένα μικρό πλακόστρωτο μονοπάτι και σύντομα βρέθηκαν μέσα σ’ ένα λαβύρινθο από θάμνους που τους προστάτευε από την θέα οποιουδήποτε ήταν απ’ έξω.

Ο Θορ ένιωθε νευρικότητα. Ίσως έβρισκε τον μπελά του που αυτός, ένας κοινός θνητός, περπατούσε έτσι με την κόρη του Βασιλιά. Ένιωσε τον ιδρώτα να σχηματίζεται στο μέτωπό του και δεν ήξερε αν ήταν από τη ζέστη ή από το άγγιγμά της.

Δεν ήξερε τι να πει.

«Έχεις ταράξει τα νερά εδώ, ε…;» του είπε χαμογελώντας. Ο Θορ της ήταν ευγνώμων που είχε σπάσει την άχαρη σιωπή.

Ο Θορ ανασήκωσε τους ώμους του. «Συγγνώμη. Δεν το ήθελα».

Η Γκουέντολιν γέλασε. «Και γιατί δεν το ήθελες; Δεν είναι καλό να ταράζεις τα νερά;»

Ο Θορ είχε μπλοκάρει. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Φαίνονταν ότι πάντα έλεγε το λάθος πράγμα.

«Ούτως ή άλλως, αυτό το μέρος είναι τόσο συντηρητικό και βαρετό», του είπε. «Είναι καλό να έχουμε ένα νεοφερμένο. Ο πατέρας μου φαίνεται ότι σε συμπαθεί αρκετά. Το ίδιο και ο αδελφός μου».

«Ε.. ευχαριστώ», απάντησε ο Θορ.

Μέσα του ένιωθε σαν να πέθαινε και κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν μιλούσε περισσότερο.  Απλά δεν ήξερε τι να πει.

«Σου..», άρχισε, και έψαχνε στο μυαλό του να βρει κάτι σωστό να πει, «… σου αρέσει εδώ;»

Η Γκουέντολιν έγειρε λίγο προς τα πίσω και άρχισε να γελάει.

«Αν μου αρέσει εδώ;» τον ρώτησε. «Ελπίζω πως ναι. Εδώ μένω!»

Εκείνη ξαναγέλασε και ο Θορ ένιωσε να κοκκινίζει. Καταλάβαινε ότι τα είχε κάνει σαλάτα. Αλλά δεν είχε μεγαλώσει μαζί με κορίτσια, δεν είχε ποτέ του κορίτσι στο χωριό, και τώρα απλά δεν ήξερε τι να της πει. Τι να την ρωτούσε; «Από πού είσαι;» Ήδη ήξερε από που ήταν. Άρχισε να αναρωτιέται γιατί εκείνη ασχολούνταν μαζί του – ήταν μόνο γιατί ήθελε να διασκεδάσει;

«Γιατί σου αρέσω;» τη ρώτησε.

Τον κοίταξε και έκανε έναν αστείο ήχο.

«Είσαι θρασύς», του είπε με ένα σιγανό γέλιο. «Ποιος σου είπε ότι μου αρέσεις;» τον ρώτησε με ένα τεράστιο χαμόγελο. Ήταν φανερό. Ό,τι κι’ αν έλεγε της φαίνονταν αστείο.

Ο Θορ κατάλαβε ότι είχε μπει σε μπελάδες.

«Συγγνώμη. Δεν ήθελα να πω αυτό. Απλά αναρωτιόμουν. Εννοώ… ε.... ξέρω πως δεν σου αρέσω».

Τώρα εκείνη γέλασε περισσότερο.

«Είσαι διασκεδαστικός. Αυτό πρέπει να σου το αναγνωρίσω. Υποθέτω πως δεν είχες ποτέ σου κορίτσι, είχες;»

Ο Θορ χαμήλωσε το βλέμμα του και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Ντρεπόταν πολύ.

«Υποθέτω ότι δεν έχεις ούτε αδελφές», συνέχισε.

Ο Θορ ξανακούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Έχω τρεις αδελφούς», της είπε. Τελικά, είχε καταφέρει να πει κάτι φυσιολογικό.

«Αλήθεια;» τον ρώτησε. «Και πού είναι; Στο χωριό σου;»

Ο Θορ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, είναι εδώ, στη Λεγεώνα, μαζί μου».

«Λοιπόν, αυτό πρέπει να σου δίνει κουράγιο».

Ο Θορ έγνεψε αρνητικά.

«Όχι, δεν με συμπαθούν. Θα ήθελαν να μη ήμουν εδώ».

Ήταν η πρώτη φορά που σταμάτησε να χαμογελάει.

«Και γιατί δεν σε συμπαθούν;» τον ρώτησε σοκαρισμένη. «Τα ίδια σου τα αδέλφια;»

Ο Θορ ανασήκωσε τους ώμους του. «Μακάρι να ήξερα».

Για λίγο, συνέχισαν να περπατάνε σιωπηλά. Ξαφνικά ο Θορ αισθάνθηκε ότι είχε καταστρέψει την χαρούμενη διάθεσή τους.

«Αλλά μην ανησυχείς, δεν με ενοχλεί. Έτσι ήταν πάντα. Η αλήθεια είναι πως έχω βρει καλούς φίλους εδώ. Τους καλύτερους φίλους που είχα ποτέ».

«Το αδελφό μου, τον Ρις;» ρώτησε.

Ο Θορ έγνεψε καταφατικά.

«Ο Ρις είναι καλό παιδί», του είπε. «Κατά κάποιον τρόπο είναι ο αγαπημένος μου. Εγώ, ξέρεις, έχω τέσσερις αδελφούς. Οι τρεις είναι αληθινοί, ο ένας όχι. Ο πιο μεγάλος είναι γιος του μπαμπά μου από μια άλλη γυναίκα. Είναι ετεροθαλής αδελφός μου. Ο Κέντρικ, τον ξέρεις;»

Ο Θορ έγνεψε καταφατικά. «Του είμαι πολύ υποχρεωμένος. Χάρη σ’ αυτόν μπήκα στη Λεγεώνα. Είναι σπουδαίος άνθρωπος».

«Είναι αλήθεια. Είναι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους σ’ ολόκληρο το βασίλειο. Τον αγαπάω σαν αληθινό μου αδελφό. Και μετά είναι ο Ρις που τον αγαπάω εξ ίσου. Οι άλλοι δύο… λοιπόν… Ξέρεις πως είναι οι οικογένειες. Δεν τα πας καλά με όλους. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς γίνεται να είμαστε παιδιά των ίδιων ανθρώπων».

Τώρα ο Θορ ένιωσε την περιέργεια του να αυξάνεται. Ήθελε να μάθει ποιοι ήταν, τι σχέση της μαζί τους και γιατί δεν ήταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Ήθελε να την ρωτήσει, αλλά δεν ήθελε να γίνει αδιάκριτος. Αλλά ούτε κι’ αυτή φαινόταν ότι ήθελε να μείνει σ’ αυτό. Φαινόταν χαρούμενος άνθρωπος, άνθρωπος που ήθελε να ασχολείται με χαρούμενα πράγματα.

Καθώς το μονοπάτι μέσα στο λαβύρινθο έφτασε στο τέλος του, μπήκαν σε έναν άλλο κήπο όπου το χορτάρι ήταν τέλεια κομμένο και με πολλά όμορφα σχέδια. Έμοιαζε σαν ένα μεγάλο ταμπλό για παιχνίδια που απλώνονταν τουλάχιστον δεκαπέντε μέτρα προς κάθε κατεύθυνση. Παντού είχε διάσπαρτα τεράστια ξύλινα πιόνια που ήταν πιο ψηλά από τον Θορ.

Η Γκουέν τον ρώτησε χαρούμενα: «Παίζεις;»

«Τι είναι;» την ρώτησε.

Γύρισε και τον κοίταξε και τα μάτια της άνοιξαν με έκπληξη.

«Δεν έχεις παίξει ποτέ σου Ρακς;» τον ρώτησε.

Ο Θορ ντράπηκε και έγνεψε αρνητικά, νιώθοντας πιο χωριάτης από ποτέ.

«Είναι το πιο ωραίο παιχνίδι!» αναφώνησε η Γκουέν.

Τον έπιασε και από τα δύο χέρια και τον τράβηξε στο ταμπλό. Χοροπηδούσε από την χαρά της και ο Θορ δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει κι’ αυτός. Περισσότερο απ’ οτιδήποτε, περισσότερο από αυτό το ταμπλό και απ’ το όμορφο μέρος ήταν το άγγιγμα των χεριών της που τον ηλέκτριζε. Η αίσθηση ότι τον ήθελε. Ότι τον ήθελε να είναι μαζί της. Ήθελε να περάσει χρόνο μαζί του. Γιατί κάποιος να νοιαστεί γι’ αυτόν; Ειδικά αν αυτός ο κάποιος ήταν σαν την Γκουέντολιν; Ακόμα ένιωθε ότι όλα αυτά ήταν σαν ένα όνειρο.

«Στάσου εκεί πέρα», του είπε. «Πίσω από εκείνο το πιόνι. Πρέπει να το μετακινήσεις, αλλά έχεις μόνο δέκα δευτερόλεπτα για να το κάνεις».

«Τι εννοείς να το μετακινήσω;» τη ρώτησε ο Θορ.

«Διάλεξε μια κατεύθυνση, γρήγορα!» του φώναξε.

Ο Θορ σήκωσε το τεράστιο ξύλινο πιόνι, έκπληκτος από το βάρος του. Το μετέφερε αρκετά βήματα και το έβαλε σ’ ένα άλλο τετράγωνο.

 

Χωρίς να διστάσει, η Γκουέν, έσπρωξε το δικό της. Αυτό έπεσε πάνω στο πιόνι του Θορ και το έριξε κάτω.

Άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό.

«Αυτή ήταν κακή κίνηση!» του είπε. «Μπήκες στον δρόμο μου! Έχασες!»

Ο Θορ κοίταξε τα δύο πιόνια στο έδαφος, προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει καθόλου το παιχνίδι.

Εκείνη γέλασε, τον έπιασε από το μπράτσο και συνέχισε να τον οδηγεί στα μονοπάτια του κήπου.

«Μην ανησυχείς, θα σε μάθω εγώ», του είπε.

Τα λόγια της έκαναν την καρδιά του να πετάει. Θα τον μάθαινε εκείνη. Ήθελε να τον ξαναδεί. Να περάσει χρόνο μαζί του. Μήπως τα φανταζόταν όλα αυτά;

«Πες μου, λοιπόν, τι λες γι’ αυτό το μέρος;» τον ρώτησε καθώς τον οδηγούσε σε μια άλλη σειρά λαβυρίνθων. Αυτός εδώ ήταν διακοσμημένος με λουλούδια που ήταν δυόμισι μέτρα σε ύψος, με έντονα χρώματα και με παράξενα έντομα να πετάνε πάνω στις κορυφές τους.

«Είναι το πιο όμορφο μέρος που έχω δει», της απάντησε με ειλικρίνεια ο Θορ.

«Και εσύ γιατί ήθελες να γίνεις μέλος της Λεγεώνας;»

«Ήταν το μόνο πράγμα που ονειρευόμουν πάντα», της απάντησε.

«Αλλά γιατί;» συνέχισε την ερώτησή της. «Επειδή ήθελες να υπηρετήσεις τον πατέρα μου;»

Ο Θορ σκέφτηκε αρκετά αυτή την ερώτηση. Ποτέ, στ’ αλήθεια, δεν είχε αναρωτηθεί γιατί – ήταν πάντα μια επιθυμία του.

«Ναι», της απάντησε. «Τον Πατέρα σου και το Δακτυλίδι».

«Έχεις σκεφτεί και για την ζωή σου;» τον ρώτησε. «Δεν θέλεις να κάνεις οικογένεια; Να αποκτήσεις γη; Σύζυγο;»

Σταμάτησε και τον κοίταξε. Ένιωσε σαστισμένος και αδύναμος. Ποτέ του δεν είχε σκεφτεί αυτά τα πράγματα πιο πριν και πραγματικά δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τα μάτια της άστραφταν καθώς τον κοίταζε.

«Χμ… δεν… δεν ξέρω. Ποτέ μου δεν έχω σκεφτεί κάτι τέτοιο».

«Και τι λέει η μητέρα σου για όλα αυτά;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα.

Το χαμόγελο του Θορ έσβησε.

«Δεν έχω μητέρα», της είπε.

Τώρα ήταν η σειρά της να πάψει να χαμογελά.

«Τι της συνέβη;» τον ρώτησε.

Ο Θορ ήταν έτοιμος να της απαντήσει, να της πει τα πάντα. Θα ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που θα μιλούσε με κάποιον για την μητέρα του. Και το πιο τρελό ήταν ότι ήθελε να μιλήσει. Ήθελε απελπισμένα να ανοίξει την καρδιά του, σ’ αυτή την άγνωστη, και να της πει για τα πιο βαθιά συναισθήματά του.

Αλλά καθώς άνοιξε το στόμα του για να της μιλήσει, μια άγρια φωνή ακούστηκε από το πουθενά.

«Γκουέντολιν!» τσίριξε η φωνή.

Γύρισαν και οι δύο και είδαν την μητέρα της, την Βασίλισσα, ντυμένη με τα καλά της και συνοδευόμενη από τις υπηρέτριές της να κατευθύνεται προς την κόρη της. Το πρόσωπό της είχε αλλάξει χρώμα από τον θυμό της.

Η Βασίλισσα πλησίασε την Γκουέν, την άρπαξε θυμωμένα από το μπράτσο και την τράβηξε μακριά.

«Μπες μέσα τώρα. Τι σου είπα; Δεν θέλω να του ξαναμιλήσεις, ποτέ! Με καταλαβαίνεις;»

Το πρόσωπο της Γκουέντολιν έγινε κατακόκκινο και άλλαξε όψη από θυμό και υπερηφάνεια.

«Άσε με!» φώναξε στην μητέρα της. Έριξε μια ματιά στον Θορ – μια ματιά λύπης, απελπισίας και ικεσίας.

Ο Θορ καταλάβαινε το συναίσθημα. Το είχε νιώσει και ο ίδιος. Ήθελε να της φωνάξει και ένιωθε την καρδιά του να ραγίζει καθώς την έβλεπε να την σέρνουν μακριά του. Ήταν σαν να έβλεπε μια μελλοντική ζωή να απομακρύνεται ακριβώς μπροστά στα μάτια του.

Έμεινε εκεί στο ίδιο σημείο πολλή ώρα αφού εκείνη είχε εξαφανιστεί από τα μάτια του. Είχε καρφωμένο το βλέμμα του στο κενό, τα πόδια του ήταν σαν να είχαν ριζώσει στο ίδιο σημείο και η ανάσα του είχε κοπεί.  Δεν ήθελε να φύγει, δεν ήθελε να τα ξεχάσει όλα αυτά.

Αλλά πάνω απ’ όλα δεν ήθελε με τίποτα να φανταστεί ότι δεν θα την ξανάβλεπε.

*

Καθώς ο Θορ περπατούσε αργά για να επιστρέψει στο κάστρο, ζαλισμένος ακόμα από την συνάντησή του με την Γκουέν, δεν είχε επαφή με το περιβάλλον γύρω του. Το μυαλό του ήταν απορροφημένο στις σκέψεις για εκείνη και δεν μπορούσε να σταματήσει να βλέπει το πρόσωπό της μπροστά του. Ήταν υπέροχη. Το πιο όμορφο και ευγενικό, γλυκό, αξιαγάπητο κι’ αστείο άτομο που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Ήθελε να την ξαναδεί. Στην πραγματικότητα ένιωθε πόνο με την απουσία της. Δεν μπορούσε να καταλάβει τα συναισθήματά του για εκείνη, και αυτό τον τρόμαζε. Σχεδόν δεν την ήξερε, όμως ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς εκείνη.

Όμως, ταυτόχρονα σκεφτόταν και την Βασίλισσα που την τράβαγε μακριά του και ένιωσε ένα κενό στο στομάχι του όταν αναλογίστηκε πόσο ισχυρές ήταν οι δυνάμεις που στέκονταν ανάμεσά τους. Δυνάμεις, που για κάποιο λόγο, δεν τους ήθελαν μαζί.

Καθώς προσπαθούσε να βγάλει ένα συμπέρασμα για όλα αυτά, ένιωσε ξαφνικά ένα τεντωμένο χέρι να τον ακουμπά στο στήθος και να τον σταματάει επί τόπου.

Σήκωσε το βλέμμα του και είδε ένα αγόρι, ίσως ένα ή δύο χρόνια πιο μεγάλο απ’ αυτόν, ψηλό και αδύνατο, και ντυμένο με τα πιο ακριβά ρούχα που είχε δει ποτέ του – ολομέταξα με χρώματα όπως το πράσινο, το βασιλικό πορφυρό και το βαθυκόκκινο. Φορούσε επίσης ένα περίτεχνο καπέλο με φτερά και τον κοίταζε με μια υποτιμητική γκριμάτσα. Ήταν ένα αγόρι που φαινόταν λεπτεπίλεπτο και καλομαθημένο – σαν να είχε μεγαλώσει μέσα στην πολυτέλεια, με απαλά χέρια και σηκωμένα φρύδια που τον κοίταζε με περιφρόνηση.

«Ονομάζομαι Άλτον», άρχισε να λέει. «Είμαι ο γιος του Λόρδου Άλτον, του πρώτου εξαδέλφου του Βασιλιά. Είμαστε λόρδοι σ’ αυτό το βασίλειο για επτά αιώνες – πράγμα που μου δίνει το δικαίωμα να γίνω Δούκας. Εσύ, αντιθέτως, είσαι ένας κοινός θνητός», είπε και ο τρόπος που είπε τις λέξεις ήταν σαν να έφτυνε. «Η βασιλική αυλή είναι για τα μέλη της βασιλική οικογένειας. Και για όσους έχουν τίτλο ευγενείας. Όχι για ανθρώπους της δικής σου τάξης».

Ο Θορ στέκονταν εκεί, μην έχοντας την παραμικρή ιδέα για το ποιο ήταν αυτό το αγόρι και τι κακό είχε κάνει για να τον αναστατώσει τόσο πολύ.

«Τι θέλεις από εμένα;» ρώτησε ο Θορ.

Ο Άλτον γέλασε ειρωνικά.

«Φυσικά και δεν ξέρεις. Εσύ πιθανόν δεν ξέρεις τίποτα, ε..; Πώς τολμάς να μπαίνεις εδώ μέσα και να προσποιείσαι ότι είσαι ένας από εμάς;» του πέταξε κατάμουτρα.

«Δεν προσποιούμαι τίποτα», είπε ο Θορ.

«Λοιπόν, δεν με νοιάζει ποιο κύμα σ’ έφερε εδώ πέρα. Απλά θέλω να σε προειδοποιήσω, πριν βάλεις κι’ άλλες φαντασιώσεις στο μυαλό σου, ότι η Γκουέντολιν είναι δική μου.

Ο Θορ τον κοίταξε σοκαρισμένος. Δική του; Δεν ήξερε τι να πει.

«Ο γάμος μας έχει κανονιστεί από τότε που γεννηθήκαμε», συνέχισε ο Άλτον. «Είμαστε της ίδιας ηλικίας και της ίδιας κοινωνικής τάξης. Τα σχέδια έχουν ήδη ξεκινήσει. Μην τολμήσεις να σκεφτείς, ούτε για μια στιγμή, ότι κάτι θα γίνει διαφορετικά απ’ ό,τι σχεδιάστηκε.

Ο Θορ ένιωσε σαν να τον είχε πετάξει κάτω ένας δυνατός άνεμος – δεν είχε δύναμη ούτε για να απαντήσει.

Ο Άλτον έκανε άλλο ένα βήμα και τον πλησίασε, ενώ συνέχισε να τον κοιτάζει περιφρονητικά.

«Όπως καταλαβαίνεις..», είπε με απαλή φωνή, «…εγώ επιτρέπω στην Γκουέντολιν να έχει φλερτ. Και έχει πολλά. Κάθε λίγο και λιγάκι, λυπάται κάποιον υπήκοο ή κάποιον υπηρέτη. Τους αφήνει να γίνουν η διασκέδασή της, η ψυχαγωγία της. Εσύ μπορεί να έβγαλες το συμπέρασμα ότι είσαι κάτι περισσότερο. Αλλά έτσι είναι η Γκουέν. Απλά είσαι κι’ εσύ άλλη μια γνωριμία, άλλη μια διασκέδαση. Κάνει συλλογή, όπως και με τις κούκλες της. Αυτά τα άτομα δεν έχουν καμία σημασία για εκείνη. Ενθουσιάζεται από έναν νεοφερμένο κοινό θνητό και μετά από μια δύο μέρες βαριέται. Κι’ εσένα θα σε βαρεθεί το ίδιο γρήγορα. Στην πραγματικότητα, εσύ δεν σημαίνεις τίποτα γι’ αυτήν. Και ως το τέλος του χρόνου θα παντρευτούμε. Για πάντα.

Τα μάτια του Άλτον είχαν γουρλώσει και έδειχναν την άγρια αποφασιστικότητά του.

Ο Θορ ένιωσε την καρδιά του να γίνεται χίλια κομμάτια με τα λόγια του Άλτον. Ήταν αλήθεια; Πράγματι δεν σήμαινε τίποτα για την Γκουέν; Τώρα είχε μπερδευτεί – δεν ήξερε τι να πιστέψει. Εκείνη του φαίνονταν τόσο ειλικρινής. Αλλά μήπως είχε βγάλει λάθος συμπέρασμα;

«Λες ψέματα», του είπε τελικά ο Θορ.

Ο Άλτον γέλασε ειρωνικά και μετά σήκωσε το δάκτυλό του, ένα περιποιημένο δάκτυλο, και το κάρφωσε στο στήθος του Θορ.

«Αν σε ξαναδώ κοντά της, θα χρησιμοποιήσω την εξουσία μου και θα καλέσω την βασιλική φρουρά. Κι’ εκείνοι θα σε βάλουν φυλακή.

«Με ποια κατηγορία;» ρώτησε ο Θορ.

«Δεν χρειάζομαι κατηγορία. Εγώ έχω τίτλο ευγενείας. Θα επινοήσω κάτι, και οι φρουροί θα πιστέψουν εμένα. Και μέχρι να τελειώσω τις συκοφαντίες μου για εσένα, το μισό βασίλειο θα έχει πιστέψει ότι είσαι εγκληματίας».

Ο Άλτον χαμογέλασε με αυταρέσκεια. Ο Θορ ένιωσε αηδία.

«Δεν έχεις όμως τιμή», είπε ο Θορ μην μπορώντας να καταλάβει πώς κάποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο αισχρό.