Tasuta

Μια Αναζήτηση για Ήρωες

Tekst
Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

Ο ΜακΓκιλ μπορούσε να δει την απογοήτευση στο πρόσωπό του. Ήταν σαφές ότι περίμενε πως αυτός θα ορίζονταν σήμερα ως διάδοχος. Και πιο σημαντικό: το ήθελε. Απελπισμένα. Κάτι που δεν εξέπληξε καθόλου τον ΜακΓκιλ – και αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που δεν του έδωσε τη διαδοχή.

«Γιατί με μισείς, Πατέρα;» τον ρώτησε.

«Δεν σε μισώ. Απλά δεν σε θεωρώ κατάλληλο για να κυβερνήσεις το βασίλειό μου».

«Και γιατί πιστεύεις κάτι τέτοιο;» επέμεινε πιεστικά ο Γκάρεθ.

«Γιατί ακριβώς αυτό είναι που επιδιώκεις».

Το πρόσωπο του Γκάρεθ έγινε κατακόκκινο. Ο ΜακΓκιλ τον είχε κάνει να δει τον πραγματικό του εαυτό. Ο ΜακΓκιλ παρακολουθούσε τα μάτια του και τα είδε να καίνε με τόσο μίσος γι’ αυτόν που δεν μπορούσε ποτέ να το φανταστεί.

Χωρίς να πει άλλη κουβέντα, ο Γκάρεθ όρμησε προς την έξοδο και κοπάνησε την πόρτα πίσω του.

Η αντήχηση που απλώθηκε στην αίθουσα έκανε τον ΜακΓκιλ να ανατριχιάσει. Έφερε στο νου του τη ματιά του γιου του και αισθάνθηκε το μίσος του τόσο βαθύ που ήταν βαθύτερο ακόμα και από το μίσος των εχθρών του. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε τον Άργκον και τα λόγια που του είχε πει ότι ο κίνδυνος ήταν κοντά.

Μήπως ήταν όντως τόσο κοντά;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ο Θορ διέσχισε το τεράστιο γήπεδο της αρένας με όλη την ταχύτητα που μπορούσαν να τρέξουν τα πόδια του.  Πίσω του άκουγε τα βήματα των φρουρών του Βασιλιά να τον πλησιάζουν απειλητικά. Τον κυνηγούσαν μέσα σ’ αυτό το ζεστό και γεμάτο σκόνη γήπεδο, βρίζοντας καθώς έτρεχαν. Μπροστά του βρίσκονταν τα μέλη – και οι νεοσύλλεκτοι – της Λεγεώνας, δεκάδες αγόρια ακριβώς σαν κι’ αυτόν, όμως μεγαλύτερα σε ηλικία και δυνατότερα. Εκπαιδεύονταν και ελέγχονταν σε διάφορους σχηματισμούς. Κάποιοι εκσφενδόνιζαν δόρατα, άλλοι έριχναν ακόντια, ενώ λίγοι ήταν εκείνοι που έκαναν εξάσκηση σε λαβές λόγχης. Έριχναν σε μακρινούς στόχους και σπάνια αστοχούσαν. Αυτά ήταν τα αγωνίσματα που του άρεσαν και τώρα του φαινόταν εκπληκτικοί.

Ανάμεσα στους νεοσύλλεκτους υπήρχαν δεκάδες πραγματικοί ιππότες, μέλη του Αργυρού Τάγματος, που στέκονταν σε ένα ευρύ ημικύκλιο παρακολουθώντας τα αγωνίσματα. Έκριναν και αποφάσιζαν ποιος θα έμενε και ποιος θα γύριζε σπίτι του.

Ο Θορ ήξερε ότι έπρεπε να αποδείξει την αξία του, έπρεπε να εντυπωσιάσει αυτούς τους άντρες. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι φρουροί θα είχαν πέσει επάνω του, και αν έπρεπε να τους εντυπωσιάσει, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αλλά πώς; Το μυαλό του δούλευε γρήγορα καθώς έτρεχε μέσα στο γήπεδο, αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να μην τον διώξουν.

Καθώς ο Θορ διέσχιζε τρέχοντας το γήπεδο, κάποιοι άρχισαν να βλέπουν ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε. Μερικοί από τους νεοσύλλεκτους σταμάτησαν ό,τι έκαναν και γύρισαν να δουν τι γινόταν, ενώ το ίδιο έκαναν και μερικοί από τους ιππότες. Μέσα σε λίγες στιγμές, ο Θορ ένιωσε όλη την προσοχή στραμμένη επάνω του. Όσοι τον κοίταζαν, φαίνονταν σαστισμένοι και ο Θορ συνειδητοποίησε ότι όλοι αυτοί θα αναρωτιόντουσαν ποιος ήταν αυτός που έτρεχε μέσα στο γήπεδο. Όμως δεν ήταν αυτός ο τρόπος που ήθελε να κάνει εντύπωση. Όλη του τη ζωή, όταν ονειρευόταν να μπει στη Λεγεώνα, δεν το είχε φανταστεί να γίνεται έτσι.

Καθώς ο Θορ έτρεχε και σκέφτονταν τι έπρεπε να κάνει, η λύση ήρθε από μόνη της. Ένα μεγαλόσωμο αγόρι, ένας νεοσύλλεκτος, αποφάσισε να αναλάβει δράση, έτσι ώστε να εντυπωσιάσει τους άλλους σταματώντας τον Θορ. Ψηλός, εξαιρετικά μυώδης και σχεδόν διπλάσιος σε μέγεθος από τον Θορ, ύψωσε το ξύλινο σπαθί του για να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Θορ μπορούσε να δει ότι ήταν αποφασισμένος να τον χτυπήσει και να τον ρίξει στο έδαφος, να τον γελοιοποιήσει μπροστά σε όλους τους άλλους και να κερδίσει το πλεονέκτημα για τον εαυτό του σε σχέση με τους υπόλοιπους νεοσύλλεκτους.

Αυτό έκανε τον Θορ έξαλλο. Δεν είχε τίποτα να χωρίσει με αυτό το αγόρι και το να παλέψει μαζί του δεν ήταν αυτό που ήθελε να κάνει. Όμως, τώρα έπρεπε να επωφεληθεί από αυτή την πρόκληση για να αποκτήσει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους.

Καθώς πλησίασε, ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το αγόρι ήταν τόσο σωματώδες. Μπροστά του φαίνονταν τεράστιος, είχε τη μεγαλύτερη και πιο τετράγωνη σιαγόνα που ο Θορ είχε δει ποτέ και τον κοίταζε άγρια ενώ τα πυκνά, μαύρα μαλλιά του έπεφταν στο μέτωπό του. Δεν έβλεπε τον τρόπο που θα μπορούσε να νικήσει αυτό το αγόρι.

Το αγόρι του επιτέθηκε με το ξύλινο σπαθί του και ο Θορ κατάλαβε ότι αν δεν έκανε μια γρήγορη κίνηση, το αγόρι θα τον έβγαζε νοκ άουτ.

Τα αντανακλαστικά του Θορ μπήκαν σε δράση. Ενστικτωδώς, έβγαλε την σφεντόνα του, και έριξε μια πέτρα στο χέρι του αγοριού. Η πέτρα βρήκε το στόχο της και το σπαθί έπεσε από τα χέρια του τη στιγμή που ήταν έτοιμος να το κατεβάσει πάνω στον Θορ. Καθώς το σπαθί έπεφτε, το αγόρι ούρλιαξε από πόνο και κράτησε σφιχτά το χέρι του.

Ο Θορ δεν έχασε χρόνο. Εκμεταλλευόμενος τη στιγμή, του επιτέθηκε πηδώντας στον αέρα και έριξε μια κλωτσιά στο στήθος του αγοριού. Αλλά το αγόρι ήταν τόσο χοντρό που ήταν σαν να κλωτσούσε τον κορμό μιας βελανιδιάς. Το αγόρι έκανε πίσω μερικά εκατοστά, ενώ ο Θορ κοκάλωσε χωρίς να μπορεί να κάνει βήμα παρά πέρα αλλά το απότομο σταμάτημά του τον έκανε να πέσει κάτω, μπροστά στα πόδια του αγοριού.

Αυτός δεν είναι καλός οιωνός, σκέφτηκε ο Θορ, καθώς έπεσε στο έδαφος με γδούπο και με ένα δυνατό βόμβο στ’ αυτιά του.

Προσπάθησε να ξανασηκωθεί στα πόδια του, αλλά το αγόρι ήταν ήδη ένα βήμα μπροστά απ’ αυτόν. Έσκυψε και άρπαξε τον Θορ από την πλάτη και τον πέταξε μακριά με το πρόσωπο μέσα στο χώμα.

Ένα πλήθος από άλλα αγόρια γρήγορα μαζεύτηκαν σ’ ένα κύκλο γύρω τους και άρχισαν να φωνάζουν ενθαρρυντικά. Ο Θορ κοκκίνισε από ντροπή.

Γύρισε για να σηκωθεί, αλλά το αγόρι ήταν πολύ γρήγορο. Ήταν ήδη πάνω του και τον είχε καθηλώσει στο έδαφος. Και πριν ο Θορ το καταλάβει, όλο αυτό είχε γίνει ένας αγώνας πάλης με έναν αντίπαλο που το βάρος του ήταν τεράστιο.

Ο Θορ μπορούσε να ακούσει τις πνιχτές φωνές των άλλων νεοσύλλεκτων καθώς είχαν σχηματίσει ένα κύκλο γύρω τους και έβγαζαν κραυγές ανυπομονώντας να δουν αίμα.

Το πρόσωπο του αγοριού είχε αγριέψει πραγματικά και απλώνοντας τους αντίχειρές του τους κατεύθυνε προς τα μάτια του Θορ. Ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το αγόρι ήθελε πραγματικά να του κάνει κακό. Ήταν στ’ αλήθεια τόσο απελπισμένος για αναγνώριση;

Την τελευταία στιγμή, ο Θορ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και έτσι τα χέρια του αγοριού καρφώθηκαν με δύναμη στο χώμα. Ο Θορ άρπαξε την ευκαιρία, γύρισε το σώμα του στο πλάι και ξεφύγε από το πλάκωμα του σώματός του.

Ξανασηκώθηκε στα πόδια του και κοίταξε στα μάτια το αγόρι το οποίο είχε επίσης σηκωθεί. Αυτός επιτέθηκε ξανά, αυτή τη φορά στοχεύοντας το πρόσωπο του Θορ, αλλά ο Θορ έσκυψε την τελευταία στιγμή. Σκύβοντας, αισθάνθηκε την ορμή του αέρα από τη γροθιά του αγοριού που αστόχησε. Ο Θορ συνειδητοποίησε ότι αν αυτή η γροθιά τον είχε πετύχει, θα του είχε σπάσει τη σιαγόνα. Άπλωσε το χέρι του και έριξε μια μπουνιά στην κοιλιά του αγοριού, αλλά δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Ήταν σαν να χτυπούσε ένα δέντρο.

Πριν ο Θορ μπορέσει να αντιδράσει, το αγόρι τον χτύπησε στο πρόσωπο με τον αγκώνα του.

Ο Θορ έκανε δύο βήματα πίσω, παραπατώντας από το χτύπημα. Ήταν σαν να είχε δεχτεί χτύπημα από σφυρί, και τα αυτιά του βούιζαν.

Ενώ ο Θορ παραπατούσε, προσπαθώντας να πάρει μια ανάσα, το αγόρι έκανε άλλη μια επίθεση και τον κλώτσησε δυνατά στο στήθος. Ο Θορ πετάχτηκε στον αέρα και έπεσε στο έδαφος με την πλάτη. Τα άλλα αγόρια ξέσπασαν σε ζητωκραυγές.

Ο Θορ, ζαλισμένος, προσπάθησε να ανακαθίσει, αλλά το αγόρι, για άλλη μια φορά, κινήθηκε εναντίον του, τον ταρακούνησε και άρχισε να του ρίχνει γροθιές στο πρόσωπο μέχρι που τον πέταξε κάτω με την πλάτη κολλημένη στο έδαφος. Αυτή τη φορά ήταν κάτω για τα καλά.

Έμεινε ξαπλωμένος εκεί, ακούγοντας τις ζητωκραυγές των άλλων και νιώθοντας την αλμυρή γεύση του αίματος που έτρεχε από τη μύτη του και το τραύμα στο πρόσωπό του. Βογγούσε από τον πόνο. Σήκωσε τα μάτια του και είδε το τεράστιο αγόρι να αλλάζει κατεύθυνση και να προχωράει προς τους φίλους του, γιορτάζοντας ήδη τη νίκη του.

Ο Θορ ήθελε να καταθέσει τα όπλα. Το αγόρι ήταν τεράστιο, το να παλεύει μαζί του ήταν ανώφελο, και δεν άντεχε άλλο τον πόνο. Αλλά κάτι μέσα του τον έσπρωχνε. Δεν ήταν δυνατόν να χάσει. Όχι μπροστά σ’ όλον αυτόν τον κόσμο.

Μην τα παρατάς. Σήκω. Σήκω!

Ο Θορ κατάφερε να μαζέψει όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει. Με βογγητά κυλίστηκε με τα χέρια και τα γόνατα και μετά, σιγά σιγά, σηκώθηκε όρθιος. Αιμόφυρτος, με πρησμένα μάτια, χωρίς να μπορεί να δει καλά, και αναπνέοντας με δυσκολία ύψωσε τις γροθιές του.

«Θα έπρεπε να μείνεις στο έδαφος», τον απείλησε το αγόρι και άρχισε πάλι να προχωράει προς το μέρος του.

«ΑΡΚΕΤΑ!» ακούστηκε μια δυνατή φωνή. «Έλντεν, κάνε πίσω!»

Ένας ιππότης εμφανίστηκε ξαφνικά και μπήκε ανάμεσά τους, απλώνοντας την παλάμη του και εμποδίζοντας τον Έλντεν να πλησιάσει τον Θορ. Το πλήθος ησύχασε, καθώς όλοι κοίταζαν τον ιππότη. Ήταν φανερό ότι αυτός ήταν ένας άνθρωπος που απαιτούσε σεβασμό.

Η παρουσία του ιππότη έκανε τον Θορ να σηκώσει τα μάτια του και να τον κοιτάξει με δέος. Ήταν γύρω στα είκοσι, ψηλός, με φαρδείς ώμους, τετράγωνο σαγόνι και καστανά, περιποιημένα μαλλιά. Ο Θορ τον συμπάθησε αμέσως. Η πανοπλία του ήταν πρώτης κατηγορίας, αλυσόπλεκτη, φτιαγμένη από στιλβωμένο ασήμι και καλυμμένη με τα βασιλικά σήματα: το γεράκι που ήταν έμβλημα της οικογένειας ΜακΓκιλ. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.

«Για εξήγησέ μας, νεαρέ», είπε στον Θορ. «Γιατί όρμησες απρόσκλητος μέσα στην αρένα μας;»

Αλλά πριν μπορέσει ο Θορ να δώσει μια απάντηση, τα τρία μέλη της Βασιλικής φρουράς μπήκαν μέσα στον κύκλο που σχημάτιζαν οι νεοσύλλεκτοι. Ο επικεφαλής της φρουράς στάθηκε και ασθμαίνοντας έδειξε με το δάκτυλό του τον Θορ.

«Αυτός αψήφησε τις εντολές μας!» φώναξε ο φρουρός. «Θα τον αλυσοδέσω και θα τον πάω στα μπουντρούμια του Βασιλιά!»

«Δεν έκανα κάτι κακό!» διαμαρτυρήθηκε ο Θορ.

«Δεν το κατάλαβες;» φώναξε ο φρουρός. «Ότι μπήκες απρόσκλητος στην ιδιοκτησία του Βασιλιά;»

 

«Το μόνο που ήθελα ήταν μια ευκαιρία!» φώναξε ο Θορ. Μετά στράφηκε παρακλητικά προς τον ιππότη και μέλος της βασιλικής οικογένειας που ήταν μπροστά του. «Το μόνο που ήθελα ήταν μια ευκαιρία να γίνω μέλος της Λεγεώνας!» είπε.

«Αυτός ο χώρος εκπαίδευσης  είναι μόνο για όσους έχουν προσκληθεί», απάντησε μια άγρια, εχθρική φωνή.

Μετά μέσα στον κύκλο μπήκε ένας πολεμιστής. Ήταν ένας άντρας στα πενήντα του, με πλατύ στέρνο, κοντός και γεροδεμένος, με φαλακρό κεφάλι, κοντή γενειάδα και ένα σημάδι από τη μια ως την άλλη πλευρά της μύτης του. Φαινόταν ότι ήταν επαγγελματίας στρατιώτης όλη του τη ζωή – και από τα χαρακτηριστικά της πανοπλίας του, τη χρυσή καρφίτσα στο στήθος, ήταν φανερό πως ήταν ο αρχηγός. Η καρδιά του Θορ άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα όταν τον είδε: ένας στρατηγός.

«Δεν έχω προσκληθεί, ιππότη μου», είπε ο Θορ. «Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά είναι το όνειρο της ζωή μου να έλθω εδώ. Το μόνο που θέλω είναι μια ευκαιρία να σας δείξω τι μπορώ να κάνω. Είμαι το ίδιο καλός όπως και οι υπόλοιποι νεοσύλλεκτοι. Δώστε μου μόνο μια ευκαιρία να το αποδείξω. Σας παρακαλώ. Το να γίνω μέλος της Λεγεώνας είναι το ένα και μοναδικό όνειρο στη ζωή μου».

«Αυτό το πεδίο μάχης δεν είναι για ονειροπόλους, αγόρι μου», ήρθε η απάντηση με την άγρια φωνή του. «Είναι για μαχητές. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις στους κανόνες μας: οι νεοσύλλεκτοι επιλέγονται».

Ο στρατηγός έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του και ο φρουρός του Βασιλιά πλησίασε τον Θορ, κρατώντας τις αλυσίδες στα χέρια του.

Αλλά ξαφνικά, ο ιππότης που ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας, έκανε ένα βήμα μπροστά και απλώνοντας την παλάμη του, σταμάτησε τον φρουρό.

«Ίσως, σε μια τέτοια περίπτωση, να μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση», είπε.

Ο φρουρός τον κοίταξε με ταραχή. Ήταν σαφές ότι ήθελε να μιλήσει, αλλά έπρεπε να συγκρατήσει τη γλώσσα του λόγω της παρουσίας του μέλους της βασιλικής οικογένειας.

«Θαυμάζω το πνεύμα σου, παιδί μου», συνέχισε ο ιππότης. «Πριν σε διώξουμε, όμως, θα ήθελα να δω τι μπορείς να κάνεις».

«Αλλά, Κέντρικ, εμείς έχουμε του κανόνες μας—» είπε ο στρατηγός φανερά δυσαρεστημένος.

«Η βασιλική οικογένεια φτιάχνει τους κανόνες», απάντησε αυστηρά ο Κέντρικ, «και η Λεγεώνα λογοδοτεί στην βασιλική οικογένεια».

«Εμείς λογοδοτούμε στον πατέρα σας, τον Βασιλιά – όχι σε σας», αποκρίθηκε ο στρατηγός με εξ ίσου εριστικό τρόπο.

Υπήρχε μια αντιπαράθεση και η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη από την ένταση. Ο Θορ δεν μπορούσε να πιστέψει τι φωτιά είχε ανάψει.

«Γνωρίζω τον πατέρα μου, και ξέρω τι θέλει. Και εκείνος θα ήθελε να δώσει μια ευκαιρία σ’ αυτό το παιδί. Κι’ εμείς θα κάνουμε το ίδιο».

Μετά από μερικές στιγμές έντασης, ο στρατηγός υποχώρησε.

Ο Κέντρικ στράφηκε στον Θορ. Τα μάτια του κοίταξαν τα δικά του, καστανά και έντονα, το πρόσωπο ενός πρίγκιπα, αλλά κι’ ενός πολεμιστή.

«Θα σου δώσω μια ευκαιρία», είπε στον Θορ. «Για να δούμε, μπορείς να χτυπήσεις εκείνον τον στόχο;»

Του έδειξε μια στοίβα άχυρα στην άλλη άκρη του στρατοπέδου, με μια μικρή, κόκκινη κουκκίδα στο κέντρο της. Αρκετά δόρατα ήταν καρφωμένες μέσα στο άχυρο, αλλά κανένα μέσα στον κόκκινο στόχο.

«Αν μπορείς να κάνεις αυτό που κανένα άλλο αγόρι δεν μπορεί να κάνει – αν μπορείς να χτυπήσεις εκείνο το σημάδι από εδώ – τότε θα μπορέσεις να μπεις στη Λεγεώνα μας».

Ο ιππότης παραμέρισε και ο Θορ μπορούσε να νιώσει όλα τα μάτια στραμμένα επάνω του.

Εντόπισε μια μεταλλική βάση με δόρατα και τα κοίταξε προσεκτικά. Ήταν εξαιρετικής ποιότητας, η καλύτερη που είχε δει ποτέ, φτιαγμένα από συμπαγές ξύλο βελανιδιάς και περιτυλιγμένα από το καλύτερο δέρμα. Η καρδιά του χτυπούσε καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά, σκουπίζοντας το αίμα από τη μύτη του με το πίσω μέρος του χεριού του και νιώθοντας τόσο αμήχανος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Ήταν προφανές ότι του είχαν ζητήσει κάτι σχεδόν ακατόρθωτο. Αλλά έπρεπε να προσπαθήσει.

Ο Θορ άπλωσε το χέρι του και διάλεξε ένα δόρυ, ούτε πολύ μακρύ ούτε πολύ κοντό. Το ζύγισε στο χέρι του – ήταν βαρύ και σταθερό. Όχι σαν κι’ αυτά που χρησιμοποιούσε στο σπίτι του. Ένιωθε επίσης ότι αυτό ήταν το κατάλληλο. Και ίσως, απλά και μόνο «ίσως», να τα κατάφερνε να βρει το στόχο του. Στο κάτω-κάτω, το δυνατό του σημείο και η πιο ανεπτυγμένη του ικανότητα ήταν να ρίχνει το δόρυ ακριβώς όπως έριχνε πέτρες, και όλα αυτά τα χρόνια που περιφέρονταν στις ερημιές είχε την ευκαιρία να ρίξει σε άπειρους στόχους. Είχε την ικανότητα να χτυπάει στόχους που ούτε τα αδέλφια του μπορούσαν.

Ο Θορ έκλεισε τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Αν αστοχούσε, θα τον άρπαζαν οι φρουροί και θα τον έσερναν στη φυλακή – ενώ η ευκαιρία του να μπει στη Λεγεώνα θα είχε χαθεί για πάντα. Αυτή εδώ η στιγμή ήταν όλα όσα είχε ονειρευτεί.

Προσευχήθηκε στο Θεό με όλη του την ψυχή.

Χωρίς δισταγμό, ο Θορ άνοιξε τα μάτια του, έκανε δύο βήματα μπροστά, μετά έγειρε το σώμα του ελαφρά προς τα πίσω και έριξε το δόρυ με φόρα.

Με κομμένη την ανάσα το έβλεπε να κατευθύνεται προς το στόχο του.

Σε παρακαλώ, Θεέ μου, Σε παρακαλώ.

Μέσα στην απόλυτη σιωπή μπορούσε να ακούσει τον ήχο από το δόρυ που έσχιζε τον αέρα και ένιωθε εκατοντάδες μάτια να παρακολουθούν την πορεία του.

Μετά, χρόνος που του φάνηκε σαν αιωνιότητα, ακούστηκε ένας ήχος, ο αναμφισβήτητος ήχος ενός δόρατος που διαπερνάει το άχυρο. Ο Θορ δεν χρειάστηκε καν να κοιτάξει. Ήξερε, έτσι απλά το ήξερε, ότι ήταν η τέλεια βολή.  Ήταν η αίσθηση που είχε τη στιγμή που το δόρυ έφυγε από το χέρι του και η γωνία που είχε ο καρπός του χεριού του που του έλεγαν ότι η βολή θα ήταν επιτυχημένη.

Ο Θορ τόλμησε να κοιτάξει – και είδε με μεγάλη ανακούφιση, ότι είχε δίκιο. Το δόρυ είχε βρει το στόχο του στο κέντρο του κόκκινου σημαδιού – και ήταν το μοναδικό δόρυ σ’ αυτό το σημείο. Είχε καταφέρει αυτό που οι άλλοι νεοσύλλεκτοι δεν μπορούσαν να κάνουν.

Τον τύλιξε μια απόλυτη σιωπή καθώς ένιωθε ότι οι άλλοι νεοσύλλεκτοι – μαζί και οι ιππότες – τον κοίταζαν εμβρόντητοι.

Τελικά, ο Κέντρικ έκανε ένα βήμα μπροστά και με ικανοποίηση χτύπησε τον Θορ δυνατά στην πλάτη με την παλάμη του. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του.

«Είχα δίκιο», είπε. «Θα μείνεις!»

«Τι, άρχοντά μου!» κραύγασε ο φρουρός του Βασιλιά. «Δεν είναι δίκαιο! Αυτό το αγόρι έχει έρθει απρόσκλητο!»

«Ναι, αλλά χτύπησε το στόχο. Αυτή η πρόσκληση μου αρκεί».

«Είναι, όμως, πολύ πιο νέος και πιο μικρόσωμος από τους άλλους. Εδώ δεν είναι διμοιρία για νάνους», είπε ο στρατηγός.

«Προτιμώ ένα μικρόσωμο στρατιώτη που να μπορεί να χτυπήσει το στόχο από ένα μεγαλόσωμο κουτορνίθι που δεν μπορεί», απάντησε ο ιππότης.

«Απλά ήταν τυχερός!» φώναξε δυνατά το αγόρι που πριν λίγο πάλευε με τον Θορ. «Αν είχαμε και εμείς περισσότερες ευκαιρίες, θα χτυπούσαμε το στόχο!»

Ο ιππότης γύρισε και κοίταξε υποτιμητικά το αγόρι που φώναξε.

«Στ’ αλήθεια, θα τον χτύπαγες;» τον ρώτησε. «Να σε δω να το κάνεις τώρα; Και να στοιχηματίσουμε την παραμονή σου εδώ, ανάλογα με το αποτέλεσμα;»

Το αγόρι, σαστισμένο, κατέβασε το κεφάλι με ντροπή. Ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήθελε να αποδεχτεί μια τέτοια πρόκληση».

«Όμως, αυτό το αγόρι είναι ένας άγνωστος», διαμαρτυρήθηκε ο στρατηγός. «Δεν ξέρουμε καν από που κατάγεται».

« Κατάγεται από τα πεδινά», ακούστηκε μια φωνή.

Όλοι γύρισαν να δουν ποιος μίλησε, αλλά ο Θορ δεν χρειαζόταν να γυρίσει – είχε αναγνωρίσει τη φωνή. Ήταν η ίδια φωνή που τον βασάνιζε σ’ ολόκληρη την παιδική του ηλικία – η φωνή του μεγαλύτερου αδελφού του: του Ντρέικ.

Ο Ντρέικ βγήκε μπροστά, μαζί με τα άλλα δύο αδέλφια του, και αγριοκοίταξαν τον Θορ με αποδοκιμασία.

«Το όνομά του είναι Θόργκριν, από την γενιά των ΜακΛέοντ της Νοτίου Επαρχίας του Ανατολικού Βασιλείου. Είναι ο πιο μικρός από τέσσερα παιδιά. Όλοι εμείς είμαστε από την ίδια οικογένεια. Αυτός φροντίζει τα πρόβατα του πατέρα μας!»

Όλη η ομάδα των αγοριών, μαζί και οι ιππότες, ξέσπασαν όλοι σε δυνατά γέλια.

Ο Θορ ένιωσε το πρόσωπό του να γίνεται κατακόκκινο από ντροπή. Ήθελε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Ποτέ του δεν είχε νιώσει τέτοια ντροπή στη ζωή του. Έτσι, όμως, ήταν πάντα ο αδελφός του. Ήθελε να του καταστρέψει τη στιγμή της δόξας του και έκανε ότι μπορούσε για να τον ταπεινώσει.

«Ώστε φροντίζει πρόβατα;» επανέλαβε ο στρατηγός.

«Τότε οι εχθροί μας θα πρέπει να τον φοβούνται!» φώναξε ένα άλλο αγόρι.

Ακούστηκε άλλη μια ομοβροντία από γέλια, ενώ η ταπείνωση που ένιωσε ο Θορ έγινε ακόμα πιο μεγάλη.

«Αρκετά!» φώναξε ο Κέντρικ αυστηρά.

Σιγά σιγά, τα γέλια σταμάτησαν.

«Θα προτιμούσα να έχω έναν βοσκό που μπορεί να χτυπήσει ένα στόχο ανά πάσα στιγμή, παρά όλους εσάς που είστε καλοί στα γέλια, αλλά σχεδόν σε τίποτα άλλο», πρόσθεσε ο Κέντρικ.

Με αυτά τα λόγια έπεσε σιωπή και όλα τα αγόρια σταμάτησαν να γελάνε.

Ο Θορ ένιωσε απέραντη ευγνωμοσύνη για τον Κέντρικ. Έκανε μια υπόκλιση για να του το ανταποδώσει με όποιο τρόπο μπορούσε. Άσχετα απ’ ό,τι είχε συμβεί στον Θορ, αυτός ο άνθρωπος είχε, τουλάχιστον, αποκαταστήσει την τιμή του.

«Και εσύ, νεαρέ μου, δεν ξέρεις ότι δεν είναι σωστό για έναν πολεμιστή να αποκαλύπτει τα μυστικά των φίλων του – και πολύ περισσότερο της οικογένειάς του, του αίματός του;» ο ιππότης ρώτησε τον Ντρέικ.

Ο Ντρέικ χαμήλωσε τα μάτια του με μεγάλη αμηχανία. Ήταν μια από τις σπάνιες στιγμές που ο Θορ τον είχε δει να τον επαναφέρουν στην τάξη.

Ωστόσο, ο άλλος του αδελφός, ο Ντρος, έκανε ένα βήμα μπροστά και διαμαρτυρήθηκε: «Ο Θορ, όμως, δεν επιλέχτηκε. Εμείς επιλεχθήκαμε. Αυτός απλώς μας ακολούθησε ως εδώ».

«Δεν ακολούθησα εσάς», ο Θορ τον αντέκρουσε με δυνατή φωνή. «Έχω έρθει εδώ για τη Λεγεώνα. Όχι για εσάς».

«Δεν έχει σημασία γιατί έχει έρθει εδώ», είπε ο στρατηγός ενοχλημένος, κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Απλά, σπαταλάει το χρόνο μας. Ναι, ήταν μια καλή βολή με το δόρυ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να μπει στην ομάδα μας. Δεν διαθέτει ιππότη για να γίνει ανάδοχός του, αλλά ούτε και ακόλουθο που να θέλει να συνεργαστεί μαζί του».

«Εγώ θα τον κάνω συνακόλουθό μου», ακούστηκε μια φωνή.

Ο Θορ γύρισε, όπως και οι υπόλοιποι. Προς έκπληξή του, είδε ένα αγόρι της ηλικίας του που στεκόταν λίγο πιο πέρα. Το αγόρι του έμοιαζε πολύ, εκτός από τα ξανθά του μαλλιά και τα λαμπερά πράσινα μάτια του. Φορούσε μια υπέροχη βασιλική πανοπλία: αλυσόπλεκτη και γεμάτη από βαθυκόκκινα και μαύρα διακριτικά – ήταν άλλο ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας.

«Αδύνατον», είπε ο στρατηγός. «Η βασιλική οικογένεια δεν συνεργάζεται με κοινούς θνητούς».

«Θα κάνω ότι θέλω», το αγόρι αποκρίθηκε αμέσως. «Και λέω πως ο Θόργκριν θα γίνει δικός μου συνακόλουθος».

«Ακόμη κι’ αν αυτό το εγκρίνουμε», είπε ο στρατηγός, «δεν βοηθάει σε τίποτα. Αφού δεν έχει ιππότη για να γίνει ανάδοχός του».

«Εγώ θα γίνω ανάδοχός του», ακούστηκε μια φωνή.

Όλοι στράφηκαν προς την άλλη πλευρά αφήνοντας ένα πνιχτό επιφώνημα έκπληξης.

Ο Θορ γύρισε και είδε έναν ιππότη ανεβασμένο σε ένα άλογο, που φορούσε  μια όμορφη, αστραφτερή πανοπλία και είχε κάθε είδους όπλο στη ζώνη του. Έλαμπε κυριολεκτικά και ο Θορ θαμπώθηκε – ήταν σαν να κοίταζε τον ήλιο. Από το ύφος του και το παράστημά του, αλλά και από τα διακριτικά στην περικεφαλαία του, ο Θορ μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν διαφορετικός από τους άλλους. Ήταν ένας από τους κορυφαίους.

Ο Θορ τον αναγνώρισε. Είχε δει ζωγραφιές να τον απεικονίζουν και είχε διαβάσει για τα θρυλικά κατορθώματά του. Ήταν ο Έρεκ. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν ο σπουδαιότερος ιππότης του Δαχτυλιδιού.

«Αλλά, άρχοντά μου, εσείς είστε ήδη ανάδοχος κάποιου άλλου», διαμαρτυρήθηκε ο στρατηγός.

«Τότε θα είμαι ανάδοχος για δύο», απάντησε ο Έρεκ, με βαθιά, γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή.

Όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί βουβάθηκαν από έκπληξη.

«Επομένως, δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε», είπε ο Κέντρικ. «Ο Θόργκριν έχει ανάδοχο και έχει γίνει δεκτός ως συνακόλουθος. Το ζήτημα κανονίστηκε. Είναι τώρα μέλος της Λεγεώνας».

«Έχετε, όμως, ξεχάσει εμένα!» φώναξε δυνατά ο φρουρός του Βασιλιά κάνοντας δύο βήματα μπροστά.

«Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν δικαιολογεί το γεγονός ότι αυτό το αγόρι χτύπησε ένα μέλος της Βασιλικής φρουράς, και πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτό. Πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη!»

«Θα αποδοθεί δικαιοσύνη». Η φωνή του Κέντρικ θα μπορούσε να σπάσει ακόμα και ατσάλι. «Αλλά αυτό είναι στη δική μου διακριτική ευχέρεια. Όχι στη δική σου».

«Όμως, άρχοντά μου, πρέπει να τον δέσουμε στο κούτσουρο βασανισμού – στην ποδοκάκη.  Πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά».

«Αν συνεχίσεις να μιλάς, τότε εσύ θα είσαι εκείνος που θα μπει στην ποδοκάκη», είπε ο Κέντρικ στον φρουρό, αγριοκοιτάζοντάς τον.

Τελικά, ο φρουρός υποχώρησε. Με αργό βήμα απομακρύνθηκε απρόθυμα. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και φεύγοντας έριξε μια άγρια ματιά στον Θορ.

 

«Επομένως, είναι επίσημο» ο Κέντρικ ανακοίνωσε με δυνατή φωνή. «Θόργκριν, καλωσόρισες στην Λεγεώνα του Βασιλιά!»

Το πλήθος των ιπποτών και των αγοριών ζητωκραύγασαν δυνατά και μετά απομακρύνθηκαν για να γυρίσουν πίσω στα αγωνίσματά τους.

Ο Θορ ήταν τόσο σοκαρισμένος που είχε μουδιάσει ολόκληρος. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν τώρα μέλος της Λεγεώνας του Βασιλιά. Ήταν σαν όνειρο.

Ο Θορ στράφηκε προς τον Κέντρικ – η ευγνωμοσύνη του γι’ αυτόν δεν μπορούσε να εκφραστεί με λόγια. Ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει κάποιος στη ζωή του που να νοιάστηκε γι’ αυτόν. Κάποιος, που χωρίς να σκεφτεί τον εαυτό του, έκανε ότι μπορούσε για να τον προστατέψει. Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα. Αισθάνονταν ήδη πολύ πιο κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο απ’ ό,τι στον ίδιο του τον πατέρα.

«Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω», είπε ο Θορ. «Σας είμαι βαθιά ευγνώμων».

Ο Κέντρικ τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Το όνομά μου είναι Κέντρικ. Σιγά σιγά θα το μάθεις καλά. Είμαι ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά. Θαυμάζω το θάρρος σου. Θα γίνεις εξαιρετικό μέλος της ομάδας των νεοσύλλεκτων».

Ο Κέντρικ έκανε στροφή και απομακρύνθηκε. Αμέσως μετά, ο Έλντεν, το μεγαλόσωμο αγόρι που είχε παλέψει πιο πριν με τον Θορ, τον πλησίασε.

«Να προσέχεις τα νώτα σου», είπε το αγόρι. «Κοιμόμαστε στον ίδιο στρατώνα, ξέρεις. Και ούτε για μια στιγμή μην πιστέψεις ότι είσαι ασφαλής».

Το αγόρι γύρισε και έφυγε σαν σίφουνας πριν ο Θορ προλάβει να απαντήσει. Είχε ήδη κάνει έναν εχθρό.

Άρχισε να αναρωτιέται τι του επιφύλασσε το μέλλον εδώ, όταν ο μικρότερος γιος του Βασιλιά έτρεξε προς το μέρος του.

«Μην σε νοιάζει», είπε στον Θορ. «Αυτός πάντα προκαλεί καβγάδες. Εγώ είμαι ο Ρις».

«Σ’ ευχαριστώ», είπε ο Θορ, απλώνοντας το χέρι του «που με διάλεξες ως συνακόλουθο. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς την βοήθειά σου».

«Χαίρομαι να βοηθάω οποιονδήποτε δείχνει το ανάστημά του σ’ αυτόν τον άξεστο», είπε χαρούμενα ο Ρις. «Αγωνίστηκες εξαιρετικά».

«Αστειεύεσαι;» ρώτησε ο Θορ, σκουπίζοντας το ξεραμένο αίμα από το πρόσωπό του και έπιασε την πληγή του που είχε πρηστεί. «Με σκότωσε».

«Όμως δεν κατέθεσες τα όπλα», είπε ο Ρις. «Εντυπωσιακό. Οποιοσδήποτε άλλος από εμάς θα είχε μείνει ξερός στο έδαφος. Και μετά έριξες μια απίστευτη βολή με το δόρυ. Πώς έμαθες να ρίχνεις τέτοιες βολές; Θα είμαστε συμπολεμιστές σε όλη μας τη ζωή!» Κοίταξε τον Θορ με νόημα καθώς του έσφιγγε το χέρι. «Και φίλοι, επίσης. Το διαισθάνομαι».

Καθώς ο Θορ έσφιγγε το χέρι του, αισθανόταν ότι είχε πράγματι αποκτήσει ένα φίλο για όλη του τη ζωή.

Ξαφνικά, ένιωσε ένα σκούντημα στο πλευρό του.

Γύρισε και είδε ένα μεγαλύτερο αγόρι να στέκεται δίπλα του. Είχε μακρόστενο πρόσωπο και το δέρμα του ήταν γεμάτο σημάδια – σαν βλογιοκομμένο.

«Είμαι ο Φέιθγκολντ. Ο ακόλουθος του Έρεκ. Εσύ είσαι τώρα ο δεύτερος ακόλουθός του. Αυτό σημαίνει ότι λογοδοτείς σε εμένα. Και έχουμε αγώνες σε λίγα λεπτά. Θα συνεχίσεις να στέκεσαι εδώ, τώρα που έγινες ακόλουθος στον πιο δημοφιλή ιππότη του βασιλείου; Ακολούθησέ με, γρήγορα!»

Ο Ρις είχε ήδη απομακρυνθεί. Ο Θορ γύρισε και ακολούθησε βιαστικά τον ακόλουθο που έτρεχε διασχίζοντας το στρατόπεδο. Δεν είχε ιδέα που πήγαιναν – αλλά δεν τον ένοιαζε. Μέσα του τραγουδούσε.

Τα είχε καταφέρει.