Tasuta

Μενέξενоς

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

ΠΛΑΤΩΝΟΣ

ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ
(ή επιτάφιος· ηθικός)

Σωκράτης

Από την αγοράν έρχεσαι, Μενέξενε, ή από πού αλλού;

Μενέξενος

Από την αγοράν, Σωκράτη, και μάλιστα από το βουλευτήριον.

Σωκράτης

Και τι σχέσιν εσύ έχεις με το βουλευτήριον; ή μήπως κρίνεις ότι ετελειοποιήθης πλέον εις την μόρφωσιν και εις την φιλοσοφίαν και ωσάν ικανός πλέον σκέπτεσαι να ασχοληθής με μεγαλύτερα και να γίνης άρχων, ω θαυμαστέ μου, ημών των γεροντοτέρων, εις τοιαύτην ηλικίαν ευρισκόμενος συ, διά να μη παύση δίνοντάς μας η οικογένειά σου πάντοτε κανένα κυβερνήτην;

Μενέξενος

Αν συ μου το επιτρέπης, Σωκράτη, και αν είναι της γνώμης σου να γίνω άρχων, θα επιδιώξω πρόθυμα τούτο· ειδ' αλλέως όχι. Και όσο για τώρα επήγα εις το βουλευτήριον μαθόντας πως η βουλή πρόκειται να εκλέξη ποιος θα κάμη λόγον εις τους αποθανόντας· διότι το γνωρίζεις βέβαια ότι πρόκειται να τους κάμουν επίσημον ενταφιασμόν.

Σωκράτης

Βεβαιότατα [το ξέρω]· αλλά ποιον εξέλεξαν;

Μενέξενος

Κανένα· αλλ' έκαμαν αναβολήν δι' αύριον· θαρρώ όμως πως τον Αρχίνον ή τον Δίωνα θα εκλέξουν.

Σωκράτης

Ώστε που καταντά, Μενέξενε, να είναι διά πολλούς λόγους ωραίον πράγμα το να πεθαίνη κανείς στον πόλεμο. Διότι και κηδείαν ωραίαν μεγαλοπρεπή έτσι πετυχαίνει, ακόμη κι' όταν πεθάνη όντας πτωχός, και στον ίδιο καιρό ακόμη, κι' αν ήτο τιποτένιος, λαβαίνει έπαινο από άνδρας που είναι σοφοί και που δεν επαινούν έτσι πρόχειρα, αλλά με λόγους συνταγμένους με χρονοτριβήν και που τόσον ώμορφα διατυπώνουν τους επαίνους αυτοί, ώστε και τα υπάρχοντα και τα μη υπάρχοντα (καλά) λέγοντες για τον καθένα και κάπως με ωραιότατες λέξεις στολίζοντάς τα μας γοητεύουν τας ψυχάς, και για την πόλιν κάνοντας εγκώμια με όλους τους τρόπους κ' εκείνους που έχουν πέσει στον πόλεμο επαινούντες και τους προγόνους μας όλους όσοι προϋπήρξαν κ' ακόμα εμάς τους ιδίους τους ζωντανούς. Ώστε εγώ τουλάχιστον, ω Μενέξενε, λαβαίνω μεγάλην ιδέαν για τον εαυτό μου σαν επαινούμαι απ' αυτούς και κάθε φορά [που μιλούν] στέκομ' έτσι ακούοντάς τους κ' ευχαριστούμενος, θαρρώντας πως μονομιάς έχω γίνει μεγαλύτερος και γενναιότερος και ωμορφότερος. Και σαν που της περσότερες φορές πάντα βρίσκονται να μ' ακολουθούν μερικοί ξένοι κι' ακούουν μαζί μου, σ' αυτούς δα πιο αξιόπρεπος έτσι πρόχειρα φανερώνομαι· γιατί κι' όλα παθαίνουν μου φαίνεται κ' εκείνοι τα ίδια και σχετικώς μ' εμέ και σχετικώς με όλη την άλλη πόλιν, νομίζοντάς την πλέον αξιοθαύμαστη παρ' ό,τι πριν την ενόμιζαν, αποκτώντας την τέτοια γνώμη από εκείνον που ομιλεί. Και σε μένα η αξιοπρέπεια αυτή βαστά κάτι παραπάνω από τρεις μέρες. Έτσι ζωντανά και τα λόγια και η απαγγελία απ' αυτόν που τα λέγει μπαίνει μέσα στ' αυτιά μου, ώστε μόλις στην τετάρτην ή την πέμπτη ημέρα ξαναθυμάμαι τον εαυτόν μου και ανανοιόνω σε ποιον τόπο της γης βρίσκομαι, γιατί ως την ώρα εκείνη μόνο που εις τα νησιά των μακάρων δεν λέω να βρίσκωμαι· τόσον άξιοι μάς είναι οι ρήτορές μας.

Μενέξενος

Πάντα εσύ, Σωκράτη, περιγελάς τους ρήτορας. Όσο για τώρα όμως εγώ θαρρώ πως εκείνος που θα εκλεχθή δεν θα καλοπεράση και πολύ· γιατί όλως διόλου πρόχειρα θα έχη γίνει η εκλογή, ώστε ίσως βρεθή στην ανάγκη όποιος θα κάμη το λόγο να μιλήση αυτοσχεδιάζοντας σχεδόν [την ώρα που μιλεί).

Σωκράτης

Από πού [το συμπέρασμα], λαμπρέ μου άνθρωπε; Είναι τους για καθέν απ' αυτά τα πράγματα λόγοι έτοιμοι πρωτύτερα· και συνάμα ουδ' είναι δύσκολο να μιλά κανείς πρόχειρα για τα τέτοια τουλάχιστον πράγματα, Γιατί, αν ήταν ανάγκη να επαινεθούν οι Αθηναίοι μπροστά σε Πελοποννησίους ή μπροστά στους Αθηναίους (να επαινεθούν) οι Πελοποννήσιοι, θα εχρειαζότουν να είναι καλός ρήτορας ένας για να τους πείση και να κάμη καλήν εντύπωσιν. Αλλ' όταν κανείς αγωνίζεται (ομιλή) ανάμεσα σ' εκείνους που ακριβώς αυτούς τους ίδιους επαινεί, τότε δεν είναι, θαρρώ, μεγάλο κατόρθωμα το να μιλήση καλά.

Μενέξενος

Δεν το θαρρείς [μεγάλο], Σωκράτη;

Σωκράτης

Όχι δα, μα τον Δία.

Μενέξενος

Θαρρείς λοιπόν πως θα ήσουν και συ άξιος να κάμης τον λόγο, αν ήτον ανάγκη, και σε είχε τυχόν εκλέξει η βουλή.

Σωκράτης

Και ως προς εμέ λοιπόν, Μενέξενε, δεν θα ήτον αξιοθαύμαστον αν θα ήμουν ικανός να μιλήσω, που έτυχε να είναι διδάσκαλός μου εις την ρητορικήν όχι καμμία ανίκανη, αλλά η γυναίκα εκείνη που και άλλους έχει φτιάσει πολλούς και καλούς ρήτορας, ένα δε μάλιστα υπέροχον μεταξύ των Ελλήνων, τον Περικλέα, τον υιόν του Ξανθίππου.

Ποιά είν' αυτή; Μήπως, βέβαια, για την Ασπασία θέλεις να πης;

Σωκράτης

Γι' αυτήν βέβαια θέλω να πω και μαζί μ' αυτήν για τον Κόνον, τον υιόν του Μητροβίου, διότι οι δύο τους είναι διδάσκαλοί μου, αυτός μεν της μουσικής, εκείνη δε της ρητορικής· λοιπόν ο έτσι μορφωμένος δεν είναι άξιον απορίας αν έχει ικανότητα εις την ρητορείαν. Αλλά και όποιος τυχόν εσπούδασε χειρότερά μου, την μουσικήν έχοντας διδαχθή από τον Λάμπρον, την δε ρητορικήν από τον Αντιφώντα τον Ραμνούσιον, κι' αυτός ακόμη θα ήτον ικανός τους Αθηναίους επαινώντας μπρος στους Αθηναίους να κάμη καλήν εντύπωσιν.

Μενέξενος

Και τι λοιπόν θα μπορούσες να πης, αν τυχόν ήτον ανάγκη να κάμης εσύ τον λόγον;

Σωκράτης

Εγώ μεν ο ίδιος από δικά μου ίσως τίποτε, την Ασπασίαν όμως και χθες ακόμη την ήκουσα που έκαμνε το τέλος ενός επιταφίου λόγου γι' αυτά ακριβώς τα [σημερνά] πράγματα. Διότι έμαθε αυτά που λες και συ, ότι επρόκειτο οι Αθηναίοι να εκλέξουν ένα για ν' απαγγείλη επιτάφιον· έπειτα άλλα μεν μέρη [του λόγου) απροπαρασκεύαστα μου απήγγειλε, τι δηλαδή θα εχρειάζετο να ειπωθούν, άλλα δε έχοντάς τα ετοιμάσει από πρώτα, όταν, όπως θαρρώ, εσύνθετε τον επιτάφιον λόγον, τον οποίον είπεν ο Περικλής, συγκολλώντας [αυτή τώρα] απομεινάρια από τον λόγον εκείνον.

Μενέξενος

Και θα μπορούσες να διατηρήσης εις την μνήμην σου αυτά που έλεγεν η Ασπασία;

Σωκράτης

Θα μου ήταν άδικο να μη τα ενθυμούμαι· διότι τα εμάνθανα δα απ' αυτήν και λίγο έλειψε να τιμωρηθώ με ξύλο, διότι ελησμονούσα.

Μενέξενος

Γιατί λοιπόν δεν μου τα απήγγειλες;

Σωκράτης

Αλλά διά να μη τυχόν δυσαρεστηθή η διδασκάλισσά μου, εάν εγώ απαγγείλω τον λόγον της.

Μενέξενος

Αυτό δα ολότελα δεν θα συνέβαινεν. Αλλά συ απάγγειλέ μου και θα μου κάμης μεγάλην ευχαρίστησιν, είτε της Ασπασίας θέλεις ν' απαγγείλης τον λόγον είτε οποιουδήποτε άλλου. Φθάνει μόνον ν' απαγγείλης.

Σωκράτης

Ίσως όμως με περιπαίξης όταν σου φανώ να παίζω έτσι ακόμη ενώ είμαι γέρος.

Μενέξενος

Καθόλου, Σωκράτη. Αλλ' απάγγειλέ τα με οποιονδήποτε τρόπον.

Σωκράτης

Ας είναι λοιπόν. Πρέπει να σου γίνεται χάρις εσένα· έτσι που λίγο λείπει, αν με παρακαλούσες να γυμνωθώ και να χορέψω, θα σου έκανα κι' αυτό το χατήρι σαν που μάλιστα είμεθα μόνοι. Άκουε τώρα όμως. Απήγγελλε λοιπόν, όπως θαρρώ, αρχίζοντας να μιλή πρώτα για τους ίδιους τους πεθαμμένους αυτά περίπου.

Δι' έργου (εμπράκτως) μεν έχουν αυτοί εδώ τα πρέποντα εις αυτούς, που λαβόντας τα τραβάν τον πεπρωμένο δρόμο, αφού κατευωδόθησαν γενικώς από την πόλιν, ιδιαιτέρως δε από τους συγγενείς των. Διά λόγου δε απομένει να συμπληρωθή η τελετή προς τιμήν αυτών, που και ο νόμος προστάζει το (να γίνεται) και πρέπον είναι (να γίνεται). Διά των έργων, που καλώς επράχθησαν, διατηρείται η ενθύμησίς των εις τους ακούσαντας και στολισμός όμως εκείνων που τα έργα έπραξαν γίνεται από λόγον καλά ειπωμένον. Αλλά χρειάζεται ένας τέτοιος λόγος οπού τους μεν αποθαμμένους πρεπούμενα να επαινέση, τους δε ζωντανούς καλόγνωμα να παραινέση, παρακινώντας μεν τους απογόνους και τους αδελφούς των αποθαμμένων να μιμηθούν την ανδρείαν αυτών, παρηγορώντας δε τους πατέρας και τας μητέρας και τους άλλους τυχόν προγόνους των, αυτούς που ακόμη ζουν. Ποιoς λοιπόν λόγος θα ηδύνατο να μας φανή τέτοιος; Ή από πού θ' αρχίζαμε σωστά να επαινούμε άνδρας αγαθούς, οι οποίοι και ζώντες επροξενούσαν χαράν εις τους δικούς των εξ αιτίας της αρετής των και τον θάνατον εδέχθησαν να υποστούν προτιμώντες αυτόν παρά την σωτηρίαν της ζωής των. Κρίνω εγώ πως σύμφωνα με την φύσιν πρέπει όπως πρώτα υπήρξαν αγαθοί, έτσι με την σειράν και να κάμωμεν τον έπαινό τους. Υπήρξαν δε αγαθοί, διότι εγεννήθηκαν από αγαθούς. Πρώτα λοιπόν την καλή γενιά των πρέπει να εγκωμιάζωμεν και δεύτερον την ανατροφήν και την εκπαίδευσίν των. Ύστερα δε σ' αυτά επάνω πρέπει να επιδείξωμεν διά τα έργα των πως τα έπραξαν ωραία και άξια με [τα προσόντα των] εκείνα.

Και πρώτ' απ' όλα η ευγένεια εις αυτούς υπήρξεν απ' αυτήν την γένεσιν των προγόνων των, οι οποίοι δεν είχαν ξένην καταγωγήν, από ανθρώπους δηλαδή που οι απόγονοί των να είχαν έλθει απ' αλλού και εγκατασταθή εις την χώραν, αλλ' από ανθρώπους που ήσαν αυτόχθονες και πραγματικά εκατοίκησαν και έζησαν εις την πατρίδα των και που τους ανάστησεν όχι μητρυιά όπως άλλους, αλλά μητέρα χώρα, αυτή [εδώ] δηλαδή που εκατοικούσαν και τώρα [όντας έτσι ευγενείς] αναπαύονται αποθαμμένοι σε τόπους δικούς των της χώρας αυτής που τους ανέθρεψε και τους εγέννησε και τους εδέχθη. Γι' αυτό κ' είναι δικαιότατον να στολίσωμε πρώτα μ' επαίνους αυτήν την μητέρα τους γην διότι έτσι κι' όλα στολίζεται σύγκαιρα με επαίνους και η ευγένεια τούτων εδώ.

Και το αξίζει η χώρα να επαινήται απ' όλους τους ανθρώπους, όχι μόνον από μας, για πολλούς μεν και άλλους λόγους, κυρίως δε και μάλιστα, διότι έχει την αγάπην των θεών. Κ' είναι του λόγου μας αυτού απόδειξις η φιλονικία και η κρίσις των θεών που ευρέθηκαν εις διαφοράς αναμεταξύ των χάριν αυτής. Εκείνη δε η χώρα, που οι θεοί την επαίνεσαν, πώς δεν θα είχε δικαίωμα να έχη έπαινον απ' όλους πέρα-πέρα τους ανθρώπους; Δεύτερος δε δικός της έπαινος δίκαιος θα ήτον το ότι εκείνο τον καιρό που όλ' η γη έβγανε κ' εγεννούσε κάθε λογής άγρια ζώα είτε θεριά είτε βοσκούμενα, τον ίδιο καιρό τότε η δική μας χώρα εφανερώθη μη γεννώντας μηδ' έχοντας άγρια θηρία, ενώ απ' εναντίας εδιάλεξεν από τα ζώα κ' εγέννησε τον άνθρωπον, που αυτός και στο νουν υπερέχει και μόνος έχει γνώσιν του δικαίου και των θεών. Μεγάλη δε απόδειξις αυτού μου του λόγου, ότι δηλαδή αυτή εδώ η γη εγέννησε τους προγόνους τούτων και τους ιδικούς μας [είναι το εξής]: Κάθε ον που γεννά έχει μέσα του την τροφήν, την κατάλληλον να θρέψη τη γέννα του· κατ' αυτόν τον τρόπον γίνεται φανερή μία γυναίκα αν εγέννησε αληθινά ή όχι και εξελέγχεται, εάν δεν έχη εις τον εαυτόν της πηγές (μαστούς) τροφής διά το νεογέννητον. Από τούτο λοιπόν ακριβώς και η δική μας γη και μητέρα παρέχει αρκετήν απόδειξιν του ότι εγέννησεν ανθρώπους· διότι μόνη αυτή τον καιρό εκείνο και πρώτη έβγαλε τροφήν δι' ανθρώπους, καρπόν δηλαδή του σταριού και του κριθαριού, με τον οποίον ωραιότατα και τελειότατα τρέφεται το ανθρώπινον γένος, που έχει να 'πή ότι πράγματι τούτο το ζώον αυτή το εγέννησε. Πιο πολύ δε διά την γην παρά διά την γυναίκα είναι σωστό να δεχώμεθα τοιαύτας αποδείξεις· διότι η γη δεν έχει μιμηθή την γυναίκα στην εγκυμοσύνη και στην γέννα, αλλά η γυναίκα έχει μιμηθή την γην. Αυτόν δε τον καρπόν [του σταριού και του κριθαριού] δεν τον εκράτησε ζηλότυπα διά τον εαυτόν της, αλλά εμοίρασε και εις τους άλλους. Και ύστερα δε απ' αυτό την παραγωγήν του λαδιού, για ανακούφισι των κόπων, την έδωκεν εις τους απογόνους [των πρώτων ανθρώπων]· σαν δε τους έθρεψε και τους εμεγάλωσε ως την εφηβικήν ηλικία, άρχοντας και διδασκάλους γι' αυτούς έφερε θεούς, των οποίων τα ονόματα σωστό είναι εδώ δα να τα παραλείψωμε, γιατί τα ξέρουμε· οι οποίοι όμως ετακτοποίησαν έτσι τη ζωή μας, ώστε να είναι επιδεξία για την καθημερινή συντήρησί μας, με το να διδάξουν πρώτους εμάς της τέχνες, μαθαίνοντές μας σύγκαιρα πώς ν' αποκτήσωμε και πώς να μεταχειριζώμεθα όπλα, διά να φυλάττωμε την χώραν μας.