Tasuta

Πολιτεία, Τόμος 4

Tekst
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

– Λοιπόν, υπό τοιαύτας συνθήκας, όταν τύχη και ευρεθούν μαζί άρχοντες και υπήκοοι, είτε εις καμμίαν πορείαν, ή αποστολήν, ή εκστρατείαν κατά ξηράν ή θάλασσαν ως συστρατιώται ή συμπλωτήρες, ή εις οιανδήποτε άλλην περίστασιν και γνωρισθούν καλά μεταξύ των εις τους κινδύνους, βέβαια δεν θα έχουν λόγον οι πλούσιοι να περιφρονούν τους πτωχούς· αλλ' απεναντίας, όταν ένας πτωχός, ξερακιανός και ηλιοκαμμένος, τύχη να έχη παραστάτην εις τον πόλεμον κανένα πλούσιον, που δεν τον είδε ποτέ ο ήλιος και γεμάτον περιττά κρέατα και πάχη, και τον ιδή να λαχανιάζη και να μην ηξεύρη πώς να εξοικονομήση τον εαυτόν του, δεν νομίζεις πως θα σκεφθή αμέσως, ότι από την ιδικήν των την ανανδρίαν είναι πλούσιοι οι τοιούτοι, και δεν θα λέγουν ο ένας του άλλου, όταν συναντώνται ιδιαιτέρως, ότι «οι άνθρωποί μας δεν αξίζουν τίποτε»; – Πολύ καλά το γνωρίζω, ότι αυτό πράγματι γίνεται.

– Λοιπόν, όπως ένα σώμα ασθενικόν δεν χρειάζεται παρά την ελαχίστην αφορμήν απέξω διά να πέση κάτω, ενίοτε δε υφίσταται γενικήν διατάραξιν και χωρίς καμμίαν εξωτερικήν αιτίαν, το ίδιον και μία πολιτεία, ευρισκομένη εις την αυτήν κατάστασιν, αρκεί μικρά αφορμή, διά να αναστατωθή και παραδοθή εις τον εμφύλιον πόλεμον, όταν ή οι πτωχοί επικαλεσθούν την βοήθειαν μιας δημοκρατουμένης πόλεως, ή οι πλούσιοι ολιγαρχουμένης, ενίοτε δε και χωρίς να γίνη και αυτό. – Πολύ σωστά. – Και το πολίτευμα μεταβάλλεται εις δημοκρατικόν, όταν, μου φαίνεται, υπερισχύσουν οι πτωχοί και άλλους μεν φονεύσουν, άλλους δε εξορίσουν, και μοιράσουν με τους λοιπούς εξ ίσου τας αρχάς και τα αξιώματα της πολιτείας [εκλεγομένων ως επί το πλείστον των αρχόντων διά του κλήρου]. – Κατ' αυτόν πράγματι τον τρόπον γίνεται η σύστασις της δημοκρατίας, είτε αν νικήσουν διά των όπλων οι πτωχοί, είτε αν οι πλούσιοι από φόβον αποφασίσουν να αποχωρήσουν μόνοι των εκ της πόλεως.

– Ποίος λοιπόν θα είναι τώρα ο τρόπος της διοικήσεως, και ποία τα ήθη της πολιτείας ταύτης; διότι είναι φανερόν ότι εξ αυτής της εξετάσεως θα ευρεθή τοιούτος και ο δημοκρατικός άνθρωπος. – Βεβαίως – Λοιπόν εν πρώτοις όλοι των είναι ελεύθεροι, και επικρατεί εις την πολιτείαν πλήρης ελευθερία και παρρησία και εξουσία να κάμνη ο καθένας ό,τι θέλει. – Αυτό τουλάχιστον λέγεται. – Όπου όμως υπάρχει αυτή η εξουσία, είναι φανερόν ότι έκαστος πολίτης θα διαθέτη και θα κανονίζη τον βίον του κατ' αρέσκειαν. – Μάλιστα, φανερόν. – Επομένως θα υπάρχη εις αυτήν την πολιτείαν μεγίστη ποικιλία ανθρωπίνων τύπων και χαρακτήρων. – Και πώς όχι; – Μα την αλήθειαν κινδυνεύει να θεωρηθή η ωραιοτέρα από όλας τας πολιτείας αυτή, καθώς φόρεμα κεντημένον με πολυποίκιλα άνθη, τοιουτοτρόπως στολισμένη και αυτή με παντοειδή ήθη και χαρακτήρας· και δι' αυτό ίσως, όπως τα παιδιά και αι γυναίκες θαυμάζουν την ποικιλίαν του στολισμού, να κρίνουν και οι πολλοί ωραιοτέραν αυτήν την πολιτείαν. – Δεν δυσκολεύομαι να το πιστεύσω. – Και εις αυτήν την πολιτείαν είναι που ημπορεί κανείς να έλθη να διαλέξη το είδος του πολιτεύματος που του έρχεται εις τον λογαριασμόν. – Πώς αυτό; – Διότι περικλείει όλα τα είδη των πολιτευμάτων, χάρις εις την εξουσίαν που έχει ο καθένας να ζη όπως θέλει· και φαίνεται, πως αν ήθελε κανείς να χαράξη το σχέδιον μιας πολιτείας, όπως δα εκάμναμεν και ημείς τώρα, δεν θα έχη ανάγκην παρά να μεταβή εις μίαν δημοκρατουμένην πάλιν, όπως πηγαίνει κανείς εις την αγοράν ή εις το παντοπωλείον, και να διαλέξη το είδος της αρεσκείας του, σύμφωνα με το οποίον να εκτελέση το σχέδιόν του. – Ίσως πράγματι δεν θα του λείψουν πρότυπα.

– Δεν φαίνεται δε θαυμασία εκ πρώτης όψεως και πολύ χαριτωμένη η τοιαύτη διευθέτησις των πραγμάτων, ώστε να μην έχης την υποχρέωσιν να αναλαμβάνης καμμίαν δημοσίαν λειτουργίαν, όσην και αν έχης ικανότητα προς τούτο, ούτε πάλιν να υπόκεισαι εις καμμίαν εξουσίαν, εάν δεν θέλης, ούτε να πηγαίνης εις τον πόλεμον, ενώ οι άλλοι πηγαίνουν, ούτε να έχης ειρήνην, όταν έχουν οι άλλοι, εάν δεν το επιθυμής εσύ, ή, εάν κανείς νόμος σου αποκλείη το δικαίωμα να γίνης άρχων και δικαστής, εσύ μολαταύτα να γίνεσαι, εάν σου κατέβη εις το κεφάλι; – Ίσως πράγματι εκ πρώτης όψεως. – Έπειτα, τι σου λέγει εκείνη ενίοτε η επιείκεια προς τους καταδικασμένους; ή δεν έτυχε ποτέ να ιδής εις τοιαύτην πολιτείαν ανθρώπους καταδικασθέντας εις θάνατον ή εις εξορίαν, να μένουν και να αναστρέφωνται εν μέσω των άλλων, και ως να μην τον επρόσεχε ή τον έβλεπε κανείς, να περιφέρεται αρειμανίως εν μέση αγορά ως ήρως; – Και πολλούς μάλιστα είδα.

– Εκείνη δε η συγκαταβατικότης των, η απηλλαγμένη και του ελαχίστου ίχνους μικρολογίας; εκείνη η καταφρόνησις προς όλας τας αρχάς, τας οποίας ημείς με τόσην σοβαρότητα και σεβασμόν πραγματευόμεθα, όταν εσχεδιάζαμεν την πόλιν μας, λέγοντες ότι, ουδέποτε, εκτός αν έχη τις τελείαν εκ φύσεως προδιάθεσιν, εκτός αν εκ παιδικής ηλικίας και εν μέσω των παιγνίων του ζη με τα παραδείγματα του καλού και ακολούθως σπουδάση επιμελώς όλα αυτά, είναι δυνατόν να γίνη κανείς ενάρετος και καλός άνθρωπος; με πόσην μεγαλοπρέπειαν ποδοπατή όλας αυτάς τας αρχάς και χωρίς διόλου να ενδιαφέρεται να γνωρίση με ποίαν προπαρασκευήν κατήλθεν εις το πολιτικόν στάδιον ο δείνα πολιτευόμενος, τον περιβάλλει με όλην του την εκτίμησιν και υποστήριξιν, αρκεί μόνον να διακηρύττη εκείνος ότι είναι φίλος και προστάτης των συμφερόντων του λαού! – Τι γενναία πράγματι συγκατάβασις! – Αυτά έχει και άλλα πολλά, όμοια πλεονεκτήματα η δημοκρατία και είναι, καθώς βλέπεις, πολίτευμα ευχάριστον, με μεγάλην ποικιλίαν και με τελείαν αναρχίαν, αφού διανέμει την ισότητα ομοίως μεταξύ ίσων και ανίσων. – Πράγματα πολύ γνωστά μας λέγεις.

– Πρόσεξε τώρα και οποίος τις θα είναι ο χαρακτήρ του ατόμου εις μίαν δημοκρατίαν· ή θέλεις πρώτα να εξετάσωμεν, όπως το εκάμαμεν και διά το πολίτευμα, κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται; – Μάλιστα. – Λοιπόν ως εξής κατά την ιδέαν μου· ο φιλοχρήματος εκείνος και ολιγαρχικός έχει υιόν, ο οποίος ανατραφείς υπό του πατρός του έχει τα ίδια αισθήματα με αυτόν. – Πώς όχι; – Και ούτος λοιπόν διά της βίας κατορθώνει και χαλιναγωγεί τας επιθυμίας του εκείνας, αι οποίαι χωρίς να του φέρουν κανένα κέρδος, απεναντίας είναι δαπανηραί, και δι' αυτό και ονομάζονται όχι αναγκαίαι. – Μάλιστα. – Θέλεις λοιπόν, διά να κάμωμεν σαφέστερα τα πράγματα, να ορίσωμεν πρώτα ποίας λέγομεν αναγκαίας επιθυμίας και ποίας όχι; – Θέλω. Αναγκαίαι λοιπόν επιθυμίαι δεν πρέπει να ονομασθούν δικαίως εκείναι, που δεν ημπορούμεν να τας αποφύγωμεν και των οποίων η ικανοποίησις μας είναι ωφέλιμος; διότι είναι φανερόν ότι και τα δύο αυτά είναι ανάγκαι επιβεβλημέναι υπό της φύσεως. – Και πολύ μάλιστα. – Ώστε έχομεν δίκαιον ν' αποδώσωμεν εις αυτάς τον χαρακτηρισμόν του αναγκαίου. – Βεβαίως. – Τι δε; εκείνας, από τας οποίας θα ημπορούσε κανείς να απαλλαχθή, αν το έκαμνε έργον του από νεαράς ηλικίας, και αι οποίαι κανένα κα\ον δεν μας κάμνουν που υπάρχουν, αλλά το εναντίον, δεν θα ήτο ορθόν, αν ηθέλομεν τας ονομάση όχι αναγκαίας; – Πολύ ορθόν. – Να λάβωμεν τώρα ένα παράδειγμα και διά τα δύο είδη, διά να έχωμεν ένα τύπον αυτών; – Πρέπει βέβαια. – Λοιπόν, η επιθυμία του να φάγωμεν απλώς όσον χρειάζεται διά την υγείαν μας και την ευεξίαν ή και η επιθυμία ηρτυμένου φαγητού, δεν είναι αναγκαία; – Το νομίζω. – Και η μεν επιθυμία απλώς του να φάγωμεν είναι και διά τους δύο λόγους, νομίζω, αναγκαία, και διότι είναι ωφέλιμος και διότι χωρίς αυτό δεν ημπορούμεν να ζήσωμεν. – Ναι. – Του δε ηρτυμένου φαγητού, εφ' όσον παρέχει κάποιαν ωφέλειαν διά την ευεξίαν μας. – Πολύ σωστά. – Πέραν όμως από αυτό η επιθυμία φαγητών ασυνηθίστων και αλλοκότων παρασκευασμάτων, επιθυμία βλαβερά μεν διά το σώμα, επιβλαβής δε και διά την σωφροσύνην και την νηφαλιότητα της ψυχής, και από της οποίας διά της καταλλήλου εκπαιδεύσεως δύνανται οι περισσότεροι εκ νεαράς ηλικίας να απαλλαχθούν, η τοιαύτη επιθυμία δεν δύναται δικαίως να ονομασθή όχι αναγκαία; – Και πολύ μάλιστα. – Ημπορούμεν λοιπόν ακόμη αυτάς μεν να τας ονομάσωμεν και δαπανηράς, τας δε πρώτας επικερδείς, διότι χρησιμεύουν να μας κάμνουν ικανούς να εργαζώμεθα – Πώς όχι; – Δεν συμβαίνει δε το ίδιον και με τας ερωτικάς και με όλας τας άλλας επιθυμίας; – Το ίδιον. – Εκείνον λοιπόν που ωνομάσαμεν προηγουμένως κηφήνα, δεν είναι αυτός που κυριαρχείται από τας τοιαύτας ηδονάς και επιθυμίας τας μη αναγκαίας, ενώ απεναντίας ο φιλοχρήματος και ολιγαρχικός έχει μόνον τας αναγκαίας; – Πώς όχι;

– Ας το εξηγήσωμεν λοιπόν τώρα εξ αρχής πώς από τον ολιγαρχικόν γίνεται ο δημοκρατικός· κατ' αυτόν τον τρόπον μου φαίνεται πως γίνεται το πράγμα ως επί το πλείστον. – Πώς; – Όταν ένας νέος, ανατεθραμμένος, όπως ελέγαμεν, με την αγάπην του κέρδους και εν γένει αμελώς, γευθή άπαξ από το μέλι των κηφήνων και τύχη να συναναστραφή με τα δεινά και φοβερά εκείνα θηρία, που ημπορούν να του παρασκευάσουν ποικίλας και παντοειδείς ηδονάς, από αυτήν την στιγμήν, γνώριζε, αρχίζει να μεταβάλλεται η εν αυτώ ολιγαρχική φύσις εις δημοκρατικήν. – Κατ' ανάγκην. – Και όπως η ολιγαρχική πολιτεία μεταβάλλει μορφήν, όταν την δημοκρατικήν μερίδα την βοηθήσουν έξωθεν σύμμαχοι των αυτών φρονημάτων, δεν μεταβάλλεται επίσης και ο νέος, όταν έξωθεν όμοιαι και συγγενείς επιθυμίαι, βοηθήσουν το έτερον είδος των εν αυτώ επιθυμιών; – Βεβαιότατα. – Και εάν μεν σπεύση αφ' ετέρου προς βοήθειαν της εν αυτώ ολιγαρχικής μερίδος των επιθυμιών καμμία άλλη συμμαχία, ο πατέρας του δηλαδή και οι άλλοι οικείοι του με τας νουθεσίας των και τας επιπλήξεις των, τότε, νομίζω, συνάπτεται μέσα του πόλεμος σωστός μεταξύ των δύο μερίδων. – Πώς όχι; – Και άλλοτε μεν συμβαίνει να ηττηθή η δημοκρατική μερίς υπό της ολιγαρχικής, και τότε αι κακαί επιθυμίαι εν μέρει μεν τελείως εξαφανίζονται, εν μέρει δε εκδιώκονται εκ της ψυχής του νέου, μέσα εις την οποίαν γεννάται το αίσθημα της εντροπής, και επανέρχεται τοιουτοτρόπως εις την ευθείαν οδόν. – Πράγματι συμβαίνει αυτό ενίοτε. – Πάλιν όμως μετ' ολίγον, εξ αιτίας της κακής ανατροφής, που έλαβε από τον πατέρα του, άλλαι επιθυμίαι ισχυρότεραι και περισσότεραι διαδέχονται εκείνας που κατώρθωσε να εξορίση. – Πράγματι και αυτό γίνεται συνήθως. – Τον παρασύρουν λοιπόν προς τας αυτάς κακάς συναναστροφάς, και από την λαθραίαν αυτήν επιμιξίαν γεννώνται πλήθος νέων επιθυμιών μέσα του. Πώς όχι; Εις το τέλος όμως καταλαμβάνουν την ακρόπολιν της ψυχής νέου αντιληφθείσαι, ότι είναι κενή μαθήσεως και καλών έξεων και αληθινών αρχών, που χρησιμεύουν ως οι καλύτεροι φρουροί και φύλακες διά την διάνοιαν των θεοφιλών ανθρώπων. – Αναμφιβόλως. – Κρίσεις δε ψευδείς και δοξασίαι επιπόλαιαι και αλλαζονικαί αναβαίνουν και πιάνουν την θέσιν, που έπρεπε να κατέχουν εκείναι. – Αυτό γίνεται. Τότε λοιπόν δεν επιστρέφει και μένει διά παντός πλέον φανερά μαζί με τους λωτοφάγους εκείνους και αν τύχη να έλθη εκ μέρους των οικείων του καμμία ενίσχυσις εις την αντίθετον, την φειδωλήν μερίδα της ψυχής του, αι αλαζονικαί δοξασίαι δεν κλείουν τας πύλας του εν αυτώ βασιλικού τείχους και ούτε εις αυτήν την επικουρίαν επιτρέπουν την είσοδον, ούτε θέλουν να ακούσουν τους λόγους, που φέρει πρεσβεία ανθρώπων πρεσβυτέρων και συνετών; αλλ' αφού εξησφάλισαν υπέρ εαυτών την νίκην με την βοήθειαν πλήθους ανωφελών επιθυμιών, εκδιώκουν μεν ατίμως την εντροπήν ονομάζοντες αυτήν ηλιθιότητα, κυνηγούν με πολλούς προπηλακισμούς την σωφροσύνην, την οποίαν αποκαλούν ανανδρίαν, και στέλλουν εις εξορίαν την μετριότητα και ολιγάρκειαν, τας οποίας χαρακτηρίζουν ως χωριατοσύνην και προστυχιάν. – Αληθινά. – Αφού λοιπόν τοιουτοτρόπως απαλλάξουν από αυτάς και καθαρίσουν την ψυχήν του νέου, που επήραν εις την κατοχήν των και τον μυούν εις τα μεγάλα μυστήρια, τότε δα πλέον εισάγουν εις αυτήν, μετά μεγάλης και λαμπράς ακολουθίας και με στεφάνους εις την κεφαλήν, την αυθαιρεσίαν και την αναρχίαν και την ακολασίαν και την αναίδειαν, τας οποίας στολίζουν με εγκώμια και χαϊδευτικά ονόματα, αποκαλούντες την μεν αυθαιρεσίαν τρόπον του φέρεσθαι καθώς πρέπει, την αναρχίαν ελευθερίαν, την ακολασίαν μεγαλοπρέπειαν, και την αναίδειαν ανδρείαν. Δεν είναι πράγματι κατ' αυτόν τον τρόπον, που ένας νέος συνηθισμένος εκ παιδικής ηλικίας να ικανοποιή τας αναγκαίας μόνον επιθυμίας του, μεταβάλλει κατάστασιν και παραδίδεται με όλην την ελευθερίαν και την άδειαν εις τας μη αναγκαίας και ωφελίμους ηδονάς; – Με μεγάλην πράγματι ακρίβειαν και ζωηρότητα εζωγράφισες την μεταβολήν του.

 

– Ζη δε πλέον απ' εδώ κ' εμπρός ο τοιούτος χωρίς να κάμνη καμμίαν διάκρισιν μεταξύ των αναγκαίων και περιττών ηδονών, διά την ικανοποίησιν των οποίων δεν φείδεται ούτε χρημάτων, ούτε κόπου, ούτε χρόνου· αλλ' εάν έχη τύχην και δεν παρασυρθή υπ' αυτών μέχρι παροξυσμού, με τον καιρόν δε και με την ηλικίαν, αφού κατευνασθή οπωσδήποτε η τρικυμία των παθών, ανακαλέση εκ της εξορίας μερικούς εκ των φυγάδων και δεν παραδώση μέχρι τέλους και ανεπιφυλάκτως τον εαυτόν του εις τους επεισελθόντας, αποκαθιστά τότε κάποιαν ισορροπίαν μεταξύ των επιθυμιών του και παραδίδει εκάστοτε την διοίκησιν της ψυχής του εις την μερίδα την οποίαν ήθελεν, ούτως ειπείν, ευνοήση ο κλήρος και πάλιν εις την άλλην, αφού κορεσθή με την πρώτην, χωρίς να κάμνη διάκρισιν, αλλά την αυτήν εύνοιαν τρέφων και διά τας δύο. – Πολύ σωστά. – Και δεν δέχεται, εννοείται, να ακούση ουδ' επιτρέπει την είσοδον εις το φρούριον, εάν έλθη ο ορθός λόγος να του είπη, ότι υπάρχουν δύο ειδών ηδοναί, αι μεν αποτέλεσμα των καλών και χρηστών επιθυμιών, αι δε των πονηρών και φαύλων, και ότι τας μεν πρώτας οφείλει να επιζητή και να εκτιμά, τας δε άλλας να καταστέλλη και να δαμάζη· αποκρούει κάθε τοιαύτην εισήγησιν και λέγει ότι πρέπει όλας εξ ίσου να εκτιμά. – Αυτό βέβαια πρέπει να κάμνη εις την κατάστασιν, που ευρίσκεται.

– Περνά λοιπόν την ζωήν του ημέραν με την ημέραν κατ' αυτόν τον τρόπον χαριζόμενος εις την πρώτην, που θα του παρουσιασθή επιθυμίαν του· σήμερον παραδίδεται εις την μέθην και την διασκέδασιν, αύριον εις την υδροποσίαν και την αυστηροτέραν δίαιταν, άλλοτε εις την αργίαν και την τελείαν αμεριμνησίαν των πάντων, και άλλοτε τάχα εγκύπτει εις την φιλοσοφίαν· το συχνότερον πολιτεύεται, ανέρχεται επί του βήματος και ό,τι φθάση λέγει και κάμνει· και άν ποτε ζηλώση την πολεμικήν δόξαν, επιδίδεται εις τα πολεμικά, άλλοτε πάλιν ζηλεύει τους επιχειρηματίας, και ιδού αυτός τοιούτος· και εν γένει καμμίαν τάξιν δεν έχει εις την ζωήν του, ούτε εννοεί να στενοχωρηθή από τίποτε, και αυτόν τον βίον εξακολουθεί μέχρι τέλους, τον οποίον ονομάζει ευχάριστον, ελεύθερον και μακάριον. Θαυμάσια εξεικόνισες τον χαρακτήρα του φίλου της ισονομίας. – Χαρακτήρα πολυσύνθετον, ο οποίος ενώνει εν εαυτώ ποικιλίαν ηθών και χαρακτήρων, όπως και εκείνη η δημοκρατική πολιτεία· και δεν είναι παράδοξον να τον ευρίσκουν πολλοί και πολλαί αξιοζήλευτον, αφού περιέχει όλα τα είδη των πολιτευμάτων και των χαρακτήρων. – Έτσι είναι. – Δεν αντιστοιχεί λοιπόν προς την δημοκρατικήν πολιτείαν ο τοιούτος άνθρωπος, ώστε να τον ονομάσωμεν ορθώς δημοκρατικόν; – Αντιστοιχεί βέβαια.

– Μας υπολείπεται λοιπόν τώρα πλέον να διεξέλθωμεν το κάλλιστον είδος του πολιτεύματος και τον άριστον ανθρώπινον χαρακτήρα, την τυραννίδα και τον τύραννον. – Μάλιστα. – Ας ίδωμεν λοιπόν, αγαπητέ φίλε, κατά ποίον τρόπον σχηματίζεται η τυραννίς· και ότι μεν την αρχήν της έχει από την δημοκρατίαν είναι σχεδόν φανερόν. – Βεβαίως. – Και άραγε κατά τον ίδιον τρόπον, που γίνεται από την ολιγαρχίαν η δημοκρατία, κατά τον ίδιον γίνεται και από την δημοκρατίαν η τυραννίς; – Πώς; – Εκείνο το οποίον εν τη ολιγαρχία εθεωρήθη το ανώτατον αγαθόν, και εις το οποίον εχρεώστει, είπαμεν, την γέννησίν της αύτη – ήτο δε τούτο ο πλούτος· ή όχι; – Ναι. – Η απληστία λοιπόν του πλούτου και η παραμέλησις όλων των άλλων προς απόκτησιν αυτού, είναι εκείνο που επέφερε την καταστροφήν της. – Αλήθεια. – Κατά τον ίδιον λοιπόν λόγον και η απληστία εκείνου, που θεωρείται εν τη δημοκρατία το ανώτατον αγαθόν, δεν επιφέρει και αυτής την καταστροφήν; – Και ποίον είναι αυτό το αγαθόν; – Η ελευθερία· διότι αυτό θα ακούσης να λέγουν εις μίαν δημοκρατουμένην πολιτείαν, ότι είναι το καλύτερον πράγμα που υπάρχει, και δι' αυτό εις τοιαύτην μόνον πολιτείαν αξίζει να ζη ένας, που είναι εκ φύσεως ελεύθερος. – Πραγματικώς λέγεται και πολύ μάλιστα αυτός ο λόγος. – Δεν είναι λοιπόν, και αυτό ακριβώς επρόκειτο να είπω τώρα, η απληστία της ελευθερίας και η αδιαφορία δι' όλα τα άλλα, που επιφέρει την κατάπτωσιν και αυτού του πολιτεύματος και παρασκευάζει την ανάγκην της τυραννίδος; – Πώς δηλαδή;

– Όταν μία δημοκρατουμένη πολιτεία, που έχει άσβεστον δίψαν ελευθερίας, τύχη να κυβερνάται από κακούς οινοχόους, και μεθύση, διότι της κερνούν παρά πάνω απ' ό,τι πρέπει άκρατον, τότε λοιπόν, αν δεν είναι παραπολύ καλόβολοι οι άρχοντες και δεν εξακολουθούν να της δίνουν ελευθερίαν όσην θέλη, τους κατηγορεί και τους τιμωρεί με την πρόφασιν ότι είναι καταχθόνιοι και αποβλέπουν εις την ολιγαρχίαν. – Το κάμνουν πραγματικώς αυτό. – Και όσοι μεν των πολιτών εξακολουθούν να υπακούουν εις τους άρχοντας, τους προπηλακίζει, ότι είναι δούλοι εκούσιοι και δεν αξίζουν τίποτε, τους δε άρχοντας που είναι όμοιοι με τους υπηκόους, και τους υπηκόους που είναι όμοιοι με τους άρχοντας, επαινεί και τιμά και ιδία και δημοσία· κατ' ανάγκην λοιπόν δεν θα εξαπλωθή παντού η ελευθερία εις μίαν τοιαύτην πόλιν; – Πώς όχι; – Θα εισδύση μάλιστα, φίλε μου, και εις τους κόλπους της οικογενείας, και εις το τέλος τέλος θα μεταδοθή το μίασμα της αναρχίας και εις αυτά τα κατοικίδια ζώα. – Τι εννοείς με τούτο; – Θέλω να είπω ότι οι πατέρες θα συνηθίσουν να θεωρούν τα τέκνα ως ίσους και ομοίους των και να φοβούνται τους υιούς των, το ίδιον πάλιν οι υιοί τους πατέρας και ούτε θα τους σέβωνται, ούτε θα τους φοβούνται, διά να είναι βέβαια ελεύθεροι· οι μέτοικοι θα εξισωθούν με τους πολίτας, οι πολίται με τους μετοίκους, ωσαύτως δε και οι ξένοι. – Αυτό ακριβώς και συμβαίνει.

– Αυτά λοιπόν γίνονται και άλλα μικρότερα τοιαύτα, εις αυτήν την πολιτείαν· ο διδάσκαλος φοβείται και περιποιείται τους μαθητάς του, οι μαθηταί καμμίαν σημασίαν δεν δίδουν διά τους διδασκάλους και τους παιδαγωγούς των· και εν γένει οι νέοι εννοούν να περνούν το ένα με τους γεροντοτέρους και να συνερίζωνται με αυτούς και εις τους λόγους και τα έργα, οι δε γέροντες πάλιν συγκατερχόμενοι μέχρι των νέων σπουδάζουν να μιμούνται τους τρόπους των και να κάμνουν τον χαρίεντα και τον ευτράπελον, διά να μη θεωρούνται φορτικοί και δεσποτικοί. – Αυτό είναι αλήθεια. – Αλλ' η πλέον ανυπόφορος κατάχρησις της ελευθερίας που συμβαίνει εις την τοιαύτην πολιτείαν, είναι να βλέπης τους δούλους τους αγορασμένους και τας δούλας, να απολαμβάνουν όχι μικροτέραν ελευθερίαν από εκείνους που τους ηγόρασαν· ελησμόνησα δε σχεδόν να είπω, πόση ισονομία και ελευθερία επικρατεί εις τας μεταξύ ανδρών και γυναικών σχέσεις. – Ας μη λησμονώμεν τίποτε και, κατά τον Αισχύλον, ας λέγωμεν ό,τι μας έρχεται εις το στόμα. – Πολύ καλά· και εγώ αυτό θα κάμω. Θα εδυσκολεύετο κανείς να το πιστεύση, αν τουλάχιστον δεν το έβλεπε, πόσον και αυτά τα ζώα τα εις την υπηρεσίαν των ανθρώπων απολαμβάνουν εδώ μεγαλυτέραν ελευθερίαν ή παντού αλλού· διότι πραγματικώς, όπως λέγει και η παροιμία, κατά τον αφέντη και το σκυλί, οι δε ίπποι και οι όνοι, συνηθισμένοι να πηγαίνουν ελεύθερα και με όλην των την μεγαλοπρέπειαν εις τους δρόμους, πίπτουν επάνω εις όσους τύχη να συναντήσουν, εάν δεν παραμερίσουν αυτοί· και τέλος πάντων όλα απολαμβάνουν απόλυτον ελευθερίαν. – Μου διηγείσαι το ιδικόν μου το όνειρον συχνά μου συμβαίνει αυτό, όταν πηγαίνω εις την εξοχήν.

– Εννοείς λοιπόν, ποίον είναι το κεφάλαιον όλων αυτών αν τα προσθέσωμεν· η ψυχή των πολιτών γίνεται τόσον ευπαθής, ώστε και εις την ελαχίστην υποψίαν καταναγκασμού, που θα ήθελέ τις να τους επιβάλη, αγανακτούν και εξεγείρονται· γνωρίζεις δε βέβαια ότι εις το τέλος καταντούν να μη λαμβάνουν καθόλου υπ' όψιν των και τους νόμους, είτε τους γραπτούς είτε τους αγράφους, διά να μην έχουν κανένα απολύτως κύριον. – Το γνωρίζω και πολύ καλά.

– Αυτή λοιπόν, φίλε μου, είναι η τόσον καλή και χαριτωμένη μορφή του πολιτεύματος, εκ της οποίας, κατά την ιδέαν μου, λαμβάνει την αρχήν η τυραννίς. – Πραγματικώς χαριτωμένη· αλλά τι συμβαίνει κατόπιν; – Το ίδιον νόσημα, το οποίον ανεφάνη εις την ολιγαρχίαν και επέφερε την καταστροφήν της, το ίδιον παρουσιάζεται και εις αυτήν αλλά υπό μορφήν βαρυτέραν, ένεκα της γενικής αμεριμνησίας, και επιφέρει την υποδούλωσιν της δημοκρατίας· διότι τωόντι η υπερβολή εις κάθε πράγμα επιφέρει συνήθως την μετάπτωσιν εις την εναντίαν υπερβολήν, όπως παρατηρείται εις τας εποχάς του έτους, εις τα φυτά, εις τα σώματά μας και μάλιστα και εις τας πολιτείας προπάντων. – Είναι πολύ φυσικόν να γίνεται. – Και λοιπόν και η υπερβολική ελευθερία, είτε εις τους ιδιώτας είτε και εις τα κράτη, εις τίποτε άλλο, φαίνεται, δεν οδηγεί παρά εις την ασυλείαν. – Έτσι είναι. – Είναι λοιπόν φυσικόν να μη προέρχεται εξ άλλης πολιτείας η τυραννίς παρά εκ της δημοκρατίας, εκ της ακροτάτης δηλαδή ελευθερίας η μεγαλύτερα και αγριωτέρα δουλεία. – Το πράγμα έχει τον λόγον του. – Δεν είναι όμως αυτό που με ερωτούσες, αλλά ποίον νόσημα παρουσιάζεται εις την δημοκρατίαν, το ίδιον απαράλλακτα όπως κανείς την ολιγαρχίαν, και επιφέρει την υποδούλωσιν αυτής. – Έχεις δίκαιον.

– Εννοώ λοιπόν εκείνο το είδος των αργών και πολυδαπάνων ανθρώπων, εκ των οποίων οι μεν γενναιότεροι τίθενται επί κεφαλής, οι δε άλλοι, οι ανανδρότεροι, τους ακολουθούν τους πρώτους, ενθυμείσαι, τους παρεβάλαμεν με τους κηφήνας, που έχουν κέντρα, και τους άλλους με τους κηφήνας, που δεν έχουν. – Και πολύ ορθώς. – Αυτά λοιπόν τα δύο είδη των ανθρώπων επιφέρουν γενικήν διατάραξιν εις πάσαν πολιτείαν, που εμφανίζονται, απαράλλακτα όπως συμβαίνει με το φλέγμα και την χολήν εις το ανθρώπινον σώμα· πρέπει λοιπόν ο καλός ιατρός και νομοθέτης της πολιτείας να λάβη εξ αρχής όλα τα μέτρα του, όπως ένας έμπειρος μελισσουργός, προπάντων μεν διά να μη εισχωρήσουν καθόλου εις την κυψέλην, αν δε τύχη και εισχωρήσουν, να τους πετάξη έξω μίαν ώραν αρχύτερα μαζί με τας βεβλαμμένας κηρήθρας. – Δεν έχει, μα την αλήθειαν, καλύτερον να κάμη. – Ας λάβωμεν όμως το πράγμα ως εξής, διά να εννοήσωμεν σαφέστερα αυτό που θέλομεν. – Πώς; – Ας διαιρέσωμεν την δημοκρατουμένην πολιτείαν εις τρεις τάξεις, πράγμα το οποίον άλλως τε είναι και αληθές· η πρώτη περιλαμβάνει αυτούς ακριβώς που ελέγαμεν τώρα, και οι οποίοι από την γενικήν ελευθερίαν, πολλαπλασιάζονται όχι ολιγώτερον παρά εις την ολιγαρχικήν πολιτείαν. – Έτσι είναι – Είναι δε, εννοείται, και πολύ βλαβερώτεροι εις την δημοκρατικήν παρά εις εκείνην. – Πώς; – Εκεί μεν, επειδή το είδος αυτό των ανθρώπων, δεν έχει καμμίαν υπόληψιν και το απομακρύνουν από κάθε αρχήν, μένει ούτως ειπείν αγύμναστον και ατροφικόν· ενώ απεναντίας εις μίαν δημοκρατίαν αυτό διαχειρίζεται, ως γνωστόν, την ανωτάτην εξουσίαν, εκτός ολίγων εξαιρέσεων και οι μεν επιτηδειότεροι εξ αυτών λέγουν και πράττουν, οι δε άλλοι περιβομβούν προσκολλημένοι γύρω εις το βήμα και δεν επιτρέπουν εις κανένα να έχη την αντίθετον γνώμην, ώστε τα πάντα διεξάγονται εις αυτήν την πολιτείαν υπό των τοιούτων, εκτός ενός πολύ μικρόν αριθμού. – Είναι αληθές. – Είναι τώρα μία δευτέρα τάξις, η οποία μένει πάντα χωρισμένη από το πλήθος. – Ποία είναι αυτή; – Επειδή όλοι εις αυτήν την πολιτείαν εργάζονται διά να πλουτήσουν, οι φρονιμώτεροι και πλέον μετρημένοι εκ φύσεως μεταξύ των γίνονται και πλουσιώτεροι. – Φυσικά. – Και από αυτούς είναι, νομίζω, που τραυούν το περισσότερον μέλι και προχειρότερα οι κηφήνες. – Και τι να τραυήξουν βέβαια από εκείνους, που δεν έχουν τίποτε; – Αυτοί λοιπόν οι πλούσιοι είναι, που τους λέγουν: το βοτάνι των κηφήνων. – Επάνω κάτω. – Η δε τρίτη τάξις είναι ο μικρός λαός, όσοι είναι τεχνίται και δεν πολυανακατώνονται εις τα πράγματα και που μόλις επαρκούν να ζήσουν με τα ολίγα που έχουν· και είναι μολαταύτα εις μίαν δημοκρατίαν η πολυπληθεστέρα και κυριωτέρα τάξις αύτη, όταν συσσωματωθή.

 

Έτσι είναι· αλλά δεν συνηθίζει να το κάμνη αυτό συχνά, εάν δεν πάρη και αυτός το μερίδιόν του από το μέλι. – Και το παίρνει πραγματικώς, καθόσον οι προεστώτες κάμνουν ό,τι ημπορούν δι' αυτό· αφαιρούν τας περιουσίας των πλουσίων και τας μοιράζουν εις τον λαόν, αφού, εννοείται, κρατήσουν αυτοί το μεγαλύτερον μέρος. – Κατ' αυτόν τον τρόπον πραγματικώς λαμβάνει και αυτός το μερίδιόν του. – Αναγκάζονται λοιπόν και οι πλούσιοι, των οποίων τας περιουσίας παίρνουν, να υπερασπίζωνται, λαμβάνοντες τον λόγον εις τας συναθροίσεις του δήμου ή ενεργούντες όπως άλλως δύνανται. – Πώς όχι; – Κατηγορούνται λοιπόν υπό των άλλων, και χωρίς να επιδιώκουν καμμίαν καινοτομίαν πολιτικήν, ότι τάχα σχεδιάζουν την ανατροπήν του δημοκρατικού πολιτεύματος και είναι ολιγαρχικοί. – Βεβαίως. – Και αυτοί λοιπόν εις το τέλος, αφού βλέπουν ότι ο δήμος, όχι ίσως τόσον από κακήν θέλησιν, αλλά εξ αγνοίας και απατώμενος από τους συκοφάντας, θέλει όλο να τους αδική, τότε πλέον, είτε το θέλουν είτε όχι, γίνονται πραγματικώς ολιγαρχικοί· και δεν πταίουν αυτοί, αλλ' αφορμή πάλιν του κακού είναι εκείνος ο ίδιος ο κηφήν, που τους καταδιώκει με το κέντρον του. – Αναμφιβόλως. – Αρχίζουν λοιπόν καταγγελίαι και κρίσεις και δικαστικοί αγώνες μεταξύ των. – Βέβαια. – Δεν έχει δε την συνήθειαν ο δήμος να αναδεικνύη εκάστοτε ένα κατ' εξοχήν προστάτην του, και να τον περιβάλλη με πάσαν ισχύν και εξουσίαν; – Μάλιστα. – Είναι λοιπόν φανερόν, ότι από αυτήν την ρίζαν των προστατών του δήμου ξεφυτρώνει ο τύραννος και από πουθενά άλλου. – Και πολύ μάλιστα φανερόν.

– Ποία λοιπόν είναι η αρχή της μεταβολής από του προστάτου εις τον τύραννον; δεν είναι προφανώς, όταν αρχίση ο προστάτης να κάμνη το ίδιον μ' εκείνο, που συμβαίνει, κατά τον μύθον, εις το εν Αρκαδία ιερόν του Λυκαίου Διός; – Τι δηλαδή; – Ότι τάχα εκείνος, που γευθή από το ένα ανθρώπινον σπλάγχνον, που είναι κομμένον μέσα εις τα πολλά άλλα σπλάγχνα των άλλων θυμάτων, κατ' αναπόδραστον ανάγκην μεταβάλλεται εις λύκον· ή δεν έχεις ποτέ σου ακούση αυτόν τον μύθον; – Μάλιστα. – Μήπως λοιπόν τοιουτοτρόπως και ο προστάτης του δήμου, όταν εύρη όχλον πρόθυμον να τον υπακούη και δεν κρατήση τας χείρας του καθαράς από το αίμα συμπολιτών του, αλλά με αδίκους κατηγορίας, όπως γίνεται πολύ συνήθως, ενώπιον των δικαστηρίων γίνη αφορμή να αδικοθανατήση άνθρωπος και γευθή τοιουτοτρόπως με γλώσσαν και στόμα ανόσιον συγγενικό αίμα και εξορίζει και φονεύει και υπόσχεται απόσβεσιν χρεών και αναδασμόν γης, μήπως, λέγω, κατ' ανάγκην τότε, ύστερ' απ' όλ' αυτά, είναι πεπρωμένον ο τοιούτος ή να πέση και αυτός θύμα των εχθρών του, ή να γίνη τύραννος και να μεταβληθή από άνθρωπος εις λύκον; Κατ' ανάγκην αυτό θα συμβή. – Αυτός λοιπόν είναι που στήνει πόλεμον με εκείνους που έχουν τας μεγάλας περιουσίας. – Αυτός. – Και εάν, αφού μίαν φοράν εξορισθή, επανέλθη παρ' όλην την αντίστασιν των εχθρών του, δεν επανέρχεται τέλειος πλέον τύραννος; – Αναμφιβόλως. – Αλλ' εάν δεν ημπορέσουν να τον εξορίσουν ή να τον φονεύσουν, κατηγορούντες αυτόν ενώπιον του δήμου, δεν συνωμοτούν να τον δολοφονήσουν κρυφίως; – Αυτό τουλάχιστον γίνεται συνήθως. – Και τότε συμβαίνει το πολυθρύλητον εκείνο τέχνασμα των τυράννων, εις το οποίον καταφεύγουν, όταν τα πράγματα καταντήσουν εις αυτό το σημείον, να ζητούν δηλαδή από τον δήμον σωματοφύλακας, διά να μην τους πάθη τίποτε ο υπερασπιστής του δήμου. – Μάλιστα. – Και του δίδουν πράγματι, επειδή φοβούνται μεν δι' εκείνον, δεν φοβούνται δε τίποτε διά τον εαυτόν τους. – Και βέβαια.

– Όταν λοιπόν το πράγμα φθάση εις αυτό το σημείον, κάθε άνθρωπος με μεγάλην περιουσίαν, και ο οποίος δι' αυτόν τον λόγον θεωρείται ως εχθρός του δήμου, εφαρμόζει τον χρησμόν, που εδόθη εις τον Κροίσον, και

στο χαλικοστρωμένον Έρμον

φεύγει, δε μένει, και δειλός δε ντρέπεται να γίνη.

– Διότι βέβαια δεν θα του δοθή περίστασις να εντραπή άλλην φοράν πλέον. – Πραγματικώς, διότι αν συλληφθή, θα λάβη άφευκτον θάνατον. – Κατ' ανάγκην. – Όσον δε αφορά τον προστάτην του δήμου, εκείνος πλέον τότε φαρδύς πλατύς, όχι πέφτει καταγής (όπως λέγει ο στίχος) αλλά, αφού καταρρίψη και άλλους πολλούς, ενθρονίζεται εις το άρμα της πόλεως και παρουσιάζεται πλέον τέλειος τύραννος αντί προστάτου. – Και ποίος θα τον ημπόδιζε;

– Ας ίδωμεν τώρα την ευδαιμονίαν αυτού του ανθρώπου και της πόλεως, η οποία θα έχη την ευτυχίαν να τον αποκτήση. – Ας ίδωμεν. – Και εις μεν τας πρώτας ημέρας της αρχής του, δεν φέρεται φιλομειδέστατα και καταδεκτικώτατα εις όλους που συναντά, και δεν αποστέργει και αυτό το όνομα του τυράννου; δεν σκορπίζει αφειδώς υποσχέσεις και ιδία και δημοσία και αναστέλλει πράγματι τα χρέη και μοιράζει γαίας εις τον δήμον και εις τους ανθρώπους του και εν γένει υποκρίνεται προς όλους τον πράον και ήμερον; – Είναι ηναγκασμένος να το κάμνη. Όταν όμως ησυχάση άπαξ με τους εξωτερικούς του εχθρούς, και με άλλους μεν εξ αυτών συμφιλιωθή, άλλους δε τους εξοντώση, πρώτον μεν αρχίζει να υποκινή κάθε φοράν και κάποιον πόλεμον, διά να έχη πάντοτε ο δήμος ανάγκην αρχηγού. – Είναι φυσικόν. – Αλλά προ πάντων δεν το κάμνει, διά να συνεισφέρουν εις τας ανάγκας δήθεν του πολέμου και τοιουτοτρόπως, μόλις επαρκούντες πλέον εις τας καθημερινάς των ανάγκας, να μην είναι εις θέσιν να τον επιβουλεύωνται; – Φανερόν. – Και διά να έχη ακόμη το μέσον να απαλλάσσεται με εύσχημον πρόφασιν από εκείνους, που υποπτεύεται ότι έχουν αρκετά φιλελεύθερον το φρόνημα, διά να μην υποκύψουν υπό τον ζυγόν του, εκθέτων αυτούς εις τους κινδύνους του πολέμου; δι' όλους αυτούς τους λόγους δεν έχει ανάγκην πάντοτε ο τύραννος να προκαλή κάποιον πόλεμον; – Μάλιστα. – Όλα όμως αυτά δεν τον κάμνουν να γίνεται επί μάλλον και μάλλον μισητός εις τους πολίτας; – Πώς όχι; – Μερικοί δε από εκείνους που συνετέλεσαν εις την ανύψωσίν του και έχουν διά τούτο κάποιαν δύναμιν πλησίον του, δεν θα αρχίσουν να κάμνουν λόγον μετά παρρησίας διά τας πράξεις του μεταξύ των, οι δε τολμηρότεροι και προς αυτόν τον ίδιον να τας κατακρίνουν; – Φυσικώτατα. – Όλους λοιπόν αυτούς πρέπει να τους βγάλη ο τύραννος από την μέσην, εάν θέλη να διατηρήση την εξουσίαν, έως ότου δεν αφίση κανένα, ούτε φίλον ούτε εχθρόν, που να έχη κάποιαν αξίαν. – Αυτό είναι φανερόν. – Πρέπει λοιπόν με άκραν οξύτητα να διακρίνη και να βλέπη ποίος είναι ανδρείος, ποίος μεγαλόφρων, ποίος φρόνιμος, ποίος πλούσιος· και τόσον ευτυχής είναι, ώστε πρέπει, εκών άκων, να τους θεωρή όλους αυτούς εχθρούς του και να επιζητή την καταστροφήν των, έως ότου καθαρίση τελείως την πόλιν από αυτούς. – Ωραίος καθαρισμός! – Ωραίος πράγματι, αλλ' αντίθετος από εκείνον που κάμνουν εις τα σώματα οι ιατροί· εκείνοι δηλαδή αφαιρούν τα χειρότερα και αφήνουν τα καλύτερα· αυτός δε το εναντίον. – Καθώς φαίνεται είναι ανάγκη να το κάμνη αυτό, αν εννοή να διατηρήση την αρχήν.

– Με αξιολάτρευτον, μα την αλήθειαν, ανάγκην είναι δεσμευμένος, η οποία του επιβάλλει, ή να ζη με τους πολλούς τους φαύλους και μάλιστα μισούμενος υπ' αυτών, ή να αποθάνη. – Αυτή είναι η θέσις του. – Αλλά όσον μισητότερος γίνεται εις τους πολίτας με αυτάς τας πράξεις του, δεν θα έχη ανάγκην και τόσον περισσοτέρων και πιστοτέρων δορυφόρων; – Πώς όχι; – Αλλά πού θα εύρη αυτούς τους πιστούς και από πού θα τους προσκαλέση; – Μόνοι των θα έλθουν πολλοί πετώντας, αρκεί να τους πληρώνη κανείς καλά. – Μου φαίνεται, μα τον κύνα, πως εννοείς κάποιους κηφήνας πάλιν, ξενικούς και κάθε λογής. – Σωστά το ηύρες. – Τι τάχα; δεν θα ημπορούσεν άραγε να είχεν εντοπίους; – Πώς; – Να πάρη τους δούλους από τους κυρίους των, να τους απελευθερώση και να αποτελέση από αυτούς την σωματοφυλακήν του. – Καλά το εσκέφθης, διότι αυτοί πραγματικώς θα του είναι και τελείως αφωσιωμένοι. – Τι αξιοζήλευτον πράγμα, αλήθεια, που μας παριστάνεις τον τύραννον, αφού θα έχη τέτοιους φίλους και πιστούς ανθρώπους, διά να αντικαταστήση εκείνους τους άλλους που εξέκαμε πριν! – Και όμως αυτούς έχει. – Και τον θαυμάζουν βέβαια αυτοί οι νέοι του σύντροφοι και ζουν με οικειότητα μαζί του οι νέοι αυτοί πολίται, ενώ οι χρηστοί τον μισούν και τον αποφεύγουν. – Πώς να μη γίνεται αυτό;