Tasuta

Ο Αγαθούλης

Tekst
Autor:
iOSAndroidWindows Phone
Kuhu peaksime rakenduse lingi saatma?
Ärge sulgege akent, kuni olete sisestanud mobiilseadmesse saadetud koodi
Proovi uuestiLink saadetud

Autoriõiguse omaniku taotlusel ei saa seda raamatut failina alla laadida.

Sellegipoolest saate seda raamatut lugeda meie mobiilirakendusest (isegi ilma internetiühenduseta) ja LitResi veebielehel.

Märgi loetuks
Šrift:Väiksem АаSuurem Aa

Συμπέρασμα

Ο Αγαθούλης, στο βάθος της καρδιάς του, δεν είχε καμιάν επιθυμία να παντρευτή την Κυνεγόνδη· αλλ' η έσχατη αναίδεια του βαρώνου τον έκανε ν' αποφασίση το γάμο, και η Κυνεγόνδη τον επίεζε τόσο πολύ, που δε μπόρεσε ν' αναιρέση το λόγο του. Συβουλεύτηκε τον Παγγλώσση, το Μαρτίνο, και τον πιστό Κακαμπό. Ο Παγγλώσσης εσύνταξε ένα ωραίο υπόμνημα, με το οποίο απόδειχνε, πως ο βαρώνος δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω στην αδερφή του και πως εκείνη μπορούσε, σύμφωνα με τους νόμους της αυτοκρατορίας, να παντρευτή τον Αγαθούλη εξ αριστεράς χειρός. Ο Μαρτίνος γνωμοδότησε να ρίξουνε το βαρώνο στη θάλασσα. Ο Κακαμπός πρότεινε να τον παραδώσουνε στο λεβαντίνο πλοίαρχο να τον ξαναβάλουνε στα καταναγκαστικά έργα, και μετά να τον στείλουνε στον πατέρα στρατηγό στη Ρώμη με το πρώτο καΐκι. Η γνώμη του θεωρήθηκε πολύ καλή· η γριά την ενέκρινε· δεν είπανε τίποτε της αδερφής του· με λίγα χρήματα το σχέδιο εκτελέσθηκε κ' είχανε την ευχαρίστηση, που πιάσαν έναν ιησουίτη και τιμωρήσανε την αλαζονεία ενός Γερμανού βαρώνου.

Ήτανε πολύ φυσικό να φανταστή κανείς, πως ο Αγαθούλης ύστερ' από τόσες συμφορές, παντρεμένος με την αγαπημένη του και ζώντας με το φιλόσοφο Παγγλώσση, το φιλόσοφο Μαρτίνο, το συνετό Κακαμπό και τη γριά, έχοντας εξ άλλου φερμένα τόσα πολλά διαμάντια από την πατρίδα των παλαιών Ινκάς, θα περνούσε την πιο ευχάριστη ζωή στον κόσμο. Αλλά τον είχανε τόσο κατακλέψει οι Εβραίοι ώστε δεν τούμενε τίποτες άλλο από το μικρό του χτήμα· η γυναίκα του ασκημαίνοντας μέρα με την ημέρα περισσότερο γινότανε πεισματιάρα κι' ανυπόφορη· η γριά ήτανε αρρωστιάρα κι' ακόμα πιο μουρμούρα από τη Κυνεγόνδη. Ο Κακαμπός, που δούλευε στο περιβόλι και πήγαινε να πουλή λαχανικά στην Κωσταντινούπολη, ήτανε κατασκοτωμένος από τη δουλιά και καταριότανε τη μοίρα του. Ο Παγγλώσσης ήτανε απελπισμένος, που δεν έλαμπε σε κανένα πανεπιστήμιο της Γερμανίας. Όσο για το Μαρτίνο, ήτανε σταθερά πεπεισμένος, πως παντού είναι κανείς εξίσου κακά: και δεχότανε τα πράγματα υπομονετικά! Ο Αγαθούλης ο Παγγλώσσης κι' ο Μαρτίνος συζητούσανε κάποτε μεταφυσική και ηθική. Βλέπανε συχνά να περνούνε κάτου από τα παράθυρα της έπαυλης καΐκια φορτωμένα εφέντηδες, πασάδες, κατήδες, που τους έστελνε ο σουλτάνος εξορία στη Λήμνο, στη Μυτιλήνη στην Ερζερούμ· βλέπανε να έρχονται άλλοι κατήδες, άλλοι πασάδες, άλλοι εφέντηδες, που αντικαθιστούσανε τους εξωρισμένους και που τους εξορίζανε κι' αυτούς με τη σειρά τους· βλέπανε κεφάλια καθαρισμένα από τα αίματα, παραγεμισμένα με άχερα, που τα πηγαίνανε να τα παρουσιάσουνε στην Υψηλή Πύλη. Αυτά τα θεάματα διπλασιάσανε τις συζητήσεις κι' όσον δε συζητούσανε, η ανία ήτανε τόσο υπερβολική, που η γριά τόλμησε μια μέρα να τους πη:

– Θάθελα να ξέρω τι ναι χειρότερο: νάχεις βιαστή εκατό φορές από νέγρους πειρατές, να σούχουν κόψει τόνα κωλομέρι, νάχης ξυλοκοπηθή από τους Βουλγάρους, νάχης μαστιγωθή και κρεμαστή σ' ένα άουτο- νταφέ, νάχης σκιστή με το μαχαίρι, νάχης τραβήξη κουπί σε γαλέρα, νάχης όλες τις δυστυχίες, που έχουμε μεις περάσει, ή να μένης δω, χωρίς να κάμνης τίποτα;

– Είναι σπουδαίο το θέμα, απάντησε ο Αγαθούλης· αυτά τα λόγια προκαλέσανε νέες σκέψεις, κι' ο Μαρτίνος έβγαλε το συμπέρασμα, πως ο άνθρωπος έχει γεννηθή για να ζη μέσα σε σπασμούς ανησυχίας ή μέσα στο λήθαργο τη πλήξης. Ο Αγαθούλης δε συμφωνούσε· αλλά και δεν βεβαίωνε τίποτα. Ο Παγγλώσσης ομολογούσε, πως είχε πάντα φριχτά υποφέρει· αλλ' αφού υποστήριξε μια φορά, πως όλα ήτανε θαυμάσια, το υποστήριζε πάντα, αν και δεν το πίστευε καθόλου.

Ένα γεγονός επιβεβαίωσε τελειωτικά τα αποτρόπαια αξιώματα του Μαρτίνου κ' έκανε τον Αγαθούλη ν' αμφιβάλη περισσότερο από κάθε φορά και τον Παγγλώσση να τα χάση. Είδανε μια μέρα να ζυγώνουνε στο χτήμα τους η Πακέττα κι' ο αδερφός Γαρουφάλης σε κατάσταση έσχατης δυστυχίας. Είχανε φάγει πολύ γρήγορα τις τρεις χιλιάδες πιάστρα, χωρίσανε, τα ξαναφκιάσανε, ξαναμαλλώσανε, τους βάλανε στη φυλακή, το σκάσανε, και τέλος ο αδερφός Γαρουφάλης τούρκεψε! Η Πακέττα ξακολουθούσε παντού το επάγγελμά της και δεν κέρδιζε τίποτα.

Τόχα προβλέψει, είπε ο Μαρτίνος στον Αγαθούλης, πώς το ρεγάλο σου γρήγορα θα τρωγότανε και θα τους έκαμνε πιο δυστυχείς. Έχετε φάγει εκατομμύρια πιάστρα σεις κι' ο Κακαμπός, και δεν είστε πιο ευτυχής από την Πακέττα και τον αδερφό Γαρουφάλη.

Αχ! Αχ! είπε ο Παγγλώσσης στην Πακέττα, ο ουρανός λοιπόν σας στέλνει σε μας. Δυστυχισμένο μου παιδί! ξέρετε, πως μου κοστίσατε την άκρη της μύτης, έν' αυτί κ' ένα μάτι; Πώς γενήκατε! Ε! τι ναι αυτός ο κόσμος.

Αυτή η νέα περιπέτεια τους έκανε να φιλοσοφήσουνε περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Υπήρχε κει γύρω ένας δερβίσης περίφημος, που θεωριότανε ο καλύτερος φιλόσοφος της Τουρκίας· πήγανε να τον συμβουλευτούνε· ο Παγγλώσσης έλαβε το λόγο κ' είπε:

– Διδάσκαλε, ερχόμαστε να σας παρακαλέσουμε να μας πήτε για ποιο λόγο πλάστηκε αυτό το αλλόκοτο ζώο ο άνθρωπος.

– Τι σ' ενδιαφέρει; του είπε ο δερβίσης· αυτό δεν είναι δική σου δουλιά!

– Αλλά, σεβασμιώτατε πάτερ, υπάρχουνε τόσα κακά πάνου στη γη.

– Τι σημαίνει, αν υπάρχουνε κακά ή καλά;

– Τι πρέπει λοιπόν να κάνω;

– Να μουλλώνης! είπε ο δερβίσης.

– Θα κολακευόμουνα πολύ, αν θέλατε να συζητήσω μαζί σας ολίγο για τις αιτίες και τ' αποτελέσματα, για τον άριστο των κόσμων, για την πηγή του κακού, για τη φύση της ψυχής και για την προϋπάρχουσα αρμονία.

Ο δερβίσης μόλις τάκουσε αυτά τους έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.

Ενώ γινότανε αυτή η συνομιλία, διαδόθηκε η είδηση, πως μόλις προ ολίγου είχανε στραγγαλίσει στην Πόλη δυο βεζύρηδες, και το μουφτή και πως είχανε παλουκώσει πολλούς φίλους των. Αύτη η καταστροφή έκανε μεγάλο θόρυβο για κάμποσες ώρες. Ο Παγγλώσσης, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος, επιστρέφοντας στο μικρό τους χτήμα, απαντήσανε έναν αγαθό γέροντα, που δροσιζότανε στην πόρτα του κάτου από πυκνές πορτοκαλιές. Ο Παγγλώσσης, που ήτανε τόσο περίεργος, όσο και λογικευτής, τον ρώτησε, πώς λεγότανε ο μουφτής που στραγγαλίσανε.

– Δεν ξέρω τίποτα, απάντησε ο αγαθός άνθρωπος και δεν έμαθα ποτές τόνομα κανενός μουφτή και κανενός βεζύρη. Αγνοώ ολότελα το πράμα, για το οποίο μου μιλάτε· είμαι της γνώμης, πως γενικά όσοι ανακατεύονται στα πολιτικά χάνονται καμιά φορά άθλια και πως το αξίζουν. Αλλά δε ρωτώ ποτές να μάθω τι κάνουνε στην Κωσταντινούπολη. Αρκιέμαι να στέλνω εκεί να πουλώ τους καρπούς του περιβολιού μου.

Αφού είπε αυτά τα λόγια, κάλεσε τους ξένους να μπούνε στο σπίτι: οι δυο του κόρες και τα δυο του αγόρια τους προσφέρανε πολλών ειδών σερμπέτια, που τα κάνανε οι ίδιοι, καϊμάκι με ζαχαρωμένα κομματάκια κίτρο, πορτοκάλλια, λεμόνια, γλυκολέιμονα, ανανάδες, φυστίκια, καφέ της Μέκκας, που δεν ήτανε καθόλου ανακατεμένος με καφέ της Βαταβίας και των νησιών. Μετά οι δυο κόρες αυτού του καλού μουσουλμάνου βάλανε μυρωδιές στα γένια του Αγαθούλη, του Παγγλώσση και του Μαρτίνου.

Θάχετε, είπε ο Αγαθούλης στον Τούρκο, κανένα μεγάλο και λαμπρό χτήμα.

Έχω μονάχα είκοσι στρέμματα, απάντησε ο Τούρκος τα καλλιεργώ με τα παιδιά μου· η δουλειά διώχνει από μας τρία μεγάλα κακά: την ανία, την αμαρτία και τη φτώχεια.

Ο Αγαθούλης γυρίζοντας στο χτήμα του έκανε βαθυούς συλλογισμούς απάνου στα λόγια του Τούρκου. Είπε στον Παγγλώσση και στο Μαρτίνο!

– Αυτός ο αγαθός γέρος μου φαίνεται, πως δημιούργησε μια τύχη πολύ προτιμότερη από των έξι βασιλιάδων, με τους οποίους λάβαμε τη τιμή να δειπνήσουμε.

– Τα μεγαλεία, είπε ο Παγγλώσσης, είναι πολύ επικίνδυνα, σύμφωνα με τις γνώμες όλων των φιλοσόφων. Γιατί, επί τέλους, ο Εγλών, βασιλιάς των Μωαβιτών, δολοφονήθηκε από τον Αώδ· ο Αβεσαλώμ κρεμάστηκε από τα μαλλιά του και τρυπήθηκε με τρεις κονταριές· ο βασιλιάς Ναβάβ, γυιός του Ιεροβοάμ, σκοτώθηκε από το Βαασά· ο βασιλιάς Ελά από το Ζαμβρί· ο Οχοσίας από τον Ιεχού· η Αθάλεια από τον Ιοϊάδα· οι βασιλιάδες Ιωακείμ, Ιεχωνίας, Σεδεκίας, γενήκανε σκλάβοι. Ξέρετε τι τέλος λάβανε ο Κροίσος, ο Αστυάγης, ο Δαρείος, ο Διονύσιος των Συρακουσών, ο Πύρρος, ο Περσέας, ο Αννίβας, ο Ιουγούρθας, ο Αριόβιστος, ο Καίσαρας, ο Πομπήιος, ο Νέρωνας, ο Όθωνας, ο Βιτέλλιος, ο Δομιτανός, ο Ριχάρδος II της Αγγλίας, ο Εδουάρδος II, ο Ερρίκος VI, ο Ριχάρδος III, η Μαρία Στούαρτ, ο Κάρολος I, οι τρεις Ερρίκοι της Γαλλίας, ο αυτοκράτορας Ερρίκος IV; Ξέρετε…

– Ξέρω επίσης, είπε ο Αγαθούλης, πως πρέπει να καλλιεργούμε το περιβόλι μας.

– Έχετε δίκιο, είπε ο Παγγλώσσης· γιατί όταν ο άνθρωπος εβάλθηκε στον κήπο της Εδέμ, εβάλθηκε για να τον καλλιεργή: κι' αυτό αποδείχνει, πως ο άνθρωπος δεν είναι καμωμένος για την ανάπαυση.

– Ας δουλεύουμε, χωρίς να συζητούμε, είπε ο Μαρτίνος· είναι ο μόνος τρόπος να κάνουμε τη ζωή υποφερτή.

Όλη η μικρή συντροφιά δέχτηκε αυτό το σχέδιο, κι' ο καθένας αρχίνησε να εξασκή τα ταλέντα του. Η Κυνογόνδη αληθινά πολύ άσκημη, μα γίνηκε μια έξοχη ζαχαροπλάστισα. Η Πακέττα κεντούσε κι' η γριά φρόντιζε για τ' ασπρόρρουχα. Ως κι' αυτός ο αδερφός Γαρουφάλης δούλευε. Γίνηκε καλός μαραγκός και μάλιστα τίμιος άνθρωπος, κι' ο Παγγλώσης έλεγε καμμιά φορά στον Αγαθούλη:

– Όλα τα γεγονότα είναι αλληλένδετα στον καλύτερον από τους κόσμους· γιατί το κάτου-κάτου αν δεν σας διώχνανε από έναν ωραίο πύργο με δυνατές κλωτσιές στον πισινό για τον έρωτα της δεσποινίδας Κυνεγόνδης, αν δεν περνούσατε από την ιερά εξέταση, αν δεν είχατε διατρέξει την Αμερική με τα πόδια, αν δεν είχατε δώσει μια γερή σπαθιά στο βαρώνο, αν δεν είχατε χάσει όλα σας τα πρόβατα της ευλογημένης χώρας του Ελδοράδο, δε θα τρώγατε εδώ κίτρα γλυκό και φυστίκια.

– Καλά τα λες, αποκρίθηκε ο Αγαθούλης, αλλά πρέπει να δουλεύουμε το περιβόλι μας.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥΛΗ